in2life, Φεβρουάριος 2016

in2life, Φεβρουάριος 2016

in2life / Link

Ο συγγραφέας Σταύρος Χριστοδούλου μας ξεναγεί στο «Hotel National», το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καλέντης.

Από την Ιωάννα Μπλάτσου

Ο Σταύρος Χριστοδούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963, σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, αλλά δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία, αφού ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’80 τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Εργάστηκε ως διευθυντής περιοδικών στην Κύπρο και στην Ελλάδα και σήμερα εργάζεται ως διευθυντικό στέλεχος στο εκδοτικό συγκρότημα «Ο Φιλελεύθερος» στην Κύπρο όπου και αρθρογραφεί.

Το «Hotel National» (εκδ. Καλέντης) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Κεντρικός του ήρωας είναι ο Γρηγόρης Μιχαήλ ο οποίος επιστρέφει στο Βουκουρέστι το καλοκαίρι του 2014, στη δύση πια του βίου του, και αφήνει τις αναμνήσεις να τον παρασύρουν σε ένα θυελλώδες ταξίδι με αφετηρία το 1956. Εκεί, στο άλλοτε κραταιό Hotel National, ανάμεσα στους πολυκαιρισμένους τοίχους, τις σκιές και τα προσωπικά του φαντάσματα, αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με τις αλήθειες, τα ψέματα και τις ανομολόγητες ενοχές του.

Τι πήγε, αλήθεια, τόσο λάθος και είδαν όλοι τα νεανικά τους όνειρα να συνθλίβονται από την εξουσία; Και ποιες οδυνηρές εκπλήξεις περιμένουν αυτόν τον 82χρονο άντρα από τη στιγμή που αποφάσισε να σκαλίσει το παρελθόν; Τo «Hotel National» είναι μια ιστορία-φόρος τιμής για εκείνους που άφησαν να τους παρασύρουν οι άνεμοι της Ιστορίας.

Πώς προέκυψε το “Hotel National”;
Απρόσμενα, όπως όλα τα ωραία στη ζωή. Το γράψιμο ενός μυθιστορήματος δεν ήταν στα σχέδιά μου. Ώσπου γεννήθηκε αυτή η ιστορία μέσα μου κι έτσι άρχισα να δουλεύω τον «καμβά». Αν και μυθοπλασία, ήθελα το ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο να είναι ακριβές. Το βιβλίο διατρέχει έξι δεκαετίες –ξεκινώντας από το 1956 – στη σκιά του καθεστώτος Τσαουσέσκου αρχικά, αλλά και των γεγονότων που καθόρισαν τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς. Στην Ελλάδα, τη Ρουμανία και την Κύπρο. Με ήρωες παραδομένους στα πάθη τους που η μοίρα τούς έδεσε χειροπόδαρα.

Για ποια θέματα θέλατε να μιλήσετε μέσα από το πρώτο σας βιβλίο;
Γυρόφερνα μια φράση στο μυαλό μου –«εκείνα τα χρόνια ονειρευτήκαμε τις ζωές μας αλλιώς»- με την οποία και ολοκληρώνω εντέλει την ιστορία. Ο ήρωας μου στέκεται στο κεφαλόσκαλο του Hotel National –του άλλοτε κραταιού «κομματικού» ξενοδοχείου- και ψιθυρίζοντας αυτά τα λόγια προσπαθεί να πιάσει το νήμα της ζωής του από την αρχή. Αυτό κυρίως ήταν το ερέθισμά μου: οι διαψεύσεις που βίωσε εκείνος ο άντρας και η γενιά του, καθώς έβλεπαν τα όνειρά τους να συνθλίβονται στα γρανάζια της εξουσίας.

Πόσο ίδιες ή διαφορετικές είναι οι δύο ιδιότητές σας, αυτή του δημοσιογράφου και αυτή του συγγραφέα; Συναντήθηκαν, συγκρούστηκαν ή προσπέρασε η μία την άλλη κατά τη συγγραφή του βιβλίου;
Ο δημοσιογράφος έβαζε φρένο στον συγγραφέα, γιατί επί 25 χρόνια είχε μάθει να δουλεύει αλλιώς. Η κατάργηση των δυο βασικών κανόνων της δουλειάς μας –χρονοδιάγραμμα και αριθμός λέξεων- ήταν κάτι που χρειάστηκε προσπάθεια να ξεπεράσω. Με άλλα λόγια έπρεπε να διαχειριστώ όλη αυτή την άπλα ελευθερίας, μια πολύ ενδιαφέρουσα ομολογώ εμπειρία. Απ’ την άλλη, η βοήθεια του δημοσιογράφου ήταν σημαντική στο κομμάτι της έρευνας, ώστε οι ψηφίδες του βιβλίου να είναι αληθινές και ας τοποθετούνταν σε ένα κάδρο μυθοπλασίας.

Θα ενδώσετε ξανά στη μυθιστορηματική συγγραφή;
Δεν χρειάστηκε καν να το σκεφτώ, ώστε να «ενδώσω». Πολύ φυσικά προχώρησα με τη συγγραφή του δεύτερού μου μυθιστορήματος. Μια ιστορία που αναπτύσσεται γύρω από έναν φόνο. Με βασικό μου ζητούμενο όχι τόσο την αποκάλυψη του δολοφόνου όσο την ανθρωπογεωγραφία σε μια πολυφυλετική Αθήνα.