Περιοδικό Down Town, τεύχος 498
Έπειτα από 25 χρόνια επιτυχημένης δημοσιογραφικής πορείας στην Κύπρο και στην Ελλάδα, ο διευθυντής του website του «Φιλελευθέρου» και του εβδομαδιαίου «ΦιλGood» δίνει στο «Down Town» την πρώτη συνέντευξη της ζωής του, με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του μυθιστορήματος «Hotel National»
Του Γιάννη Χατζηγεωργίου
Είναι περίεργος ο τρόπος που το εξώφυλλο ενός παλιού (και συλλεκτικού) «Life» με τη Μελίνα Μερκούρη, αφημένο σε ένα τραπεζάκι, στο σαλόνι του διαμπερούς διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου -ενθουσιώδη, με το αριστερό της χέρι ψηλά, φορώντας καρό πουκάμισο και τζιν παντελόνι, σε μία κλασική φωτογράφηση της ζωής της ως «The Never On Sunday Girl»- ακουμπάει με την άκρη του ματιού τη γραμμή του ορίζοντα απ’ τον Πενταδάχτυλο και τη σημαία του ψευδοκράτους ως τις μεσοαστικές πολυκατοικίες της συνοικίας του Λυκαβηττού, έξω από τα κλειστά τζάμια της οδού Καστοριάς. «Ωραία θέα!», πρόλαβα να πω και φόρεσα τα μαύρα μου γυαλιά, γυρνώντας το κεφάλι μου σε γωνία 180 μοιρών, στο κομμάτι εκείνο της Λευκωσίας που μάτωνε – κάτι, μάλλον, να συγκρατήσω. Το cheese cake που έβγαλε από το ψυγείο ήταν υπέροχο, το ίδιο κι εκείνος – υπήρχε μία ηρεμία στο βλέμμα του με τον ίδιο τρόπο που κάποιοι πατέρες περιμένουν να χαιρετήσουν τους πρώτους συγγενείς έξω από το μαιευτήριο, έχοντας ήδη αποφασίσει την ονοματοδοσία για το νεογέννητο. «“Συγγραφέας” πια;». «Υπερβάλλεις».
Αν και είχαμε πει να μου έστελνε αποσπάσματα από το βιβλίο του, πριν από τη συνέντευξή μας, σε κάποιο email -κάπως να είμαι προετοιμασμένος- αποφάσισα τελικά να μην του το υπενθυμίσω. Δεν ρώτησα καν τον τίτλο. Ήθελα να αναρωτηθώ το ίδιο αθώα, όσα ενδεχομένως να είχαν στο μυαλό τους και οι αναγνώστες του, για έναν δημοσιογράφο του οποίου τα κείμενα διαβάζουν κάθε βδομάδα, νομίζοντας πως γνωρίζουν κάποια ομιχλώδη κομμάτια του χιούμορ του, ίσως και του χαρακτήρα του. Άλλωστε, έπειτα από δύο ώρες «αναγκαστικών» ερωτοαπαντήσεων -παρόλο που γνωρίζω τον Σταύρο από το 2002- ήταν η πρώτη φορά που έμαθα κι εγώ τόσο συμπυκνωμένα ψήγματα για τη ζωή του, την οικογένειά του, όσα κρυφά θα ήθελε να αφήσει για πάντα κρυμμένα αν και υπονοούνταν, όλα εκείνα που καθόρισαν τις επιτυχίες, τα ταξίδια, την οικογένεια που επέλεξε να έχει και να αγαπήσει για πάντα.
Το κενό που έχεις ανάμεσα στα μπροστινά σου δόντια, είναι χαρακτηριστικό των πολύ τυχερών ανθρώπων…
Ήμουν τυχερός στη ζωή, ναι. Τυχερός, όμως, γιατί βρέθηκαν άνθρωποι στον δρόμο μου που μου έδωσαν ευκαιρίες – ο Νίκος Παττίχης, ο Άντης Χατζηκωστής, πολλοί άνθρωποι σε προσωπικό αλλά και επαγγελματικό επίπεδο. Ή τώρα, στον εκδοτικό οίκο Καλέντη, η Κέλλυ Ιωαννίδου, που μου άνοιξε μια πόρτα. Δεν θεωρώ τίποτα αυτονόητο.
Αισθάνεσαι αμηχανία στο να δίνεις ο ίδιος συνέντευξη, και μάλιστα με την ιδιότητα του συγγραφέα;
Καταρχάς δεν δηλώνω συγγραφέας – είμαι ένας δημοσιογράφος ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο, σε μία χρονική περίοδο που επιθυμούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Διερωτώμαι όμως: έχει κάποια αξία το πώς αυτοπροσδιορίζεσαι; Σημασία έχει τι εισπράττει το κοινό. Κάποιος μπορεί να πει «μα, γράφεις τόσα χρόνια!». Είναι τελείως άλλο πράγμα όμως, το να γράφεις ένα βιβλίο. Γι’ αυτό και έχω αγωνία. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να μπορέσω να λυθώ και να γράψω, ξεχνώντας τους κανόνες της δημοσιογραφικής γραφής ή του τρόπου λειτουργίας της. Εγώ ήθελα να πω μια ιστορία, με αρχή, μέση, τέλος, και με την ελπίδα να έχει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης.
Γιατί μπήκες στη διαδικασία τού να γράψεις ένα βιβλίο;
Αισθάνθηκα πως ήθελα να το κάνω. Και μάλιστα σε μια ηλικία που θεωρούμαι «μεγάλος» για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα… Στην πράξη ήμουν, αν θες, ο συγγραφέας του σαββατοκύριακου, αφού τις καθημερινές που βρισκόμουν στο γραφείο, δεν μπορούσα να γράψω. Αξιοποιούσα, λοιπόν, όποιο ελεύθερο χρόνο είχα, ώστε το μυαλό μου να είναι καθαρό από τις πληροφορίες της δουλειάς. Δεν ήθελα τίποτα να παρεμβάλλεται. Στην πορεία, βέβαια, συνειδητοποίησα πως αυτό που έγραφα ήταν μία ιστορία που είχα ήδη μέσα μου – την πρώτη φορά, θυμάμαι, που άνοιξα το laptop έχοντας στο πλάι τις σημειώσεις μου, έγραφα ακατάπαυστα, σε σημείο προβληματικό. Είχα πάθει σχεδόν τενοντίτιδα.
Καθόμαστε στη βεράντα και μιλάμε για την ιστορία. «Στο βιβλίο οι βασικοί ήρωες είναι δύο», ξεκινά να μου λέει. «Ο ένας είναι Κύπριος, ο Γρηγόρης Μιχαήλ, και ο άλλος Έλληνας πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία, ο Θεόδωρος Κύρζης. Οι δύο άντρες συναντήθηκαν τη δεκαετία του ’50 στο Βουκουρέστι -ταγμένοι στον ίδιο ιδεολογικό σκοπό- και δέθηκαν με μια στέρεη φιλία. Ο Γρηγόρης επιστρέφει στην Κύπρο το ’60 κι έτσι οι δρόμοι τους χωρίζουν αναγκαστικά. Ωστόσο, στις δεκαετίες που ακολουθούν, συνεχίζουν να έχουν επαφή κι ας ακολουθούν εκ διαμέτρου αντίθετες διαδρομές. Οι ζωές τους ξεδιπλώνονται παράλληλα, αλλά και τέμνονται πολλές φορές, βιώνοντας την άνοδο και την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Όταν ο Γρηγόρης επιστρέφει ξανά, στα 82 του χρόνια, στο Βουκουρέστι, έχοντας αποκτήσει πια χρήματα, εξουσία, χωρίς ωστόσο να έχει υπάρξει ουσιαστικά ευτυχισμένος, ο Θοδωρής έχει ήδη πεθάνει. Διανυκτερεύει στο “Hotel National”, το πάλαι ποτέ ξενοδοχείο της κομματικής ελίτ που τώρα βρίσκεται σε παρακμή, και αντικρίζει τα φαντάσματα από το παρελθόν του. Θέλει, να ξαναπιάσει το νήμα της ζωής του απ’ την αρχή – θέλει να καταλάβει πράγματα σε σχέση με ό,τι πίστεψε, σε σχέση με ό,τι αγάπησε», συνεχίζει. «Ουσιαστικά, αυτή η ιστορία βασίζεται σε αφηγήσεις, προσωπικά βιώματα και έρευνα. Το πλαίσιο, ωστόσο, και τα πολιτικά γεγονότα που περιβάλλουν την ιστορία είναι αληθινά. Οι τόποι είναι αληθινοί. Οι διαψεύσεις είναι αληθινές».
Έζησες κι εσύ αυτές τις διαψεύσεις;
Πιστεύω πως τις μεγάλες διαψεύσεις τις έζησε περισσότερο η γενιά των γονιών μας. Εκείνοι είχαν ταχθεί – ψυχή τε και σώματι. Η δική μας γενιά είχε την «πολυτέλεια» να σταθεί κριτικά απέναντι στα γεγονότα και με την πάροδο του χρόνου να αποστασιοποιηθεί.
Σε επίπεδο σχέσεων;
Ο καθένας από μας, σε ανθρώπινο επίπεδο, έχει ζήσει διαψεύσεις. Παλιά τις διαχειριζόμουν πιο παρορμητικά. Τώρα, με μεγαλύτερη νηφαλιότητα – ίσως αυτή να είναι και η έννοια της ωριμότητας. Στο παρελθόν θύμωνα πιο πολύ, απογοητευόμουν περισσότερο, τώρα ξέρω.
Το βιβλίο έχει αφετηρία τον πατέρα σου. Ήταν σαν να του το χρωστούσες;
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σ’ εκείνον. Αλλά δεν του το «χρωστούσα». «Πάτησα» πάνω στην ιστορία του αλλά, όπως είχα πει και στον ίδιο πριν πεθάνει, αυτό που έγραφα δεν ήταν η ζωή του.
Ξαφνιάστηκε που ο γιος του, ακόμη και στα 50 του, συνέχιζε να τον εκπλήσσει;
Οι γονείς μας δεν ξαφνιάζονται ποτέ. Ξέρουν πολύ περισσότερα από όσα θέλουμε να πιστεύουμε πως γνωρίζουν. Ακόμη κι όταν δεν μας δίνουν τη χαρά να μας μιλήσουν.
Είχες πάντα ευκολία με τις λέξεις, Σταύρο;
Ναι. Αν και αρχικά δεν ήξερα με τι θα ήθελα να ασχοληθώ επαγγελματικά. Εξ ου και τελειώνοντας το σχολείο ξεκίνησα να σπουδάζω ιατρική, στα τρία χρόνια εγκατέλειψα τις σπουδές μου, αποφάσισα να σπουδάσω νομικά, ξαναήρθα στην Κύπρο, έδωσα εξετάσεις στα 25 μου, και πέρασα στην Αθήνα νομίζοντας πως θέλω να γίνω δικηγόρος. Στην Αθήνα ζούσα καταπληκτικά – έβλεπα θέατρα, διάβαζα πολύ, έκανα βόλτες στην πόλη. Τότε ο τρόπος επικοινωνίας ήταν η αλληλογραφία και σε κάποιους φίλους ξεκίνησα να στέλνω γράμματα τα οποία, όπως μου είπαν αργότερα οι ίδιοι, έμοιαζαν με χρονογραφήματα. Κάπως έτσι ανακάλυψα την ικανότητά μου να αφηγούμαι ιστορίες κι αυτό ήταν το ερέθισμα για να σκεφτώ «είναι ωραίο να γράφεις».
Αν και αρχισυντάκτης αργότερα περιοδικών του «Φιλελευθέρου», με μεγάλη αναγνωσιμότητα και κυκλοφορία, αποφασίζεις κάποια στιγμή να επιστρέψεις στην Αθήνα, όπου και συνεργάστηκες με ελλαδικά έντυπα, ενώ είχες αναλάβει και τη διεύθυνση του Time Out Athens. Μεγάλο ρίσκο…
Ξέρεις, είχα ανάγκη από καινούριο οξυγόνο τότε. Ήθελα νέα ερεθίσματα. Ήμουν 37 ετών και ένιωθα πως θα μπορούσα να κάνω ένα καινούριο ξεκίνημα – και το έκανα. Θεωρώ ότι τις εμπειρίες του τρόπου δουλειάς στην Αθήνα τις αξιοποίησα όταν επέστρεψα έπειτα και πάλι στην Κύπρο, στον «Φιλελεύθερο», στη διεύθυνση των περιοδικών. Έζησα τη χρυσή εποχή των περιοδικών στην Αθήνα και αυτό θεωρώ πως μου απέδωσε στην πορεία, στην Κύπρο.
Ήταν, όμως, πολύ τολμηρή η απόφαση του «μηδενίζω, πάει να πει πως ξαναρχίζω»…
Τολμηρά είναι άλλα πράγματα, όχι οι επαγγελματικές αποφάσεις. Άλλωστε, δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος της «ασφάλειας» – για να μπορώ να λειτουργώ χρειάζομαι αδρεναλίνη. Τολμηρό είναι να ζεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, χωρίς να κρύβεσαι στις σκιές, όχι οι επαγγελματικές αποφάσεις.
Αυτό ήταν κάτι που πάντα διέθετες;
Όχι πάντα. Πλέον με χαρακτηρίζει. Αρκετά χρόνια πια. Τολμηρό είναι να μη ζεις μέσα σε μία σύμβαση, όλα τα άλλα είναι μιζέρια.
Ποτέ δεν συμβιβάστηκες;
Καθημερινά συμβιβάζομαι -και αυτολογοκρίνομαι- αλλά στη δουλειά. Είναι, όμως, άλλο πράγμα οι μικροί συμβιβασμοί και άλλο οι ουσιαστικοί.
Η δουλειά σου είναι πολύ εξωστρεφής. Εσύ είσαι ιδιαίτερα εσωστρεφής. Είναι και κάποιου είδους ισορροπία όλο αυτό;
Πάντοτε ένιωθα ότι η δουλειά στα περιοδικά είναι ένα μεγάλο πάρτι κι ενώ έχω ασχοληθεί, στο πλαίσιο του lifestyle, με πρόσωπα και πράγματα που μου είναι εντελώς αδιάφορα, εντούτοις το διασκέδαζα. Νομίζω πως αυτό που με χαρακτήριζε από παιδί ήταν το γεγονός πως ήμουν ένας καλός παρατηρητής, εξ ου και κρατώ στο μυαλό μου λεπτομέρειες που κανείς «φυσιολογικός» άνθρωπος δεν αποθηκεύει στη μνήμη του. Να, για παράδειγμα, μπορώ να σου αναφέρω τι ακριβώς φορούσε η ηθοποιός Ελένη Χατζηαργύρη, όσο έπινα τον καφέ μου, στη «Βιβλιοθήκη», στην Αθήνα, ακόμη και την κίνηση που έκανε με τη φούστα της. Με κάποιο τρόπο, όλη αυτή η «διαστροφή» παρατήρησης εισχώρησε αργότερα και μέσα στα κείμενά μου. Στην προσωπική μου ζωή όμως, ο κύκλος των φίλων μου είναι εξαιρετικά περιορισμένος, μου αρέσει το σπίτι και η ησυχία – ναι, όλο αυτό μάλλον είναι η ισορροπία.
Είναι, όμως, τρεις διαφορετικοί «άνθρωποι», σαν ένας πολυσχιδής εαυτός, το Omikron, του οποίου ήσουν ο πρώτος αρχισυντάκτης, το -εξωστρεφές τότε- Time Out Athens ή το ΦιλGood που είναι δική σου δημιουργία…
Είμαι εγώ σε όλα αυτά. Λατρεύω την πολιτική, γράφω γι’ αυτήν, αλλά ταυτόχρονα μ’ αρέσει και ο αφρός της ζωής. Νιώθω, εξάλλου, πως τα πράγματα θα ήταν εξαιρετικά βαρετά αν δεν υπήρχε το χιούμορ και δεν είναι τυχαίο που στην αρχή της πορείας μου, ανάμεσα στα κείμενα που με καθόρισαν, ήταν αυτά της Έλενας Ακρίτα και του Φρέντυ Γερμανού. Όσοι είναι μόνο ένα πράγμα, νομίζω πως είναι άνθρωποι πληκτικοί.
Επιστρέφεις στο παρελθόν, με τον ίδιο τρόπο που ο ήρωάς σου, ο Γρηγόρης Μιχαήλ, επέστρεψε στο δικό του;
Σιχαίνομαι τη νοσταλγία. Μπορεί να διηγηθώ μια ιστορία, αλλά δεν επιστρέφω στα παλιά επί της ουσίας. Εξ ου και ποτέ δεν έκανα τα ίδια πράγματα επαγγελματικά. Αγαπώ το παρελθόν μου, αγαπώ όσα έκανα όλα αυτά τα χρόνια, είναι όμως παρελθόν – κάτι καταχωρημένο στην άκρη.
Θυμάσαι κάποια ερώτηση που έκανες στη Λίνα Νικολακοπούλου ή στη Χαρούλα Αλεξίου, που να ήταν ταυτόχρονα και δική σου απορία;
Έχω κακή μνήμη σ’ αυτά. Γενικά, κάποιες φορές είναι και βολικό να έχεις κακή μνήμη, ίσως γιατί προσπερνάς πράγματα που ενδεχομένως δεν θα έπρεπε να θυμάσαι.
Ένιωσες ποτέ τύψεις για κάτι;
Πολλές φορές. Κυρίως γιατί αδίκησα κάποιους.
Έχεις πάντως τη φήμη του πολύ αυστηρού προϊστάμενου…
Ίσως. Μια δουλειά, όμως, για να γίνει σωστά, χρειάζεται συγκεκριμένους κανόνες, πειθαρχία, τεχνική. Ναι, είμαι αυστηρός γιατί θέτω πάντα τον πήχη ψηλά – κυρίως στον εαυτό μου. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι ευχάριστο για όλους. Ακόμη κι όταν φτιάχναμε τα περιοδικά, τη δεκαετία του ’90, εμένα δεν με ενδιέφερε τι έκανε ο άλλος δίπλα, αλλά τι κάνουν οι αντίστοιχοι στο εξωτερικό. «Ας ανεβάσουμε λίγο τις απαιτήσεις μας, ας δυσκολέψουμε λίγο τις ζωές μας», συνεχίζω να λέω.
Υπήρξαν περίοδοι στο παρελθόν που η δουλειά σου να ήταν και η ζωή σου;
Δυστυχώς, ναι. Μη σου πω μια ολόκληρη δεκαετία. Ήταν, όμως, και ωραία η παρέα εκείνης της εποχής, με τα καθημερινά ξενύχτια, στο μπαράκι του «Αιγαίου»… Αν και ξέρω πια πως μόνο δυαδικά μπορεί να ξαναυπάρξει.
Όταν επιστρέφει ο ήρωάς σου, στα 82 του, στο Βουκουρέστι, κλαίει καθόλου;
Όχι. Είναι, όμως, ένα κουβάρι η λύπη μέσα του…
Εσύ; Κλαις εύκολα;
Όχι. Ίσως να είναι και κάποιου είδους συναισθηματική αναπηρία αυτό, δεν ξέρω… Σπάνια, ξέρεις, έχω κλάψει στη ζωή μου.
Τι θα άλλαζες απ’ το παρελθόν σου σε προσωπικό επίπεδο;
Είμαστε μια γενιά που μεγάλωσε στα δύσκολα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τρομερά ενοχικά, με ενοχές για πολλά πράγματα. Ήμασταν μια γενιά που δεν μας επετράπη να αναπνεύσουμε και να απλώσουμε τους εαυτούς μας όσο δικαιούμασταν. Αν άλλαζα κάτι, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, θα ήταν να άφηνα εμένα να είμαι πιο πολύ ο εαυτός μου, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύτιμο στη ζωή από αυτό. Δυστυχία είναι το να ζεις ψεύτικα, χωρίς τα πάθη και τα «θέλω» σου. Κατά τον ίδιο τρόπο που θεωρώ κατάρα τον μικροαστισμό, τον καθωσπρεπισμό, το «σπιτάκι» μας, τη «δουλίτσα» μας.
Δεν αγόρασες ποτέ το δικό σου σπίτι;
Κάποια στιγμή αγόρασα. Το κράτησα για δυο-τρία χρόνια, αλλά μετά το πούλησα. Σκέψου πως άλλαξα, συνολικά, 13 σπίτια! Στην Αθήνα έζησα σε όλες τις γειτονιές περιμετρικά του Λυκαβηττού.
Είχες ποτέ μεγάλα πάθη;
Κατεξοχήν. Κάπνιζα τρομακτικά πολύ, έπινα πάρα πολύ σε μια φάση της ζωής μου… Νομίζω, όμως, πως τα πάθη είναι αλληλένδετα με ανθρώπους που ζουν άστατες ζωές και μη προκαθορισμένες πορείες. Ναι, κάποια πράγματα τα έκανα στο μάξιμουμ, δεν υπήρχε μέση οδός. Αλλά έζησα ελεύθερα.
Ερωτευόσουν και πολύ;
Όχι. Όταν, όμως, ερωτεύτηκα -σε μια περίοδο ωριμότητας πια- ερωτεύτηκα απόλυτα. Ήταν πολύ περισσότερο από όσο μπορούσα να φανταστώ, ότι ήμουν σε θέση να ερωτευτώ.
Άλλαξες…
Τι κρίμα οι άνθρωποι που παραμένουν ίδιοι…