Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός

Συγγραφέας: Σταύρος Χριστοδούλου

Kανείς δεν μοιάζει αθώος, ενώ η αλήθεια κρύβεται, όπως πάντα, στις λεπτομέρειες

ISBN: 978-960-03-6365-4
Σελ. 288
Ημ. Κυκλοφορίας: 7 Μαΐου 2018
Εκδόσεις: Καστανιώτη

Category: Product ID: 1319

Description

Βουδαπέστη, 12 Φεβρουαρίου 1985. Το κρύο περονιάζει τα κόκαλα, ο ποταμός έχει παγώσει και ένας χρησμός, που ακούγεται σαν κρώξιμο, σημαδεύει τον νεογέννητο Γιάνος: «Κακός σπόρος, κακά μαντάτα».

Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ο χρησμός επιβεβαιώνεται· ο «Γιάνος ο Ούγγρος» συλλαμβάνεται στην Αθήνα, κατηγορούμενος ότι δολοφόνησε τον ζωγράφο Μίλτο Αδριανό. Πρόκειται άραγε για ένα ακόμα «τυπικό» έγκλημα όπου εμπλέκεται το κύκλωμα της αντρικής πορνείας;

O δημοσιογράφος Στράτος Παπαδόπουλος ξεκινά να ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας, σκαλίζοντας ζωές παράλληλες, που ενίοτε συναντώνται στο περιθώριο της νέας αθηναϊκής πραγματικότητας. Μια εξηντάχρονη χήρα που διατηρεί ερωτική σχέση με τον Ούγγρο, η γυναίκα του με την οποία έχει αποκτήσει έναν γιο, ο γόνος μιας ισχυρής πολιτικής οικογένειας που σχετιζόταν με τον ζωγράφο, ένας κρυψίνους αστυνόμος και ένας σκοτεινός τύπος του υπόκοσμου είναι τα πρόσωπα-κλειδιά σε ένα άνισο παιχνίδι συναλλαγών.

Στο βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου κανείς δεν μοιάζει αθώος, ενώ η αλήθεια κρύβεται, όπως πάντα, στις λεπτομέρειες. Καθώς αποκαλύπτεται το μυστήριο, τα γκρίζα νερά του Δούναβη παρασέρνουν τις ιστορίες ανθρώπων που το μόνο που επιθύμησαν ήταν ν’ αγαπηθούν.

Κριτικές

«Ασυζητητί ο Σταύρος Χριστοδούλου ξεφεύγει απ’ τα στενά όρια της Κύπρου: εμπνεύσεις που πετάνε σπινθήρες, πεζογραφικός πλούτος, λιτότητα αγκαζέ με την πυκνότητα, ε, και σε μια γωνιά νομίζω ότι είδα και τον αστυνόμο Μπέκα να περιμένει, ανυπόμονα, τη λύση του μυστηρίου». Αντρέας Κούνιος, εφημερίδα Αλήθεια

«Σπουδαία αφήγηση, σπουδαία πένα, δυνατό βιβλίο που δεν περνά απαρατήρητο». Πολίτης, Κατερίνα Γεωργιάδου

“«Σε εντελώς διαφορετικό ύφος και θεματολογία από το πρώτο, (με τίτλο Hotel National) κινείται το δεύτερο μυθιστόρημα του κύπριου δημοσιογράφου Σ. Χριστοδούλου.
Το σώμα του ζωγράφου Μίλτου Αδριανού, βρήκε πεσμένο στο διαμέρισμα-στούντιο του μια νύχτα του Φεβρουαρίου του 2012, ο θυρωρός της πολυκατοικίας. «Δεν ήταν προετοιμασμένος για το θέαμα που αντίκρισε. Πισωπάτησε, νιώθοντας τα πόδια του λυγίζουν από τον τρόμο. Ο άντρας ήταν πεσμένος ανάσκελα στο πάτωμα, ακίνητος, με το πρόσωπο γεμάτο αίματα. Έδειχνε να είναι νεκρός, αλλά δεν τόλμησε να τον πλησιάσει για να το επιβεβαιώσει. Από την τηλεόραση ήξερε πως δεν έπρεπε ν’ αγγίξει οτιδήποτε στον τόπο ενός εγκλήματος. «Την αστυνομία…» κατάφερε να ψελλίσει τρομοκρατημένος. Κι αμέσως έτρεξε στις σκάλες σχεδόν κουτρουβαλώντας, λες και δεν κουβαλούσε εβδομήντα χειμώνες στην πλάτη του».
Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης. Οι σεξουαλικές προτιμήσεις του Αδριανού, γρήγορα στρέφουν τις έρευνες σε συγκεκριμένο κύκλο ατόμων και χάρη στην παρατηρητικότητα και τη μεθοδικότητα του θυρωρού, συλλαμβάνεται ένας νεαρός Ούγγρος, ο Γιάνος Κόβατς, που προσφέρει έναντι αμοιβής, τέτοιου είδους υπηρεσίες. Όλοι είναι ικανοποιημένοι με τη γρήγορη εξιχνίαση της υπόθεσης, εκτός από τον δημοσιογράφο Στράτο Παπαδόπουλο, καλό φίλο εδώ και τριάντα χρόνια του Σουρούνη. «Τον Σουρούνη τον γνώρισε μόλις άρχισε να δουλεύει στην εφημερίδα Αλήθεια. Ήταν Οκτώβριος του 1982, παραμονή της εθνικής επετείου. Δόκιμος συντάκτης αυτός, σχετικά φρέσκος αστυνομικός εκείνος, είχαν την εξυπνάδα να καταλάβουν έγκαιρα πως η συνεργασία τους μπορούσε να αποβεί ωφέλιμη και για τους δύο εξυπηρετώντας διακριτικά τις φιλοδοξίες τους». Χαρακτηρίζει την προσέγγιση του αστυνόμου στην υπόθεση ερασιτεχνική και θεωρεί ότι την «κουκούλωσε» γρήγορα-γρήγορα . «Ερασιτεχνισμό βλέπω και έναν φίλο-γιατί για μένα φίλος είναι ο Στέλιος-να αδιαφορεί για στοιχεία που αξίζει, αν μη τι άλλο, να τα διερευνήσει». Γι’ αυτό ξεκινά μια πεισματική έρευνα που θα αναδείξει νέα δεδομένα, που θα ανατρέψουν τις παραδοχές της αστυνομίας.
Ο Σ. Χριστοδούλου-με την εξαιρετική του γραφή-δεν έχει στόχο να μας παρουσιάσει μόνο μια αστυνομική ιστορία. Χρησιμοποιώντας αυτή την ιστορία ως «όχημα», γράφει ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που αναφέρεται στις σχέσεις γονιών και παιδιών, την ενοχή, την οργή για τα ματαιωμένα όνειρα, τις ερωτικές σχέσεις, την πατρότητα, για την ανέχεια και που μπορεί αυτή να οδηγήσει, το ρατσισμό που ξαφνικά ξεφυτρώνει δίπλα μας σε ανθρώπους “υπεράνω υποψίας”, και άλλα πολλά. Ακόμη, τραβά την κουρτίνα και μας αφήνει μέσα από μια χαραμάδα, να ρίξουμε μια ματιά στον σκοτεινό κόσμο των ανθρώπων που έχουν κάνει σπίτι τους τη νύχτα και κινούνται πέρα και έξω από τα πλαίσια του νόμου. Αξιοπρόσεκτος ακόμη είναι ο τρόπος, που για κάθε χαρακτήρα του έργου, χτίζει μια ιστορία, μικρή αλλά συγκλονιστική, που σιγά-σιγά, όλες συνενώνονται και οδηγούν στην «μεγάλη» ιστορία που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της αφήγησης.» Δημήτρης Μουρατίδης, bibliodiktis

«Είναι τελικά οι κοινωνικές συνθήκες που κάνουν το έγκλημα δυνατό ή αναγκαίο». Η ρήση αυτή του Μπρεχτ περιγράφει απόλυτα τον καμβά πάνω στον οποίο υφαίνεται το εξαιρετικό από όλες τις απόψεις νουάρ μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018).
Ο φόνος ενός ομοφυλόφιλου ζωγράφου γίνεται η αφορμή για να ξεδιπλωθούν παράλληλες βασανισμένες ζωές –γεμάτες μυστικά και ψέματα–, που διασταυρώνονται από σύμπτωση ή συγγενικές καταβολές.
Από τον παγωμένο Φλεβάρη του 1985 στη Βουδαπέστη, το μυθιστόρημα μας μεταφέρει στην Αθήνα του 2012, η οποία βαδίζει ολοταχώς από την πλάνη της πλαστής ευημερίας προς την κορύφωση της κρίσης.
Οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι του Χριστοδούλου διαμορφώνονται μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον βουβών και ανομολόγητων οικογενειακών τραγωδιών, οι οποίες έρχονται στην επιφάνεια με διαφορετικό τρόπο και ένταση, ανάλογα με την κοινωνική υπόσταση των ίδιων των ηρώων.
Πρόκειται για ανθρώπους που θα μπορούσαν να έχουν μια αξιοπρεπή, ισορροπημένη ζωή, αλλά τα κύματα της ιστορίας τους παρασέρνουν σαν φτερά στον άνεμο, τους υποτάσσουν και τους εξαναγκάζουν να ζήσουν τη «σκατοζωή που τους έλαχε».
Μέχρι που την «κακιά στιγμή» η φτώχεια, η εξαθλίωση, η αναξιοπρέπεια, οι αταίριαστοι πουλημένοι έρωτες –παρακινημένοι από τη μοναξιά και τις οικονομικές περιστάσεις–, τα τηλεοπτικά όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον, η αδυσώπητη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, η μικροπαραβατικότητα για λόγους επιβίωσης αλλά και το οργανωμένο έγκλημα, ο πολύμορφος ρατσισμός και η ομοφοβία, τους εξωθούν στην εγκληματική κορύφωση.
Στην περίπτωση του μυθιστορήματος, η κορύφωση αυτή παίρνει τη μορφή της εξιλέωσης μέσα από την τυφλή εκδίκηση.
Ο Χριστοδούλου περιγράφει με ακρίβεια τα ψυχογραφήματά τους, ανάλογα με την ταξική προέλευσή τους και τα προσωπικά βιώματά τους.
Εγκιβωτίζει έντεχνα στην αφήγηση το γιατί και το πώς κατέληξαν να προσλαμβάνουν και να αποδέχονται μοιρολατρικά το απάνθρωπο κακό καθεστώς, που καθορίζει τις παραμέτρους της αβάσταχτης ζωής τους, τους φυλακίζει στα σκοτεινά του έγκατα και τους μετατρέπει σε αναλώσιμα γρανάζια.
Κεντρικός άξονας της αφήγησης είναι μια ιστορία ενοχής και εξιλέωσης. Μια οικογενειακή τραγωδία που επαναλαμβάνεται από πατέρα σε γιο.
Ένας πατέρας λιποψυχεί και εγκαταλείπει τον γιο του στη Βουδαπέστη κατά την τελευταία φάση πριν από την καπιταλιστική μετάλλαξη του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όπου μικρομεσαίοι «επιχειρηματίες» αξιοποιούν τα ανοίγματα στην ελεύθερη αγορά, ακροβατούν ανάμεσα στο «νόμιμο» και το «παράνομο», στήνουν βιτρίνες και κάνουν την πρωταρχική τους συσσώρευση με μαύρη αγορά συναλλάγματος και πορνεία.
Χρόνια αργότερα, ο εγκαταλειμμένος γιος, μικροκακοποιός μεγαλωμένος με την πίκρα της απόρριψης, μεταναστεύει από την καπιταλιστική Βουδαπέστη στην Αθήνα της κρίσης.
Γίνεται πατέρας και εξαναγκάζεται κι αυτός από τις περιστάσεις και την αδυναμία του να διαχειριστεί τη δική του προσωπική κόλαση, να εγκαταλείψει τον δικό του γιο.
Στο μυθιστόρημα του Χριστοδούλου η αστυνομική έρευνα για τη διαλεύκανση του φόνου είναι σκόπιμα προσχηματική.
Ο αστυνόμος που αναλαμβάνει να τον διαλευκάνει δεν ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα για το ποιος είναι ο δολοφόνος του ομοφυλόφιλου ζωγράφου. Το πτώμα άλλωστε δεν είναι της αρεσκείας του. Ο ίδιος είναι επιρρεπής στην ακροδεξιά, ομοφοβική και ρατσιστική προπαγάνδα που εκμεταλλεύεται την κρίση για να χύσει το δηλητήριό της στο δοκιμαζόμενο κοινωνικό σώμα.
Ο μύχιος λόγος; Επειδή αρνείται να παραδεχτεί το δικό του ενδοοικογενειακό ανομολόγητο: ότι ο γιος του είναι ομοφυλόφιλος! Ετσι, εθελοτυφλεί εκούσια, δεν ερευνά σε βάθος τα κίνητρα και τη δράση των υπόπτων και προσπαθεί να κλείσει την υπόθεση όπως-όπως.
Του αρκεί που ο δολοφονημένος είναι ομοφυλόφιλος και ο κατά τα φαινόμενα κύριος ύποπτος, ένας μικροκακοποιός μετανάστης. Ένας βολικός ένοχος απ’ όλες τις απόψεις.
Ένας δημοσιογράφος, φίλος τού κατά τα άλλα τίμιου αστυνόμου, δεν αποδέχεται την εκδοχή του βολικού ενόχου και ξεκινά να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας.
Τι κίνητρο έχει; Τι νόημα έχει για τον ίδιο να σκαλίσει τις περιθωριακές ζωές των αντιηρώων, αλλά και τις ζωές εκείνων που προέρχονται από τα ανώτερα και μεσαία στρώματα;
Για ποιο λόγο αξιοποιεί τις «εξουσίες» του επαγγέλματός του και, στο όνομα της αλήθειας, εκβιάζει το ξεσκέπασμά της; Ποιοι δαίμονες διαφεντεύουν τη δική του συμβιβασμένη ύπαρξη;
Η καθηλωτική δράση μάς στέλνει καλοδεχούμενες γροθιές στο στομάχι. Συντίθεται από διασταυρούμενες αναπαραστατικές σκηνές και αναδρομές, που ανατρέπουν πειστικά το αναμενόμενο και καταφέρνουν το «τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται» να φαντάζει ως απόλυτα φυσιολογικό.
Η μη αυστηρά «αστυνομική» γλώσσα του συγγραφέα σε αδράχνει από τον λαιμό από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο (ένα από τα καλύτερα εισαγωγικά κεφάλαια που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια).
Ο Χριστοδούλου είναι δεξιοτέχνης και στην πλοκή και στον χειρισμό της γλώσσας. Με αυτά τα δύο χαρίσματα καταφέρνει να προκαλεί στον αναγνώστη στιγμές αισθητικής απόλαυσης, από αυτές που σπάνια συναντούμε στα μαύρα κοινωνικά αστυνομικά μυθιστορήματα.» Ιερώνυμος Λύκαρης, Η Εφημερίδα των Συντακτών

«Κακός σπόρος, κακά μαντάτα» ακούστηκε σαν κρώξιμο η φωνή της πίσω του, όμως οι λέξεις σκόρπισαν από τη δύναμη του ανέμου.”
Όλα αρχίζουν πριν από 27 χρόνια στη Βουδαπέστη, 12 Φεβρουαρίου του 1985, εκείνη τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός.
Εκείνη τη μέρα που ένα από τα παιδιά του Skala κτυπούσε την πόρτα στο σπίτι των Κόβατς, η Άντρια γέννησε αλλά πέθανε στη γέννα, το μόνο που διασώθηκε ήταν το παιδί.
«Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα- όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνον τον σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας», και επιλέγοντας ως μότο του βιβλίου αυτό εδώ το απόσπασμα του Φερνάντο Πεσσόα, ο συγγραφέας μας προειδοποιεί.
Τελικά, υπάρχει ή δεν υπάρχει τετελεσμένα δεδικασμένη ζωή;
Το νουάρ μυθιστόρημα «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» είναι το δεύτερο βιβλίο του δημοσιογράφου Σταύρου Χριστοδούλου, με πρώτο το «Hotel National» με το οποίο έφτασε στις μικρές λίστες των βραβείων και τον υποδέχθηκε διθυραμβικά η κριτική. Στις σελίδες του η μοιραία φιλία δύο ανδρών με φόντο τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα. «Άνθρωποι μετέωροι πάνω από τον γκρεμό της Ιστορίας, πλημμυρισμένοι από όνειρα που αποδείχτηκαν ψευδαισθήσεις». Ο ήρωάς του, Γρηγόρης Μιχαήλ επιστρέφει στο Βουκουρέστι το καλοκαίρι του 2014 στο άλλοτε κραταιό Hotel National και ξαναζεί με τα φαντάσματά του, αντιμέτωπος με διαψεύσεις, ψευδαισθήσεις κι ανομολόγητες ενοχές.
Ο Σταύρος Χριστοδούλου γνωρίζει ήδη καλά το πώς αλλάζει η ροή της Ιστορίας τις μικρές ζωές των ανθρώπων. Έχει ήδη κατανοήσει πως ειδικά τα Βαλκάνια είναι καζάνι που βράζει, τα σύνορα αλλάζουν με κάθε στροφή της ιστορίας και οι άνθρωποι βιώνουν το απίστευτο: ο γενέθλιος τόπος, η χώρα τους, να μην υφίσταται πια. Στο νουάρ μυθιστόρημα, επίσης, καταλύει τα σύνορα. Το παιδί που γεννιέται «τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», «η κακή σπορά» θα βρεθεί στο καμίνι της Αθήνας 27 χρόνια μετά.
Κατηγορούμενος για τον φόνο του ζωγράφου Μίλτου Αδριανού ο «Γιάνος, ο Ούγγρος» θα σταθεί η αφορμή να ξετυλιχθεί όλο το έρεβος της σύγχρονης πραγματικότητας: μετανάστες δίχως στον ήλιο μοίρα, η ανθρώπινη αλυσίδα που δημιουργεί δεδικασμένες ζωές, η ανδρική πορνεία, οι κατ’ εξέρεσιν άνθρωποι υπεράνω υποψίας, απελπισμένοι άνθρωποι με σκοτεινές εντέλει συναλλαγές. Κι ανάμεσά τους, ο δημοσιογράφος Στράτος Παπαδόπουλος να μαζεύει τα χαμένα κομμάτια της δημοσιογραφίας, ο αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης [υπέροχος ο συνειρμός που παραπέμπει στον συγγραφέα Αντώνη Σουρούνη] απαισιόδοξος, απελπισμένος πια και κατηφής, η Ελένη η γυναίκα του Γιάνος, οι γονείς της Ελένης, ο Παύλος Κέρος γόνος καλής οικογενείας, η Ευαγγελία Κρασά το γένος Φέλιου, χήρα, ένας ψυχαναγκαστικός θυρωρός που κρατά βιβλία εισόδου- εξόδου των πάντων, κι ένα υπόγειο κομμάτι Αθήνας όπου όλα είναι πιθανά.
Το μεγάλο ατού του βιβλίου, δεν είναι τόσο η πλοκή και το σασπένς που υπάρχουν έτσι ή αλλιώς. Αλλά η ανθρωπογεωγραφία θυμάτων και θυτών. Οι οποίοι εκ των πραγμάτων και από τις συγκυρίες αλλάζουν ρόλους έτσι ώστε να μην υπάρχει αθώος και ο ένοχος να μη μπορεί να κάνει αλλιώς.
Ναι, σωστά διαβάσατε, είναι κάποιες φορές που για να εξιλεωθείς χρειάζεται μέχρι και να σκοτώσεις, σε έναν μοιραίο κύκλο επαναλαμβανόμενης σκηνής: εγκαταλείπεις επειδή σε εγκατέλειψαν, προδίδεις ως προδομένος, το καθαρτήριό σου μπορεί και να διασχίζει την κόλαση, όλα αυτά σε ένα βαθύ και «στοργικό» μυθιστόρημα που παρά την γενική αγριότητα βαφτίζει τα επί μέρους κεφάλαια με τα ονόματα δικαίων και αδίκων, αθώων και ενόχων, δηλαδή «Γιάνος», «Στέλιος», «Ελένη», «Ευαγγελία»…, εφόσον αυτούς αφουγκράζεται, αναδεικνύοντας το τραύμα και το οικογενειακό βάρος που σε υποχρεώνει να παίξεις με σημαδεμένη τράπουλα τελικά στη ζωή.
Είναι φοβερό το πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος αναζητώντας λίγη τρυφερότητα ή μέσα από την λαχτάρα του να αγαπηθεί, φαρμακώνουν και φαρμακώνονται οι ήρωες, σε μια ιστορία που θυμίζει αρχαία τραγωδία με το έλεος και τη δικαίωση να φτάνει αργά και μόνο προσωπικά. Η λεπτεπίλεπτη νομοτέλεια της ζωής θέλει διάκριση για να βιωθεί και μεγάλο συγγραφικό ταλέντο για να αποδειχτεί και ο Σταύρος Χριστοδούλου όντως το διαθέτει.
Μια ιστορία έκπληξη, ένα παλίμψηστο από δεδικασμένα πεπρωμένα και υποθηκευμένες ζωές που η κάθαρση δεν μπορεί παρά να είναι προσωπική και εσωτερική σε εποχή τόσο παρακμιακή και σκοτεινή.
Αποδεικνύοντας ότι το αστυνομικό είναι το σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό μυθιστόρημα ο συγγραφέας το αναγάγει και σε υπαρξιακό, νομοτελειακό. Τους πονάει τους ήρωές του ο Χριστοδούλου, θύματα και φονιάδες, αποδεικνύοντας την εξίσωση ότι όλοι είναι πιόνια της ιστορίας τους και της Ιστορίας και μόνη ελεύθερη βούληση είναι πια η υπέρβαση, αθέατη τις περισσότερες φορές και μοναχική. Όπως απολύτως μοναχική υπόθεση έχει γίνει πια του καθενός η ζωή.
Σπαρακτικό βιβλίο. Αυτό που απομένει διαβρωτικό κι αβάσταχτο είναι η τελευταία κραυγή «Κανείς δεν είναι αθώος» πια σε αυτή τη ζωή. Σε κυνηγά το κρίμα σχεδόν με προπατορικό τρόπο, από έμβρυο ακόμα, νεογέννητο, μια σταλιά παιδί.»
Ελένη Γκίκα, Φιλελεύθερος

«Το νουάρ μυθιστόρημα “Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός” είναι το δεύτερο βιβλίο του δημοσιογράφου Σταύρου Χριστοδούλου, με πρώτο το “Hotel National” με το οποίο απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και κατόρθωσε να φιγουράρει στα φαβορί των Λογοτεχνικών Βραβείων.
Ένα ακόμα αξιόλογο βιβλίο Κύπριου συγγραφέα που αποδεικνύει περίτρανα ότι η κυπριακή λογοτεχνία έχει ανεβάσει ψηλά τον πήχη.
Κάποιος ενδεχομένως να αναρωτηθεί πώς από το πολιτικο-ιστορικό “Hotel National” (το πρώτο του μυθιστόρημα) οδηγήθηκε στο νουάρ.
“Η απάντηση βρίσκεται αφενός στον πλουραλισμό που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία και αφετέρου στο πολιτικοκοινωνικό υπόβαθρο του βιβλίου που ήταν ένα από τα βασικά μου ζητούμενα. Το γκέτο των μεταναστών, η οικονομική κρίση, η ομοφοβία και η ξενοφοβία, χρωματίζουν τον καμβά όπου αναπτύσσεται η ιστορία.
Με αφορμή πάντοτε το αστυνομικό μυστήριο -ποιος σκότωσε τον Μίλτο Αδριανό;- που λύνεται λίγο πριν από το τέλος. Αν έπρεπε πάντως να χωρέσω σε μια μόνο φράση το δεύτερό μου μυθιστόρημα θα ανέτρεχα στην αέναη πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό” μας ενημερώνει ο συγγραφέας.
Τον Φεβρουάριο του 1985, μια μέρα που πάγωσε ο Δούναβης, ένα αγόρι γεννιέται στο νοσοκομείο Σεντ Ρούκους της Βουδαπέστης.
Το κρύο περονιάζει τα κόκαλα, και ένας χρησμός, που ακούγεται σαν κρώξιμο, σημαδεύει τον νεογέννητο Γιάνος: “Κακός σπόρος, κακά μαντάτα”. Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ο χρησμός επιβεβαιώνεται: ο “Γιάνος ο Ούγγρος” συλλαμβάνεται , κατηγορούμενος για δολοφονία, μια μέρα που πάγωσε ξανά ο ποταμός, το ίδιο αγόρι -γνωστός πια ως “Γιάνος ο Ούγγρος”- συλλαμβάνεται στην Αθήνα για τον φόνο του ομοφυλόφιλου ζωγράφου Μίλτου Αδριανού:
[…] Δεν ήταν προετοιμασμένος για το θέαμα που αντίκρισε. Πισωπάτησε, νιώθοντας τα πόδια του να λυγίζουν από τον τρόμο. Ο άντρας ήταν πεσμένος ανάσκελα στο πάτωμα, ακίνητος, με το πρόσωπο γεμάτο αίματα. Έδειχνε να είναι νεκρός, αλλά δεν τόλμησε να τον πλησιάσει για να το επιβεβαιώσει. Από την τηλεόραση ήξερε πως δεν έπρεπε ν’ αγγίξει οτιδήποτε στον τόπο ενός εγκλήματος. “Την αστυνομία…” κατάφερε να ψελλίσει τρομοκρατημένος. Κι αμέσως έτρεξε στις σκάλες σχεδόν κουτρουβαλώντας, λες και δεν κουβαλούσε εβδομήντα χειμώνες στην πλάτη του […]
“Αυτός είναι ο πυρήνας της αστυνομικής ιστορίας που νομιμοποιεί την κατάταξη του βιβλίου στη νουάρ λογοτεχνία. Η συγγραφική μου πρόθεση βεβαίως, την οποία ο αναγνώστης θα ανιχνεύσει από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια, δεν περιορίζεται στο ‘ποιος είναι ο δολοφόνος’ αλλά αφορά την ανθρωπογεωγραφία της σύγχρονης Αθήνας”, συμπληρώνει ο Χριστοδούλου.
Πρόκειται άραγε για ένα ακόμα “τυπικό” έγκλημα όπου εμπλέκεται το κύκλωμα της αντρικής πορνείας;
Ο δημοσιογράφος Στράτος Παπαδόπουλος ξεκινά να ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας, σκαλίζοντας ζωές παράλληλες, που ενίοτε συναντώνται στο περιθώριο της νέας αθηναϊκής πραγματικότητας. Μια εξηντάχρονη χήρα που διατηρεί ερωτική σχέση με τον Ούγγρο, η γυναίκα του με την οποία έχει αποκτήσει έναν γιο, ο γόνος μιας ισχυρής πολιτικής οικογένειας που σχετιζόταν με τον ζωγράφο, ένας κρυψίνους αστυνόμος και ένας σκοτεινός τύπος του υπόκοσμου είναι τα πρόσωπα-κλειδιά σε ένα άνισο παιχνίδι συναλλαγών.
[…] “Ερασιτεχνισμό βλέπω και έναν φίλο -γιατί για μένα φίλος είναι ο Στέλιος- να αδιαφορεί για στοιχεία που αξίζει, αν μη τι άλλο, να τα διερευνήσει […]
“Κάθε κεφάλαιο είναι η ιστορία ενός εν δυνάμει ενόχου, γεγονός που μου επιτρέπει να φωτίσω τις διαφορετικές όψεις της σύγχρονης αθηναϊκής πραγματικότητας: από το περιθωριακό μπαρ Acapulco και το μικροαστικό διαμέρισμα στου Ψυρρή, μέχρι τον μεγαλοαστικό καθωσπρεπισμό μιας ισχυρής πολιτικής οικογένειας και το παρακμιακό περιβάλλον όπου ζουν μετανάστες. Αυτό που με ενεργοποίησε ως συγγραφέα ήταν κυρίως οι σχέσεις συναλλαγής -οικονομικές, ηθικές, συναισθηματικές, εξουσίας- που στιγματίζουν τις ζωές των ηρώων μου. Ισχυρίζομαι -κι όχι τυχαία- πως σε αυτή την ιστορία ‘κανείς δεν είναι αθώος’ καθώς όσοι εμπλέκονται το κάνουν ενσυνείδητα και με επίγνωση του κινδύνου”, μας εξηγεί ο Σταύρος Χριστοδούλου.
Μια noir μυθιστοριογραφία γεμάτη τραγικούς ήρωες, μυθοπλασία με ψήγματα αλήθειας διάσπαρτα σε όλο το βιβλίο, ήρωες που παραβιάζουν διαρκώς τα όρια των νόμων και της ηθικής, το μόνο που θέλησαν ήταν λίγη τρυφερότητα.
Κάθε ήρωας έχει τη δική του μικρή τραγική ιστορία, κανείς δεν μοιάζει αθώος, ενώ η αλήθεια κρύβεται, όπως πάντα, στις λεπτομέρειες.
Καθώς αποκαλύπτεται το μυστήριο, τα γκρίζα νερά του Δούναβη παρασέρνουν τις ιστορίες ανθρώπων που το μόνο που επιθύμησαν ήταν ν’ αγαπηθούν… σπαρακτικό το τέλος…» Αίγλη Τούμπα, εφημερίδα Πολίτης

«Ο Μίλτος Αδριανός, κάποτε διάσημος ζωγράφος, βρίσκεται νεκρός στο διαμέρισμά του στο Κολωνάκι. Την υπόθεση θα προσπαθήσουν να εξιχνιάσουν ο αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης και ο δημοσιογράφος Στράτος Παπαδόπουλος, δυο άντρες που συνεργάζονται πάρα πολλά χρόνια με μια ιδιότυπη σχέση: με ανταλλαγή πληροφοριών επιλύονται υποθέσεις και δημοσιεύονται πολύκροτα πρωτοσέλιδα! Ποιος λοιπόν σκότωσε τον Αδριανό και κατά πόσο ο θύτης προέρχεται από τα ομοφυλοφιλικά στέκια όπου εμφανιζόταν ο καλλιτέχνης; Ποιος είναι στην πραγματικότητα ο Γιάνος ο Ούγγρος και γιατί το έσκασε από την κομμουνιστική Βουδαπέστη, αφήνοντας πίσω του ανθρώπους που δεν τον αγάπησαν ποτέ; Πόσο ερωτευμένη είναι μια γυναίκα που έζησε την πορνεία στο πετσί της κι αγάπησε μετά από ασήκωτα χρόνια μοναξιάς έναν άντρα με μυστικά; Πού κατέληξε το παιδί που γεννήθηκε το 1985, «τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός»;
Το μυθιστόρημα είναι ένα καλογραμμένο και συναρπαστικό κείμενο για απαιτητικούς αναγνώστες που παραθέτει, με αφορμή τη διαλεύκανση της υπόθεσης, διάφορες ιστορίες των εμπλεκόμενων προσώπων, χτίζοντας έτσι σταδιακά ποικίλες προσωπικότητες, με ξεχωριστά ενδιαφέροντα, διαφορετική ψυχοσύνθεση και αντίθετες οπτικές γωνίες. Η πλοκή με πήγε από τη δεκαετία του 1980, την κομμουνιστική Ουγγαρία και την Ελλάδα της Αλλαγής ως τη δεκαετία του 2000, μέσα από τα σκοτεινά πάρκα στου Γκύζη και τα φωτεινά διαμερίσματα του Λυκαβηττού, από τα λημέρια του αγοραίου αντρικού έρωτα, τα ξενοδοχεία και τα σινεμά της μιας ώρας ως την αλλαγμένη Βουδαπέστη, με τις μη τουριστικές γωνίες της. Η αφήγηση έχει κάτι το ιδιαίτερο, που απαιτεί έναν σχετικό βαθμό προσήλωσης: σε αρκετές περιπτώσεις, λίγο πριν εξελιχθεί η επόμενη σκηνή της κεντρικής υπόθεσης, η εξιστόρηση στρέφεται στο παρελθόν και μας αναλύει μέσα από συναρπαστικά ρεαλιστικά γεγονότα το ποιόν ενός βασικού χαρακτήρα που εμφανίζεται στο περί ου ο λόγος σημείο.
Πρόκειται δηλαδή για κάτι σαν «αφηγηματικές παρενθέσεις» που βοηθάνε τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τον τρόπο που αντιδράει κάποιος στα γεγονότα, μιας και θα μπορούσε το παρελθόν να αναπτυχθεί παράλληλα με το παρόν και το μυθιστόρημα να πάρει εκτενέστερη μορφή. Αντίθετα, ο πειραματισμός αυτός δένει σφιχτότερα το κείμενο, φωτίζει τα καίρια σημεία και καταφέρνει να ολοκληρώσει ένα σημαντικό κομμάτι του χτες πριν συνεχίσει με το σήμερα. Υπέροχη επιλογή ηρώων, ποικιλία στις ζωές τους, διαβάθμιση των κινήσεών τους και πάντα ένα κομμάτι να μένει στο φως, είναι χαρακτηριστικά που κατ’ εμέ πέτυχαν να συστήσουν καλύτερα τα πρόσωπα και να χτιστεί ένας αρραγής τοίχος-πλαίσιο γύρω από τα τεκταινόμενα. Δεν αποκάλυπτε τα πάντα ο συγγραφέας, αντίθετα, με αυτό το «σκωτσέζικο ντους» η αγωνία χτύπησε κόκκινο, ειδικά όσο πλησίαζα προς το τέλος και την ταυτότητα του δολοφόνου.
Εκτός λοιπόν από τον πειραματισμό στην αφήγηση, ως προς το αστυνομικό σκέλος του μυθιστορήματος έχουμε μια κλιμάκωση του σασπένς και απανωτές αποκαλύψεις που προσθέτουν ή αφαιρούν ονόματα από τη λίστα υπόπτων. Αν κάποιος θεωρηθεί ύποπτος, κάτι θα συμβεί που θα τον απαλλάξει ή κάποιος ένοχος ίσως τελικά αποδειχθεί αθώος! Όλα όμως με μέτρο, σοβαρότητα, συγγραφική ωριμότητα και απόλυτη επίγνωση της ιστορίας και του τρόπου χειρισμού της. Ειδικά το φινάλε έκλεισε τον κύκλο με ένα σωστό και κατάλληλο τέλος, που με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο.
Όσο αγάπησα το ντουέτο Στράτου και Στέλιου, την αρμονία στη σχέση τους και την επιτυχημένη τους χημεία, τόσο με απογοήτευσε ο αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης κατά μόνας. Από την αρχή σχεδόν μου φάνηκε περίεργος, ιδιαίτερος και μισάνθρωπος, στη συνέχεια όμως η μυστηριώδης συμπεριφορά του δικαιολογήθηκε από την οικογενειακή του καθημερινότητα, επ’ ουδενί όμως δε με έπεισε. Ειδικά οι σκηνές που, άτεγκτος και ρατσιστής ων, απείλησε μια οικογένεια έγχρωμων γειτόνων του να φύγουν από την περιοχή, με υπερβάλλοντα ζήλο και κατάχρηση εξουσίας, δε με έκαναν να τον μισήσω απλώς αλλά και να αναρωτηθώ σε τι χρησιμεύει αυτό το κομμάτι. Δυστυχώς ο Σουρούνης στη συνέχεια αποδεικνύεται στενοκέφαλος και με μια συμπεριφορά παρωχημένη, με αποτέλεσμα αυτό να ξεσπάσει στην κοινωνική του ζωή, όμως εξακολουθώ να νιώθω πως κάποιο κομμάτι μου λείπει, σε σημείο που να νιώθω πως ο χαρακτήρας αποδόθηκε σχεδόν ελλιπής. Ξέρω όμως πως σε μια δεύτερη ανάγνωση θα το κατανοήσω περισσότερο, γιατί τα κείμενα του κυρίου Χριστοδούλου πάντα θα έχουν κάτι νέο να αποκαλύψουν και σε επόμενες αναγνώσεις.
Η προσωπική ζωή του Γιάνος του Ούγγρου μου φάνηκε γεμάτη από περιστατικά και εκπλήξεις, με ένα μυστικό καλά κρυμμένο ως την κρίσιμη στιγμή. Διαβάζοντας για τις περιπέτειές του από την πατρίδα του στην Ελλάδα και κατά τη διαμονή του εδώ ένιωθα πως διάβαζα ένα καλογραμμένο noir μυθιστόρημα, με ολοζώντανη αναπαράσταση των περιοχών και των δρόμων στους οποίους κινείται ο Γιάνος. Γωνίες, οδοί, πάρκα, σινεμά, μπαρ ήταν αληθοφανέστατα και μου έδειξαν τι συμβαίνει σε μια πόλη που ποτέ δεν κοιμάται και σ’ έναν άνθρωπο που ήθελε να βρει κάτι καλύτερο από κει που έφυγε. Η περίπλοκη προσωπικότητά του δε με ενόχλησε. Οι πράξεις του και οι σκέψεις του, τα αισθήματα που γεννιούνταν κατά καιρούς και ανάλογα με τις συνθήκες είχαν μια λογική αλληλουχία κι ας έπαιζε επικίνδυνα με την ταυτότητά του, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του. Παντρεμένος με παιδί, με μια γυναίκα που διαδραματίζει τον δικό της ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, εραστής και μπλεγμένος στα γρανάζια της νύχτας είναι μια συμπαθητικά αντιπαθής προσωπικότητα.
«Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» ξεκινάει το συναρπαστικό νέο μυθιστόρημα του κυρίου Σταύρου Χριστοδούλου και χαρίζει στον αναγνώστη κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που περιμένει. Στρωτό, ρεαλιστικό, καλογραμμένο, με ανατροπές και εντάσεις, διεισδυτική ματιά στην ανθρώπινη ψυχολογία και στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας μας αλλά και της Ουγγαρίας, γεμάτο από ανθρώπους που υποφέρουν αλλά ελπίζουν, πεινάνε και πονάνε, ψάχνουν τη λύτρωση αλλά λιώνουν στα γρανάζια της μηχανής του συστήματος, το μυθιστόρημα με παρέσυρε σ’ ένα ατέρμονο παιχνίδι εξεύρεσης του δολοφόνου και με ταξίδεψε σε ανήλιαγα υπόγεια όπου «ανθρώπινα περιττώματα» εξακολουθούν να ζουν και να ψάχνουν ένα φωτεινότερο αύριο.»
Πάνος Τούρλης, tovivlio.net

«Μετά τη δυναμική του είσοδο το 2016 με το «Hotel National» στη μυθιστοριογραφία της ενδιαφέρουσας ευρηματικής πλοκής και της σκηνικής αφήγησης, της ψυχογραφικής αποτύπωσης χαρακτήρων και της σαγηνευτικής εκφραστικής απόδοσης, το δεύτερο μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου, που κυκλοφόρησε εντός του τρέχοντος έτους από τις εκδόσεις Καστανιώτη στη σειρά noir, επιβεβαιώνει τις ευοίωνες προοπτικές κατάκτησης του είδους από έναν χαρισματικό συγγραφέα.
Έτσι, ο ενδεικτικός του περιεχομένου τίτλος «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», αντιστρέφοντας τη ρηματική πολυσημία, σηματοδοτεί την αείρροη κίνηση του μυθιστορηματικού ποταμού από τις αστείρευτες πηγές μιας ανανεωμένης δημιουργικής έμπνευσης μέχρι τις γόνιμες εκβολές του στο απαιτητικό αναγνωστικό αισθητήριο. Κάτω από «τα παγωμένα νερά» του Μικρού Δούναβη, που ανακυκλώνει την αρχή με το τέλος του μυθιστορήματος, στροβιλίζονται τα υπόγεια ρεύματα της ιστορίας, καθώς εκτυλίσσεται μέσα από τα κομβικά σημεία της ρεαλιστικής μυθοπλασίας και των νατουραλιστικών της αντικατοπτρισμών στις χωροχρονικές διαδρομές και τις παρόχθιες διακλαδώσεις των αφηγηματικών επεισοδίων, είτε στις ανάδρομες παρεκβάσεις εγκιβωτισμένων συμβεβηκότων.
Οι 281 σελίδες του βιβλίου συναρθρώνονται σε 14 έντιτλες ενότητες σπονδυλωτής αυτοτέλειας αλλά και συνεκτικής δομικής ανέλιξης, συνυφαίνοντας τα δρώμενα και τα καταλυτικά βιώματα των πρωταγωνιστών τους. Μέσα στις συντεταγμένες του εναλλασσόμενου χρόνου, του γεωγραφικού τόπου και του περιβαλλοντικού τους χώρου οι αλυσιδωτές χαρακτηρολογικές αντιδράσεις επενεργούν διαδραστικά, εντείνοντας το περιπετειώδες «σασπένς» υποθετικών εκδοχών και ανύποπτης ανατρεπτικής έκβασης.
Επί τα ίχνη, λοιπόν, του κατευθυντήριου νήματος, που επανειλημμένα αναδιπλώνει ο μυθιστορηματικός ιστός σε οπισθοχωρητικές αναδρομές εξιστόρησης συμβάντων και ανατομίας ιδιότυπων ψυχισμών για ανίχνευση συναισθηματικών καταστάσεων και εξιχνίαση παρορμητικών κινήτρων στην προώθηση της δράσης. Ο συγγραφέας, με τον δικό του πομποδέκτη στιγματοθέτησης, μας μεταφέρει ζωηρές εικόνες και εύληπτες παραστάσεις ζωντανών περιγραφών από το απώτερο στο πρόσφατο παρελθόν: από τη Βουδαπέστη τον Φεβρουάριο του 1985, σε γειτονιά πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Κέλετι, μέχρι κάποιον άλλο Φεβρουάριο στην Αθήνα του 2012 και συγκεκριμένα στο διαμέρισμα του έκτου ορόφου μιας πολυκατοικίας στην οδό Λυκαβηττού στο Κολωνάκι, όπου διαπράττεται ο στυγερός φόνος της 12ης Φεβρουαρίου του έτους εκείνου, ίσαμε το «Acapulco», το μυστηριώδες καταγώγιο της Πατησίων και έως τη μοιραία επάνοδο τον Δεκέμβριο του 2013 στη Βουδαπέστη, στο εξοχικό σπιτάκι της οδού Πούτιους 19.
Μαζί με αυτά και άλλα ποικιλώνυμα υποστατικά σε κεντρικούς ή απόκεντρους δρόμους και γνωστές αριστοκρατικές περιοχές είτε άγνωστες συνοικίες και φτωχογειτονιές στις δύο πρωτεύουσες, που, πλην της εμφανούς συγγραφικής πρόθεσης για ένα κατά συνεκδοχήν ευρύτερο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, λειτουργούν ως πλαίσια αναφοράς, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στον «εντοπισμό» των γεγονότων σε συνάρτηση με τους αυτουργούς τους.
Μεταξύ πραγματικού και φανταστικού
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Μπαχτίν ήδη από το 1937 χρησιμοποίησε την έννοια του χρονότοπου, δηλώνοντας τη διαλεκτική σχέση των χρονικών και χωρικών δομών του λογοτεχνικού κειμένου ή μιας ολόκληρης εποχής. Ενώ ο H.Mitterand υποστηρίζει ότι το κείμενο δημιουργεί έναν «τόπο», εφόσον το γεγονός έχει ανάγκη από ένα «καταφύγιο», από ένα «πού» και από ένα «πότε», που θα προσπορίσουν στον μύθο την εικόνα του πραγματικού. Το όνομα μάλιστα του τόπου επικαλείται την αυθεντικότητα της περιπέτειας μέσα από μια μετωνυμική αντανάκλαση, που υποκινεί την υποψία του αναγνώστη ότι, αφού ο τόπος είναι αληθινός, τότε και όσα διαδραματίζονται εκεί είναι αληθινά. Υπόθεση, προφανώς, που παραπέμπει στην προβληματική της απόστασης μεταξύ πραγματικού και φανταστικού είτε μεταξύ φαντασιακής πραγματικότητας και ευφάνταστης αλήθειας των πραγμάτων.
Πόσο τωόντι απέχει ο θεματικός πυρήνας του παρόντος μυθιστορήματος από τη διαβόητη υπόθεση Νάσιουτζικ τον Σεπτέμβριο του 1984, που έμεινε στην ιστορία της αθηναϊκής εγκληματολογίας ως το «έγκλημα στο Κολωνάκι»; Κατά διαβολική απίστευτη σύμπτωση στο διαμέρισμα της οδού Διδότου 3, όπου διαπράχθηκε, είχαν γυριστεί το 1959 σκηνές της ταινίας «Έγκλημα στο Κολωνάκι», του ομώνυμου αστυνομικού μυθιστορήματος του Γιάννη Μαρή, του προπομπού του είδους στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Αν τόσο στο εμβληματικό εκείνο «έγκλημα» της οδού Σκουφά όσο και σ’ αυτό της Λυκαβηττού τα δολοφονημένα θύματα είναι αμφότερα ζωγράφοι, που ανεξαρτήτως προτίμησης φύλου περιπλέκονται σε ερωτοδουλειές, αν ο αστυνόμος Σουρούνης εξωτερικεύει ορισμένες ομοιότητες ψυχοσύνθεσης με τον καθιερωμένο αστυνόμο Μπέκα και αυτός με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ του Σιμενόν, με τις γυναίκες τους να είναι και οι δύο θαυμάσιες μαγείρισσες, και αν οι δημοσιογράφοι Μακρής και Στράτος, με ελαφρές διαφοροποιήσεις στο επίθετο ο ένας και στο όνομα ο άλλος, απηχούν το «alter ego» των συγγραφέων τους, παρότι ο δεύτερος πιο αποτελεσματικός στη διεξοδική διερεύνηση του εγκλήματος από τον ομότεχνο-προκάτοχό του, ο υποψιασμένος αναγνώστης νιώθει πως ο Χριστοδούλου του κλείνει πονηρά το μάτι. Οι όποιες αναγωγές ή παραλλαγές δεν είναι τυχαίες, στοιχειοθετώντας την εύφημη μνεία στο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα και στον πρώτο διδάξαντα ως συνέχεια στα ομοειδή ποιοτικά έργα μεταγενέστερων ανά το πανελλήνιο συγγραφέων.
Ωστόσο, ο Στ. Χριστοδούλου δεν εστιάζει αποκλειστικά τον ευρυγώνιο φακό του σε μιαν αστυνομική ιστορία, αλλά τη χρησιμοποιεί ως εφόρμηση, για να ερμηνεύσει διεισδυτικά τις τραυματικές οικογενειακές εμπειρίες των χαρακτήρων του. Με κεντρικό ήρωα επίσης τον Ούγγρο Γιάννο και τον περίγυρό του σκιαγραφεί την Ελλάδα της κρίσης, των μεταναστών και της αλλοτριωτικής εξαθλίωσης κάτω από επώνυμα ή ανώνυμα προσωπεία.» Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή, Φιλελεύθερος

«Με δεδομένο ότι η επανεκκίνηση της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας κλείνει πλέον δύο δεκαετίες, ας μη θεωρηθεί μεγάλη αποκοτιά η προσπάθεια συστηματοποίησης των τάσεων που διακρίνονται στο είδος. Συγγραφείς νεότεροι αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας στρέφονται στο αστυνομικό μυθιστόρημα, επηρεασμένοι ίσως από τη μεγάλη στροφή του αναγνωστικού κοινού στο είδος, η οποία με τη σειρά της οφείλει πολλά στις αστυνομικές τηλεοπτικές σειρές. Οι σειρές αυτές εξοικείωσαν τους αναγνώστες με τα επιτεύγματα της τεχνολογίας στον τομέα της εξιχνίασης και με την ομαδική δουλειά που απαιτεί η διαλεύκανση του εγκλήματος. Και μπορεί κάποτε οι ντετέκτιβ να ήταν μέλη της αριστοκρατίας ή της μεγαλοαστικής τάξης και να έβαζαν τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου τους να κάνουν όλη τη δουλειά, οι σύγχρονοι αστυνομικοί όμως οφείλουν να συγκεντρώσουν απτά στοιχεία με πολύ κόπο, τρέξιμο και ομαδικό πνεύμα.
Θα λέγαμε ότι η κυρίαρχη τάση στο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το επονομαζόμενο procedural, το είδος δηλαδή στο οποίο παρακολουθούμε την προσπάθεια των μελών του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής να διαλευκάνουν εγκλήματα που συμβαίνουν σε μεγαλουπόλεις κατά κύριο λόγο, αλλά και σε επαρχιακές πόλεις ή σε χωριά (πρώτη η Χρύσα Σπυροπούλου έστησε τα μυθιστορήματά της εκτός Αθηνών, ακολούθησαν η Μαρλένα Πολιτοπούλου, ο Δημήτρης Σίμος, η Τατιάνα Αβέρωφ, και άλλοι). Κι εδώ πάλι διακρίνουμε δύο σχολές, τις οποίες ας μου επιτραπεί να αποκαλέσω σχηματικά «τα Παιδιά του Μαρή» και «τα Παιδιά του Νέσμπο».
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές στάθηκαν δύο αστυνομικά μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν το 2018 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το πρώτο είναι το Τη Μέρα που Πάγωσε ο Ποταμός, του Σταύρου Χριστοδούλου, και το δεύτερο το Memento Mori, του Δώρου Αντωνιάδη. Και οι δύο συγγραφείς είναι Κύπριοι, γεννημένοι με μια δεκαετία διαφορά (1963 ο πρώτος, 1974 ο δεύτερος). Παρότι Κύπριοι, τοποθετούν αμφότεροι την ιστορία τους στην Αθήνα και επιλέγουν ως θύμα έναν άνδρα ομοφυλόφιλο, αποφεύγοντας κάθε στερεοτυπική εικόνα που απαντάται στην τηλεόραση, το θέατρο ή τον παλιότερο κινηματογράφο. Η σοβαρή ανάλυση ενός γκέι ήρωα είναι κάτι σχετικά καινούργιο στη σύγχρονη ελληνική αστυνομική μυθοπλασία. Αν εξαιρέσουμε τον αστυνόμο Γεώργιο Παπαδόπουλο της Μιράντας Βατικιώτη που είναι γκέι, και τον γιο του αστυνόμου Κόκκινου, του ήρωα της Ευτυχίας Γιαννάκη, ο οποίος επίσης πληρώνει ακριβά τις σεξουαλικές επιλογές του, η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία μάλλον αντιμετώπιζε ως πρόσφατα με αμηχανία το ζήτημα της διαφορετικής σεξουαλικής ταυτότητας.
Εδώ σταματούν οι ομοιότητες των δύο Κύπριων συγγραφέων, αφού οι λογοτεχνικές αναφορές τους είναι τελείως διαφορετικές. Στόχος μου θα είναι να τονίσω τις διαφορές, για να βγάλω κάποια πρώτα συμπεράσματα όσον αφορά τις δύο διαφαινόμενες τάσεις.
Ο Σταύρος Χριστοδούλου, επαγγελματίας δημοσιογράφος, είναι ένας μάστορας της γλώσσας, ο οποίος μοιάζει να έχει κατά νου εκτός του Γιάννη Μαρή, και πολλούς ακόμα Έλληνες συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου (τον Θράσο Καστανάκη ενδεχομένως, ως εκπρόσωπο της «ρεαλιστικής ψυχογραφίας, του μεσοπολεμικού μοντερνισμού και της χρήσης του εσωτερικού μονολόγου»1, και τον Κουμανταρέα, τον «κατεξοχήν αθηναιογράφο» και «υμνητή των νικημένων»2). Η υπόθεση του βιβλίου, με δύο λόγια, αφορά τον φόνο του ομοφυλόφιλου ζωγράφου Μίλτου Αδριανού στο διαμέρισμά του, σε μια πολυκατοικία της οδού Λυκαβηττού. Την εξιχνίαση του φόνου αναλαμβάνει ο αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης, ένας συντηρητικός και κατσούφης τύπος ο οποίος συνεργάζεται διακριτικά με τον δημοσιογράφο της εφημερίδας η Αλήθεια, τον Στράτο Παπαδόπουλο. Με τη βοήθεια του θυρωρού της πολυκατοικίας που κρατάει λεπτομερές αρχείο των επισκεπτών και των κινήσεων των ενοίκων της πολυκατοικίας, γρήγορα συλλαμβάνεται ως ύποπτος ο Γιάνος ο Ούγγρος, ένας νεαρός Ούγγρος μπλεγμένος στα κυκλώματα της ανδρικής πορνείας. Ουσιαστικά, η αρχή της ιστορίας αναφύεται το 1985 στη Βουδαπέστη και τελειώνει με μια ομολογία, πάλι στη Βουδαπέστη, είκοσι επτά χρόνια αργότερα. Ο φόνος γίνεται αφορμή για να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας σχόλια, σκέψεις, παρατηρήσεις που αφορούν τα αδιέξοδα της ζωής στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού λίγο πριν και μετά την πτώση του Τείχους, τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης, τα ταξικά στερεότυπα στην αντιμετώπιση του εγκλήματος, τις φυλετικές και σεξουαλικές προκαταλήψεις των εκπροσώπων του νόμου. Όπως επίσης, τη σημασία της πατρότητας και τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η απουσία του πατέρα, οι ενοχές που κουβαλάει ο απών πατέρας όσο βαθιά στη λάσπη κι αν έχει πέσει.
Το Κολωνάκι, ο ζωγράφος, ο αστυνόμος και ο δημοσιογράφος: ο Χριστοδούλου κλείνει το μάτι στους θαυμαστές του Μαρή. Παίρνει τα ίδια πρωτογενή υλικά, αλλά τα τοποθετεί σε άλλες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Εδώ το έγκλημα γίνεται αφορμή για ενδελεχή ανάλυση της κοινωνίας και των χαρακτήρων, για εκλεπτυσμένες λογοτεχνικές περιγραφές των αθηναϊκών λαϊκών συνοικιών, των κακόφημων μπαρ αλλά και της άρχουσας τάξης που παραμένει στο απυρόβλητο. Η ομοφυλοφιλία αποπνέει ακόμα την αίσθηση της αμαρτίας, τα μπαρ βρίσκονται σχεδόν όλα στην Ομόνοια και διαθέτουν προς πώληση ποτά-μπόμπες, αγόρια και κορίτσια, κάθε λογής ναρκωτικά, ενώ στελεχώνονται από εκπροσώπους της τοπικής μαφίας κάθε χώρας των Βαλκανίων.
Ναι αλλά τι γίνεται με το σασπένς; Ο Χριστοδούλου χρησιμοποιεί τις δέουσες αφηγηματικές ανατροπές, η επιμονή του όμως στην ιστορία της ζωής κάθε ήρωα, στη λεπτομερή αφήγηση της ζωής των γονέων ακόμα και δευτερευόντων ηρώων, βαίνει εις βάρος του αστυνομικού στοιχείου. Φυσικά αντιλαμβάνομαι ότι ο συγγραφέας δεν στοχεύει σ’ ένα γρήγορο θρίλερ, όσο σε μια τοιχογραφία δύο χωρών και δύο εποχών. Ωστόσο, το αφηγηματικό βάθος λειτουργεί εις βάρος της αγωνίας, του μυστηρίου και εντείνει τον ηθελημένα παλιομοδίτικο χαρακτήρα της πλοκής». Χίλντα Παπαδημητρίου, bookpress.gr

«Ο κύπριος συγγραφέας Σταύρος Χριστοδούλου δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Το μυθιστόρημά του Hotel National, που κυκλοφόρησε δυο χρόνια νωρίτερα από τις εκδόσεις Καλέντη, είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού για έναν νέο συγγραφέα με σημαντική δημοσιογραφική πορεία σε εφημερίδες και περιοδικά της Κύπρου. Επιστρέφοντας φέτος από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο ίδιος άνθρωπος επιχειρεί να μας ταράξει με ένα καθαρόαιμο noir, ή μάλλον με κάτι που υπερβαίνει το noir, πράγμα καθόλου ιερόσυλο ή εκκεντρικό.
Με μίτο την απόλυτη συγγραφική σιγουριά που είναι αισθητή σε κάθε αράδα του βιβλίου, ο αναγνώστης αποκλείεται να χάσει τον δρόμο του, η πλοήγηση δεν είναι πάντως εύκολη. Πριν παρεισφρήσει κανείς θα πρέπει προηγουμένως να έχει αφήσει τα παπούτσια του έξω από τον αφηγηματικό αυτό λαβύρινθο γιατί, με τις έτοιμες παραδοχές και με τις λίγες ή πολλές απαιτήσεις που έχουμε από την αστυνομική λογοτεχνία, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν παραχωρεί την αλήθεια του. Χρειάζονται αντοχές για να μπεις στα σκοτάδια του και, πηδώντας από αρμό σε αρμό, να συναρμολογήσεις τα πολλά μοτίβα του και να δεις πανοραμικά τη μεγάλη ιστορία του.
Αποτίοντας τα δέοντα στην αστυνομική λογοτεχνία, το πρώτο που έβαλα καλά στο μυαλό μου γράφοντας αυτό το σημείωμα ήταν να προσέξω να μη σας μαρτυρήσω τον δολοφόνο. Να μην παρασυρθώ καν σε σπόντες και υπονοούμενα, στους ωραίους πειρασμούς που σε υποβάλλει συχνά το είδος. Όμως όχι. Ο Σταύρος Χριστοδούλου δεν σου αφήνει καμία ευκολία απ’ αυτές που ήξερες. Αποσύροντας και επανεμφανίζοντας δυνητικούς υπόπτους δεν «φουσκώνει» την ιστορία του ροκανίζοντας σελίδες, αφηγηματικό χρόνο και ακρίβεια. Απεναντίας, πυκνώνει το θέμα του, βαθαίνει τις αιτίες, μπλέκει το πιθανό με το απίθανο έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα μπλεγμένα. Ας κλέψουμε μερικές εικόνες, ας φτιάξουμε ένα τρέιλερ.
Το τρέιλερ μιας αστυνομικής πλοκής
Βουδαπέστη: Μέσα στο φαρμακερό κρύο, τέλη της ενδιάμεσης δεκαετίας του 1980 που προετοιμάζει μια αδιευκρίνιστων προθέσεων νέα εποχή για την Ευρώπη , ένα αγόρι μένει πεντάρφανο πριν καλά καλά γεννηθεί. Και ο ποταμός παγώνει, γίνεται γλιστερή λεωφόρος προς τις χώρες του Νότου, κατάλληλη μόνον για παράταιρους και απελπισμένους.
2012, Αθήνα, οδός Λυκαβηττού: Ένας παλιάς κοπής θυρωρός και η σύζυγός του συζητούν για το φονικό του εβδόμου ορόφου. Ο νεκρός, ένας sui generis καλλιτέχνης. Ο αστυνομικός, μια παλιά καραβάνα της υπηρεσίας που, μαζί με τα παλιά αντανακλαστικά του, χάνει σιγα σιγά τις αντιστάσεις του απέναντι στη Χρυσή Αυγή. Ο ρεπόρτερ, μια επίσης παλιά καραβάνα των εφημεριδάδων που στις μέρες μας γίνονται όλο και λιγότεροι. Ο θυρωρός θ’ ανοίξει πρόθυμα το τεφτέρι του, τα «μαύρα κατάστιχα» όπως τα λέει, εκεί που από πλήξη ή από ψυχαναγκασμό καταγράφει κάθε μέρα τα σούρτα-φέρτα στα διαμερίσματα της επικράτειάς του με ακρίβεια δευτερολέπτου. Και το μυστήριο, αντί να διαλευκανθεί, θα σκαλώσει σαν ξεχαρβαλωμένο ασανσέρ ανάμεσα στους ορόφους, θα γίνει σκιά που κατεβαίνει κουτρουβαλώντας τις φιδωτές μαρμάρινες σκάλες. Αν όχι αυτός ή εκείνος, τότε ποιος το έκανε; Και κυρίως, γιατί; Αναζητώντας αυτουργό και κίνητρα θα μπούμε σε καταστάσεις και σύμπαντα που δεν θα θέλαμε να ξέρουμε. Μήπως φταις λίγο κι εσύ που κάνεις τον ανήξερο;
Μοιράζεται η ενοχή; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο συγγραφέας τα καταφέρνει να φύγουμε από το βιβλίο όλοι μας, λίγο έως πολύ ένοχοι. Όχι επειδή ξέραμε αλλά επειδή δεν ξέραμε ότι…
Ότι ένα αγόρι από τη Βουδαπέστη που βγάζει τα προς το ζην στις πιάτσες του αγοραίου έρωτα και στα καταγώγια της Αθήνας είναι δυνατόν να είναι ταυτόχρονα τρελά ερωτευμένο με ένα κορίτσι από σπίτι και το κορίτσι από σπίτι να τον αγαπά κι εκείνο, κλείνοντας (ή μισοκλείνοντας) τα μάτια του σε ό,τι αφορά τις παράλληλες δραστηριότητές του. Το θέμα είναι ότι, με μάτια κλειστά ή και ανοιχτά, συνεχίζουν να ονειρεύονται μαζί και θα συνεχίσουν μέχρι τέλους, ναι αυτό θέλω να σας το αποκαλύψω, γιατί…
Γιατί εντωμεταξύ θα έχουμε εισπνεύσει την κλεισούρα, την αποφορά και τους αλκοολικούς δακτυλίους από τα υπόγεια μπαρ της Αθήνας, το άβατο των απόκληρων οι οποίοι όμως έχουν βρει μια τρύπα να λατρέψουν συφοριασμένους θεούς, δαίμονες και έρωτες που στον ατμοσφαιρικό αέρα διαλύονται και γίνονται άφαντοι μέχρι να βρουν χώρο κατάλληλο για να ανακτήσουν σώμα, επιθυμίες και αντοχές. Να ξαναβρούν ομοίους και να ξεκόψουν απ’ αυτούς όπως…
Όπως ο άνθρωπος που θα απορροφήσει την ενοχή και θα αναλάβει την ευθύνη. Το ’κανε; Δεν το ’κανε; Κι αν δεν το ’κανε τότε γιατί κάνει σαν να το έχει κάνει; Να μια καλή ερώτηση, στην πραγματικότητα το ζουμί του βιβλίου, που θα σας συνοδεύσει και μετά την τελευταία σελίδα. Μια άλλη ανάγνωση της νέας ευρωπαϊκής κοινωνίας που είναι τόσο μαύρη όσο το noir μυθιστόρημα όταν πατάει στα κάρβουνα και δεν κόβει δρόμο προς την ωραία και ανακουφιστική του πεπατημένη.» Ρούλα Γεωργακοπούλου, Books’ Journal 91 (Οκτώβριος 2018) booksjournal.gr

“Η εξελικτική πορεία του συγγραφέα είναι εμφανώς ανοδική, πασίδηλα ώριμη και πασιφανέστατα δυναμική”. Γιώργος Φράγκος, Φιλελεύθερο

Όλα αυτά συλλειτουργούν στην αφήγηση δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα συνύπαρξης σύγχρονων προβληματισμών σε νουάρ ύφος. Αυτό που κυριαρχεί όμως είναι ότι ο συγγραφέας δεν αναλώνεται σε περιγραφές πράξεων, δράσης και πλοκής που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν και δημιουργούν απροσδόκητες ανατροπές αλλά ψυχογραφεί ενδελεχώς τις προσωπικότητες των ηρώων του».

Το βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Το μελαγχολικό ερώτημα όμως που με απασχόλησε τελειώνοντάς το ήταν: Λοιπόν, αυτή είναι η Αθήνα, αυτός είναι ο κόσμος μας σήμερα; Τίποτα καλό δεν υπάρχει; Δεν ζουν ανάμεσά μας μετανάστες τίμιοι, εργατικοί, νομιμόφρονες; Η φτώχεια και η απόρριψη είναι άραγε επαρκείς δικαιολογίες για την καταφυγή στην παρανομία, το έγκλημα, τον πουλημένο έρωτα; Θέλω να ελπίζω πως όχι. Πως πέρα από τη noir πλευρά, που ο συγγραφέας την αναπαράστησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, υπάρχει και μια φωτεινή πλευρά που μας δίνει ελπίδες για το μέλλον.» Κίκα Ολυμπίου, anagnostria.blogspot.com

Μεταφράσεις

The day the river froze – Stavros Christodoulou
(Translation by Susan Papas)
Chapter 1. The kids from “Skala”

Budapest, February 1985

“PUT your hats on. The cold will make your ears drop off.”

The woman’s words had a hollow sound. They rose steep-ly as if from the foot of a cliff and then collapsed with a dull thud in that two-roomed apartment of fifty square metres into which she had squeezed her life. For a long time now, she had not cared what happened outside her door. For how many years, she could not remember. Perhaps five, perhaps fifteen, perhaps for ever.

“Perhaps from when his umbilical cord was cut?” she wondered in a whisper. But she stifled the words, as if ashamed of even thinking them.

Since the day when she had swallowed the fistful of pills, time no longer had the slightest consistency. Her son had been seven years old. Yes, that she remembered. A little dev-il who had greedily sucked up all the freshness of her youth. For seven years. Daily. From the moment, in fact, when the labour pains had ripped through her body. When she heard his crying for the first time, she had felt the tide going out, dragging her with it, far away. She had made a great effort to stand once more on dry land. To find her feet. To feed him, wash him, clean up his shit. Until she could put him to bed, feeling exhausted but alone at last, then slip a tablet under her tongue. She would hold it there a while, drawing strength from it, and then let it slide down her oesophagus slowly and comforting-ly, releasing waves of warmth to heal her invisible wounds.

“Pull yourself together, or I’ll leave,” her husband threatened, when he saw her receding into the treacherous darkness of her mind. And he would star at her with that harsh look which once had melted her heart. That was then. Now he stood before her and she didn’t even look at him. She simply endured him. Stoically. The same as when he touched her. “Words! That’s all you’re good for, words as dead as the rotten meat you sell in the market, poor sap,” she returned scornfully.

The truth is she had never believed he would desert them. She didn’t think he had it in him. But as it turned out, she didn’t know him as well as she thought she did. On 18 June 1967, Sunday morn-ing, the day after the boy’s birthday, he left. The memory of that day, although rooted in earth that was barren of every emotion, lived vividly inside her. She had had a slight headache on waking. She had dragged herself to the kitchen, made coffee and floated a spoonful of cream on top, to sweeten it. She took a sip and then smiled, seeing her reflection in the small mirror above the kitchen worktop. A fine white line covered her top lip.

“You look funny…” he said.

She had not realised he was there. How long had he been stand-ing behind her? His voice was soft, with a hint of tenderness, pro-voking in her a slight shiver.

“I’m leaving,” he said matter-of-factly, and repeated it, to make sure she had heard him.

She had no time to react. She watched him pick up his suit-case and touch the handle of the door slowly, as though moving through a vacuum. When the door closed behind him, her limbs felt paralysed. She could only blink her eyes. “He’s gone…” she thought. Just like that. Final, so it seemed. She looked at the emp-ty passageway in bewilderment. Afterwards, she had managed to drag herself to the sitting room. The child was sleeping peace-fully in the camp bed.

She squeezed past it on tiptoe. Then picked up the glass decanter and added two fingers of cognac to her cup. The alcohol, mixed with coffee and cream, upset her stomach. But she went on drink-ing. Staying alert. Thinking, “Don’t let the little devil wake up…”

What would she tell him? What would she lean on, so that they did not fall, mother and son, into the gulf which his unexpected departure had opened up? She drank so as not to think. And not to feel pain. Mainly that. The alcohol rebaptized her in warm spa wa-ters, soothing her. She closed her eyes and summoned the joyful picture from her adolescence, when, for once only, she had had the opportunity to dive into the glittering waters of the Gellért spa. She drank and she dived all the more deeply, until the palms of her hands could touch the marble bottom. Down there, no one and nothing could hurt her.

How much time had passed since then? Her memory did not help her to calculate it. Not that she cared. It was enough that her feeble frame still held out, enough to see her son grow up. To be-come a man. To resemble his father. Though deep down this re-semblance terrified her.

She had put the cup to her lips and taken two swallows, to chase away the ominous thoughts. Then she had stretched out her hands towards the radiator. The warmth of it calmed her, she could have remained there unmoving all day long.

Her son turned and gave her a final glance before opening the front door. Crumpled as she was, she looked completely befuddled. “I bet she’s drunk again,” he thought, but said nothing. He had to hurry.

“Wear your hats…” again he heard her weak voice from the in-ner room.

“There’s no one else here, mother,” he said resentfully, but even before he had finished the phrase he regretted it. Each time she spoke to him as though someone else was in the house, he flared up. And each time rebuked himself for it.

“Yes, there’s no one…” she answered vaguely, and bent her head until it almost touched her chest.

Perhaps it was her stained dressing gown, her blurred gaze, or the faded yellow of her hair. Or perhaps it was simply that to his eyes she looked old. What was certain was that this picture of the long-suffering woman made him feel sick. “How old must she be now?” he wondered. When she gave birth to him, she was only seventeen. A child giving birth to a child… “I don’t regret that he got me pregnant, but that I kept you,” she had said to him once, when she was drunk. What difference did it make that she had cried afterwards and asked his forgiveness? Drink dragged her inexorably to the bottom.

***

That morning, 12 February 1985, the cold in Budapest pierced to the bone and the strong wind froze his face. At that hour the neighborhood looked deserted and the windows of the apartment buildings, behind the Keleti railway station, were tightly shut.

“See, she was right about the hat…” he murmured and quick-ened his pace towards the Metro. Andrea’s scared voice, a little while before on the telephone, beat in his brain, accelerating his steps across the damp asphalt. “A pain, a piercing pain, it’s kill-ing me,” he heard her whisper on the other end of the line. “László?’ was all he managed to say in his confusion. “If my brother was here do you think I would have called you?” she burst out. “It hurts, I tell you. Hurry!”

Breathless, he entered the station, showed his card to the drowsy employee and buried himself in one of the Red Line carriages. At Deák Ferenc he hurriedly changed trains and squeezed in beside a guy whose breath smelled of beer and a middle-aged woman who was reading the Nepszabadsag. He had made this journey often in the last year, but this time it seemed to him unending.

When the doors opened at the eighth stop, he ran up the stairs and came out at last in Pöttyös street.

There was little movement on the road. Two workmen were languidly cleaning the pavement and an old woman, wrapped in a heavy woollen shawl, was selling bunches of flowers. She had squeezed them into a filthy plastic bucket which rested between her thick rubber boots. He was about to pass her, when a hand tugged at him suddenly and, before he had time to realise what was happening, he saw the woman blocking his way.

“Take her some fresh flowers. She’ll like them…” she begged, at the same time gripping his arm tightly.

“Let go!” he reacted. Something in her eyes repelled him. “Forints! Give me a few forints and I’ll tell you everything.” “Let go of me I tell you, crazy old woman.”

“Bad seed, bad tidings,” her voice screeched behind him, but the words were scattered by the strong wind.

He quickened his step and moved away almost at a run. He passed in front of a veraman apartment block – veraman, that strange word Andrea used – and at the next block, with its bright terra-cotta color, he rang the Kovács’ bell. He pushed open the met-al door and took the stairs two at a time to the second floor.

She was waiting for him at the entrance, clutching her enor-mous belly. Although it was only three days since the last time they had met, he was startled by how beautiful she was in her blue dress. She resembled a big shiny balloon with a lovely little face made of porcelain balanced on top of it.

“Don’t stand there looking at me like an idiot!” she snapped, and crumpled into an armchair, unable to remain on her feet a moment longer.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΕΠΙΣΗΣ

Γλώσσα: Αλβανικά

Έτος έκδοσης: 2021