City Free Press / Link
«Νιώθω πως η δουλειά που κάνουμε, δεν είναι μια χομπίστικη ενασχόληση, όπου όλοι οι καλοί χωράνε. Δεν χωράνε όλοι οι καλοί. Είναι μια δουλειά με κανόνες, με πειθαρχία και έχει προϋποθέσεις για να μπορείς να την κάνεις».
Του Ανδρέα Κάτσιη
Ο Σταύρος Χριστοδούλου, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες των lifestyle περιοδικών στην Κύπρο και μέλος της ομάδας που έφερε στο νησί το free press -ως ένας από τους εμπνευστές και δημιουργούς της CITY-, έπειτα από 25 χρόνια σοβαρής ενασχόλησης με τη δημοσιογραφία, κάνει την πρώτη του συγγραφική απόπειρα με το «Hotel National». Ένα πολιτικό μυθιστόρημα που όμως περιέχει στοιχεία βιογραφικά και γεγονότα πραγματικά.
Στην ερώτηση κατά πόσο αυτοπροσδιορίζεται ως ερασιτέχνης συγγραφέας, η απάντησή του δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο να προσπεράσεις αδιάφορα τη νέα του ιδιότητα. «Όχι, δεν θα με χαρακτήριζα ερασιτέχνη συγγραφέα, γιατί πολύ απλά το έκανα πολύ συνειδητοποιημένα, σοβαρά και αφοσιωμένα. Χωρίς να δηλώνω επάγγελμα: συγγραφέας, νιώθω πως η συγγραφή βιβλίων είναι ο επόμενος κύκλος που μόλις άνοιξε στη ζωή μου».
Πώς θα συστήνατε τον εαυτό σας σε κάποιον που δεν σας γνωρίζει;
Ως έναν άνθρωπο που δεν ησυχάζει ποτέ. Αυτό είναι κάτι που με χαρακτηρίζει και ως άνθρωπο, αλλά και ως επαγγελματία. Λειτουργώ με αδρεναλίνη, γουστάρω τα καινούργια πράγματα, τις καινούργιες προκλήσεις. Παρόλο που ζω μια εξαιρετικά ήσυχη ιδιωτική ζωή, η πρόκληση είναι ένα στοιχείο που λειτουργούσε πάντα θελκτικά σ’ εμένα.
Από τη νομική, στη δημοσιογραφία; Πώς έγινε αυτή η μετάβαση;
Θα σε πάω ακόμα πιο πίσω, για να σου πω πως πριν από τη Νομική, ήταν η Ιατρική στη Βουδαπέστη, την οποία ευτυχώς εγκατέλειψα νωρίς. Η Νομική ήρθε αργότερα και ήταν μια επιστήμη την οποία όχι μόνο αγάπησα, αλλά θεωρώ πως με βοήθησε ουσιαστικά στον τρόπο που λειτουργώ και σκέφτομαι σήμερα στη δουλειά μου.
Στο χώρο μπήκα εντελώς τυχαία, αφού βέβαια στο μεταξύ είχα αντιληφθεί ότι το γράψιμο είναι η μεγάλη μου αγάπη. Το διάστημα κατά το οποίο βρισκόμουν στην Αθήνα για σπουδές, στην Κύπρο ξεκινούσε η δημιουργία του περιοδικού «Σελίδες».
Όταν βρέθηκα στο νησί για διακοπές, πήγα εντελώς αυθόρμητα στον Γιώργο Τσαλακό, ο οποίος είχε την αρχισυνταξία, και του παρέδωσα ένα άρθρο μου. Μετά από λίγο με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να ενταχθώ στην ομάδα των «Σελίδων».
Εκείνη την εποχή, η περιπέτεια των περιοδικών ήταν πολύ γοητευτική κι εγώ μπήκα με πολύ ενθουσιασμό και όρεξη να δημιουργήσω.
Δεν είναι όμως κάπως οξύμωρο το γεγονός ότι ασχοληθήκατε με το lifestyle;
Καθόλου οξύμωρο. Εγώ ποτέ δεν θεώρησα υποδεέστερο το lifestyle, γιατί ποτέ δεν το δαιμονοποίησα. Όταν μου πρότεινε ο Νίκος Παττίχης την αρχισυνταξία του ΟΜΙΚΡΟΝ, ενός νέου -τότε- μηνιαίου lifestyle περιοδικού με προδιαγραφές εξωτερικού, το θεώρησα εξαιρετική ιδέα και πρωτοπόρα, γι’ αυτό δέχτηκα με ενθουσιασμό.
Τα περιοδικά για μένα ήταν πάντα το πεδίο όπου μπορούσες να γράψεις ωραία κείμενα και να δημοσιεύσεις ωραίες φωτογραφίες. Είχα πάντα ως πρότυπο περιοδικά του εξωτερικού, όπως το Vanity Fair, το Esquire, τη Vogue, περιοδικά τα οποία θεωρώ βίβλους.
Από την αρχή λοιπόν ένιωθα πολύ τυχερός, γιατί πίστευα ότι έμπαινα στη δημοσιογραφία με το δεξί, ενώ παράλληλα μπορούσα να ξεδιπλώσω τον εαυτό μου με μια γραφή η οποία δεν θα έμενε στα στενά όρια των 300 λέξεων.
Γιατί όμως η έννοια του lifestyle, μέσα στα χρόνια αλλοιώθηκε και πήρε αρνητική χροιά;
Βλακωδώς έγινε αυτό και δεν αντιστοιχεί καθόλου στην πραγματικότητα. Το lifestyle δεν είναι τα ακριβά φουστάνια, τα δωδεκάποντα και η κάθε κοπέλα που φωτογραφίζεται στα περιοδικά. Αυτό είναι ένα μέρος του μεν -η χρυσόσκονη αν θέλεις που προσδίδει μια έξτρα λάμψη- αλλά σίγουρα δεν είναι μόνο αυτό.
Το lifestyle, είναι τρόπος ζωής, είναι η καθημερινότητά μας. Πρέπει να μάθουμε να λειτουργούμε λιγότερο απενοχοποιημένα απέναντι σε όλα αυτά.
Πάντα έλεγα και εξακολουθώ να το λέω, ότι αγαπούσα τον αφρό της ζωής και τα περιοδικά αυτό ήταν ανέκαθεν για μένα. Παράλληλα όμως για να κάνεις καλά περιοδικά, είναι σημαντικό προηγουμένως να διαβάσεις και μερικά βιβλία.
Ως Σταύρος, πώς ισορροπούσες σε όλο αυτό;
Πάντα πατούσα σε δύο βάρκες. Η μία ήταν τα περιοδικά, τα οποία ήταν ο κόσμος που συναντούσαμε, που αναδεικνύαμε και φωτογραφίζαμε. Μια τόσο ωραία περιπέτεια, το να προβάλλεις αυτή την πλευρά της ζωής.
Παράλληλα όμως υπήρχε και μια πιο εσωστρεφής πλευρά μου, η οποία ήταν τα διαβάσματα, η τέχνη και τα ενδιαφέροντα τα οποία είναι λιγότερο φωτισμένα.
Τα άτομα που εκπροσωπούν τη χρυσόσκονη, έχουν βάθος και ποιότητα;
Σαφέστατα και υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, αλλά γιατί πάντα πρέπει να ψάχνουμε το φοβερό βάθος; Γιατί κατ’ ανάγκη να υπάρχει σε όλα βάθος και ποιότητα; Όλο αυτό μου κάνει λίγο υποκριτικό…
Στη ζωή μας, δεν συνδιαλεγόμαστε μόνο με ανθρώπους που έχουν φοβερό βάθος και επίπεδο. Συναντούμε και κόσμο που είναι απλώς χαριτωμένος, μπορεί να είναι έξυπνος ή μπορεί να είναι διαφορετικός από εμάς με έναν τρόπο ο οποίος ίσως να μας ερεθίζει να τον γνωρίσουμε καλύτερα.
Τα περί βάθους νομίζω ότι είναι καλύτερα να τα αναζητήσει ο καθένας στον εαυτό του.
Γιατί όμως, όλοι πιστεύουμε πως έχουμε ποιότητα και βάθος, κρίνοντας αυστηρά ό,τι διαφέρει;
Ο καθένας μας κουβαλά τη δική του παιδεία. Θεωρώ πως είμαστε τα διαβάσματά μας, τα ταξίδια μας, οι εμπειρίες μας. Ό,τι κουβαλούμε στα χιλιόμετρα της ζωής που διανύουμε.
Προσωπικά επέλεξα να αποφύγω αυτόν τον ελιτισμό του βάθους. Για μένα αυτό που έκτοτε ασκούσε γοητεία πάνω μου, είναι οι εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι που είχα την ευκαιρία να συναντήσω σε αυτή τη δουλειά.
Άλλοι με βάθος, άλλοι με λιγότερο. Αλλά. ξέρεις κάτι; Για έμενα ένα πράγμα υπάρχει για να κρίνω αν ο άλλος είναι αξιόλογος ή όχι. Το αποτύπωμα που αφήνει στο πέρασμά του.
Οι χειρότεροι για εμένα είναι όλοι αυτοί οι δήθεν ευγενείς, οι υπερβολικά στρογγυλεμένοι, οι χωρίς αιχμές, οι προβλέψιμοι. Αυτούς απεχθάνομαι εγώ… Οι χωρίς βάθος, που όμως μπορεί να κρύβουν ένα στοιχείο γοητείας, με ιντριγκάρουν.
Αυτό ισχύει και στην προσωπική σου ζωή;
Σαφώς. Όλοι οι φίλοι μου είναι τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους και το κριτήριο για να γίνουν φίλοι μου δεν ήταν ποιος ήταν ο πιο intellectual, αλλά αν υπήρχε συναίσθημα και αλήθεια.
Στα 25 χρόνια που βρίσκεσαι στο χώρο, έχεις συναντηθεί με πολλούς ανθρώπους. Θα χαρακτήριζες κάποιες από αυτές τις συναντήσεις «εξαιρετικές»;
Είχα πολλές εξαιρετικές συναντήσεις, με πολύ διαφορετικούς ανθρώπους, εξ ου και θεωρώ άδικο να ξεχωρίσω κάποιους από αυτούς. Παρόλα αυτά, αν χρειαζόταν να αναφέρω κάποιους θα σημείωνα τη συνάντησή μου με τον Φρέντι Γερμανό, τη Χαρούλα Αλεξίου και τη Λίνα Νικολακοπούλου.
Ξέρεις, ο πλούτος της δικής μας δουλειάς είναι η δυνατότητα που σου δίνει να γνωρίσεις ανθρώπους που δεν μπορείς να συναντήσεις στην καθημερινότητά σου. Κι αυτό είναι ένα πλεονέκτημα το οποίο «εκμεταλλευόμουν», για να συναντώ ανθρώπους με ενδιαφέρον.
Είστε αυστηρός ως προϊστάμενος;
Ναι, είμαι αυστηρός. Όχι όμως από καπρίτσιο. Νιώθω πως η δουλειά που κάνουμε, δεν είναι μια χομπίστικη ενασχόληση, όπου όλοι οι καλοί χωράνε. Δεν χωράνε όλοι οι καλοί. Είναι μια δουλειά με κανόνες, με πειθαρχία και έχει προϋποθέσεις για να μπορείς να την κάνεις.
Όλα αυτά τα χρόνια συνεχίζω να είμαι αυστηρός αρχικά με τον εαυτό μου και έπειτα με τους συνεργάτες μου, για να έχω το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Άδικος υπήρξατε;
Υποθέτω πως ναι. Ποιος διεκδικεί άλλωστε το αλάθητο; Σίγουρα πάνω στην ένταση, στο πάθος και την πίεση της δουλειάς, μοιραία έχω αδικήσει άτομα. Και στο βαθμό που μπόρεσα να το αντιληφθώ και να το αναγνωρίσω, δεν είχα πρόβλημα να το παραδεχτώ και να ζητήσω συγγνώμη.
Θεωρώ γενναιότητα να ζητάς συγγνώμη και να αναιρείς ένα σου λάθος.
Εκπτώσεις κάνετε στη ζωή σας;
Στην προσωπική μου ζωή εδώ και πολλά χρόνια δεν κάνω καμία έκπτωση. Αυτό ίσως είναι και από τα λίγα πράγματα που επαίρομαι, ότι ζω όπως θέλω να ζω.
Στη δουλειά, πάλι, νιώθω ότι υπήρξα τυχερός γιατί μέχρι σήμερα προσπάθησα να κάνω τις μίνιμουμ εκπτώσεις. Αν σου πει κάποιος στη δουλειά μας ότι δεν έχει κάνει εκπτώσεις, θα είναι μεγάλος ψεύτης. Είναι μια δουλειά στην οποία πρέπει να κρατάς ισορροπίες και να αυτολογοκρίνεσαι κάποιες φορές.
Η δημοσιογραφία δεν είναι κοινωνικό δίκτυο όπου ο καθένας λέει ό,τι θέλει, αλλά έχει κανόνες και περιορισμούς και αρκετές φορές χρειάζεται να μαζέψεις τον εαυτό σου.
Πλέον έχετε και την ιδιότητα του συγγραφέα. Ενός ερασιτέχνη συγγραφέα;
Όχι, δεν θα με χαρακτήριζα ερασιτέχνη συγγραφέα, γιατί πολύ απλά το έκανα πολύ συνειδητοποιημένα, σοβαρά και αφοσιωμένα. Εγώ είμαι ένας δημοσιογράφος, ο οποίος έγραψε το πρώτο του βιβλίο, αν μου ζητάς να αυτοπροσδιοριστώ.
Η κίνηση όμως αυτή, δεν εμπεριείχε κανενός είδους ερασιτεχνισμό σε κανένα της στάδιο. Εγώ το βιβλίο ήθελα να το εκδώσω στην Ελλάδα και γι’ αυτό το έστειλα σε εκδοτικούς οίκους που δεν με ήξεραν.
Ο εκδοτικός οίκος Καλέντη, μου έκανε την τιμή να το εκδώσει, δίνοντάς μου μάλιστα μια εξαιρετική επιμελήτρια την κα. Πόπη Μουπαγιατζή, με την οποία δούλεψα πολύ στενά για δώσουμε στο βιβλίο την τελική του μορφή. Για μένα όλη η διαδικασία ήταν ένα σχολείο. Μια πρωτόγνωρη εμπειρία την οποία λάτρεψα και θέλω να ελπίζω πως θα έχει συνέχεια.
Το γράψιμο είναι κάτι που δεν σταματά ποτέ. Ήδη έχω αρχίσει να δουλεύω το επόμενο βιβλίο μου, εδώ και αρκετούς μήνες. Χωρίς να δηλώνω επάγγελμα-συγγραφέας, νιώθω πως η συγγραφή βιβλίων είναι ο επόμενος κύκλος στη ζωή μου, που μόλις άνοιξε.
Τι θα διαβάσει κάποιος στις σελίδες του «Hotel National»;
Η ιστορία πάει πίσω στο 1950, στο Βουκουρέστι, και ολοκληρώνεται το 2014. Έχει δύο κεντρικούς ήρωες, έναν Κύπριο και έναν Έλληνα πολιτικό πρόσφυγα, και πραγματεύεται τη φιλία των δύο αντρών και τις ζωές τους στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού, την εποχή Τσαουσέσκου.
Εξετάζει παράλληλα τα οράματα που τους ένωσαν και όλα εκείνα που τους διέψευσαν. Είναι καθαρή μυθοπλασία, αλλά η ιστορία περιβάλλεται από πραγματικά γεγονότα που πίσω κρύβει έρευνα, την οποία έκανα ούτως ώστε τα ιστορικά στοιχεία να είναι σωστά.
Γιατί επιλέξατε το Βουκουρέστι;
Πέραν της ιστορίας των δύο πρωταγωνιστών, το βιβλίο εξετάζει και την περιπέτεια της αριστεράς, έτσι όπως τη βίωσε η γενιά των πατεράδων μας. Ήθελα να θίξω τόσο τις διαψεύσεις όσο και την ουτοπία ενός συστήματος το οποίο αποδείχθηκε αρκετά σκληρό και διεφθαρμένο. Το Βουκουρέστι ήταν μια πόλη που ήξερα και το καθεστώς Τσαουσέσκου ήταν ο ιδανικός αθέατος πρωταγωνιστής.
Η εξουσία διαφθείρει την αριστερά;
Η εξουσία διαφθείρει τους πάντες, όχι μόνο την αριστερά. Το μεγάλο ερώτημα τελικά είναι αν η εξουσία ταιριάζει στην αριστερά ή αν η ιδεολογία του σοσιαλισμού, όταν πλέον εφαρμόστηκε, είχε ελπίδες να λειτουργήσει.
Σας μεταφέρω στο σήμερα και στη σύνθεση της νέας Βουλής. Θεωρείτε ότι έγινε μια μεγάλη στροφή στη δεξιά και τα άκρα;
Εγώ δεν συμφωνώ με αυτή την εκτίμηση. Η Βουλή καλύπτει όλο το τόξο, από αριστερά μέχρι άκρα δεξιά.
Το θέμα που εντοπίζω στην πολιτική ζωή του τόπου, αν θέλεις, είναι ότι γενικά τα κόμματα δεν έχουν έντονη και ξεκάθαρη πολιτική ταυτότητα και, αν υπάρχει, δεν έχει το βάθος που προσωπικά θα ήθελα.
Σε σχέση με την είσοδο της ακροδεξιάς θα έλεγα πως πρόκειται για μια καταγεγραμμένη τάση που επικρατεί σε όλη την Ευρώπη. Αυτό το γεγονός θα έπρεπε να ενεργοποιήσει τα δημοκρατικά αντανακλαστικά όλων, από αριστερά έως δεξιά.
Θεωρείτε ότι ως λαός δεν διεκδικούμε; Ότι είμαστε εφησυχασμένοι; Θεωρώ πως ως λαός είμαστε βραδυφλεγείς. Γενικά, δεν μας χαρακτηρίζει η αντίδραση και ο ξεσηκωμός απέναντι στην αδικία.
Βιώσαμε τα τελευταία χρόνια μια κοσμογονία μέσα στο σπίτι μας και δεν είδαμε ένα μαζικό παλλαϊκό συλλαλητήριο. Αυτό προφανώς και λέει κάτι για την ιδιοσυγκρασία του Κυπρίου. Παρόλα αυτά, επειδή δεν μου αρέσει να είμαι αφοριστικός, θέλω να πιστεύω πως ο κόσμος έχει ανησυχίες και αν του δοθεί μια διέξοδος καινούργιου που να αξίζει, θα το αναδείξει. Ακόμα δεν έχει εμφανιστεί το επόμενο, το οποίο θα ερεθίσει τη νέα γενιά και θα σηκώσει τον κόσμο από τον καναπέ.
Είστε ευχαριστημένος από τη ζωή που ζήσατε μέχρι σήμερα;
Ναι, σαφέστατα είμαι. Με την έννοια ότι δεν έχω κάνει σκόντα στη ζωή μου ή καλύτερα, όσα έκανα ήταν τα λιγότερα που θα μπορούσα.
Κατ’ αρχάς είχα την τύχη να κάνω μια δουλειά που αγαπώ. Είχα ευκαιρίες τις οποίες χρωστώ σε συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως ο Νίκος Παττίχης, ο Άντης Χατζηκωστής, αλλά και πρόσφατα ο εκδοτικός οίκος Καλέντη, που μου έδωσε την ευκαιρία να εκδώσω το πρώτο μου βιβλίο.
Στην ιδιωτική μου ζωή, όπως είπα και στην αρχή, ζω έτσι όπως θέλω. Ζω αυτό που ονειρεύτηκα.