Έγκλημα και Καλοκαίρι: «Αυτό να Πεις στην Αστυνομία»

Έγκλημα και Καλοκαίρι: «Αυτό να Πεις στην Αστυνομία»

Κάθε μέρα, το VICE Greece παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση διηγήματα με θέμα «Καλοκαίρι και Έγκλημα». Το παρακάτω διήγημα που έγραψε ο Σταύρος Χριστοδούλου για το αφιέρωμα βιβλίου, έχει τίτλο «Αναΐς Αναΐς». Ο Σταύρος Χριστοδούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, αλλά δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία, αφού ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’80 τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Εργάστηκε ως διευθυντής περιοδικών στην Κύπρο και την Ελλάδα. Σήμερα ανήκει στο δυναμικό του συγκροτήματος «Ο Φιλελεύθερος», στην Κύπρο. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Hotel National (2016), περιελήφθη στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας της Κύπρου, καθώς και στην αντίστοιχη του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Το μυθιστόρημά του «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Έσκισε μια φαρδιά λωρίδα από μια λευκή πετσέτα κι έδεσε σφιχτά το χέρι του. Το κόψιμο στην παλάμη ήταν βαθύ. «Σίγουρα θα χρειαστώ ράμματα», σκέφτηκε, όμως αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Ο Χατζόπουλος έμενε χαμηλά στην οδό Λομβάρδου, στην απέναντι πλευρά του πάρκου, όπου είχε και το ιατρείο του. Τέτοια ώρα θα κοιμόταν, βέβαια, «αλλά γι’ αυτό είναι οι φίλοι» κατέληξε, κλείνοντας πίσω του μαλακά την πόρτα.

Κατέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα αλαφροπατώντας, έχοντας διαρκώς στον νου του να μην κάνει θόρυβο. Όταν έφτασε στον τέταρτο όροφο, πρόσεξε ότι ο φάκελος με τον λογαριασμό της ΔΕΗ προεξείχε κάτω απ’ την πόρτα, δίπλα στο χαλάκι, σημάδι πως ο απόστρατος έλειπε πάλι στο χωριό του. Στον πιο κάτω όροφο έμεναν οι Κύπριοι, ένα άκληρο ζευγάρι προσφύγων από την Καρπασία. Το άλλο διαμέρισμα του τρίτου ήταν ξενοίκιαστο. Στον δεύτερο, ήταν δύο οικογένειες Αλβανών και στον πρώτο, το σπίτι και το οδοντιατρείο της Ευγενίας Παράσχου. Στο υπόγειο, εκτός από τη Μολδαβή και τον γιο της, δεν ήξερε κανέναν άλλο. Τρεις ποντικότρυπες ήταν εκείνα τα διαμερίσματα, όπου μπαινόβγαιναν κατά καιρούς διάφοροι, κυρίως ξένοι. «Άλλαξε πολύ η πολυκατοικία τα τελευταία χρόνια…» δυσφόρησε, όμως το χαρακτηριστικό τρίξιμο της βαριάς σιδερένιας εξώπορτας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.

Σχεδόν μηχανικά, κινήθηκε προς τη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο. Είδε τον νεαρό άντρα να σέρνει τα πόδια του προς το ασανσέρ, αλλά, σαν να το μετάνιωσε ξαφνικά, πήγε προς το κλιμακοστάσιο. Ήταν ο γιος της γιατρού, ένα ρεμάλι συνομήλικο με την κόρη του, που έσπρωχνε πρέζα στην Πλατεία Βικτωρίας, γι’ αυτό κάθε τόσο διανυκτέρευε στο διαμέρισμα της οδού Δεριγνύ.

Καθώς αντίκρισε την κόκκινη κηλίδα στην παλάμη του, κρυμμένος στη σκάλα σαν τον κλέφτη, αισθάνθηκε ξανά τον θυμό μέσα του να φουντώνει. «Την έπαθα σαν πρωτάρης», δυσανασχέτησε.

Μάλλον είχε δίκιο η κόρη του. «Τι θα κάνεις το Facebook, ρε μπαμπά, στα γεράματα;», τον κορόιδεψε κι εκείνος μόλις που συγκρατήθηκε για να μην τη βάλει στη θέση της. Ένας άντρας 59 χρόνων ήταν, πρόσφατα χωρισμένος, μετά από 32 συναπτά έτη γάμου. Κάπως έπρεπε να ζήσει κι αυτός.

Μία και μόνη φορά τόλμησε να πάει σε μπαρ, ένιωσε όμως αφόρητα γελοίος κι έτσι επέστρεψε στη μοναξιά του. Ώσπου ανακάλυψε την ασφάλεια που παρέχει η απόσταση του Διαδικτύου. «Σκοτώνεις την ώρα σου και… πού ξέρεις; Μπορεί να γυρίσει ο τροχός, να γαμήσει κι ο φτωχός», τον πείραζε ο Χατζόπουλος. Εργένης εκ πεποιθήσεως αυτός, γνώριζε όλες τις καβάντζες.

Η γνωριμία με το κορίτσι έγινε ανέλπιστα, ένα βράδυ που λαγοκοιμόταν μπροστά από την τηλεόραση. Πρώτα αποδέχθηκε το «αίτημα φιλίας» κι έπειτα έλαβε το μήνυμά της. «Πόσο βαριέμαι!», του έγραψε. Λες κι ήτανε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, μια άγνωστη να μοιράζεται κάτι τόσο προσωπικό μαζί του. «Κι εγώ», της απάντησε. «Εσύ τι;». «Κι εγώ βαριέμαι». Η Αναΐς αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο πάνω σε ένα ολοστρόγγυλο κίτρινο προσωπάκι. Και τότε, σαν να φωτίστηκε αίφνης η οθόνη, ανασύρθηκαν από το σκοτεινό πηγάδι του μυαλού του αναμνήσεις που είχε προ πολλού ξεχασμένες. Όπως η γνωριμία του με τη Νίνα, πρωτοετή φοιτήτρια στη Νομική, όταν αυτός έδινε τις τελευταίες εξετάσεις για το πτυχίο. Ένα λεπτεπίλεπτο πλάσμα που ευωδίαζε άνοιξη. «Άμα γίνεσαι λυρικός, ακούγεσαι λίγο μαλάκας», τον πείραζαν οι φίλοι του, όμως τίποτε δεν μπορούσε να σβήσει τις νότες από λεβάντα, αγιόκλημα κι άνθη πορτοκαλιάς που αναστάτωναν τις αισθήσεις του. «Αναΐς, Αναΐς», του ψιθύρισε η Νίνα, συνωμοτικά θαρρείς. «Τι;». «Το άρωμα». «Α!», κατάφερε μόνο να πει κι ήταν βέβαιος ότι την ερωτεύτηκε, έτσι όπως μάγκωσε η γλώσσα του. Ακαριαία. Και την παντρεύτηκε, λίγο καιρό μετά. Έκαναν την κόρη τους κι έζησαν μια ήσυχη ζωή. Ώσπου ξεθύμαναν οι μυρωδιές των λουλουδιών, σκόρπισαν τα γιασεμιά στους πέντε ανέμους κι η Νίνα τα μάζεψε και πήγε να ζήσει στο πατρικό της, στον Χολαργό, που έμενε άδειο από τότε που πέθαναν οι γονείς της.

Η Αναΐς εμφανίστηκε τη στιγμή ακριβώς που ήταν έτοιμος να παραιτηθεί οριστικά. Αντάλλασσαν μηνύματα τα βράδια, όταν επέστρεφε κατάκοπος από το γραφείο και είχε ανάγκη από ένα χαμόγελο για ν’ ακουμπήσει. «Είσαι πολύ νέα», τόλμησε να της εκφράσει κάποια στιγμή την ανασφάλεια που τον βασάνιζε. «Δεν αντέχω τα στερεότυπα», απάντησε το κορίτσι. Και δεν ξανάγινε ποτέ κουβέντα για το θέμα.

Η συνάντησή τους συμφωνήθηκε μετά από έναν μαραθώνιο γραπτών μηνυμάτων και μόλις δύο τηλεφωνημάτων. Η φωνή της είχε μια υγρασία, ένα γρέζι παράταιρο με την ηλικία της, που τον ερέθιζε.

Έφτασε στο διαμέρισμά του λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, φορώντας ένα κοντό γαλάζιο φουστανάκι. Έτσι ακριβώς την είχε φανταστεί: ροδαλό δέρμα, στητό στήθος, ανάσα που μύριζε σανταλόξυλο κι άγρια τριαντάφυλλα. Του δόθηκε δίχως αναστολές αλλά και χωρίς καμιά υπόνοια ξετσιπωσιάς. Έσμιξαν τρυφερά και μετά έγειρε το κορίτσι και αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του. Δεν θέλησε να την ξυπνήσει. Έφερε μόνο ένα σεντόνι και τη σκέπασε. Τα σγουρά της μαλλιά σχημάτιζαν ένα ξανθό σύννεφο πάνω στο μουντό ύφασμα του καναπέ. Ήταν όμορφη. Υπερβολικά όμορφη για να ταράξει τη γαλήνη του ύπνου της, σκέφτηκε ενώ ξάπλωνε μόνος στο διπλό κρεβάτι.

Τον ξύπνησε ένας δυνατός γδούπος. Άνοιξε έντρομος τα μάτια και την έπιασε να ψαχουλεύει τα ρούχα του. Από μια λάθος κίνηση, ένα βαρύ νομικό βιβλίο που ήταν ακουμπισμένο στην πολυθρόνα είχε πέσει στο πάτωμα. Την είδε να κρατάει στο ένα χέρι το πορτοφόλι του, στο άλλο το κινητό του και κάτω από τη μασχάλη της να έχει χώσει το iPad. Αυθόρμητα γέλασε. «Το τσουλάκι!».

«Άμα ήθελες λεφτά, γιατί δεν το ’λεγες;», τη ρώτησε και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα της. Η μικρή δεν μίλησε. Αλλά, καθώς την πλησίαζε, το σώμα της συσπάστηκε. Έμοιαζε αγρίμι έτοιμο να του χιμήξει.

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Μερικά δευτερόλεπτα έφτασαν για να βγάλει ένα μαχαίρι από την τσάντα της και να του χαρακώσει την παλάμη. Ο οξύς πόνος τού θόλωσε το μυαλό. Άπλωσε το χέρι του για να τη χαστουκίσει, αλλά εκείνη, κάνοντας ένα βήμα πίσω για να προστατευτεί, παραπάτησε, έπεσε και χτύπησε το κεφάλι της στην άκρη του κρεβατιού. Κι έμεινε ακίνητη.

Έσκυψε κι έπιασε τον σφυγμό της. Όμως το σώμα της δεν αντηχούσε πια. Ξαφνικά εξανεμίστηκαν όλα τ’ αρώματα και μια δυσάρεστη μυρουδιά –«σαν κάτι σάπιο», πρόλαβε να σκεφτεί– έπνιξε το δωμάτιο.

«Αναΐς, Αναΐς», ψιθύρισε τρομοκρατημένος.

Ο πανικός διαδέχτηκε τον τρόμο, στο τέλος όμως επικράτησε το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Έδεσε το χέρι του και καθάρισε τα πάντα προσεχτικά μ’ ένα βρεγμένο βετέξ. Ύστερα φόρεσε τα αθλητικά του, σήκωσε το κορίτσι στην αγκαλιά του και έκλεισε αθόρυβα την εξώπορτα. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να καλέσει τον ανελκυστήρα, μιας και ήταν ήδη στον πέμπτο. Άνοιξε τη σιδερένια πόρτα, ακούμπησε το άψυχο κορμί στο δάπεδο και κατέβηκε από τις σκάλες.

Στεκόταν με την πλάτη στον τοίχο και βαριανάσαινε. Από την υπερένταση, ένιωθε τους μυς του σφιχτούς σαν πέτρα. Χαλάρωσε κάπως, μόνο όταν άκουσε τον νεαρό να ξεκλειδώνει. Αμέσως ακούστηκε και η πόρτα που έκλεισε πίσω του. Τότε γλίστρησε κι αυτός ακριβώς έξω από την πολυκατοικία, αφού πρώτα πάτησε το «κομβίον κλήσεως» του ασανσέρ.

Η καθαρίστρια πρόβαλε στις σκάλες, σέρνοντας άτσαλα τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα. Γνώριζε καλά το πρόγραμμά της, αφού κάθε πρωί στις 6:30, χειμώνα-καλοκαίρι, συναντιόντουσαν στο ασανσέρ, όταν εκείνος έβγαινε για τζόκινγκ στο Πεδίο του Άρεως κι εκείνη ανέβαινε στον έκτο, για να ξεκινήσει από εκεί το σφουγγάρισμα της σκάλας. Του χρωστούσε πολλά η Όλια. Τα χαρτιά για να φέρει τον γιο της από τη Μολδαβία, τη δουλειά που της έδωσε ως διαχειριστής για να καθαρίζει την πολυκατοικία και, βεβαίως, κάποια δανεικά. Δανεικά κι αγύριστα δηλαδή, που είχε φτάσει μάλλον η ώρα να πιάσουν τόπο.

Αρχικά άκουσε την πόρτα του ασανσέρ ν’ ανοίγει κι ύστερα την κραυγή της. Εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση της στιγμής, μπήκε ξανά στην πολυκατοικία και βρέθηκε πίσω της. Η γυναίκα έτρεμε σύγκορμη.

«Πάρε την αστυνομία», της είπε με ήπιο αλλά αυστηρό τόνο. «Αυτοί ξέρουν τι θα κάνουν. Μην πεις όμως ότι με είδες. Δεν έχω ώρα να τρέχω για καταθέσεις».

Τον κοίταξε αποσβολωμένη, προσπαθώντας να κατανοήσει τι ήταν αυτό που της ζητούσε να κάνει.

«Είδες κανέναν;», τη ρώτησε και κοίταξε προς τις σκάλες.

«Τον γιο της γιατρίνας…», ψέλλισε η Όλια.

«Αυτό να πεις στην αστυνομία», είπε σιγανά και την ακούμπησε προστατευτικά στον ώμο, σαν να της έλεγε, «Ξέρεις πόσο πολύ σου στάθηκα εγώ όταν είχες ανάγκη».

Η γυναίκα είδε το δεμένο χέρι του, ευθύς όμως κατέβασε τα μάτια. Δεν ήθελε μπλεξίματα. Δεν άντεχε άλλους ηρωισμούς. Της αρκούσε που μεγάλωνε ολομόναχη ένα παιδί σε μια ξένη πόλη.

«Καλημέρα, κύριε Γιώργο», μουρμούρισε υποταγμένη κι έβγαλε από την τσέπη της ρόμπας το κινητό της.

LINK