Παρουσίαση «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» / Erifilis Bookcafe, Λεμεσός / 12 Νοεμβρίου 2018

Παρουσίαση «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» / Erifilis Bookcafe, Λεμεσός / 12 Νοεμβρίου 2018

ΚΕΙΜΕΝO ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ

 

ΑΝΤΡΕΑΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ / ΛΕΜΕΣΟΣ

“Η πρώτη μου ενστικτώδης αντίδραση ο πρώτος μου συνειρμός, διαβάζοντας τον τίτλο του βιβλίου «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» ήταν να πώ, πως σίγουρα πρέπει να είναι ταυτόσημο με την «νύχτα που σταμάτησε ο χρόνος». Μετά από τρείς αναγνώσεις του βιβλίου, την πλούσια εναλλαγή σκηνών, γεγονότων, εξελίξεων και μιας απίστευτα κινηματογραφικής ροής της ιστορίας, με μπρος-πίσω, με ανατροπές και μύρια τόσα μικρά και μεγάλα δρώμενα, με την εν είδει υδατογραφίας πανταχόθεν παρουσία της πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής ανάμεσα στο σκηνικό της δεκαετίας του ογδόντα, και στην σκιαγράφηση της των τελευταίων ετών κατάστασης, και την επικέντρωσή μας στο ξέμπλεγμα ενός ιστού που υφαίνεται με καρτερία και υπομονή, τολμώ να πώ, και δεν ξέρω καθόλου ποια θα είναι η αντίδραση του Σταύρου σ’αυτό, πως ή αρχική μου παρόρμηση καθόλου δεν διαψεύσθηκε. Πάγωσε ο χρόνος και ο χώρος και η καρδιά και ο κόσμος και όλα όσα ήταν να γίνουν και έγιναν έκτοτε, μοιάζουν επιδερμικά και αναλώσιμα. Για ότι αυτό σημαίνει βεβαίως. Και μόνο στο βαθμό και αν κάπου κάνει νόημα η αναζήτηση μιας κάποιας εξήγησης και λογικής σειράς των πραγμάτων. Είναι όμως αυτό το ζητούμενο στο βιβλίο;

Νομίζω πως δεν θα ήταν σωστό να συνεισφέρω στην διάλυση της ομίχλης που σκεπάζει τον ένα μουντό γκρίζο Δούναβη, τον μυστήριο, τον ελκυστικό και παράξενο, τον Δούναβη που τρομάζει και που πονά, τον Δούναβη του Σταύρου και των Ούγγρων του. Ένα αχανή και ατέλειωτο ποταμό που ντύνεται ανάλογα με όλα του τα πέπλα, που όλα τα μπορεί και όλα τα επιτρέπει και που η προβλεψιμότητα του υποβαστάζει την αστάθεια και την υποψία την αβεβαιότητα και την αμφιβολία.

Απόψε είναι μια εξαιρετική σύναξη και θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους για την εδώ παρουσία σας. Είναι πιστέψτε με δέος που θα προσπαθήσω ενώπιον τόσων μυημένων ή ψαγμένων ανθρώπων για να παρουσιάσω εν συντομία και σχηματικά το δεύτερο έργο του Σταύρου Χριστοδούλου, επίφοβη και επικίνδυνη αποστολή που ο συγγραφέας είχε την καλοσύνη να μου αναθέσει. Είναι το δεύτερο δημοσιευμένο μυθιστόρημα του Σταύρου μετά από το «Hotel National» που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2016 από τις εκδόσεις Καλέντης και που ήταν μια άγρια μα γλαφυρή απεικόνιση, ανωμάλων προσγειώσεων, διαψεύσεων, ξεγυμνώματος και έκθεσης ανομολόγητων ενοχών, όπου οι σκιές και μαύρες κηλίδες γίνονται Ερινύες που παλεύουν με τα προσωπικά φαντάσματα αυτών που βρέθηκαν σε κείνους τους συγκεκριμένους τόπους σε κάποια ιστορική συγκυρία, και τους ξεσκίζουν ακόμα οι ανεμοστρόβιλοι που τους έχουν από νωρίς ξεριζώσει από τις ηθικές και ιδεολογικές τους αναφορές. Με κάποιο ιδιότυπο τρόπο το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου τουλάχιστον σ’ότι αφορά το κυνήγι των ίδιων δαιμόνων και τη μάταιης αναζήτησης μιας ανύπαρκτης εξιλέωσης όχι για τους ήρωες, ούτε για τον συγγραφέα, ίσως όμως για τον αναγνώστη.

Από τον υπαρκτό σοσιαλισμό της δεκαετίας του 80 στην Ουγγαρία με τις ιδιαιτερότητες του καθεστώτος του Janos Kadar, με την πτώση του συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του 90 μέχρι την σημερινή Ουγγαρία μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τις χαρακιές του παρελθόντος να παραμένουν ορατές στο πετσί της κοινωνίας και ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά της ανερχόμενης κατάστασης πέριξ του Victor Orban και παράλληλα ο βίος της μητροπολιτικής Αθήνας από την μεταπολίτευση μέχρι την αρχή της δεκαετίας του δυο χιλιάδες δέκα με τις αντιφάσεις και την ανεπιθύμητη μα απαράκαμπτη συμβιωτική σχέση πολλών ετερόκλητων καταστάσεων και φαινομένων. Κοινωνικός καθωσπρεπισμός, θεσμοθετημένη αλήθεια, και δίπλα παρασιτικά ενδεχομένως, μα όσο ζωντανά γίνεται, το περιθώριο. Βίοι παράλληλοι….. Κομπάρσοι ή μικρορόλοι στον μύλο της ιστορίας που όλα τα συνθλίβει μα που δεν υπάρχει χωρίς αυτούς και τους έχει ανάγκη όπως το μαχαίρι το ακόνι.

Εχουμε στο βιβλίο αυτό μια ευτυχή συμπαιγνία των Σίγμα Ταφ. Σταύρος, ο νονός συγγραφέας, Στέλιος ο blasé Αστυνόμος, Στράτος ο μποέμ αστυνομικός συντάκτης. Ο Σταύρος ταυτίζεται κάποιες φορές με τον Στράτο, αλλά καταγράφει κλινικά και την προσέγγιση του Στέλιου και δίχως άλλες προτιμήσεις πέρα από τον διάχυτο δικό του ανθρωπισμό εξιστορεί τα πάθη των ανθρώπων από απόσταση ικανή για να αποφεύγει αξιολογικές κρίσεις που θα στερούσαν από τον αναγνώστη το πλήρες και αντικειμενικό βλέμμα της κάμερας κάποιου κινηματογραφιστή σε ταινία ντοκιμαντέρ.

Η πρώτη ανάγνωση του βιβλίου μου έφερε στο νου την ατμόσφαιρα του έργου Querelle, του Rainer Werner Fassbinder του 1982, τελευταίο του έργο λίγο πριν από τον θάνατο του. Μπορεί κανείς να κάνει διάφορους συνειρμούς τόσο σε σχέση με την δική του προσωπική ζωή όσο και με το έργο του. Εδώ για μένα η συνάφεια που θέλω να υποδείξω, δεν είναι ούτε στην ιστορία ούτε ακριβώς στους χαρακτήρες πιο πολύ στο βλέμμα του δημιουργού και στην ανυποχώρητα ρεαλιστική παρουσίαση δίχως ανάλυση που αφήνει στον αναγνώστη το άχθος της αναζήτησης του γιατί. Το φιλμ είχε βασιστεί πάνω στο έργο Querelle de Brest του Jean Genet του 1947. Εκεί ναύτες και θάλασσα αναμειγνύονται με έγκλημα και κέρδος, ηδονές και πάθη ως τρόπος επιβίωσης αλλά και με φόνο. Εδώ η θάλασσα είναι η πόλη, είναι η φουρτουνιασμένη Αθήνα με τα πολλά πρόσωπα, με την αγριότητα των παράλληλων κόσμων.

Η αφήγηση του Σταύρου Χριστοδούλου επικεντρώνεται στο να κατηφορίζει και να περπατά σ΄ αυτό που αποκαλεί «άγρια πλευρά της πόλης» εκεί που σφύζει και ασφυκτιά μια αέναη ροπή προς την με κάθε τρόπο επιβίωση και το ένστικτο αυτοσυντήρησης, με χίλια πρόσωπα, με χίλια τεχνάσματα, με τρόπους και μεθόδους που σοκάρουν μα που σχετικοποιούν τους δρόμους της ανθρώπινης ύπαρξης. Η νέα τάξη πραγμάτων, ή νέα κοινωνική διαστρωμάτωση. Ο κόσμος των blasés και ο κόσμος της βιοπάλης. Έστω κι’αν δεν είναι ακριβώς η νέα πάλη των τάξεων όπως την ανάμενε ο Μαρξ, το σίγουρο είναι ότι το συναπάντημα τους μέσα από εξωσυμβατικές συναλλαγές, τον αγοραίο έρωτα, την προστασία, την δουλεία και πολλά άλλα, μπορεί να φτιάχνει ένα εκρηκτικό μείγμα, με τραγικές όπως σ’αυτή την περίπτωση, συνέπειες.

Επειδή πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν θα αποκαλύψω βεβαίως την ιστορία για να μην χάσετε το suspense, την αγωνία. Το βιβλίο διαβάζεται με μια ανάσα και μια ρουφηξιά. Ας μην χαλάσουμε την γεύση, την νόστιμη προσδοκία. Προσοχή όμως δεν πρόκειται ούτε ακριβώς μαύρη λογοτεχνία ούτε ιστορία τρόμου ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό.

Υπάρχει όντως από την μια η αστυνομική μυθιστορηματική πλοκή, με την απαράκαμπτο αστυνόμο και τον περίεργο δημοσιογράφο αστυνομικό συντάκτη σε ρόλο οιονεί ντετέκτιβ. Υπάρχει σοβαρή υπόθεση προς εξιχνίαση, είναι μυθιστόρημα με αινίγματα και συναπαντήματα και διασταυρώσεις και πορείες που ανακόπτονται και χωρίζουν και μιας βίας που χωρίς να είναι αυτοσκοπός, είναι κομμάτι της ζωής που περιγράφεται. Η δυνατότητα της είναι σύμφυτη στα δρώμενα ή χρήση της στην ακραία της έκφανση, στο φόνο, είναι το έναυσμα και η δικαιολογία για την αναπαράσταση των γεγονότων. Το παιχνίδι αποκάλυψης απόκρυψης δεν κρύβεται ωστόσο πλήρως στα συρτάρια ενός παραδοσιακού σασπένς ούτε το βιβλίο είναι πραγματικά ιδεολογικό noir. Ας μην ανησυχούν όμως οι ασυμβίβαστοι, οι unconditionals υπέρμαχοι του είδους: ναι η πλοκή του είναι ικανοποιητικά και επαρκώς noir και ο χαρακτηρισμός του εκδότη νομιμοποιείται πλήρως. Υπάρχει όμως και έργο μέσα στο έργο, το βιβλίο δεν εξαντλείται σε μια ιστορία σασπένς.

Είναι από την μια η αστυνομική ιστορία, 280 τόσες σελίδες, χωρισμένη σε κεφάλαια, με μονολεκτικούς τίτλους δίχως δέσμευση, μια μεγάλη σειρά συρταριών που δεν είναι καν χρονολογικά παραθετημένα καθένα με τον τίτλο του που μοιάζει με μικρή πινακίδα πάνω από το χερούλι καθενός από μια σειρά συρταριών, που δίνει μια πρόγευση αυτού που θα συναντήσει ο αναγνώστης ανοίγοντας το συρτάρι μα που κατά βάθος σε ένα δεύτερο βαθμό είναι ένα παιγνίδι που προσθέτει και άλλες ψηφίδες στην πλοκή της υπόθεσης. Από την άλλη, το βιβλίο είναι από την αρχή μέχρι το τέλος, οριζόντια και κάθετα μερικές φορές ρητά, τις περισσότερες εν είδει υδατογραφήματος, μια ιστορία για τα ανθρώπινα πάθη, ορμές επιβίωσης, δοσοληψίες παντός είδους και με την σάρκα ένα συνηθισμένο εμπόρευμα, μέσα από την ανομία και με οτιδήποτε άλλο τρέχει σε μια σύγχρονη τσιμεντένια μεγαλούπολη, την Αθήνα των αρχών του 21ου αιώνα, με τα μεγαλεία του παρελθόντος και τα προβλήματα και την βαρβαρότητα του παρόντος, την ζούγκλα που οργώνει τα σωθικά της πόλης και σείει συθέμελα το πολιτισμό και το κοινωνικά ορθό.

Το βιβλίο δεν είναι γραμμένο με χρονική διαδοχή. Είναι ένα συνεχές πήγαινε έλα στο χρόνο στο χώρο, στους ανθρώπους, στα πράγματα και στα πεπραγμένα, ως τρόπος για να τίθενται ή να απαντούνται ερωτήματα. Περιγράφει τα παρεμφερή και δαιδαλώδη που φέρνουν η πορεία και τα βιώματα των ανθρώπων και το νεφελώδες τοπίο που υπονοείται συνεχώς και που συνυπάρχει με τον απόλυτα ξάστερο ορίζοντα της χωρίς κλυδωνισμούς και αβεβαιότητες της ροπής και της δυναμικής εξέλιξης του έργου.

Ισως θα βοηθούσε λίγο στην κατανόηση αυτού που προσπαθώ να πώ αν μιλούσα για παράλληλα έργα και ένα πολυφωνικό τρόπο γραφής όπως τον περιγράφει ο Μπάχτιν αναλύοντας κυρίως το έργο του Ντοστογιέφσκι και δή την ιστορία των αδελφών Καραμάζωφ γεμάτη με όλη την υποκειμενικότητα του αυτουργού, αλλά απαλλαγμένη εδώ από κάθε εσωτεριστική διάσταση και με μία απόλυτα κλινική χειρουργική επέμβαση σ΄όλη την υποκειμενικότητα του αυτουργού.

Ο λόγος δεν εργαλειοποιείται, διατηρεί πλήρως την δομή, την αξία και την άγρια ωραιότητα του. Οι πινελιές είναι τραχιές. Είναι ένας λόγος που συμβαδίζει με την αγριότητα των όσων περιγράφει για να πετύχει την σωστή απεικόνιση που για να είναι ακριβής και ευαίσθητος δικαιούται να εκφεύγει του πολιτικά ορθού. Είναι γάργαρος, δίχως υπερβολές και φτιασίδια μα δεν φοβάται να καταγράψει ένα ολόκληρο χείμαρρο από σκέψεις και ορμές αλλά αφήνει στον αναγνώστη την αναζήτηση των συναισθημάτων, τολμά να μην παίρνει θέση, να στέκεται όμως σ ’αυτό που θεωρεί σημαντικό, προσφέροντας μας ένα κώδικα και ένα πλαίσιο αποκρυπτογράφησης αλλά εμείς πρέπει αν γεμίσουμε τα μικρά τετραγωνάκια, ο καθείς με τον τρόπο του.

Μπορεί να μοιάζει οξύμωρο και αντιφατικό μα ενώ αβίαστα και δικαιολογημένα μπορεί κάποιος να οδηγηθεί σε μια αμοραλιστική και πλήρως κυνική αντίληψη. Ταυτόχρονα κάπου, αδιόρατα ίσως, μέσα ακριβώς από την ειλικρίνεια της καταγραφής, ανοίγει μια μικρή χαραμάδα στην ελπίδα. Πρόκειται εν τέλει και παρόλα αυτά και όσο και αν μοιάζει εικονοκλαστικό αυτό που λέω, για ένα ουμανιστικό αστυνομικό αφήγημα, ένα αφήγημα με μήνυμα. Δεν θυσιάζει την ομορφιά της περιγραφής και του νοήματος στην υπηρέτηση της ίντριγκας, αντίθετα την χρησιμοποιεί εξυπηρετώντας τον διττό της στόχο σε μια απόλυτα διαλεκτική σχέση που συναρπάζει. Ο στόχος δεν ματαιώνει τον τρόπο. Το φαντασιακό και η τελεολογία συνυπάρχουν αρμονικά άνκαι ποτέ δεν θα μάθουμε ποιός είναι τελικά στην υπηρεσία ποιού.

Κατά τα άλλα ο λόγος του Σταύρου είναι δωρικός, είναι λακωνικός, όμως δεν φοβάται να είναι και λυρικός ενίοτε, και να περιγράφει υποκειμενικές αποφάσεις, στάσεις ζωής και εικόνες, αλλά δεν χρειάζεται έντεχνα στολίσματα γιατί πηγάζει ατόφιος μέσα από την οικειότητα του και την ορθολογική και ηθική αποδοχή της ιστορίας του. Η φόρμα είναι λιτή και φιλική αλλά καθόλου απογυμνωμένη ή αποψιλωμένη, με ανεπιτήδευτη και αστείρευτη ομορφιά στην σύνθεση των φράσεων. Επίσης πολλές φορές ο λόγος του γίνεται αποφθεγματικός, τόσο εμπνευσμένα αποφθεγματικός που καθηλώνει και τον παρακολουθούμε εκστατικά.

Βρήκα επίσης πολλά clins d’oeils. Φαντάζομαι υπάρχουν ακόμα πιο πολλά. Από αποσπασματικές αναμνήσεις στιγμών και δικών του προσωπικών βιωμάτων μέχρι μικρά κρυφά νήματα που εξηγούν τις απόκρυφες διαδρομές. Επίσης δεν είναι παράξενο που ο Σταύρος, ο ίδιος δημοσιογράφος καταξιωμένος, κινείται με μεγάλη άνεση σε ένα οικείο σ’αυτόν περιβάλλον και μπορεί κανείς να διακρίνει και κάποια επιρροή αυτής του της ιδιότητας.

Όμως όπως ανέφερα και πιο πάνω, προσοχή. Ισως πολλές φορές αυτό που αποκαλύπτεται να είναι λιγότερο σημαντικό από αυτό που αποκρύβεται και ίσως και η επιλεκτική αποκάλυψη να είναι τρόπος συγκάλυψης. Η διαρκής ώσμωση και συνέργεια του συγγραφέα με τον τόπο πανταχού παρούσα δίνει την εντύπωση πως έχει ανάγκη να πατά γερά πάνω στην γή για να έχει την δύναμη να αντεπεξέλθει στην αποστολή του.

Έτσι, στο βιβλίο παρεισφρέουν πανταχόθεν βιώματα του συγγραφέα. Ο Σταύρος ενσυνείδητα επιζητά αυτό το στερεό έδαφος πριν βγει στο δρόμο. Είναι ένας μικρός Ανταίος. Για να αναπτύξει τις περιπλανήσεις του, έχει ανάγκη να γνωρίζει τον χώρο, να γνωρίζει την ιστορία, να γνωρίζει τους μηχανισμούς που καθορίζουν τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Απ΄εκεί και μετά γίνεται Άτλας και ευχαρίστως κουβαλά το φορτίο του μυστηρίου, το βαρύ φορτίο του ουρανού που στην γραφή του γίνεται μαρτυρία και κοινωνία αλλά δεν ζητά Ηρακλή για να του μεταφέρει το φορτίο. Έχει συνειδητοποιήσει από την αρχή πως ούτε λύτρωση ούτε κάθαρση υπάρχει, μόνο περιστροφή συνεχής και αδιάλειπτη. Μικρά αστέρια όλοι μας σε τροχιές που καθορίζει το κοινωνικό γίγνεσθαι, και κάποιοι μετεωρίτες ή διάττοντες αστέρες που έχουν ξεφύγει και εμφανίζονται σε άλλες πορείες, συχνά θανατηφόρες. Όλα αυτά με ανθρωπιά και συμμετοχή, αλλά με χειρουργικό τρόπο στην απόδοση με πολλή ευαισθησία μα δίχως κλαψουρίσματα και δίχως αφορισμούς. Γεγονότα και πληγές όπου δεν χωρούν αποστειρώσεις και εξωραϊσμοί προς καμιά κατεύθυνση.

Το είναι και το φαίνεσθαι ταυτίζονται, το δε δέον σ’αυτό τον κόσμο με την ανακατεμένη κοινωνική τράπουλα δεν καθορίζεται από την κληρονομημένη ηθική ούτε από ένα εξωγενές σύστημα αξιών αλλά πρώτιστα από την προσδοκώμενη συμπεριφορά. Οι παίχτες, όλοι οι παίχτες και όχι μόνο οι πρωταγωνιστές, ακολουθούν τον ρόλο τους. Κανένας δεν ξεφεύγει, μα όπως θα δούμε και πιο κάτω, κανένας δεν είναι συνήθως και πλήρως αμέτοχος στην μοίρα του.

Δεν υπάρχει στο έργο ούτε νομοτέλεια, το παιγνίδι της μοίρας και μοιρολατρία. Η ειμαρμένη δεν είναι παρά a posteriori διαπίστωση. Εντελώς απλά και συμπερασματικά αναφέρει ο τραγικός κεντρικός ήρωας πως «κανείς δεν είναι αθώος». Ούτε και η ενοχή και το φταίξιμο του ενός απαλλάσσει τον άλλο. Αναπόδραστα λειτουργούμε όλοι στην τρικυμία των τσιμεντένιων πόλεων όπου «κάθε συμβιβασμός και ένας μικρός θάνατος (σελίδα 190)» πως στα αλήθεια να μετρήσει κανείς τόσους θανάτους; όλα σε ένα συνεχές και άνισο παιγνίδι συναλλαγών για την επιβίωση την επικράτηση και την εξουσία που όμως δεν ξεπερνούν ακόμα και αυτά την ιδιότητα των εργαλείων του βιοπορισμού. Κανένας όμως δεν μπορεί να ξεφύγει ούτε να αποδράσει ζωντανός από αυτό τον φαύλο κύκλο.

Όλα αυτά είναι τα εργαλεία μιας εξαίρετης, έντιμης και καυτής ανθρωπογεωγραφίας θυμάτων και θυτών όπως με εκπληκτική διαύγεια καταγράφει η κριτικός Ελένη Γκίκα. Όλο της το κείμενο με τίτλο «Αθώοι και Φταίχτες» που δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 22 Αυγούστου του 18, είναι σπουδαίο τόσο σπουδαίο και τόσο πειστικό που με απόλυτη βεβαιότητα μπορεί κανείς να μην έχει καμιά αμφιβολία για την αξία του βιβλίου. Με το που τη διάβασα κατάλαβα πόσο πολύ εκφράζει και την δική μου ανάγνωση και πόσο δύσκολο θα είναι για μένα να προσθέσω οτιδήποτε που να έχει πραγματική πρόσθετη αξία.

Έχω διαβάσει και άλλες πολύ καλές κριτικές που αναδεικνύουν και αποκρυπτογραφούν την κοινωνιολογική προσέγγιση του Σταύρου, μια προσέγγιση όπου το δέον καθορίζεται από τις ανάγκες. Ο περιρρέων αμοραλισμός περιλαμβάνει και την νέα άρχουσα τάξη, τους αθηναίους πολίτες και τους σκλάβους και τους μετοίκους παράλληλη κοινωνική διαστρωμάτωση διαφέρει από το είναι απλώς ή αναμενόμενη συμπεριφορά είναι το να παίξεις καλά το ρόλο σου ένα ρόλο όμως που δεν είναι ποτέ απόλυτα προδιαγεγραμμένος, πάντα μπορεί κανείς να αυτοσχεδιάζει και οι μεταλλάξεις είναι μέρος του τοπίου.

Χωρίς καμιά αξιολογική κρίση σε ένα παιγνίδι ρόλων και μουσικών καρεκλών, όπου όλοι οι ρόλοι είναι για όλους χωρίς σχεδόν εξαίρεση καμιά ή αν υπάρχει κάποια μικρή εξαίρεση είναι μια ενστικτώδης συμπάθεια τόσο του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη προς την διαγεγραμμένη πορεία των κύριων δραστών, των αυτουργών αυτών που σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα θα ήταν οι ένοχοι και αυτούς που η αστυνομία θα έβαζε στην φυλακή θεωρώντας το θέμα λήξαν και την υπόθεση εξιχνιασθείσα χωρίς τίποτα το αξιοσημείωτο. Σ’αυτό τον κόσμο όλοι είναι στα κάτεργα, όλοι είναι πολιορκημένοι και όλοι πολιορκούν.

Διαβάζω μερικές γραμμές από ένα εντυπωσιακό απόσπασμα του βιβλίου:

«(σελίδα 175) Ω σ΄ αυτό το άνισο παιγνίδι συναλλαγής, ποιος στ΄αλήθεια είναι ο δυνατός; Αυτός που αγοράζει ή αυτό που πουλά;

Το λες σαν να πρόκειται για παιγνίδι εξουσίας

– Γιατί; μήπως δεν είναι; Πέρα από την ηδονή της εξουσίας, υπάρχει και η εξουσία της ηδονής σχολιάζει ο Μενελάου με μια αδιόρατη ειρωνεία.

– «Μην υποτιμάς τις ηδονές ………» μουρμούρισε ……..»

Δεν υπάρχουν επίσης πραγματικά άλλοθι. Κανείς δεν είναι καρυδότσουφλο που το παίρνει ο αγέρας και το χτυπά με δύναμη χάμω και το συνθλίβει χωρίς τίποτα να μπορεί να κάνει, Ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος σ’όλο το βιβλίο, παρά τους απίστευτους καταναγκασμούς και την σπαρακτική βασιλεία του ενστίκτου επιβίωσης, διατηρεί πάντα ένα στοιχείο από την φιλοσοφική έννοια της ελεύθερης βούλησης Μάταια θα ψάξει κανείς να βρει αίτια και συνειδήσεις και υποσυνείδητα και εξηγήσεις. Η ιστορία βασίζεται στο είναι, το γίγνεσθαι είναι αυτό που εκτυλίσσεται ενώπιον μας όχι γιατί είναι μοιραίο, αλλά γιατί σε ένα πλαίσιο περιγραφικής στατιστικής είναι μια ρεαλιστική πιθανότητα. Δεν υπάρχει αξιολογηση, η κρίση είναι κλινική διαπίστωση και περιγραφή γεγονότων, είναι η έκφραση ενός γυμνού κοινωνικού φαινομένου. Ακόμα και αταβιστικές αναφορές όπως «κακός σπόρος κακά μαντάτα» δεν φιλοδοξούν να είναι εξηγήσεις δεν είναι παρά μέρος της μυθοπλασίας που δεν προδικάζει και δεν προδιαγράφει τίποτα.

Έτσι βαίνει η ζωή των ανθρώπων. Αυτό το ξεγύμνωμα ξεπερνά την αντίθεση ηθικού ανήθικου, αποδεκτού μη αποδεκτού ακόμα και η νομιμότητα και η παρανομία καθορίζονται έτσι επειδή αυτό είναι το κληρονομημένο γράμμα του νόμου. Χωρίς αυτά τα σημεία αναφοράς, χωρίς την γραμμικότητα της διαδοχής των γεγονότων το τοπίο φαντάζει εφιαλτικότερο. Αδίστακτη ζωή αδίστακτοι άνθρωποι. Κανείς δεν κάνει πίσω από τίποτα, το στίγμα από την πορεία ζωή είναι ένα αδιάφορο και άτυπο αχνάρι που μοιάζει με όλα τα άλλα.

Ίσως η διαφοροποίηση μου από άλλες αναγνώσεις είναι πως για μένα η αναζήτηση της αγάπης είναι μόνο σε δεύτερο σε τελευταίο βαθμό ίσως μάλιστα αυτός ο δεύτερος βαθμός και η αγάπη να είναι το μόνο στοιχείο που μπορεί κάποιος να αναδείξει ως κινητήρια δύναμη, παραμένει όμως πάντα τόσο βαθειά κρυμμένο που γίνεται τόσο κοινότοπο και η αναφορά σ’αυτό χάνει εν πολλοίς το νόημά της. Το δεσπόζων στην καταγραφή δεν είναι η αναζήτηση της αγάπης έστω και αν αυτό είναι το ιδανικό, φαντάζει όμως τόσο μακρινή και απρόσιτη. Δεν είναι ούτε το σεξ για το σεξ είναι η εμπορευματοποίηση της αναζήτησης της ηδονής. Είτε είναι ομοφυλική είτε είναι ετεροφυλική, είτε και τα δύο μαζί. Ο ρόλος της ηδονής είναι κεντρικός ως ο τρόπος που παρεμφερώς αναφέρει ο Σταύρος στην σελίδα 178 για τον «τρόπο σωματοποίησης της λαγνείας». Η αίσθηση πληρότητας, ικανοποίησης και γνωσιολογικής αυτάρκειας στην κοιλιά της μάνας που με την αποκοπή του ομφάλιου λώρου μάταια πλέον ψάχνει την μεταφορά της και αναζητεί ersatz, υποκατάστατα, ευτελή συχνά. Ωστόσο μένει η ηδονή εν τέλει, πρόσκαιρη και φευγαλέα και επικίνδυνη αλλά η μόνη εφικτή και επιτεύξιμη, ως προσφερόμενο, μη συμπλεγματικό, υποκατάστατο μιας αγάπης που έχει οριστικά αποψιλωθεί από, ή σχεδόν, από κάθε έννοια αμοιβαιότητας. Ο δεσπόζων ρόλος του ηδονισμού, όπως τον βρίσκουμε στην «Φιλοσοφία στο μπουντουάρ» του Μαρκήσιου ντε Σαντ βρίσκεται εδώ στην υπηρεσία της μάταιας αναζήτησης νοηματοδοτικών μηχανισμών.

Σε ένα χώρο, σ΄ ένα χρόνο, σε περιστάσεις και γεγονότα που αποδεικνύουν όπως καταγράφει ο Σταύρος κανείς δεν είναι αθώος ποιος είναι τελικά ο ποιο ένοχος; ποιος είναι αυτός που πληρώνει και ο αναγνώστης διερωτάται μιας και δεν υπάρχει απάντηση ποιος ή ποιοι είναι αυτοί που πρέπει να πληρώσουν; Στο τέλος όλα χάνονται στην νύχτα, στο σκοτάδι της ζωής, στα θολά νερά του μάγου ποταμού. Η τιμωρία και η αποτίμηση των νόμων είναι μέρος του γίγνεσθαι χωρίς να αγγίζουν αξιολογικά τα δρώμενα. Μα με μια μικρή αδυναμία του Σταύρου που την συμμερίζομαι πλήρως και κατόπτρισε και την συναισθηματική μου προδιάθεση και φόρτιση. Μια ειδική συμπάθεια για τους Ούγγρους του: τον πατέρα και τον γιό.

Νάσαι πάντα καλά Σταύρο. Υπενθυμίζω πως αυτό είναι το δεύτερο σου βιβλίο. Υπάρχει μια γνωστή γαλλική ρήση που λέει «ποτέ δύο χωρίς τρία». Να τα τριτώσεις λοιπόν και βλέπουμε….. Ευχαριστούμε πολύ”