ΚΕΙΜΕΝO ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ
Ένα από τα μείζονος σημασίας προαπαιτούμενα της κριτικής ανάγνωσης είναι να αναγνωρίσει τη συστηματική ενοποίηση των πολλαπλών, ενίοτε πολύπλοκων και συχνά αντίρροπων διαρθρώσεων του περιεχομένου ενός μυθιστορήματος. Σε μια εποχή που το μυθιστόρημα καθορίζεται από τους κανόνες του αγοραία ευπώλητου είδους, είναι αναγκαίο η κριτική σκέψη και ανάγνωση να γνωρίσει και αναγνωρίσει εκείνον τον συγγραφέα που ερωτροπεί με το στιγμιαίο περιεχόμενο των καταναλωτικών μεθόδων της επικαιρικής αγοραλογίας από εκείνον τον συγγραφέα του οποίου ο λόγος μεταγγίζεται σε αληθινό ύφος –και όχι σε απομίμηση του ύφους– για να ανακαλέσω την εύστοχη παρατήρηση του Λορεντζάτου για τον Σολωμό.
Εκείνον, τον συγγραφέα του οποίου η αισθητική έκφραση εμφορείται με την τέχνη του εσωτερικού ρυθμού, με τον πυρετώδη ρυθμό της πλοκής και της αφήγησης. Του οποίου ο λόγος διαθέτει και σκέψη, και γνώση, και φαντασία, και αίσθημα και γλώσσα.
Σε έναν τέτοιο συγγραφέα, όλα αυτά επιτρέπουν τον αισθητικό μεταβολισμό όπου η απεικόνιση του βιόκοσμου και η αντιπαραβολή της με την πολύτροπη επινοητικότητα του κοινωνικού πράττειν, προϋποθέτει μια βαθιά χαρακτηρογνωσία, τέτοια ωστόσο που να αποτρέπει τον συγγραφέα από την ολισθηρότητα ή/και παρεκτροπή του θέματος είτε σε συναισθηματισμό είτε σε μελοδραματική αφήγηση.
Αυτήν ακριβώς την τεχνογνωσία διαθέτει ο Σταύρος Χριστοδούλου.
Ο τόπος του αφηγηματικού του νοήματος δεν είναι απλώς και μόνο η σύλληψη της «πλοκής», της «διάταξης», του «λεξιλογίου», του «ρυθμού», ή, ακόμα, και της «ατμόσφαιρας» αλλά και η ψυχολογική-κοινωνική οντολογία που ξεπερνά τα όρια του εξπρεσιονισμού, δημιουργώντας έτσι νευρώδεις διασυνδέσεις γύρω από τη δολοφονία του ζωγράφου Μίλτου Αδριανού.
Είναι πάντως απόδειξη της δύναμης του αφηγηματικού λόγου του Σταύρου Χριστοδούλου ότι τα πρόσωπά είναι ταυτόχρονα και υποκείμενα και αντικείμενα ενός κοντράστ ετερότροπων και ετερόχρονων αλληλεπιδράσεων αφενός της κοινωνικής στρωμάτωσης, αφετέρου του κοινωνικού πράττειν. Ωστόσο ο αφηγηματικός ιστός του Σ.Χ εκτείνεται πέραν του εν λόγω κοντράστ καθώς διαμορφώνει δύο θεμελιώδη σχήματα: από τη μια τη συνεκδοχή του ιδιωτικού και δημόσιου χώρου και από την άλλη το διαλεκτικό σύνδεσμο της κοινωνίας του περιθωρίου. Ειδικότερα ο διαλεκτικός σύνδεσμος για τον Χριστοδούλου φαίνεται να καθορίζεται από την αναδιάρθρωση της κοινωνίας του περιθωρίου, λόγω ενός ανερμάτιστου παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος που, ipso facto, επιφέρει μια σειρά αναδιατάξεων του μετανεωτερικού αστ(υ)ικού χώρου, καθώς εγκαθιδρύει τη δική του τάξη με τις ανάλογες πρακτικές επι των πεδίων της μετανάστευσης, των μειονοτήτων, των ταυτοτήτων και του περιθωρίου.
Σε ό,τι μάλιστα αφορά στο περιθώριο, σπεύδω ν` ανοίξω εν συντομία μια παρένθεση, κρίσιμη και χρήσιμη στην προσπάθεια ερμηνευτικής ανάλυσης του χώρου και των προσώπων του μυθιστορήματος. Θυμίζω λοιπόν το εύστοχο σχόλιο του Etienne Balibar όταν σημείωνε, το 1996, σ’ ένα δοκίμιό του, πως o Marx είχε αναλάβει να εξηγήσει ότι εκείνο που ο Hegel θεωρούσε περιθωριακό βρισκόταν στην πραγματικότητα στο κέντρο.
Δεν γνωρίζω αν ο Σταύρος Χριστοδούλου είχε υπόψη του τον Balibar όταν δημιουργούσε τον κεντρικό του ήρωα, τον Γιάννο τον Ούγγρο.
Σε κάθε όμως περίπτωση, είχε ως συγγραφέας, την κοινωνική διαίσθηση και ευαισθησία να αποτυπώσει μυθιστορηματικά αυτή τη μαρξιστική οπτική. Ότι, δηλαδή, το περιθωριακό πλέον βρίσκεται στην πραγματικότητα στο ίδιο το κέντρο. Η δε ταυτότητα του Ούγγρου «αμφιρρέπει ελεύθερα ανάμεσα σε όλους τους ρόλους και ανάμεσα σε ταυτίσεις συνάντησης, απόλαυσης (ή οφέλους)», καθώς θα έλεγε για την προκείμενη περίπτωση ο Balibar.
Εν κατακλείδι, θεωρώ το βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου μια σημαντική κατάθεση, η οποία ξεπερνά τα γεωγραφικά όρια της ελληνόφωνης αστυνομικής μυθιστορίας
Αυτές λοιπόν τις νέες πρακτικές ο συγγραφέας Στη μέρα που πάγωσε ο ποταμός μορφοποιεί με τη χρήση συγκεκριμένων λεπτομερειών από το περιθώριο, τον υπόκοσμο ή τις διαπροσωπικές ερωτικές και μη συναλλαγές ή, τέλος, από την ίδια τη διαλεύκανση του εγκλήματος.
Από τα ίδια πρόσωπα του μύθου, που τείνουν να παραπλανηθούν αλλά και να παραπλανήσουν.
Προς επίρρωση αυτής της θέσης, θα σημείωνα πως ο εκ των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος, ο Στράτος Παπαδόπουλος, αποδέχεται τελικά ως αναγκαίο μίτο της δράσης του όχι την ανθρωπογραφία αλλά την κοινωνιογραφία του εγκλήματος, αποφεύγοντας έτσι το παραμορφωτικό γκροτέσκο ενός τρόπου δράσης που καθηλώνει τις συμπεριφορές αφήγησης ως μοιρολατρική εμπειρία μιας, φέρ’ ειπείν, νυχτερινής περιπλάνησης, παραβατικότητας, οικειότητας κλπ.
Αναλύοντας το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου ανατρέχω σε μια θέση που, με οξυδερκή τρόπο, είχε εκφράσει ο Μισέλ ντε Σερτώ στο μνημειώδες έργο του Επινοώντας την καθημερινή πρακτική: ο χώρος εμφανίζεται και πάλι ως τόπος στην πρακτική του χρήση. Στον Χριστοδούλου, μάλιστα, αυτή η, έν τινι τρόπω, επανεμφάνιση υποδηλοί την –κατά Μπαχτίν– έννοια του χρονότοπου.
Σε όλο το μυθιστόρημα, παρακολουθούμε μια επαναδιαπραγμάτευση με το χώρο του παρελθόντος που μολονότι δίνει την εντύπωση της συρρίκνωσής του, εν τούτοις επανέρχεται κυριαρχικά ως χρόνος του παρόντος τόπου. Έχουμε, δηλαδή, ένα διαρκές παρόν στην πλοκή των αφηγήσεων, όπου ο συμπυκνωμένος χρόνος –διαστελλόμενος ή συστελλόμενος, ανάλογα με την αφήγηση– μετατρέπει τον χώρο σε τόπο, στο βαθμό που υποχωρούν οι αντικειμενικές καταγραφές και αναδεικνύεται στη θέση τους μια κοινωνία συναισθηματικών και ψυχολογικών θέσεων, υποθέσεων και αφηγήσεων.
Από την άποψη αυτή θα υποστήριζα πως η μετατροπή της αφήγησης σε χρονότοπο σηματοδοτεί και τη μετάβαση Της μέρας που πάγωσε ο ποταμός από το νεωτερικό στο μετανεωτερικό μυθιστόρημα.
Πρόκειται για μια αφηγηματική καινοτομία του Σταύρου Χριστοδούλου που, στο μεταξύ, λίγοι μυθιστοριογράφοι του αστυνομικού μυθιστορήματος έχουν κατακτήσει.
Προεκτείνοντας θα σημείωνα και κάτι ακόμα: όσο η γραφή του Χριστοδούλου προσηλώνεται στον χρονότοπο, αναδεικνύοντας το σώμα και ως τόπο του παρόντος, τόσο περισσότερο διαφοροποιείται από ομολόγους του στη Μεσόγειο (ας πούμε από την γραφή του Μάρκαρη, του Μονταλμπάν ή του Σάσια).
Το σώμα λ.χ. του ζωγράφου Αδριανού, αποτελεί το περίγραμμα του κοινωνικού υλισμού, το οποίο με τη σειρά του προϋποθέτει τη συνείδηση της χρονικότητας δυστοπικών οικογενειακών και μη κόσμων και αστυ(ι)κών καταστάσεων (για παράδειγμα, η μητρική απουσία σε καίρια πρόσωπα της αφήγησης, τα δίκτυα του υπόκοσμου, ο κοινωνικός απομονωτισμός των μεταναστών κλπ.).
Από πολλές απόψεις ο Σταύρος Χριστοδούλου επιχειρεί όσα ακριβώς γνωρίσαμε στο δοκίμιό του για τη «μεγαλούπολη» και την αναδυόμενη «μητρόπολη» ο Γκέοργκ Ζίμελ, κύριος εκπρόσωπος μιας «κοινωνιολογίας της κατανόησης», κωδικοποιώντας κοινωνιοψυχ(ολογ)ικά τον «λαβύρινθο της πόλης». Έτσι και τα πρόσωπα-χαρακτήρες του Χριστοδούλου γίνονται τα υποκείμενα και, συνάμα, αντικείμενα του ρυθμού μιας νέας καθημερινότητας, που συγκροτείται με όρους παγκοσμιοποιημένης τεχνολογικής ανάπτυξης, και που ως τέτοια διαμορφώνει αλλοτριωμένες μορφές κοινωνικών σχέσεων.
Η Μέρα που πάγωσε ο ποταμός αναδεικνύει χαρακτήρες του κοινού τόπου της μετανεωτερικότητας. Από τον «πλάνητα», τον «μπλαζέ», τον «χρηματοπιστωτικά καταπιεσμένο», τον «οπτασιαστή» μέχρι τον «σνομπ» και τους κύριους εκπροσώπους της «κουλτούρας της αδιαφορίας», ο Χριστοδούλου προτείνει να δούμε και, κυρίως, να διεισδύσουμε στην καρδιά της πρωτεύουσας και στην ψυχή των κατοίκων της –αυτόχθονων και μεταναστών– προβάλλοντας τον αστ(υ)ικό τόπο ως κοινωνία tanquam dissoluta (ωσεί διαλελυμένη). Ως τόπο φυσικής κατάστασης. Γι’ αυτό και η ανθρωποκτονία του Μίλτου Αδριανού από τον δράστη μπορεί να ερμηνευτεί ως πράξη homo sacer (ιερής θυσίας, του ιερού φονεύσιμου).
Ο εν λόγω φόνος δεν είναι τόσο ένα αντικείμενο βίας που υπερβαίνει τη σφαίρα του δικαίου, όσο η μετανεωτερική εκδοχή της vitae necisque potestas (κύριος εστί της τε ζωής και του θανάτου).
Είναι αυτή η εκδοχή που για τον Agamben –διαφοροποιούμενος από τα προνόμια της κυρίαρχης εξουσίας περί δικαιώματος ζωής και θανάτου στην «ιστορία της σεξουαλικότητας» του Φουκώ–, δεν προσδιορίζει την κυρίαρχη εξουσία αλλά την άνευ όρων κυριότητα του pater επί των αρσενικών τέκνων του.
Καταλήγοντας, σημειώνω εμφατικά πως ο Σταύρος Χριστοδούλου καταθέτει ένα αφήγημα που εμπεριέχει μια καινοτόμο πεζογραφικά πλοκή και, ταυτόχρονα, αποτυπώνει υπόρρητα, πλην όμως με δεξιότητα διείσδυσης, τις κοινωνικοοικονομικές διάστασεις της ανθρώπινης περιπέτειας εντός των ορίων της πόλης. Η μυθιστορηματική του προσέγγιση παράγει μια σειρά υποθέσεων που οφείλει να επιστρατεύσει ο ενεργός αναγνώστης ώστε να διέλθει αποτελεσματικά την πλοκή της αφήγησης με την αίσθηση, τον αισθησιασμό, το σώμα και τον αστι(υ)κό χρονότοπο. Τον αφηγηματικό λόγο με την αλληλουχία περιγραφών, τρόμου, ρήξης και μοναξιάς.
Η απάντηση δίνεται αν επιχειρήσουμε να διεισδύσουμε στην ιδιότυπη κοινωνιογραφία –μορφής και περιεχόμενου– που συνθέτουν το πραγματικά εντυπωσιακό πεζογραφικό οικοδόμημα του Σταύρου Χριστοδούλου. Ειδικότερα θα υπογράμμιζα πως μέλημα του συγγραφέα είναι να συνδέσει το κοινωνικό με το αισθητικό στοιχείο του αστι(υ)κού περιβάλλοντος όχι βέβαια τόσο ως λύση ή παρηγοριά σε ένα έγκλημα υπό διερεύνηση, όσο ως μια διαρκή ανατομία των προβλημάτων του καιρού μας.
Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω σύζευξη κοινωνικού και αισθητικού, αποδεικνύεται αναπόδραστα προσδεμένη στο κοινό έδαφος είτε του περιθωρίου είτε των αλλοτριωμένων σχέσεων.
Εν κατακλείδι, θεωρώ το βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου μια σημαντική κατάθεση, η οποία ξεπερνά τα γεωγραφικά όρια της ελληνόφωνης αστυνομικής μυθιστορίας καθώς ο αφηγηματικός λόγος δεν αφορά στην εξιχνίαση του φόνου και την ερμηνεία του αλλά στο κυρίως ζητούμενο, που είναι το κοινωνιολογικό και ψυχολογικό πλαίσιο του μετανεωτερικού χρονότοπου, επι του οποίου λαμβάνει χώρα η δράση και η αντίδραση των προσώπων.