Καθημερινή Κύπρου, Ιανουάριος 2020

Καθημερινή Κύπρου, Ιανουάριος 2020

Καθημερινή Κύπρου / LINK

Από τον Απόστολο Κουρουπάκη 

 

Συνάντησα τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Σταύρο Χριστοδούλου λίγο πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων για να μιλήσουμε για το δεύτερό του βιβλίο, το «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» εκδ. Καστανιώτης, για το οποίο έλαβε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για εκδόσεις του έτους 2018. Ο Σταύρος Χριστοδούλου, όπως μου λέει, θέλησε να μιλήσει για τους τσαλακωμένους ανθρώπους, γράφοντας ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, που, όμως, είναι αρκετά πολιτικό, όπως όλα στη ζωή μας. Ο συγγραφέας με τη χαρακτηριστική ευγένειά του μου σκιαγράφησε όχι μόνο τον κεντρικό ήρωά του, αλλά και τις πόλεις, στις οποίες εκτυλίσσονται οι ιστορίες του βιβλίου, κυρίως, όμως, η Αθήνα.

–Μετά το «Hotel National», και το δεύτερό σου βιβλίο έχει αναφορές στην ανατολική Ευρώπη, Ρουμανία, Ουγγαρία, γιατί κινείσαι εκεί;

–Έτυχε και δεν έτυχε! Στο πρώτο βιβλίο ήταν το θέμα τέτοιο. Αυτό που πραγματευόμουν ήταν η ουτοπία, αν θες, του υπαρκτού σοσιαλισμού και το πώς επένδυσαν σε αυτόν κάποιοι άνθρωποι τη ζωή τους, τα όνειρά τους. Χρησιμοποίησα τη Ρουμανία, γιατί τη γνώριζα, είχα οικειότητα μαζί της, την είχα επισκεφθεί αρκετές φορές. Τώρα η Ουγγαρία είναι μια άλλη περίπτωση. Εκεί έζησα, ήμουν εκεί τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός (γέλια). Ξεκίνησα να σπουδάζω Ιατρική στη Βουδαπέστη, που μετά από τρία χρόνια παράτησα, αλλά σε αυτά τα χρόνια πρόλαβα και να την αγαπήσω και να κρατήσω εικόνες, όπως εκείνη με τον παγωμένο ποταμό… που έγινε τελικά βιβλίο.

–Σε αντίθεση με το «Hotel National», που ήταν μια πολιτική ιστορία, τώρα πάμε σε ένα νουάρ, αλλά πάλι σε μια αχλή, σε μια βαρυχειμωνιά, αν μου επιτρέπεται η φράση, ισχύει;

–Αυτό είναι αλήθεια. Είμαι από τους ανθρώπους βέβαια που πιστεύουν ότι όλα είναι πολιτικά. Η σχέση μου δε με το νουάρ είναι τελείως προσχηματική. Για να καταλάβεις, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο στο μυαλό μου είχα ένα κοινωνικό μυθιστόρημα και με ενδιέφερε να αγγίξω συγκεκριμένα πράγματα. Αφού το έγραψα, όμως, και το πήγα στον Καστανιώτη εκεί μου είπαν ότι πρόκειται για ένα βιβλίο νουάρ –κάτι που προφανώς και ισχύει. Ωστόσο, για εμένα είναι ένα βιβλίο που αγγίζει πιο σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, που μας αφορούν όλους, απλώς ο καμβάς της ιστορίας είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Χωρίς να αρνούμαι την αστυνομική του ταυτότητα, θέλω να ελπίζω ότι λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Το ένα είναι η αστυνομική ιστορία που τρέχει –και η προσπάθειά μου ήταν να κρατήσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη ώς το τέλος–, αλλά αυτό που ουσιαστικά με ενδιέφερε σε δεύτερο επίπεδο και το προσπάθησα πολύ –ελπίζω να το κατάφερα– ήταν να μπω λίγο πιο μέσα στις ιστορίες των ηρώων μου και να ακουμπήσω πιο ευαίσθητα και πιο ουσιαστικά ζητήματα. 

– Μίλησέ μου για τον ήρωά σου, «κάθε συμβιβασμός και ένας μικρός θάνατος», λέει, το ασπάζεσαι;

–Ο Γιάνος γεννήθηκε το 1985 και είναι περιβεβλημένος με τον απόηχο της δεκαετίας του ’80 και όσα ακολούθησαν, την οποία κυρίως καταγράφω στο βιβλίο. Ο Γιάνος μεγάλωσε σε αυτή την αχλή, που ήταν πολιτική, ηθική, και άνθρωποι έδωσαν αγώνα επιβίωσης μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Να σου πω ότι το πολιτικό κομμάτι το προσέγγισα και με τις συνθήκες της Ουγγαρίας της δεκαετίας του ’80, αλλά και με τις σημερινές συνθήκες της Αθήνας. Ο Γιάνος είναι ένας μετανάστης στην Αθήνα, άρα τον χρησιμοποιώ με όλους τους συμβολισμούς που μπορεί να έχει η περίπτωσή του. Τώρα αν ασπάζομαι τη φράση του ήρωά μου θα σου πω ότι ως Σταύρος δεν μου αρέσουν τα ηρωικά λόγια ούτε πιστεύω πολύ στις δηλώσεις, όμως σέβομαι πολύ την προσπάθεια του να τιμήσεις τα πιστεύω σου στη ζωή και να έχεις μια συνέπεια ως προς αυτά. Υπάρχουν και οι θεμιτοί συμβιβασμοί, τους οποίους κάνει ο καθένας από εμάς, αλλά υπάρχουν πράγματα που είναι μεγάλα και είναι ήττες όταν χρειαστεί να συμβιβαστείς, γι’ αυτές κυρίως μιλάω με αυτή τη φράση του Γιάνου.

–Και οι ήρωές σου, έχω την αίσθηση, είναι σκοτεινοί… ενώ μερικοί είναι τόσο ξεδιάντροπα καθωσπρέπει…

–Θα τους έλεγα τσαλακωμένους και επειδή θεωρώ ότι οι πολύ αψεγάδιαστοι ήρωες είναι πάρα πολύ πληκτικοί, εμένα μου αρέσουν οι τσαλακωμένοι άνθρωποι και είναι εκεί που βρίσκεται η ουσία. Πάντως, δεν θα τους έλεγα σκοτεινούς, κάποιοι, ίσως σε πρώτο επίπεδο, να είναι αρνητικοί ήρωες, αλλά αυτό που συνδέει τους περισσότερους ήρωες –και στο προηγούμενο βιβλίο μου συμβαίνει αυτό– είναι ότι μέσα τους είναι τσαλακωμένοι, αγωνίζονται. 

–Διαβάζοντας το βιβλίο, ένιωθα ότι οι ήρωες με παίρνουν από το χέρι και με βάζουν να πατώ στα βήματά τους…

–Χαίρομαι που μου το λες, διότι αυτό ήταν ένας από τους στόχους μου, το επιδιώκω. Πέραν από τους ήρωες, υπάρχουν και οι πόλεις και όσο με αφορά οι πόλεις που έζησα με καθόρισαν. Είμαι και οι πόλεις που έζησα και αγάπησα. Σίγουρα στο βιβλίο ο αθέατος ήρωας είναι οι πόλεις, η Αθήνα κυρίως. Οι χώροι που περιγράφω στο βιβλίο δεν είναι επινοημένοι, αντικατοπτρίζουν αυτό που είναι σήμερα η Αθήνα. Θεωρώ ότι η αποτυχία ενός συγγραφέα είναι όταν κάθεται και κατασκευάζει πράγματα στο μυαλό του. Η πόλη, ο χώρος, η ατμόσφαιρα έχουν τόσο μεγάλη σημασία, έχει σημασία να κάνεις τον αναγνώστη σου να νιώσει ότι περπατάει τον δρόμο που του περιγράφεις. 

–Είναι αλήθειες που θες να πεις και τις ντύνεις με τον μανδύα της λογοτεχνίας, που δεν μπορείς να τις πεις ως δημοσιογράφος;

–Όχι. Ως δημοσιογράφος ό,τι είχα να πω το είπα και πολλές φορές καθ’ υπερβολή. Οπωσδήποτε στα βιβλία μου τα λέω κατ’ οικονομία. Στη λογοτεχνία τα πράγματα είναι πολύ πιο φιλτραρισμένα. Λέω λιγότερα, αλλά πιο δουλεμένα μέσα μου, δεν έχουν τη δημοσιογραφική φόρα. Άλλωστε, ξεκινώντας κάποιος να γράψει ένα βιβλίο θεωρώ ότι πρέπει κάτι να έχει να πει, έτσι δεν είναι; Εγώ στο πρώτο βιβλίο μου ήθελα να μιλήσω για τις διαψεύσεις και σε αυτό, όπως είπαμε και πριν, θέλησα να μιλήσω για τους τσαλακωμένους ανθρώπους. 

–Δεύτερο βιβλίο, λοιπόν, τι σε έκανε να στραφείς στη συγγραφή, σε μια ώριμη ηλικία;

–Κατ’ αρχάς και στο λέω ειλικρινά δεν είχα στο μυαλό μου να γίνω συγγραφέας. Έχοντας βέβαια δουλέψει με διάφορα είδη δημοσιογραφικού λόγου, και μετά από πολλά χρόνια στη δημοσιογραφία, έκανα προπόνηση…, ήλθε μια στιγμή που αποφάσισα ότι θέλω να δοκιμάσω να γράψω την ιστορία που έκτιζα στο μυαλό μου. Να σου πω, επίσης, ότι ανέκαθεν μου άρεσε να παρατηρώ και ίσως τελικά αυτό να με έκανε συγγραφέα.