fractalart.gr, Νοέμβριος 2018

fractalart.gr, Νοέμβριος 2018

fractalart.gr  / Link

Από την Ελένη Γκίκα

 

Δημοσιογράφος και μάλιστα σε επιτελικές θέσεις ο Σταύρος Χριστοδούλου στην Κύπρο, χτύπησε φλέβα όταν θέλησε να αφήσει το αποτύπωμά του και λογοτεχνικά. Τα ταραγμένα Βαλκάνια, η κρίση, οι τσαλακωμένοι άνθρωποι με την βεβαρημένη ζωή, βρίσκουν στα μυθιστορήματά του την δική τους πατρίδα, σήμερα που τα σύνορα αλλάζουν και η Ιστορία παρασύρει την μικροϊστορία, στην Κύπρο εξάλλου αυτό το γνωρίζουν καλά.

Για όλα μιλήσαμε με αφορμή το καινούργιο νουάρ του «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» (εκδ. Καστανιώτη).

Για την δική τους οικονομική κρίση στην Κύπρο:

«Ήταν σαν να σήκωσε κάποιος ξαφνικά την κουρτίνα για να δούμε το σαθρό οικοδόμημα που κρυβόταν από πίσω: κομματισμός, αναξιοκρατία, διαπλοκή, διαφθορά. Πρόκειται στην ουσία για κρίση αξιών που δεν διορθώνεται με την όποια αναβάθμισή μας από τους οίκους αξιολόγησης.»

Για την εισβολή εκείνο τον τραυματικό Ιούλιο και την εισβολή:

«Το τραύμα παραμένει ανεπούλωτο και οι ιστορίες των ανθρώπων που μας περιτριγυρίζουν δεν επιτρέπουν να ξεχάσουμε.»

Για τα βιβλία του και την λογοτεχνία:

«Για μένα «όλα είναι μνήμη» ναι, αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που γράφω.»

Για τη Συρία, τους πρόσφυγες, τις υπεράνθρωπες προσπάθειες και για τα ελάχιστα τιμαλφή.

 

-Κύριε Χριστοδούλου, τι είναι εκείνο που κάνει έναν επιτυχημένο δημοσιογράφο να καταφύγει, τελικά, και στην αφύσικη και μοναχική πράξη της γραφής;

Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι το καβαφικό «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου». Η καθημερινή τριβή με όλα όσα συμβαίνουν εκεί έξω, σε μένα τουλάχιστο δημιούργησε την ανάγκη της απομόνωσης. Δεν είναι εύκολο φυσικά, καθώς συνεχίζω να βιοπορίζομαι από τη δημοσιογραφία. Η «μοναχική πράξη» όμως στην οποία αναφέρεστε, αποτελεί πια προσωπικό ζητούμενο και απολαμβάνω τον χρόνο που αφιερώνω σ’ αυτήν.

-Τι είναι εκείνο που σου δίνει η λογοτεχνία που δεν σου δίνει η δημοσιογραφία;

Η δημοσιογραφία για μένα υπήρξε ανέκαθεν το κέφι μου. Ένας τρόπος να ζω κάνοντας κάτι που αγαπώ και να με πληρώνουν από πάνω. Ποτέ δεν την αντιμετώπισα σαν μια «κανονική» δουλειά κι ας έχω αφιερώσει παραπάνω από τη μισή ζωή μου σε υπεύθυνες μάλιστα διοικητικές θέσεις. Στη λογοτεχνία, πάλι, αυτό που με οδήγησε ήταν μια εσωτερική ανάγκη έκφρασης. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό. Τώρα πια οφείλω να ομολογήσω πώς απολαμβάνω το συγγραφικό ταξίδι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

-Από το «Hotel National» το 2016 ως το νουάρ «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» το 2018 τι άλλαξε και τι παραμένει ίδιο, όσον αφορά συγγραφικά;

Τίποτε ουσιαστικό δεν άλλαξε. Μόνο πρακτικής φύσεως θέματα, ως προς κάποιες τεχνικές ή την έρευνα που προηγείται της γραφής για παράδειγμα. Ήμουνα τυχερός γιατί συνεργάστηκα και στα δυο βιβλία με την ίδια επιμελήτρια, την πολύ έμπειρη Πόπη Μουπαγιατζή. Από το πρώτο βιβλίο είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία, πολύ δημιουργική, από όπου άντλησα πράγματα. Απ’ εκεί και πέρα, το συγγραφικό ζητούμενο για μένα παραμένει ίδιο: η καταγραφή μιας ιστορίας με ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Η ιστορία και οι χαρακτήρες να μην είναι απλώς περιγράμματα, αλλά να κυλάει αίμα ανάμεσα στις λέξεις.

-Συνήθως η λογοτεχνία των δημοσιογράφων αντιμετωπίζεται ακόμα και από τους ομότεχνους με κάποια δυσπιστία, το πρώτο σας μυθιστόρημα εντούτοις «Hotel National» ήταν στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας της Κύπρου, καθώς και στην αντίστοιχη του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα». Σας έβαλε δύσκολα ή άνοιξε καλύτερα τον λογοτεχνικό δρόμο για σας;

Α ναι, ισχύει αυτό που επισημαίνετε σε σχέση με την δυσπιστία, αν και δεν κατανοώ γιατί συγγραφείς διαφορετικών ιδιοτήτων έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία ενώ οι επαγγελματίες γραφιάδες όχι. Αναμφίβολα η καλή υποδοχή που είχε το “Hotel National” βοήθησε επί της ουσίας. Δεν θα έλεγα ότι άνοιξε καλύτερα ο λογοτεχνικός δρόμος, αλλά ήταν μια σημαντική ώθηση για εμένα να επιμείνω στην περιπέτεια της συγγραφής.

-Κύριε Χριστοδούλου, πιστεύετε ότι στην εποχή μας ταιριάζει το νουάρ;

Το νουάρ που εγώ τουλάχιστο έγραψα αντλεί από την εποχή μας, οπότε υπ’ αυτή την έννοια υπάρχει συμβατότητα. Η ιστορία μου εκτυλίσσεται στην λιγότερο φωτεινή όχθη της πόλης, ανάμεσα στις σκιές ενός κόσμου που συγχρωτίζεται με το περιθώριο. Αυτή η παρακμιακή ατμόσφαιρα, ο εκφυλισμός των αξιών και οι σχέσεις συναλλαγής συνθέτουν ένα νουάρ σκηνικό που αντανακλά την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Το έχω δηλώσει ότι είμαι τυχαίος επισκέπτης σε αυτό το είδος οπότε, όταν έγραφα, δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου το νουάρ. Ήθελα να γράψω ένα κοινωνικό μυθιστόρημα και αυτό έκανα. Αν η αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας φανερώνει μια νουάρ εικόνα, τότε υποθέτω ζούμε σε νουάρ καιρούς…

 -Και στα δυο μυθιστορήματά σας, κύριε Χριστοδούλου, όλα είναι μνήμη, η Λογοτεχνία είναι Μνήμη για σας;

Κατ’ εξοχήν θα έλεγα! Δεν θα μπορούσατε να το θέσετε πιο εύστοχα νομίζω. Για μένα «όλα είναι μνήμη» ναι, αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που γράφω. Αν η λογοτεχνία αφήνει αποτύπωμα, τότε μόνο δικαιώνει και την ύπαρξή της πιστεύω. 

-Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα, από τον παγωμένο Φεβρουάριο του 1985 στη Βουδαπέστη, μεταφερόμαστε στην Αθήνα του 2012, της κρίσης. Στην Κύπρο περάσατε κι εσείς κρίση, με ΔΝΤ, κουρέματα μετοχών, σήμερα είναι για σας παρελθόν;

Οι αριθμοί ευημερούν, αυτό είναι ένα δεδομένο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Βγήκαμε από το μνημόνιο και έγινε αναβάθμιση της κυπριακής οικονομίας, οπότε σε επίπεδο αριθμών όλα δείχνουν ότι πάμε καλά. Στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας όμως –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για χιλιάδες εργαζομένους στον ιδιωτικό κυρίως τομέα- η κρίση δεν έχει ξεπεραστεί. Υπάρχουν πολλοί ευπαθείς κλάδοι, ένας από αυτούς είναι και τα media, που δοκιμάζονται σκληρά.

 -Ποια θεωρείτε εσείς ως τα βαρύτερα συμπτώματα της δικής σας κρίσης;

Στην Κύπρο η κρίση (κυρίως του τραπεζικού τομέα που λειτούργησε σαν domino effect για την οικονομία του τόπου) αποκάλυψε όλες τις παθογένειες του κράτους του ’60. Ήταν σαν να σήκωσε κάποιος ξαφνικά την κουρτίνα για να δούμε το σαθρό οικοδόμημα που κρυβόταν από πίσω: κομματισμός, αναξιοκρατία, διαπλοκή, διαφθορά. Πρόκειται στην ουσία για κρίση αξιών που δεν διορθώνεται με την όποια αναβάθμισή μας από τους οίκους αξιολόγησης.

 -Αναζητήσατε και βρήκατε τις αιτίες; Σας είπαν ότι ευθύνεστε εσείς;

Οι αιτίες βρίσκονται στον τρόπο που δομήθηκε αυτό το κράτος τον τελευταίο μισό αιώνα. Δικαιολογίες υπάρχουν βεβαίως για πολλά… Η οικολογική καταστροφή για παράδειγμα του παραλιακού μετώπου έχει να κάνει με την τραγωδία του 1974. Οι άνθρωποι έπρεπε να επιβιώσουν έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Τα χρόνια όμως περνούν και πρέπει επιτέλους ν’ αντιμετωπίσουμε τον κακό μας εαυτό. Το κράτος χρειάζεται εκ βάθρων μεταρρυθμίσεις. Κι αναφέρομαι στους βασικούς πυλώνες: την παιδεία, την υγεία, την δημόσια διοίκηση. Είναι μια συζήτηση που γίνεται αυτόν τον καιρό στην Κύπρο χωρίς να διαφαίνεται όμως εάν θα καταλήξει κάπου.

-«Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή όπως αλλάζουμε ρούχα- όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνον τον σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας», επιλέγοντας αυτό το απόσπασμα του Πεσσόα ως μότο για το μυθιστόρημά σας, κύριε Χριστοδούλου, πιστεύετε εν τέλει πως υπάρχουν υποθηκευμένες ζωές; Λαοί με βαρύ πεπρωμένο, κάρμα;

Η πραγματικότητα έξω από την πόρτα μας βοά και απαντά στο ερώτημά μας. Δείτε τι γίνεται στη Συρία… Ξεκληρίστηκε ένας ολόκληρος λαός. Οι βάρκες είναι φορτωμένες με ανθρώπινα ρετάλια, εάν αυτές δεν είναι «υποθηκευμένες ζωές» ποιες είναι; Η άρνηση της πραγματικότητας είναι σαν να μην κατανοεί κανείς τα νόημα των λέξεων ή να αποστρέφει το βλέμμα του από την φρίκη που απλώνεται μπροστά του. Το λεγόμενο προσφυγικό ζήτημα δημιούργησε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα με πολίτες δυο ή και περισσοτέρων ταχυτήτων.

-Μπορούμε στις μεγάλες και επικίνδυνες στροφές της Ιστορίας να ελέγξουμε ή να επιλέξουμε τις δικές μας μικρές ιστορίες, ζωές;

Θεωρητικά μιλώντας ο άνθρωπος πάντα μπορεί. Διαφορετικά θα καταλήγαμε στην πεσιμιστική παραδοχή ότι όλα είναι «γραμμένα» από ένα αόρατο χέρι που αποφασίζει πριν από εμάς για μας. Απ’ την άλλη όμως, εάν θέλουμε να είμαστε πραγματιστές, οι πιθανότητες να κρατηθείς στα πόδια σου για να μην σε παρασύρουν οι άνεμοι της ιστορίας είναι μικρές. Δεν αποκλείεται φυσικά να το καταφέρεις, να διασώσεις τη δική σου μικρή ιστορία μέσα στη δίνη του μεγάλου κάδρου της Ιστορίας. Αυτή η πάλη εξάλλου συγκεντρώνει και το μεγαλύτερο συγγραφικό ενδιαφέρον.

 -Στην Κύπρο βαραίνει ακόμα εκείνος ο Ιούλης της εισβολής;

Είναι σαν να σκιάζει τις ζωές μας κι ας πέρασαν 44 χρόνια από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι. Η ζωή βεβαίως συνεχίζεται με τις πίκρες και τις χαρές της. Αυτό μπορεί να σε ξεγελάσει, ότι δηλαδή τα σημάδια από το πραξικόπημα και την εισβολή έσβησαν με το πέρασμα των χρόνων. Δεν είναι έτσι όμως. Το τραύμα παραμένει ανεπούλωτο και οι ιστορίες των ανθρώπων που μας περιτριγυρίζουν δεν επιτρέπουν να ξεχάσουμε.

Υπάρχουν χώρες στα Βαλκάνια που πια δεν υφίστανται, τα σύνορα αλλάζουν, ποιες οι επιπτώσεις τους στην ταυτότητα των ανθρώπων, στις δικές τους/μας μικρές ζωές;

Ο άνθρωπος από τη φύση του αναζητά την πατρίδα. Δεν είναι μόνο θέμα εθνικής ταυτότητας, είναι ο τρόπος πιστεύω να αισθανθείς ότι ανήκεις κάπου. Στο πρώτο μου βιβλίο, ο πολιτικός πρόσφυγας στο Βουκουρέστι, μετά από το ταξίδι επιστροφής στην Ελλάδα όπου βρήκε κλειστές πόρτες, είπε απελπισμένος στην γυναίκα του «εκεί δεν μας θέλουν αυτοί, εδώ δεν τους θέλουμε εμείς». Αυτή η φράση εμπεριέχει όλη τη μοναξιά του ανθρώπου χωρίς πατρίδα. Έχω την αίσθηση ότι στο υπό διαμόρφωση νέο ευρωπαϊκό τοπίο οι άνθρωποι θα προσπαθήσουν να χωρέσουν τις μικρές ζωές τους στον ζωτικό χώρο που τους αναλογεί.

 -Ποια θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τα σημερινά μας τιμαλφή, τις σύγχρονες αξίες, σταθερές;

Τις παλαιές, κλασικές και δοκιμασμένες: τα γράμματα που μάθαμε και τον πολιτισμό που καταγράφεται στο DNA μας. Και τον ουμανισμό θέλω να ελπίζω, ως την μοναδική ασπίδα αντίστασης στη νέα καπιταλιστική αγριότητα που βιώνουμε καθημερινά.

 -Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα, εγκαταλείπεις επειδή σε εγκατέλειψαν, προδίδεις ως προδομένος, το καθαρτήριό σου, μπορεί και να διασχίζει την κόλαση, μπορεί κανείς ακόμα και να σκοτώσει επειδή εκείνος ο ρόλος του αναλογεί, δεν μπορεί να κάνουν αλλιώς;

Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο… Δεν μπορεί αλήθεια να κάνει αλλιώς; Αυτή την αγωνία πραγματεύεται το βιβλίο. Την πάλη των ηρώων με την μοίρα τους. Οι περισσότεροι είναι ταλαιπωρημένα από τη ζωή πλάσματα γι’ αυτό και εγώ τους προσεγγίζω με μια τρυφερότητα ακόμα κι όταν άγονται και φέρονται από τα κατώτερα ένστικτά τους. Ναι, θα προδώσουν, θα ματώσουν, θα χωθούν στα σκατά αν χρειαστεί. Δεν τους δίνω άλλοθι, απλώς αναγνωρίζω ότι αυτόν τον τρόπο έμαθαν βαδίζοντας στη ζωή.

-Η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει στις ιστορίες σας τον αθώο από τον φταίχτη είναι δυσδιάκριτη και ελαστική, εσείς για ποιον γράφετε; Για τον αθώο ή τον φταίχτη;

Η αθωότητα μέσα τους με ερεθίζει συγγραφικά, ακόμα κι όταν τους οδηγεί στις πιο καταστροφικές αποφάσεις. Ευτυχώς, μεγαλώνοντας, αν μας έμαθε κάτι η ζωή είναι να διακρίνουμε την γκρίζα ζώνη που εκτίνεται ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο. Εκεί αναζητώ σημείο επαφής με τους ήρωες μου, οι οποίοι μόνο ηρωικοί δεν είναι.

 -Κύριε Χριστοδούλου, τι πρέπει να έχει ένας ήρωας για να γίνει ήρωάς σας και μια ιστορία για να γίνει η ιστορία σας;

Εμένα με ελκύουν οι τσαλακωμένοι άνθρωποι. Πρόσωπα με «βεβαρημένες» ζωές… Το είχα πει ξανά νομίζω, αναφορά μου είναι ένας στίχος του Σεβαστίκογλου που μελοποίησε ο Κραουνάκης και τραγούδησε συγκλονιστικά η Στανίση: «Μια Κυριακή απόγευμα είχα έναν άνθρωπο κι έπιανα μπράτσο». Αυτό επιχειρώ να καταγράψω. Η μυθοπλασία είναι προσχηματική.

 -Μυθιστορηματικά, η Κύπρος σας απασχολεί;

Με ρωτάτε σε μια φάση που κάνω ακριβώς αυτό. Το νέο μου βιβλίο, αυτό που εδώ και λίγο καιρό ξεκίνησα να δουλεύω, έχει επίκεντρο την Κύπρο, με σημείο αναφοράς εκείνον τον τραυματικό Ιούλιο που λέγαμε πριν. Ο πυρήνας της μυθοπλασίας αφορά στην μνήμη –την συλλογική και την ατομική- γι’ αυτό εδώ και μήνες ερευνώ τα γεγονότα της δεκαετίας του ‘70. Χθες πέρασα ξανά το οδόφραγμα και πήγα στα παράλια δυτικά της Κερύνειας όπου τοποθετώ την κεντρική ηρωίδα μου.  Ε λοιπόν ακόμα και σήμερα, 44 καλοκαίρια μετά, σώζονται αποτυπώματα εκείνης της εποχής το πιστεύετε;

 -Διαβάζουν στην Κύπρο; Και τι διαβάζουν, είστε κι εσείς αναγνωστικά μπερδεμένοι όπως κι εμείς;

Δυστυχώς στην Κύπρο δεν διαβάζουν όσο θα έπρεπε. Αυτό τουλάχιστο διαπιστώνω από τη μάχη που δίνουν για να επιβιώσουν τα βιβλιοπωλεία. Υπάρχει βεβαίως ένα βιβλιόφιλο κοινό, μικρότερο όμως από το αντίστοιχο αθηναϊκό αφού και τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Σε σχέση με τα ευπώλητα, λίγο ως πολύ ισχύουν και εδώ τα ίδια. Το «αναγνωστικά μπερδεμένοι» είναι νομίζω ο πιο κομψός τρόπος για να περιγράψουμε αυτό που συμβαίνει.