Σημερινή /LINK
Από τον Μιχάλη Παπαδόπουλο
Με το δεύτερό του βιβλίο «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» (Εκδόσεις Καστανιώτης, 2018), ο Σταύρος Χριστοδούλου κέρδισε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με άλλους δώδεκα συγγραφείς από ισάριθμες χώρες της Ε.Ε. Ήταν η δεύτερη βράβευση για το νουάρ μυθιστόρημα του συγγραφέα μετά το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (εκδόσεις 2018) του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η καλή λογοτεχνία αλλά και η λογοτεχνική ωριμότητα δεν έχουν να κάνουν ούτε με την ποσότητα, ούτε και με το πότε εκδίδεται ένα βιβλίο.
Έχοντας τριάντα χρόνια γόνιμης και δημιουργικής παρουσίας στον χώρο των ΜΜΕ (στη διεύθυνση περιοδικών, κυρίως στο συγκρότημα του «Φιλελευθέρου» και στο «Time Out» Αθήνας, αλλά και ως αρθρογράφος σε στήλες πολιτικού σχολιασμού), που αποδείχτηκαν «μια καλή και αποδοτική ‘προπόνηση’ στο πεδίο της δημιουργικής γραφής», όπως σημειώνει ο ίδιος στη συνέντευξή του στη «Σ» της Κυριακής, η μετάβασή του στον χώρο της λογοτεχνίας ήταν μάλλον ομαλή, αφού η διττή αυτή πρακτική του γραψίματος ενεργοποιεί έναν «περίεργο εσωτερικό μηχανισμό, που με οδηγεί στο ένα ή το άλλο είδος γραφής αυτόματα». Βεβαίως, διευκρινίζει, διαφορετικές είναι οι απαιτήσεις της δημοσιογραφικής από τη λογοτεχνική γραφή, επισημαίνοντας ότι, στη λογοτεχνία, «οι ευκολίες και τα στερεότυπα της δημοσιογραφίας, μιας δουλειάς που μοιραία θρέφεται από τη βιασύνη και τα χρονοδιαγράμματα, ευτυχώς μπαίνουν στην άκρη». Γιατί, η καλή λογοτεχνία αφήνει πάντα, και οφείλει να αφήνει, ένα απαραχάρακτο αποτύπωμα σ’ εκείνον που τη διαβάζει, αντιστρατευόμενη την «αγοραία αντίληψη της ζωής», που αποτιμά τα πάντα με το χρήμα…
Δεύτερη βράβευση για το «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», μετά το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος του ΥΠΠ. Τι σημαίνουν για σένα αυτές οι βραβεύσεις και ιδιαίτερα το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Όποιος αρνηθεί ότι τον κολακεύει μια βράβευση κατά την άποψή μου στερείται στοιχειώδους ειλικρίνειας. Εγώ το χάρηκα πολύ, τόσο το Κρατικό Βραβείο, όσο και το Ευρωπαϊκό, για το οποίο θέλω να ευχαριστήσω θερμά την Εθνική Επιτροπή. Απ’ την άλλη, γνωρίζω βεβαίως ότι η αξία ενός βιβλίου δεν εξαρτάται κι ούτε δικαιώνεται κατ’ ανάγκην από τα βραβεία. Υπάρχουν σημαντικοί συγγραφείς, στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο και όχι μόνο, τα βιβλία των οποίων δεν περιελήφθησαν καν στις βραχείες λίστες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα βραβεία λειτουργούν ως ενθάρρυνση, ιδιαιτέρως για έναν νέο συγγραφέα. Το «νέο» αφορά στη λογοτεχνική ηλικία και όχι στη βιολογική. Εγώ, για παράδειγμα, αν και γέννημα του 1963, ανήκω σε αυτήν τη «νέα» γενιά συγγραφέων που έδωσε δείγματα γραφής την τελευταία δεκαετία. Μπορώ να σου πω με βεβαιότητα, λοιπόν, πως δεν υπάρχει τίποτε πιο ωραίο και εμψυχωτικό από τη διαπίστωση ότι κάποιοι πιστεύουν σ’ εσένα. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για καταξιωμένα πρόσωπα των γραμμάτων.
Δημοσιογραφία και λογοτεχνία
Εργάζεσαι εδώ και χρόνια ως δημοσιογράφος στον χώρο των έντυπων ΜΜΕ. Πώς συμπλέκονται αυτές οι δύο συγγραφικές πρακτικές, του δημοσιογράφου και του μυθιστοριογράφου/διηγηματογράφου, στη γραφή σου; Επηρεάζει η δημοσιογραφία, και πώς, το λογοτεχνικό σου έργο, ή και αντίστροφα, ενδεχομένως;
Βιοπορίζομαι από το γράψιμο τα τελευταία 30 χρόνια. Εάν πρέπει να αυτοπροσδιοριστώ ως επαγγελματίας γραφιάς, θα έλεγα ότι αυτό που χαρακτηρίζει την πορεία μου στον χώρο είναι μια μάλλον λοξή ματιά στα πράγματα. Δεν προέρχομαι από το ρεπορτάζ, αλλά ούτε και από το κυνήγι της είδησης. Έχω θητεύσει στη διεύθυνση περιοδικών, κυρίως στο συγκρότημα του «Φιλελευθέρου» στην Κύπρο και στο Time Out της Αθήνας, ενώ παράλληλα διατηρώ επί σειρά ετών στήλες πολιτικού σχολιασμού. Όλα αυτά ουδεμία σχέση έχουν βεβαίως με τη λογοτεχνία, αποδείχτηκαν όμως καλή και αποδοτική «προπόνηση» στο πεδίο της δημιουργικής γραφής. Οι δύο ιδιότητες γειτνιάζουν, δίχως να επηρεάζει η μία την άλλη. Σε εμένα τουλάχιστον λειτουργεί ένας περίεργος εσωτερικός μηχανισμός, που με οδηγεί στο ένα ή το άλλο είδος γραφής αυτόματα. Όταν γράφω λογοτεχνία, οι ευκολίες και τα στερεότυπα της δημοσιογραφίας, μιας δουλειάς που μοιραία θρέφεται από τη βιασύνη και τα χρονοδιαγράμματα, ευτυχώς μπαίνουν στην άκρη.
Πώς βλέπεις να εξελίσσεται η σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνική παραγωγή; Υπάρχει μια νέα γενιά συγγραφέων, που προβάλλει δυναμικά στο προσκήνιο, πλάι στις σταθερές αξίες της παλιάς. Πώς αξιολογείς το υπό διαμόρφωση λογοτεχνικό παρόν;
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια ειδικά υπάρχει μια αξιόλογη κινητικότητα στα ελληνικά γράμματα από Κύπριους λογοτέχνες. Αυτή είναι και η δική μου εντύπωση. Το βεβαιώνουν οι υποψηφιότητες των λογοτεχνικών βραβείων, οι κυκλοφορίες σε αξιόλογους εκδοτικούς οίκους, αλλά και ευρύτερα η καλή υποδοχή της οποίας τυγχάνουν αυτά τα βιβλία από την κριτική. Αν και εδώ οφείλω να σου πω ότι προσωπικά δεν ταυτίζομαι με την εντοπιότητα. Ένας Κύπριος συγγραφέας ανήκει στο μεγάλο κάδρο της ελληνικής λογοτεχνίας. Το φωτάκι του θα λάμψει και θα ξεχωρίσει στην περίπτωση που η δουλειά του έχει κάτι να πει. Εάν τώρα κατάγεται από τη Λάρισα, την Αθήνα ή τη Λευκωσία δεν έχει και τόση σημασία πιστεύω. Απ’ την άλλη, καταλαβαίνω ότι αποτελεί ζητούμενο η μεγάλη λογοτεχνική παράδοση της Κύπρου να παραμείνει ζωντανή. Υπό αυτήν την έννοια έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο.
Υπάρχει στα έργα σου μια εντατική σχέση διαπίδυσης τέχνης και ιστορίας. Τόσο το πρώτο σου μυθιστόρημα, όσο και το νέο που ετοιμάζεις, διακρίνονται από την έντονη παρουσία του ιστορικού στοιχείου. Θα μπορούσες να μιλήσεις κάπως διεξοδικότερα γι’ αυτό, για τη σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας;
Ιστορία και λογοτεχνία είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό ισχύει για ένα ευρύ φάσμα βιβλίων κι όχι κατ’ ανάγκην για τα αμιγώς ιστορικά μυθιστορήματα. Ακόμα και όταν πρόκειται για καθαρή μυθοπλασία είναι σημαντικό το ιστορικό υπόβαθρο να είναι αληθές. Εγώ και στα δύο μου βιβλία προσπάθησα να κτίσω μια τέτοια στιβαρή βάση, ώστε να αναπτύξω την ιστορία δίχως ανακρίβειες και χάσματα. Στο «Hotel National» ερεύνησα σε βάθος τα πέτρινα χρόνια της εποχής Τσαουσέσκου στη Ρουμανία. Στο δεύτερο βιβλίο «πάτησα» στη βιωματική σχέση μου με τα ιστορικά γεγονότα εμβαθύνοντας όμως στην έρευνα, ιδιαίτερα στην Ουγγαρία των αρχών της δεκαετίας του ’80. Η εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού είναι το αόρατο νήμα που συνδέει τα δύο βιβλία. Το γοητευτικό βεβαίως με τη λογοτεχνία είναι ότι δεν εγκλωβίζεται στα ιστορικά γεγονότα, καθώς οι ήρωες αυτονομούνται και κάνουν εντέλει του κεφαλιού τους. Το σημαντικότερο όλων για μένα είναι να παραμείνουν συνεπείς πρωτίστως με το παρελθόν τους. Στο τρίτο βιβλίο που ετοιμάζω το θέμα αυτό είναι κυρίαρχο. Οι ήρωές μου ζουν και αναπνέουν κάτω από τη σκιά της σύγχρονης κυπριακής Ιστορίας.
Από πού αρύεται η έφεσή σου για την αστυνομική λογοτεχνία; Συνδέεται, ενδεχομένως, και με μια εσωτερική διάθεσή σου να ιχνογραφήσεις τον κόσμο των μεθορίων, τους ανθρώπους που κινούνται στις γκρίζες ζώνες;
Οφείλω να ομολογήσω ότι η σχέση μου με το νουάρ είναι προσχηματική. Αγαπώ το είδος και προσπάθησα να το υπηρετήσω σεβόμενος τους κανόνες του. Απ’ εκεί και πέρα, η αστυνομική ιστορία ήταν ο καμβάς για να ψαύσω τις ζωές των ανθρώπων. Ορθά κατάλαβες ότι αυτό που με έλκει είναι ο κόσμος των μεθορίων. Οι άνθρωποι που κινούνται στην γκρίζα ζώνη, εκεί δηλαδή όπου έχει καταργηθεί προ πολλού κάθε βεβαιότητα. Δεν αγαπώ τους «ηρωικούς» ήρωες. Αντιθέτως έχω τεράστια περιέργεια να γνωρίσω πρόσωπα που τσαλαβουτούν στα απόνερα της αληθινής ζωής. Τέτοιοι είναι και οι χαρακτήρες στο «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός». Όλοι τους έχουν βρομίσει τα παπούτσια τους, γι’ αυτό και λέω στο τέλος ότι «κανείς δεν είναι αθώος».
Στην εποχή μας φαίνεται να κυριαρχεί ένας πληθωρισμός του λογοτεχνικού λόγου σ’ ένα τοπίο, ωστόσο, ατροφίας των κριτηρίων πρόσληψης, διάκρισης και αποτίμησης του λογοτεχνικού έργου. Πώς μπορεί, ο αναγνώστης, να καταφέρει να αγρεύσει το ουσιώδες, χωρίς να προσκρούσει στις συντριπτικές ξέρες της ρηχότητας;
Εγώ δεν θα ήμουνα τόσο αυστηρός με «την εποχή μας», όπως λες. Γιατί σε κάθε εποχή επιπλέουν οι φελλοί, δεν είναι καινούριο φαινόμενο αυτό. Τα καλά βιβλία όμως βρίσκουν τελικά τον δρόμο τους. Κάποια από αυτά σε ένα μικρότερο ενδεχομένως κοινό, αλλά το θέμα δεν είναι ποσοτικό. Η καλή λογοτεχνία θα υπάρχει κι ας πλεονάζει η φτήνια και η χαζομάρα. Ο υποψιασμένος αναγνώστης θα βρίσκει πάντοτε τον δρόμο προς τα βιβλία που μπορούν ν’ αφήσουν ένα αποτύπωμα μέσα του. Όσο για τον λογοτέχνη, απλώς πρέπει να κλείσει τα αυτιά του στις Σειρήνες και να εργαστεί με αφοσίωση.
Πώς βλέπεις τον ρόλο των πνευματικών ανθρώπων και διανοουμένων, στα δυσχερή, ιστορικά και πολιτισμικά, συμφραζόμενα του τόπου;
Δυστυχώς, η φωνή των πνευματικών ανθρώπων πνίγεται μέσα σε όλην αυτήν τη βαβούρα που μας περιβάλλει. Φταίει ότι πολλοί καλλιτέχνες δεν υψώνουν τους τόνους, αλλά φταίει επίσης και το γεγονός ότι ως λαός δεν μάθαμε να ακούμε. Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό, λογικό είναι να κυριαρχούν τα υπερτροφικά εγώ και κάτι απίθανοι τύποι που δημοσιολογούν ασύστολα. Φταίμε όμως και εμείς οι δημοσιογράφοι, γιατί δώσαμε χώρο στο τίποτα. Ιδανικά θα ήθελα να είχαν μεγαλύτερη παρέμβαση και επιδραστικότητα οι άνθρωποι του πολιτισμού στο δημόσιο γίγνεσθαι, όμως αυτό μάλλον είναι πολύ ρομαντικό για να είναι αληθινό. Εν κατακλείδι, περιμένω να ακούσω πιο δυνατά και πιο καθαρά τις φωνές της διανόησης και δεν εννοώ στους καφενέδες των social media.
Τι είναι, κυρίως, εκείνο που σε φοβίζει, αλλά και εκείνο που σε ενθαρρύνει μέσα στην ακαταστασία της εποχής μας;
Με φοβίζει ο κυνισμός των αμόρφωτων με τα κορνιζαρισμένα πτυχία και την πεποίθηση ότι όλα αποτιμώνται σε χρήμα. Αυτή η αγοραία αντίληψη της ζωής χαρακτηρίζει δυστυχώς τον τόπο μας – η επιβίωση έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Κυρίως χωρίς καμία πνευματικότητα, με αποτέλεσμα όσοι μιλούν για τέτοια ζητούμενα -καλή ώρα- να μοιάζουν γραφικοί. Απ’ την άλλη, αισθάνομαι πως η γενιά μου έχει υποχρέωση να επιτρέψει στα νέα παιδιά να ονειρεύονται μια καλύτερη Κύπρο από αυτήν που εμείς τους παραδίδουμε. Οι γονείς μας τα έκαναν μαντάρα με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να επιβιώσουν μετά τη λαίλαπα του πολέμου. Εμείς τα κάναμε χειρότερα θυμίζοντάς μου εκείνο τον στίχο που λέει «γιατί δεν είναι ευ ζην αυτό, αυτό είναι ευθανασία!». Ας αφήσουμε τουλάχιστον τους νέους να ελπίζουν ότι θα αλλάξουν τον κόσμο τους. Εκεί ακουμπάω εγώ την αισιοδοξία μου.