diastixo.gr / Link
Ο Αντρίκος έμενε στον τρίτο όροφο της λεωφόρου Basarabia, στο Βουκουρέστι, μαζί με τη γυναίκα του και τις καδραρισμένες αναμνήσεις μιας ζωής ταλαιπωρημένης μακριά από την πατρίδα. Το διαμέρισμα το θυμόμουνα μεγαλύτερο. Τον χειμώνα του 1985 όμως, απογυμνωμένο από τις μεγεθυμένες παιδικές μου θύμησες, μπόρεσα να το δω στις πραγματικές του διαστάσεις: στενόκοπο, εμφανώς γερασμένο, αλλά πάντοτε το ίδιο φιλόξενο. Από το πρώτο κιόλας βράδυ και προτού ακόμα χαράξει, άκουσα την εξώπορτα ν’ ανοίγει κι έπειτα να κλείνει μαλακά. Το δεύτερο βράδυ τα ίδια.
Το τρίτο βράδυ πια, σηκώθηκα από τον καναπέ που μου είχαν στρώσει για να κοιμάμαι και στάθηκα πίσω από το παράθυρο που έβλεπε στη λεωφόρο. Τον είδα να βγαίνει στον έρημο δρόμο και ν’ απομακρύνεται βιαστικά κρατώντας μια πλαστική τσάντα. «Γιατί το κάνει αυτό;» ρώτησα τη γυναίκα του το πρωί. «Πηγαίνει νωρίς για να σταθεί στην ουρά. Μήπως και βρει κάνα καλό φαγώσιμο. Σήμερα έφερε ντομάτες. Χθες βρήκε σαλάμι. Για σένα…» μου είπε. Έκανα τον ανήξερο και δεν του έδειξα ότι γνώριζα. Την ημέρα όμως που έφευγα, καθώς πηγαίναμε στον σταθμό των τρένων, τον ρώτησα… «Άξιζε;» Εκείνος καταλάβαινε πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλούσα. Το Βουνό, τα τρία τραύματα, η αφαίρεση της ιθαγένειας, η επιμονή και η πίστη σε μια ιδεολογία που γκρεμοτσακίστηκε στα κράσπεδα της πιο σκληρής εξουσίας. «Ένα πράγμα δεν θα τους συγχωρέσω ποτέ» μου απάντησε. «Για εκείνη τη μία και μοναδική στιγμή που υποψιάστηκα τον γιο μου ότι με ρουφιάνεψε. Γιατί έτσι μας κατάντησαν» είπε σιγανά, σαν να μίλαγε πιο πολύ στον εαυτό του. «Αλλά ναι, όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, άξιζε» συμπλήρωσε.
Εκείνο το ταξίδι σηματοδότησε την ουσιαστική μου ενηλικίωση. Δεν είχε σημασία ότι ήμουνα ήδη 23 χρόνων. Ήταν η πρώτη φορά που διαπίστωσα ιδίοις όμμασι πως δεν υπάρχει τίποτε πιο γελοίο από τις κατακτημένες βεβαιότητες στη ζωή. Όταν άρχισα να γράφω το Hotel National, στα 50 μου πια, αυτό το ταξίδι ανακαλούσα διαρκώς μέσα μου. Κι όταν βρέθηκα στο πάλαι ποτέ περίκλειστο ξενοδοχείο της κομματικής ελίτ –που λειτουργεί ακόμα σ το Βουκουρέστι, ως ένα ξεπεσμένο κατάλυμα με τρία ασθενικά αστέρια–, φαντάστηκα τον ήρωά μου να στέκεται στο κεφαλόσκαλο και να μονολογεί: «Εκείνα τα χρόνια ονειρευτήκαμε τις ζωές μας αλλιώς».
Έτσι ξεκίνησε το πρώτο μου βιβλίο. Ανάποδα. Από την καταληκτική φράση που εμπεριείχε τις ζωές ανθρώπων που βίωσαν συγκινήσεις, διαψεύσεις και απογοητεύσεις. Οι οποίοι όμως, αν μη τι άλλο, έζησαν. Γιατί το να κρίνει κανείς την ιστορία τους και την Ιστορία –εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς– παραείναι βολικό, σκεφτόμουν. Γι’ αυτό οι ήρωες του Hotel National πορεύονται στις σελίδες του βιβλίου εκεί που το μυαλό και το συναίσθημά τους τους οδηγεί. Παρασυρμένοι, τις περισσότερες φορές, από τους ανέμους της Ιστορίας…