Παιδείας Βήμα, Ιούλιος 2020

Παιδείας Βήμα, Ιούλιος 2020

Παιδείας Βήμα / LINK

Από την Στέλλα Τζιμπιλή

 

Πρόσφατα τιμηθήκατε με το βραβείο λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το μυθιστόρημα σας “Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός”. Σας δημιουργεί άγχος μία τέτοια βράβευση αναφορικά με το μέλλον της συγγραφικής σας πορείας, αποτελεί “μία δέσμευση’’;

Κανένα άγχος, πιστέψτε με. Τιμή αισθάνομαι και βεβαίως χαρά γιατί άνθρωποι με ειδικό βάρος στον χώρο της λογοτεχνίας ξεχώρισαν το βιβλίο μου. Η “δέσμευση” έτσι κι αλλιώς προϋπάρχει. Είναι μια κατ’ εξοχήν προσωπική διεργασία, η οποία αφορά στην απόφασή μου να αφοσιωθώ στην πεζογραφία. Τα βραβεία, τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, λειτουργούν πάνω από όλα ως ενθάρρυνση. Είναι σαν να σε κτυπά κάποιος στον ώμο και να σου λέει συνέχισε.

Σπουδάσατε νομικά, δουλεύετε ως δημοσιογράφος και φυσικά είστε συγγραφέας. Γεννιέται κάποιος συγγραφέας ή γίνεται;

Ως δημοσιογράφος συνήθιζα να ρωτώ αυτούς που έπαιρνα συνέντευξη αν είχαν επίγνωση του ταλέντου που τους χαρίστηκε. Γιατί πιστεύω ότι αυτός ο σπόρος υπάρχει μέσα μας, το θέμα είναι εάν θα υπάρξουν οι συνθήκες για να καρπίσει. Το πιο σημαντικό όμως για μένα δεν είναι εάν φέρεις αυτό το χάρισμα από φυσικού σου, αλλά εάν τίμησες το όποιο ταλέντο σου. Αυτό γίνεται με ένα τρόπο μονάχα: δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά.

Επανέρχομαι στο δεύτερο βιβλίο σας “Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός”. Το βιβλίο σας, πραγματεύεται τη δολοφονία ενός ζωγράφου στο Κολωνάκι και την εξιχνίαση του φόνου από έναν αστυνομικό και ένα δημοσιογράφο, που είναι και οι κεντρικοί χαρακτήρες, οι οποίοι και αυτοί με τη σειρά τους παλεύουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες. Θέλατε εξαρχής να κυριαρχεί το υπαρξιακό στοιχείο σκόπιμα στο μυθιστόρημα πέρα από το αστυνομικό, που είναι ευδιάκριτο;

Το έχω πει πολλές φορές αλλά θα συνεχίσω να το επαναλαμβάνω γιατί αυτή είναι η αλήθεια: η σχέση μου με το νουάρ ήταν προσχηματική. Με την έννοια ότι με ενδιέφερε βεβαίως να υπηρετήσω με συνέπεια την αστυνομική φόρμα αλλά δεν ήταν αυτό το βαθύτερο συγγραφικό μου ζητούμενο. Εκείνο που ήθελα να κάνω ήταν μια ανθρωπογεωγραφία της σύγχρονης Αθήνας. Να ακολουθήσω τους δρόμους που περπάτησαν οι ήρωες και να ξύσω την επιφάνεια της ζωής τους. Το βιβλίο «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», στη δική μου αντίληψη, είναι ένα μυθιστόρημα που ιχνηλατεί την πραγματικότητα εκεί έξω. Ορθά λοιπόν επισημαίνετε ότι κυριαρχεί το υπαρξιακό στοιχείο.

Για ποιο λόγο επιλέξατε να διαδραματίζεται η υπόθεση του πρώτου σας βιβλίου “Hotel National” στο Βουκουρέστι και η υπόθεση του δεύτερου μυθιστορήματος “Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός” στη Βουδαπέστη;

Κατ΄ αρχάς είναι σημαντικό να σας πω ότι οι πόλεις για μένα δεν λειτουργούν σαν ένα ταμπλό βιβάν, αλλά έχουν πρωταγωνιστική θέση στα βιβλία μου. Επιλέγω να τοποθετήσω τις ιστορίες μου λοιπόν σε τόπους που γνωρίζω. Είτε γιατί τους επισκέφθηκα αρκετές φορές οπότε αισθάνομαι οικεία (Βουκουρέστι), είτε γιατί έζησα εκεί για ένα διάστημα της ζωής μου (Αθήνα και Βουδαπέστη). Πέρα απ’ αυτό, ομολογώ ότι με ερεθίζει συγγραφικά η περίοδος του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Ήταν μια εποχή μεγάλων οραμάτων και αντίστοιχα μεγάλων διαψεύσεων. Πολύτιμο υλικό για όποιον θελήσει να ψαύσει τις ιστορίες ανθρώπων που έζησαν εκεί.

Ποιά βιβλία θα προτείνατε σε έναν έφηβο να διαβάσει οπωσδήποτε και ποιά σε έναν ενήλικα;

Είναι πολλά βεβαίως, οπότε θα περιοριστώ στην ελληνική πεζογραφία. Πέντε βιβλία για έναν έφηβο: 1. Κατεδαφιζόμεθα (Διδώ Σωτηρίου) 2. Γιούγκερμαν (Μ. Καραγάτσης) 3. Αιολική γη (Ηλίας Βενέζης) 4. Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (Στρατής Μυριβήλης) 5. Το καπλάνι της βιτρίνας (Άλκη Ζέη). Πέντε βιβλία για έναν ενήλικα: 1. Το τρίτο στεφάνι (Κώστας Ταχτσής) 2. Πεθαίνω σαν χώρα (Δημήτρης Δημητριάδης) 3. Το κιβώτιο (Άρης Αλεξάνδρου) 4. Ακυβέρνητες Πολιτείες (Στρατής Τσίρκας) 5. Η κυρία Κούλα (Μένης Κουμανταρέας)

Υπάρχει “συνταγή’’ για ένα καλό μυθιστόρημα; Τι θα συμβουλεύατε ένα νέο άνθρωπο που θέλει να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι;

Εάν υπήρχε “συνταγή” τότε θα βιοπορίζονταν και οι συγγραφείς από τη λογοτεχνία. Αυτό που υπάρχει είναι μέθοδος, τεχνική και ατελείωτες ώρες δουλειάς. Είναι μια επίπονη υπόθεση η λογοτεχνία οπότε όποιος επιλέξει να ακολουθήσει αυτό τον δρόμο θα το κάνει γιατί αυτό του επιβάλλει μια εσωτερική ανάγκη. Τα νέα παιδιά θα τα συμβούλευα ένα πράγμα: να διαβάζουν! Κάθε βιβλίο ανοίγει μια πόρτα σε ένα νέο, άγνωστο, κόσμο. Να διαβάζουν επίσης ποίηση. Εγώ τουλάχιστο, θα τολμούσα να πω ότι δεν θα κατάφερνα τίποτε στην πεζογραφία εάν δεν είχα διαβάσει τους μεγάλους ποιητές μας. Από τον Ελύτη και τον Σεφέρη, μέχρι την Ρουκ, την Δημουλά και τον Χριστιανόπουλο. Και φυσικά τους σπουδαίους Κύπριους, Χαραλαμπίδη, Ζαφειρίου, Πασιαρδή, Μηχανικό, Μόντη κ.α.

Ποιά είναι τα όνειρα σας ως προς τη συγγραφή μελλοντικά και ποια τα όνειρά σας εν γένει;

Όνειρό μου είναι κάποια στιγμή να καταφέρω να αφοσιωθώ αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Υποθέτω θα αργήσει να συμβεί αυτό αφού όπως σας είπα και πριν πολύ λίγοι βιοπορίζονται από τα βιβλία τους. Τη δημοσιογραφία την αγαπώ, όμως όταν προβάλλω τον εαυτό μου στο μέλλον σκέφτομαι τα βιβλία. Γενικά πάντως δεν θα έλεγα ότι κάνω μακροπρόθεσμα σχέδια.

Ποιά είναι κατά την προσωπική σας άποψη η μεγαλύτερη ευλογία και η μεγαλύτερη κατάρα για τον σύγχρονο άνθρωπο;

Η μεγαλύτερη ευλογία είναι η πρόσβαση που έχουμε πια στη γνώση. Θα μπορούσαμε να το πούμε και εκδημοκρατικοποίηση της μάθησης με όχημα τη νέα τεχνολογία. Τα νέα παιδιά ίσως να μην το αντιλαμβάνονται, όμως όχι και τόσο παλιά, πριν από τρεις δεκαετίες για παράδειγμα, χρειαζόταν προσπάθεια για ν’ αντλήσεις πληροφορίες για οτιδήποτε. Αυτή η νέα ευκολία βεβαίως μπορεί να αποδειχτεί και παγίδα. Ζούμε άλλωστε στην εποχή του copy paste, των greeklish και των fake news. Όσο για την “κατάρα” είναι αυτή η τρομακτική οικολογική καταστροφή που απειλεί ολόκληρο τον πλανήτη. Πρέπει να ανασηκώσουμε το ανάστημά μας, να απαιτήσουμε ξανά, να διεκδικήσουμε. Κάποιοι εκλαμβάνουν τον ρομαντισμό ως αδυναμία, όμως αυτή η προσήλωση στις πανανθρώπινες αξίες είναι ό,τι πιο ηρωικό θα μπορούσαμε να κάνουμε στους ζοφερούς καιρούς που ζούμε.

Πώς ορίζεται η ευτυχία για εσάς;

Πριν από τρία χρόνια, τέτοιο καιρό, καθόμασταν σε μια ταράτσα στην Αβάνα. Δυο άνθρωποι που αγαπιόνται, στη σκεπή της πόλης, με ωραίες μουσικές και αλκοόλ. Είχα σκεφτεί τότε, πως αν με ρωτήσουν ποτέ τον ορισμό της ευτυχίας θα έλεγα η ευτυχία είναι αυτό…