Hotel National

Συγγραφέας: Σταύρος Χριστοδούλου

Η μοιραία φιλία δύο ανδρών, με φόντο τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα.

ISBN: 978-960-594-008-9
Σελ. 288
Εκδόσεις: Καλέντη

Category: Product ID: 1320

Description

Η μοιραία φιλία δύο ανδρών, με φόντο τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα.

Ο Γρηγόρης Μιχαήλ επιστρέφει στο Βουκουρέστι το καλοκαίρι του 2014, στη δύση πια του βίου του, και αφήνει τις αναμνήσεις να τον παρασύρουν σε ένα θυελλώδες ταξίδι με αφετηρία το 1956.

Εκεί, στο άλλοτε κραταιό Hotel National, ανάμεσα στους πολυκαιρισμένους τοίχους, τις σκιές και τα προσωπικά του φαντάσματα, αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με τις αλήθειες, τα ψέματα και τις ανομολόγητες ενοχές του.

Τι πήγε, αλήθεια, τόσο λάθος και είδαν όλοι τα νεανικά τους όνειρα να συνθλίβονται από την εξουσία; Και ποιες οδυνηρές εκπλήξεις περιμένουν αυτόν τον 82χρονο άντρα από τη στιγμή που αποφάσισε να σκαλίσει το παρελθόν;
Είναι μια ιστορία-φόρος τιμής για εκείνους που άφησαν να τους παρασύρουν οι άνεμοι της Ιστορίας.

Το “Hotel National” βρέθηκε στη Βραχεία Λίστα των Κυπριακών Κρατικών Βραβείων 2016 στην κατηγορία του μυθιστορήματος και ήταν προτεινόμενο για το Βραβείο Πεζογραφίας 2016 του περιοδικού Κλεψύδρα.

 

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΕΠΙΣΗΣ

Γλώσσα: Ρουμάνικα

Έτος έκδοσης: 2022

Κριτικές

“Ο Σταύρος Χριστοδούλου γράφει ένα πληθωρικό μυθιστόρημα που σε παρασύρει σαν κύμα. Δεν είμαι σίγουρος, ή τουλάχιστον δεν είμαι εντελώς σίγουρος, κατά πόσο σκιαγραφεί μια ιδεολογική ιστορία με ερωτικές πτυχές ή μια ερωτική ιστορία με ιδεολογικές πτυχές”. Ανδρέας Κούνιος, εφημερίδα Αλήθεια

«Καλογραμμένο, με ρυθμό, με ρεαλισμό, κάποτε με τρυφερότητα, άλλοτε απρόσμενα σκληρίο με ειρωνεία υπαινικτική αλλά που ενίοτε τσακίζει κόκαλα». Κατερίνα Γεωργιάδου, εφημερίδα Πολίτης

«Το μυθιστόρημα «Hotel National» του Σταύρου Χριστοδούλου που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καλέντη (σελίδες: 288, βιβλιοδεσία: άδετο, διάσταση: 14×21, τιμή: €14,00, ISBN: 978-96-594-008-9), ορμάται από «αφηγήσεις, προσωπικά βιώματα και έρευνα στα πολιτικά γεγονότα που περιβάλλουν την ιστορία».
Το βιβλίο κινείται με γρήγορους ρυθμούς καθώς στις 281 σελίδες του καλύπτει έξι δεκαετίες, την περίοδο 1950 μέχρι σήμερα στο δίπολο Κύπρος – Ρουμανία. Δίνει όμως μέσα από την περιεκτική γραφή και τον μελετημένο τρόπο τοποθέτησης των flashback μια ανάγλυφη παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων, της πολιτικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας και της ψυχολογίας των ηρώων που υφαίνουν την πλοκή.
Τόλμημα από το συγγραφέα να αγγίξει μια περίοδο πολύ κοντινή, η οποία λόγω της νωπής μνήμης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «καυτή πατάτα». Καθόλου εύκολο εγχείρημα να μιλήσει κανείς, έστω και στη μορφή μυθιστορηματικής γραφής, για γεγονότα και καταστάσεις που αφορούν το σήμερα μη κινδυνεύοντας να προκαλέσει τον αναγνώστη να ταυτίσει ανθρώπους και πράγματα με την περιρρέουσα κατάσταση. Παρόλα αυτά θα μπορούσα να δω το συγγραφέα να υφαίνει ακόμα περισσότερο στην ιστορία των ηρώων ιστορικές περιγραφές, ιστορικά γεγονότα, κυρίως όσον αφορά την Κύπρο, που να λειτουργούν πιο περιγραφικά ως φόντο στα τεκταινόμενα.
Η μοιραία φιλία δύο ανδρών, με φόντο τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα, ο Κύπριος Γρηγόρης Μιχαήλ, και ο Έλληνας πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία, Θεόδωρος Κύρζης συνεπαίρνει τον αναγνώστη· σε ένα «ουδέτερο έδαφος» –στο Βουκουρέστι– ταγμένοι στον ίδιο ιδεολογικό σκοπό μέσα στον οποίο αναπτύχθηκε και η φιλία τους, την οποία είδαν να καταρρακώνεται από το πάθος και τις εξάρσεις μιας ιδέας που δεν μπορούσε να βρει απόλυτη ταύτιση, καθώς, όπως διατύπωσε ο Μαρξ «η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα».
Από τη Ρουμανία με την άνοδο και πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου, την Ελλάδα των πολιτικών προσφύγων, την Κύπρο του ‘50 το όνειρο της ένωσης, τον αγώνα της ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα και την εισβολή και το «οικονομικό θαύμα» τα αποτελέσματα του οποίου βιώνουμε ακόμα σκληρά στο πετσί μας, οι δύο ήρωες εκπροσωπούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες, με τόσα όμως κοινά και ίδιο τέλος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Σταύρος Χριστοδούλου περιγράφει την τραγική ματαίωση των ονείρων και την πρόσκρουσή τους στην αμείλικτη πραγματικότητα.
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε γνωστό ξενοδοχείο στο Βουκουρέστι, ένα άλλοτε κραταιό οικοδόμημα που φιλοξενούσε την κομματική ελίτ, η πτώση και η κατάρρευση του οποίου κινείται παράλληλα με τη πτώση και εξαθλίωση των συναισθημάτων, των ιδεολογιών και των προσδοκιών των ηρώων. Αυτή η θλίψη που απορρέει από την πορεία των ηρώων, με δόσεις χιούμορ αλλά και γνώση ότι είναι ουτοπία η αναμονή ενός καλύτερου αύριο που πολύ περίτεχνα υφαίνει στη γραφή του ο Σταύρος Χριστοδούλου είναι ακριβώς αυτή η ίδια θλίψη που ελλοχεύει σε κάθε ιστορική περίοδο με κύριο αποδέκτη τον άνθρωπο. Χωρίς να πέφτει στην παγίδα των στείρων ρομαντισμών και αναπολήσεων, το μυθιστόρημα είναι ένα εξαίρετο παράδειγμα για το πώς ένας ενεργός δημοσιογράφος στην πάλη της καθημερινότητας, μπορεί να μετασχηματίσει την εμπειρία του και να στρέψει τη γραφή του σε πεζογραφία αξιώσεων. Η πολυεπίπεδη γραφή, η προσεγμένη χρήση της κυπριακής αφήνει τον αναγνώστη ν’ ανιχνεύσει όσα κρύβονται κάτω από την επιφάνεια των λέξεων.
Θα μπορούσε το Hotel National να καταταγεί στην κατηγορία των ιστορικών ή έστω πολιτικών μυθιστορημάτων; Κατά τα διεθνή πρότυπα, η εποχή στην οποία αναφέρεται ένα ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να απέχει τουλάχιστον πενήντα χρόνια από τότε που το συνέγραψε ο δημιουργός του. Ο Σ.Χ. είναι μέσα στα γεγονότα. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να το κατατάξω σε αυτό το πλαίσιο· δεν χρειάζεται καν να καταταγεί κάπου. Πρόκειται για ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, με φρέσκια γραφή, φρέσκο ύφος που ιντρικάρει τον αναγνώστη να κάνει δική του ανασκαφή μέσα σε κάθε ιστορία. Μπορεί να βρει κάτι μπορεί και όχι. Άλλωστε, ένα βιβλίο γεννά τόσα όσοι και οι αναγνώστες του, δεδομένου ότι καθένας κινητοποιεί τις δικές του προσλαμβάνουσες.
Σημασία έχει το γεγονός ότι διαβάζοντας –κυριολεκτικά απνευστί– το Hotel National απολάμβανα ένα ιδιαίτερα καλογραμμένο αφήγημα, σε ένα θέμα που αφορά όλους εκείνους που παλεύουν, έστω, για «ένα άθλιο τέλος παρά να ζουν σε μια αθλιότητα χωρίς τέλος». Μαρίνα Σχίζα, Φιλελεύθερος

«Αστυνομική πλοκή, ιστορικές αναφορές, κατασκοπευτικές ιστορίες και, κυρίως, ένα όμορφο κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα για τους Έλληνες και Κύπριους που βρέθηκαν στις χώρες του άλλοτε κραταιού σοβιετικού μπλοκ -εν προκειμένω τις Ρουμανίας- και μετατοπίστηκαν από το ιδεολογικό πεδίο της Αριστεράς σε αυτό του συμβιβασμού και του εύκολου πλούτου. Ή σε κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Όπως και να ‘χει, όλη η σύγχρονη ιστορία του ελληνοκυπριακού ελληνισμού, που έζησε τις πολιτικές συγκρούσεις στο πετσί του και τις πλήρωσε ακριβά, καταγράφεται στις συναρπαστικές σελίδες του Χριστοδούλου». Τίνα Μανδηλαρά, Πρώτο Θέμα

“«Η μοιραία φιλία δύο ανδρών, με φόντο τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς από τη δεκαετία του 1950 έως σήμερα». Μια απλή περίληψη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που δε με προετοίμασε ούτε στο ελάχιστο για το υπέροχο κείμενο που απλώνεται σε 281 σελίδες και περιγράφει ρεαλιστικά και χωρίς ίχνος διδακτισμού πώς ζούσαν οι πολιτικοί πρόσφυγες μετά τον διωγμό τους από την Ελλάδα. Ο συγγραφέας φτιάχνει έναν σκληρό μικρόκοσμο, υποταγμένο στα «θέλω» του σοσιαλισμού και στα «πρέπει» του πολιτικού αρχηγού, όπου η καθημερινότητα είναι τελματωμένη, τα ιδανικά και η ιδεολογία για τα οποία πολέμησαν μόλις πριν λίγα χρόνια δεν αναγνωρίζονται σε μια χώρα κατ’ επίφασιν ευνομούμενη (συγκεκριμένα εδώ ο τόπος δράσης είναι το Βουκουρέστι και γενικότερα η Ρουμανία) κι όμως εξακολουθούν, αν όχι να ελπίζουν, τουλάχιστον να περιμένουν.
Το σκληρό, αυταρχικό καθεστώς του Νικολάε Τσαουσέσκου επικράτησε από το 1965 έως το 1989 με όλα τα γνωστά και μη ιστορικά γεγονότα και επακόλουθά τους. Σε αυτό το χρονικό και χωρικό πλαίσιο εκτυλίσσεται το εξαίσιο μυθιστόρημα του κυρίου Χριστοδούλου και ξεδιπλώνονται οι ζωές δύο αντρών, ενός πολιτικού πρόσφυγα κι ενός Κύπριου που τον στέλνει «το Κόμμα» στο Βουκουρέστι «για πληροφορίες». Ο Θοδωρής και ο Γρηγόρης αντίστοιχα ζουν γεγονότα, εκπλήξεις, ανατροπές, τον αγώνα του σοσιαλισμού, όμως η σαπουνόφουσκα αρχίζει να γιγαντώνεται, με κίνδυνο να σπάσει.
Ο συγγραφέας έχει διαλέξει ένα ψαγμένο δίπολο: τον πολιτικό πρόσφυγα που αγωνίστηκε στον Γράμμο, κατέφυγε σε μια νέα χώρα (όχι πατρίδα), πιστεύοντας ακράδαντα στα ιδανικά και τη γραμμή του κόμματος και τον Κύπριο που ακολουθεί τη γραμμή του κόμματος, δεν έζησε όμως, ούτε στερήθηκε όσα ο καινούργιος του φίλος. Επιπλέον, ο Θοδωρής αλλάζει και ωριμάζει μέσα στη δίνη της ιστορικής πορείας, σε αντίθεση με τον Γρηγόρη που τον σκουντάνε τα απόνερα αυτών των γεγονότων στην ψυχοσύνθεσή του.
Το κείμενο είναι καλογραμμένο, κυλάει πολύ γρήγορα, πολλές φορές όμως σκόνταφτα σε μια πρόταση ή μια παράγραφο που με γέμιζε τόσο έντονα αισθήματα που σταματούσα το διάβασμα για να σκεφτώ. Τονίζω ξανά πως, αποφεύγοντας τον διδακτισμό και το κόυνημα του δακτύλου, ο κύριος Χριστοδούλου αφήνει την ίδια την καθημερινότητα των πρωταγωνιστών να δείξει πώς ήταν τα πράγματα εκείνη την εποχή σε κάθε σοσιαλιστική δημοκρατία και διαλέγει να ξετυλίξει με τέτοιον τρόπο την πλοκή που οι συνέπειες αυτών των γεγονότων επηρεάζουν φυσικότατα την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων. Δεν παίρνει θέση, απλώς περιγράφει.
Πόση αυτογνωσία και ταυτόχρονα κουράγιο μπορεί να έχει ένας άνθρωπος οικογενειάρχης όταν γράφει: «Εμείς εδώ στο σπίτι καλά. Προσπαθώ να βρω κάτι παραπάνω απ’ το καλά αλλά ως εκεί με πάει» (σελ. 94-95). Ένας άνθρωπος που μεγαλώνει την οικογένειά του σε ένα καθεστώς που «…είχε μετατραπεί σε ένα περίκλειστο ίδρυμα με τροφίμους μουδιασμένους πολίτες που, όσο λιγότερα ήξεραν, τόσο το καλύτερο για την επιβίωσή τους» (σελ. 134). Όλοι αυτοί οι ήρωες περικλείονται σε μία και μόνη πρόταση, που με συγκίνησε αφάνταστα: «Άνθρωποι μετέωροι πάνω από τον γκρεμό της Ιστορίας, πλημμυρισμένοι από όνειρα που αποδείχτηκαν ψευδαισθήσεις…» (σελ. 183). Κι έρχεται το αμείλικτο ερώτημα: «-Σκέφτηκες ποτέ αν τελικά όλο αυτό ήταν μια ουτοπία; Αν άξιζε τον κόπο;» (σελ. 198).
Κι έρχεται η περίοδος 1977-1982, οπότε και επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα ο μεγαλύτερος αριθμός πολιτικών προσφύγων, ανακτώντας και την ελληνική ιθαγένεια. Και τώρα; Πόσο θα επηρεάσει αυτή η αλλαγή τους ήρωες του βιβλίου; Θα γυρίσουν στην πατρίδα; Τι θα αντιμετωπίσουν; Θα είναι ίδια τα πράγματα; Ή θα καταλήξουν με την πικρή διαπίστωση: «Εδώ δεν μας θέλουν. Εκεί δεν τους θέλουμε εμείς. Κι εγώ δεν έχω πια δύναμη για άλλα ψέματα» (σελ. 217).
Ισορροπώντας ιδανικά ανάμεσα στο μελοδραματικό και το ιστορικό είδος, αναπαριστώντας αληθοφανέστατα πρόσωπα και καταστάσεις, δείχνοντας άμεσα και ευθέως τα γεγονότα, γραμμένο με μαεστρία και ολοζώντανους διαλόγους, το Hotel National είναι ένα εξαιρετικό πολυεπίπεδο μυθιστόρημα». Πάνος Τουρλής, tovivlio.net

«Συμβαίνει το πρωταρχικό ώριμο μυθιστόρημα πολλών καθιερωμένων από τον χρόνο συγγραφέων, συναρπάζοντας στη σαγήνη του το ευρύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον, να εξαγγέλλει όχι απλώς το προοίμιο ενός δόκιμου συγγραφικού εγχειρήματος, αλλά τα εύσημα μιας προοιωνιζόμενης ευδόκιμης μυθιστορηματικής γραφής. Την οιονεί σφραγίδα της σε ταχυδρομικό ένσημο αποτυπώνει η εξεικόνιση της συμβολικής συνδήλωσης στο εξώφυλλο του πρώτου μυθιστορήματος του Σταύρου Χριστοδούλου από τις εκδόσεις Καλέντης, που απέσπασε άμα τη κυκλοφορία του το 2016 την υποδοχή ευνοϊκών κριτικών σχολίων.
Ήδη ο ξενικός τίτλος Hotel National, δίχως την ανάγνωση του προϊδεαστικού σημειώματος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου των 281 καλογραμμένων σελίδων, υποβάλλει την έξοδο από τα στενά όρια της εντοπιότητας και την είσοδο με διεθνείς όρους στον χωροχρόνο μιας παγκόσμιας συνείδησης, παραπέμποντας στην ποιητική αλληγορική κοσμοαντίληψη του Σεφέρη: «Ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο». Χωρίς καν να υποψιάζεσαι πως τα πεπρωμένα των πρωταγωνιστών στα πρωθύστερα δρώμενα του πρώτου κεφαλαίου, που συμπίπτει με την αρχή του τελευταίου έβδομου κεφαλαίου στον αφηγηματικό κύκλο του ιστορικο-πολιτικού αυτού μυθιστορήματος, συνηχούν με τη μοίρα των τραγικών ανθρώπων στους προηγούμενους στίχους του Σεφερικού αποφθέγματος: «…μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν/μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν/ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε/ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο» («Το σπίτι κοντά στη θάλασσα»).
Συγκεκριμένα, στη σύλληψη της πολυεπίπεδης δραματικής του ιστορίας με δομή ζωντανών επεισοδίων και πλοκή κινηματογραφικών ρυθμών, που ο Χριστοδούλου εμπνέεται από τα πρώην σοσιαλιστικά ιδεώδη, όπως και από την κατάληξη του δικτατορικού καθεστώτος Τσαουσέσκου(1965-1989) στην κομμουνιστική Ρουμανία, οι ιστορικές μνήμες φωτίζονται από τις ατομικές, διαδραστικές και ομαδικές περιπέτειες των προσώπων· των αντιθετικών, τουτέστιν, χαρακτήρων με αποκορύφωμα το κεντρικό δίπολο ενός ιδεολόγου απ’ αρχής μέχρι τέλους Βορειοελλαδίτη πολιτικού πρόσφυγα και ενός Κύπριου κομμουνιστή, που ενδίδοντας στις σκοτεινές δυνάμεις της εξουσίας εκποιεί εντέλει τα ιδανικά του, καθώς και ενός ενσυνείδητου συλλογικού βίου, που ενσαρκώνει η Ένωση Πολιτικών Προσφύγων στο Βουκουρέστι.
Το νήμα της ανάμνησης
Εκεί όπου σε προχωρημένη πλέον ηλικία επιστρέφει ο επιζών εκ των δύο ηρώων, ξετυλίγοντας το νήμα των βιωματικών του αναμνήσεων ανάμεσα στην προδομένη αδελφική φιλία και τους ανεκπλήρωτους νεανικούς έρωτες, την αμετάθετη πίστη προπάντων στους κοινωνικούς αγώνες των λαών, αλλά και την αθέτησή της, τις δολοπλοκίες ανίερων ιδιοτελών συναλλαγών και τις μετέπειτα ενοχές ανεπούλωτων τραυμάτων. Έτσι, με το σύνδρομο της καταδίωξης από τα χαμένα ιδανικά, που προσωποποιούνται εξάλλου στον οριστικό χαμό του φίλου και τον αφανισμό της οικογένειάς του, αντιπαραβάλλοντας τη σκιά του θανάτου «με το θολό βλέμμα» της χήρας γυναίκας του και της άθλιας μοναξιάς της, θα φύγει κατατρεγμένος από τις Ερινύες των νεκρών και νεκροζώντανων συντρόφων του, για ν’ αναζητήσει τ’ αλλοτινά ίχνη της προηγούμενής του ζωής στη σημερινή ρουμανική πρωτεύουσα της ανατροπής, της αλλοτρίωσης και της ένδειας.
Ο συγγραφέας χωρίς να παίρνει άμεση θέση υπέρ ή κατά του παλιού καθεστώτος, περιγράφει, ωστόσο, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της σύγχρονης πόλης και των κατοίκων της μέσα από τις εκπεφρασμένες είτε τις ενδιάθετες σκέψεις τους: «Έμεινε για ώρα όρθιος στο κέντρο της πλατείας, παραδομένος στις αναμνήσεις του. Ένας άντρας με ψάθινο καπέλο και βρόμικα ρούχα τον πλησίασε. “Δείτε πώς μας κατάντησαν…”, είπε επιθετικά. “Ήθελαν δημοκρατία, λέει. Τρώγεται όμως η δημοκρατία τους;”, συμπλήρωσε υψώνοντας τη φωνή του».
«Μετά από τόσα χρόνια που πηγαινοερχόταν σ’ αυτήν την πόλη, ήταν ίσως η πρώτη φορά που ύψωνε το κεφάλι του, για ν’ αντικρίσει τους ανθρώπους και τα κουφάρια από μπετόν που στέγαζαν τις μίζερες ζωές τους. “Γιατί δεν τα γκρεμίζουν;”, αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα, βλέποντας ένα θεόρατο κτήριο με ετοιμόρροπα μπαλκόνια και σπασμένα παράθυρα. Παρά τα ακριβά αυτοκίνητα στις κεντρικές λεωφόρους και τις φωτισμένες βιτρίνες των πολυτελών καταστημάτων, η ανθρώπινη δυστυχία δεν μπορούσε να κρυφτεί. Την έβλεπε όχι τόσο στην όψη των απρόσωπων κτηρίων, που ήταν διάσπαρτα σε κάθε σημείο της πόλης, όσο κυρίως στην αγωνία που διέκρινε στα πρόσωπα εκείνων, που δεν κατάφεραν να στριμωχτούν στο τρένο της νέας εποχής».
Το αισθητήριο του δημοσιογράφου
Το διεισδυτικό ex officio αισθητήριο του απροκατάληπτου και αφυπνισμένου δημοσιογράφου, που δεν παραποιεί τα πράγματα με σμικρυντικούς ή μεγεθυντικούς φακούς παρά με σφαιρικές παρατηρήσεις και καίριες επισημάνσεις, αποδίδει τις αληθινές τους διαστάσεις, υποδεικνύοντας αυτόχρημα τις στρεβλώσεις και αναδεικνύοντας τις δεοντολογικές τους όψεις. Όπως ακριβώς παρουσιάζει το κλίμα του νεοπλουτισμού, της νοσηρής πλεονεξίας και παραχάραξης των παραδοσιακών ηθών στην Κύπρο λίγα χρόνια μετά το ’74 ή όταν βάζει στο στόμα των πολιτικών προσφύγων, που επαναπατρίζονται στην Ελλάδα κατά την πενταετία 1977-1982, το καταγγελτικό παράπονο «Δεν μας θέλουν εδώ», ενώ ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αναστοχάζεται στο πικρό μεταίχμιο δυο «ξένων» πατρίδων: «Άνθρωποι μετέωροι πάνω από τον γκρεμό της Ιστορίας, πλημμυρισμένοι από όνειρα που αποδείχτηκαν ψευδαισθήσεις».
Τα δημοσιογραφικά, εντούτοις, αντανακλαστικά υπερβαίνει η ευφάνταστη επινοητικότητα του μυθιστοριογράφου, προκειμένου να σκιαγραφήσει σε μικρογραφία τη ριζική καθεστωτική αλλαγή στη χώρα: ο Γρηγόρης, ο στρατευμένος κουμουνιστής στον αριστερό σύλλογο του Στροβόλου της γενέτειράς του και σε ρουμανικές κουμμουνιστικές σχολές, επισκέπτεται το 2014 το εμβληματικό Hotel National, το κομματικό ξενοδοχείο της δεκαετίας του ’30, που στη θέση της ηγετικής ελίτ και των αδελφών κομμάτων που φιλοξενούσε, είχε τώρα μεταμορφωθεί σε σαραβαλιασμένο χώρο παρακμής, προορισμένο για γαμήλιες δεξιώσεις Τσιγγάνων.
Μέσα και από άλλα σκηνικά στιγμιότυπα στο μυθιστόρημα παρουσιάζονται κρίσιμες πολιτικοκοινωνικές καμπές από τη νεότερη Ιστορία της Κύπρου, της Ελλάδας και της Ρουμανίας.» Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή, εφημερίδα Η Σημερινή

“Ο Σταύρος Χριστοδούλου μοιάζει να διαθέτει τις αφηγηματικές αρετές και να χειρίζεται επιδέξια τις τεχνικές που θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος”. diavasame.gr/

«Θυμάμαι το αίσθημα της οδυνηρής αίσθησης προσγείωσης στην πραγματικότητα μετά την ανάγνωση του εξαντλημένου πια βιβλίου του Χόρχε Σεμπρούν «Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ», που είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά το 1983 από το Θεμέλιο, τη σχεδόν επινοημένη ιστορία του δολοφόνου του Λεόν Τρόσκι και τις ειδυλλιακές για μένα περιγραφές του κίτρινου στο Ντέλφτ και στην καρδερίνα του Βερμέερ. Η προσγείωση ήταν οδυνηρή όχι γιατί δεν είχα διαβάσει ποτέ στη ζωή μου βιβλία κατασκοπείας που αναφέρονταν στο «σιδηρούν παραπέτασμα», αλλά γιατί ο συγγραφέας, σαρξ εκ της σαρκός του ισπανικού κομμουνιστικού κόμματος, μιλούσε στα δικά μου αυτιά για πρώτη φορά με τρόπο που δεν μπορούσα παρά να τον πιστέψω για τη σκληρή πραγματικότητα της «άλλης πλευράς» – το μηδέν και το άπειρο, οι σκοτεινή ύλη μιας ιδεολογίας της στράτευσης και ενός οράματος για τον κόσμο, που στην πράξη σήμαινε τη δράση μυστικών υπηρεσιών, πρακτόρων και κάποτε δολοφόνων όχι πληρωμένων, αλλά ιδεολόγων. Στην κόψη του ξυραφιού, μια και η μάχη με τον εχθρό είναι αμείλικτη, το κιβώτιο πρέπει να μεταφερθεί πάση θυσία, εν κατακλείδι ένα άδειο κιβώτιο αποδεικνυόταν αυτή η αποστολή και κατά σύμπτωσιν ο Άρης Αλεξάνδρου ήταν ο μεταφραστής εκείνου του βιβλίου.
Έχει στρωθεί βεβαίως το έδαφος και με άλλα κείμενα, μαρτυρίες από τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν ως πολιτικοί πρόσφυγες, Μενέλαος Λουντέμης, Δημήτρης Χατζής, Μέλπω Αξιώτη, για να αναφέρω κάποιους επιφανείς, και δεν είναι πια μυστικά τα πάθη των ανθρώπων που η δίνη της Ιστορίας και η ήττα της Αριστεράς καταδίκασε την συπερορία. Τους συμβιβασμούς, τη νοσταλγία, τις δυσκολίες που χρειάστηκε να κάνουν μέχρι τον επαναπατρισμό, όσοι πρόλαβαν, τη μητριά πατρίδα που δεν τους εξασφάλισε τα στοιχειώδη με την επιστροφή, η καταδίκη στη βαθύτατη ένδεια που ανάγκασε πολλούς να επιτρέψουν.
Και από την άλλη, το εξωφρενικό οικονομικό θαύμα στην Κύπρο πριν από την κρίση, η περίεργη ανομολόγητη σχέση με τις χώρες τις ανατολικής Ευρώπης, οι ευνοϊκοί όροι του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, η σκιά της ΕΟΚΑ Β και η σχέση της με τους πραξικοπηματίες στην Ελλάδα, η παράξενη συναρμογή μιας εκσυγχρονισμένης οικονομικά οικονομίας με μια παραδοσιακή κοινωνία με σφιχτοδεμένο κοινωνικό ιστό, η τόσο κοντινή και τόσο ξένη σε εμάς τους Ελλαδίτες σημερινή Κύπρος έδωσαν αφορμή για το βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου “Hotel National”. Μια μυθοπλασία, μια ιστορία που ωστόσο θα μπορούσε να απολύτως να έχει συμβεί και που μπορούμε να υποθέσουμε από την έρευνα που ούτως η άλλως έχει κάνει ο με δημοσιογραφικές αποσκευές συγγραφέας, ίσως και κατά κάποιον τρόπο να έχει συμβεί.
Έτσι λοιπόν, ανάμεσα στη δύο πόλεις, το Βουκουρέστι και τη Λευκωσία, εμπλέκονται οι ιστορίες και οι ζωές των ανθρώπων από την εποχή του Τσαουσέσκου και της αγγλικής αποικιοκρατίας μέχρι και την πτώση του αυταρχικού «σοσιαλιστικού» καθεστώτος και την οικονομική άνθιση της Κύπρου μετά την εισβολή. Η φιλία και η κοινή ιδεολογία φέρνουν κοντά έναν πολιτικό πρόσφυγα στο Βουκουρέστι, παλιό μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού, και έναν Κύπριο κομμουνιστή που φοιτά στην κομματική σχολή του Μπρασόφ. Στενές σχέσεις στα όρια της προδοσίας, ο έρωτας, η πίστη στο κόμμα, η αμφιβολία, οι σχέσεις με το καθεστώς πριν και μετά την πτώση του μέσα από τη μικρή ιστορία των ανθρώπων που συμπαρασύρονται στη δίνη της Ιστορίας προσφέρουν μια γλαφυρή εικόνα της εποχής με κέντρο ένα ξενοδοχείο, το Hotel National στο Βουκουρέστι, ένα από τα πολλά κομματικά ξενοδοχεία για τους προνομιούχους του καθεστώτος που, από ό,τι φαίνεται, φρόντισαν να αλλάξουν έγκαιρα στρατόπεδο. Ανά δεκαετία οι άνθρωποι και η εικόνα τους για τον κόσμο που αλλάζει ή μένει η ίδια, με αναφορά την Ελλάδα μπορεί ο αναγνώστης να εντοπίσει τις εποχές, και εκτός από την αναγνωστική απόλαυση, ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που δεν αποκαλύπτει ότι είναι το πρώτο του συγγραφέα του, μπορεί να ρίξει μια ματιά στην τόσο ξένη κοντινή Κύπρο και να καταλάβει κάτι που ενδεχομένως να είναι ήδη γνωστό στους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, την αιτία κάποιων πραγμάτων, την προέλευση κάποιων χρημάτων και οικονομικής ευμάρειας, τις προθέσεις κάποιας φιλανθρωπίας ή εθνικής ευεργεσίας, ιδίως όταν οι υπαινιγμοί είναι πολλοί εύγλωττοι. Ένα αληθινά αξιανάγνωστο βιβλίο». Πόλυ Χατζημανωλάκη, εφημερίδα Η Αυγή

«Άνθρωποι μετέωροι πάνω από τον γκρεμό της Ιστορίας. Πλημμυρισμένοι από όνειρα που αποδείχτηκαν ψευδαισθήσεις». Για τους περισσότερους Έλληνες συγγραφείς που έζησαν (άμεσα ή έμμεσα) τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Kατοχή και κυρίως τον Εμφύλιο, η προσπάθεια ερμηνείας εκείνης της γενικευμένης ένοπλης σύγκρουσης που εκτός των άλλων δεινών είχε ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο εγκλωβισμό εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα σε ποικίλες πολιτισμικές και ατομικές προκαταλήψεις, αποτέλεσε μία από τις πιο κύριες θεματικές τους προκλήσεις.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους δημιουργούς ήταν ενταγμένοι σε κάποια συγκεκριμένη πολιτικοκοινωνική κοινότητα, τα έργα τους, χάρη στην ειλικρίνεια και την πρωτοτυπία τους, υπερέβησαν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, το πλαίσιο αυτής της ένταξης και, κατ’ επέκταση, την ακραία στενότητα των απόψεων που διαχώριζε τη πλευρά των «νικητών» από εκείνη των «ηττημένων». Εν ολίγοις, η ελληνική μεταπολεμική λογοτεχνία, αν και επηρεάστηκε από τα πολιτικά δρώμενα της εποχής της, λειτούργησε απελευθερωτικά και σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις καθορίστηκε απόλυτα από αυτά. Ως προς τον βαθμό της ένταξης αλλά και την ευρύτητα πνεύματος και τον μοντερνισμό τους, είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του Στρατή Τσίρκα που δούλεψε στον ημιπαράνομο αριστερό Τύπο της ελληνικής παροικίας της Αιγύπτου, του Δημήτρη Χατζή που πολέμησε στο πλευρό του δημοκρατικού στρατού, της Μέλπως Αξιώτη που έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας, αλλά και νεότερων, όπως ο Αντώνης Σαμαράκης, ο Βασίλης Βασιλικός, η Μάρω Δούκα κ.ά.
Το Ηοtel National του Κύπριου Σταύρου Χριστοδούλου, ακολουθώντας αυτή την παράδοση, εφορμά από μια παρόμοια ιδεολογική φόρτιση για να καταλήξει σε μια καθολική υπαρξιακή αμφισβήτηση. «Εδώ δεν μας θέλουν. Εκεί δεν τους θέλουμε εμείς. Κι εγώ δεν έχω πια δύναμη για άλλα ψέματα». Η αφήγηση, ενώ κινείται μέσα σε έναν ορισμένο ιστορικό χρόνο, δεν αναπτύσσεται αυστηρά γραμμικά. Ξεκινά από το Βουκουρέστι τον Ιούλιο του 2014 με την επίσκεψη του 82χρονου Κύπριου Γρηγόρη Μιχαήλ στο σπίτι της Θάλειας, χήρας του Ελλαδίτη Θοδωρή Κύρζη, αλλά στη συνέχεια πραγματοποιεί μια αναδρομή στο Βουκουρέστι του Ιουλίου του 1957, όταν ο Γρηγόρης θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον Θοδωρή και θα αναπτυχθεί μεταξύ τους μια ιδιαίτερα φιλική σχέση. Ο Θοδωρής, πολιτικός πρόσφυγας που πολέμησε στο πλευρό του δημοκρατικού στρατού, αθώος, ονειροπόλος και παρορμητικός, βρίσκεται στον αντίποδα του λιγομίλητου Γρηγόρη, απεσταλμένου στο Βουκουρέστι από το αδελφό κυπριακό κομμουνιστικό κόμμα. Ο πρώτος είναι εικοσιεπτά χρονών και παντρεμένος, ενώ ο δεύτερος εικοσιπέντε και λαχταρά να πιει τη ζωή μονορούφι. Όταν ο Γρηγόρης επιστρέφει στην Κύπρο το ’60, οι δρόμοι τους χωρίζουν. Ο Γρηγόρης, σε αντίθεση με τον Θοδωρή, θα πει «ναι» στο Κόμμα του και θα δεχτεί να γίνει «ιδιοκτήτης» ενός εργοστάσιου βιτρίνα για τις επιχειρηματικές βλέψεις και δραστηριότητες των Ρουμάνων «συντρόφων» (φανερές και εδώ οι πολιτικές νύξεις), παραγνωρίζοντας συνειδητά ή ασυνείδητα εκείνα που ονειρεύτηκε: σοσιαλιστικά οράματα, αρχές, ιδεολογίες. Αυτή η στάση και πολλές άλλες ιδιωτικές και πολιτικές του επιλογές θα δυναμιτίσουν όχι μόνο τη φιλία των δύο πρωταγωνιστών αλλά και τις σχέσεις τους με τα στενά οικογενειακά τους πρόσωπα. Όταν ο Γρηγόρης επιστρέφει γηραιός πια στο Βουκουρέστι, ο Θοδωρής έχει πεθάνει. Ο ίδιος, πίσω στη χώρα του, έχει αποκτήσει δόξα, χρήμα και εξουσία, αλλά μέσα του νιώθει κενός. Διανυκτερεύει στο Hotel National, πρώην ξενοδοχείο της κομματικής ελίτ, αντιμέτωπος πια με φαντάσματα.
Ο Χριστοδούλου ανατέμνει ζητήματα που αφορούν την “υπό αίρεση” πολιτική ορθότητα μιας γενιάς που προηγήθηκε της δικής του, όχι μόνο για να αμφισβητήσει τους δογματισμούς της ή να αποδώσει εύσημα σε μια ετεροχρονισμένη πολιτική λήθης, αλλά (πρωτίστως) για να αναδείξει την ανάγκη για επούλωση, συμφιλίωση και συγχώρεση.
Όπως και στα αντίστοιχα πεζογραφήματα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, έργα στα οποία το ιστορικό τραύμα αντί να επουλωθεί γίνεται εντέλει βαθύτερο εξαιτίας της αδράνειας που επιφέρει η ήττα και η έλλειψη πίστης σε οτιδήποτε «ηρωικό» ή «επικό»,2 έτσι και εδώ, στο Hotel National, η πολιτική ήττα και η κοινωνική ακύρωση έρχεται να επιτείνει την αγωνία, το υπαρξιακό άγχος, την αποξένωση και το αίσθημα της προσωπικής ενοχής, οδηγώντας όχι μόνο τους πρωταγωνιστές αλλά και όλα σχεδόν τα πρόσωπα που τους περιστοιχίζουν σε μια καθολική και σχεδόν ανερμήνευτη μοναξιά. Μια αίσθηση παραλόγου, ματαίωσης και εσωτερικής αποξένωσης πολύ κοντά στο πνεύμα του υπαρξισμού και της αμφισβήτησης των Γάλλων διανοουμένων εκείνης της εποχής. Ο συγγραφέας Χριστοδούλου φαίνεται να γνώρισε τη δραματική περιδίνηση αυτής της γενιάς, είτε από ιστορικές πηγές και αφηγήσεις τρίτων είτε από πληροφορίες που του παρείχε η ζωή του πατέρα του – άλλωστε, την πορεία αυτής της ζωής παίρνει ως μπούσουλα για τις ανάγκες της μυθοπλασίας του. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και τα προσωπικά του βιώματα, αφού ως έφηβος την δεκαετία του ’803 θα πρέπει να είχε ιδίαν εικόνα και αντίληψη για αυτά που διαδραματίζονταν τότε στον τόπο του και τα οποία σε μεγάλο βαθμό συσχετίζονταν με εκείνα που διαδραματίζονταν ή είχαν διαδραματιστεί στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες − αν δεν αποτελούσαν κιόλας τη νομοτελειακή τους εξέλιξη. Ως εκ τούτου, το έργο του Hotel National δεν είναι μόνο μια μυθιστορία εποχής αλλά και ένα πόνημα που φέρνει ταυτόχρονα την προσωπική σφραγίδα (στοχασμό, βλέμμα, κρίση, φόρτιση) ενός μάρτυρα-επιγόνου. Και εδώ βρίσκεται το πλέον ενδιαφέρον. Καθότι, τείνει να είναι κοινή διαπίστωση ότι, αν κι έχουν περάσει κοντά εβδομήντα χρόνια από το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου και την αρχή της ίδρυσης του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας και περισσότερα από σαράντα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τον πρώτο μεγάλο επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα, η διανόηση και στις δυο αυτές χώρες, στην πλειοψηφία της (εξαιρέσεις στη λογοτεχνία ήδη αναφέραμε), μόνο τελευταία διεξάγει μια σφαιρική συζήτηση, και μια, πέρα από κομματικές και άλλες προκαταλήψεις, συστηματική καταγραφή.
Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι ο Σταύρος Χριστοδούλου, με το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα, ανατέμνει ζητήματα που αφορούν την «υπό αίρεση» πολιτική ορθότητα μιας γενιάς που προηγήθηκε της δικής του, όχι μόνο για να αμφισβητήσει τους δογματισμούς της ή να αποδώσει εύσημα σε μια ετεροχρονισμένη πολιτική λήθης, αλλά (πρωτίστως) για να αναδείξει την ανάγκη για επούλωση, συμφιλίωση και συγχώρεση. Βαδίζοντας πάνω στα χνάρια των έργων Ακυβέρνητες πολιτείες (1961-1965) του Στρατή Τσίρκα, Το κιβώτιο (1975-1976) του Άρη Αλεξάνδρου και Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Άλκης Ζέη (1997), το συγκεκριμένο έργο συνιστά ένα ώριμο και ολοκληρωμένο λογοτεχνικό πόνημα, ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο μύθος και η πλοκή είναι άρτια, οι πληροφορίες ακριβείς, οι περιγραφές ζωντανές. Ευφυώς ψυχογραφημένοι και με προσοχή σκιαγραφημένοι είναι και οι χαρακτήρες, ενώ το κυπριακό ιδίωμα λειτουργεί θετικά, προς όφελος της αληθοφάνειας και χωρίς να διασπάται η ενότητα της αφήγησης. Η γλώσσα στα πλαίσια των κλασικών γνωρισμάτων της πεζογραφίας είναι απλή και ρέουσα, οι αφηγηματικοί τόνοι ήπιοι, με τη θερμοκρασία να ανεβαίνει σταδιακά για να τονίσει σημεία αιχμής και να ενισχύσει αντίστοιχες κορυφώσεις. Χρύσα Φάντη, bookpress.gr

Βίντεο