Παρουσίαση «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» / ξενοδοχείο Almyra, Πάφος / 4 Ιουλίου 2020

Παρουσίαση «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» / ξενοδοχείο Almyra, Πάφος / 4 Ιουλίου 2020

ΚΕΙΜΕΝO ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ

 

Πόπη Μουμπαγιατζη 

«Ο Σταύρος μου ζήτησε να μιλήσω για τη δουλειά μου, καθώς το επάγγελμα του επιμελητή, ιδιαίτερα λογοτεχνίας, δεν είναι και τόσο γνωστό, ειδικά στην Κύπρο. Θα τον υπακούσω, αν και εδώ μαζευτήκαμε για το βιβλίο του, το δις βραβευμένο μάλιστα. Με μια-δυο εξαιρέσεις, ωστόσο, γιατί η υπακοή δεν είναι του χαρακτήρα μου.

Πριν από χρόνια, ένας εκδοτικός οίκος μου ζήτησε να κάνω στους συνεργάτες του ένα σεμινάριο για τη λογοτεχνική επιμέλεια. Για να μην έχουμε παρεξηγήσεις, τους ξεκαθάρισα από την αρχή ότι η γραμμή μου στην επιμέλεια λέει με κεφαλαία γράμματα ότι ο συγγραφέας δεν είναι θεός. Δεν τα ξέρει όλα. Κι ακόμα, είναι πολύ πιθανό ότι θέλει να ξεγελάσει τον επιμελητή, προτού επιχειρήσει να ξεγελάσει τον αναγνώστη. Σε πείθει ότι κατέχει άριστα το θέμα του κι εσύ δεν έχεις παρά να φροντίσεις για μια πιο σφιχτοδεμένη αφήγηση ή για λέξεις εδώ κι εκεί με μεγαλύτερη δύναμη, σαφήνεια ή ακρίβεια (ωστόσο προερχόμενες πάντα και αυστηρά από το οικείο στον συγγραφέα λεξιλόγιο).

Να φροντίσεις επίσης για την καλή στίξη, που θα διευκολύνει την ανάγνωση και την κατανόηση του κειμένου. Να φροντίσεις, με άλλα λόγια, για την απόλαυση του αναγνώστη. Γιατί πρωτίστως αυτό είναι ο επιμελητής: ένας γκρινιάρης, ψείρης και απαιτητικός αναγνώστης, προτού το βιβλίο φτάσει στους πραγματικούς αναγνώστες.

Αλλά πέρα από αυτό υπάρχει το πεδίο των πραγματολογικών διασταυρώσεων. Κι εκεί απαιτείται η μέγιστη προσοχή. Αν δεν καταφέρεις να μπεις στον κόσμο των ηρώων του συγγραφέα, αν δεν αρχίσεις να ανασαίνεις τον αέρα που ανασαίνουν, η δουλειά δεν προχωράει. Κάθεσαι μαζί τους στο τραπέζι, περπατάς μαζί τους στους δρόμους, τους συντροφεύεις διακριτικά ακόμα και στις πιο προσωπικές τους στιγμές… Κρυώνεις όταν κρυώνουν, χαίρεσαι όταν χαίρονται, συμπάσχεις όταν υποφέρουν. Και, βέβαια, διαρκώς ελέγχεις τον συγγραφέα, πάντα όμως με το υλικό που ο ίδιος σου παρέχει. Γιατί άνθρωπος είναι κι αυτός, και τα λάθη ανθρώπινα, αλλά οι αναγνώστες αμείλικτοι. Κι εσύ αυτό καλείσαι να κάνεις: να τον προστατέψεις, όπου χρειάζεται, από τον ίδιο του τον εαυτό και τις βεβαιότητές του. Αυτά είπα σε εκείνον τον εκδότη ότι θα έλεγα στους επίδοξους επιμελητές του οίκου και, όπως ίσως ήδη καταλάβατε, το σεμινάριο δεν έγινε ποτέ… Γι’ αυτούς ο συγγραφέας ήταν θεός και ουδείς επιτρεπόταν να αμφισβητήσει την αυθεντία του.

Επί του προκειμένου, τώρα. Είναι γνωστό ότι ο δημοσιογράφος Σ. Χ. κρατά εδώ και χρόνια στον κυριακάτικο «Φιλελεύθερο» τη στήλη Χαμηλές Πτήσεις, με πρωταγωνίστρια την ερίτιμη κυρία Ιουλία Παλαιολόγου, πλαισιωμένη από τις πιστές φιλενάδες της και την απαραίτητη Σβετλάνα. Συχνά πολλοί αναρωτιούνται αν η έμπνευση οφείλεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα της αστικής Λευκωσίας, αλλά επί του θέματος ο δράστης τηρεί σιγήν ιχθύος. Όσο πραγματικές όμως κι αν είναι οι περσόνες που έχει δημιουργήσει, έμεινε και ο ίδιος έκπληκτος όταν κάποτε δέχθηκε το τηλεφώνημα μιας κυρίας από τη Λεμεσό. Το αίτημά της, αν και απλό, ήταν αδύνατον να ικανοποιηθεί, αφού, ούτε λίγο ούτε πολύ, του ζητούσε τη διεύθυνση της κυρίας Παλαιολόγου, για να την καλέσει σε κάτι… Τσάι ήταν, χοροεσπερίδα ήταν… θα σας γελάσω, άλλωστε ούτε κι ο Σταύρος καλά-καλά θυμόταν από την αμηχανία. Τελικά η λύση βρέθηκε: της πρότεινε να στείλει την πρόσκληση στην εφημερίδα και θα μεριμνούσε εκείνος για τα περαιτέρω.

Ηθικόν δίδαγμα; Όταν τα εφήμερα πρόσωπα που χτίζει ο Σταύρος με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, στο πλαίσιο μιας χιουμοριστικής στήλης σχολιασμού της επικαιρότητας, είναι τόσο πειστικά, ο πήχης ανεβαίνει αυτόματα όταν πρόκειται για τους μυθιστορηματικούς του ήρωες. Και τα καταφέρνει μια χαρά. Οι χαρακτήρες του, όσο κι αν σταθερά ανήκουν στους ηττημένους, είναι αληθινοί, στιβαρά δομημένοι και πραγματικοί. Εύκολα ο αναγνώστης αποκτά αισθήματα απέναντί τους. Άλλους θα αντιπαθήσει κι άλλους θα συμπαθήσει, με κάποιους θα ταυτιστεί, μα όλοι θα του είναι γνώριμοι: κάπου θα νιώθει ότι τους έχει συναντήσει, κάποτε οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν, κι ας έσπευσε ίσως εκείνος να τους στρέψει την πλάτη και να απομακρυνθεί… Γιατί έτσι ακριβώς πρέπει να είναι οι χαρακτήρες: με σάρκα και οστά, με κουσούρια αλλά και καλά. Καθένας με το αΐπιν του…

Οι μανιχαϊστικές λογικές δεν χωρούν στην καλή λογοτεχνία. Και η καλή λογοτεχνία, από καταβολής της, έχει κάποια σταθερά χαρακτηριστικά: δυνατούς χαρακτήρες, πειστικούς χώρους και αληθινές καταστάσεις, που όλα μαζί συμβάλλουν στον προβληματισμό και την ευαισθητοποίηση του αναγνώστη. Η κατηγοριοποίηση των βιβλίων από τους εκδοτικούς οίκους γίνεται πάντα για δικούς τους λόγους, που σπάνια αφορούν τους συγγραφείς. Άλλωστε ο ταραγμένος 20ός αιώνας, ειδικά στο τελευταίο του τέταρτο, όταν κάποιοι αποφάσισαν επιτέλους να μιλήσουν για τα ανομήματα, πολιτικά και άλλα, των κατά τα άλλα «δημοκρατικών» κρατών, και ιδίως των στυλοβατών της ευρωπαϊκής ιδέας, με το βαρύ και εγκληματικό παρελθόν, είτε ναζιστικό είτε αποικιοκρατικό ήταν αυτό, οδήγησε στη γέννηση του νουάρ. Ο υπαινικτικός λόγος του νουάρ, με το πρόσχημα μιας «αστυνομικής» ιστορίας και αποφεύγοντας όπως ο διάβολος το λιβάνι τα πολιτικο-κοινωνικά μανιφέστα, βοήθησε να αρθρωθούν αλήθειες και να περιγραφούν καταστάσεις που οι ιστορικοί ή οι κοινωνιολόγοι ένιωθαν ακόμα αδύναμοι κι αμήχανοι να προσεγγίσουν.

Αλλά ας επιστρέψουμε στη μέρα που πάγωσε ο ποταμός, στον συγγραφέα της και στη δουλειά που κάνουμε μαζί, αρκετό καιρό αφότου ο Σταύρος βάλει οριστικά τελεία και παύλα στο έργο του. Ο ίδιος, με μια υπερβολή μεγαλοψυχίας, τη θεωρεί μια ιδιαίτερη φάση της συγγραφής. Διαφωνώ, αλλά δεν επιμένω. Το βιβλίο δεν αλλάζει. Απλώς ετοιμάζεται για να εκτεθεί στο κοινό. Όταν ξυπνάμε το πρωί και ντυνόμαστε, είμαστε εμείς. Εμείς οι ίδιοι, που σε λίγο θα βγούμε από το σπίτι για τη δουλειά ή τη βόλτα. Αλλά προτού πιούμε τον πρώτο μας καφέ ή καλλωπιστούμε, έστω και ελαφρώς, δεν είμαστε έτοιμοι να το κάνουμε. Δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο. Κάπως έτσι είναι και η επιμέλεια. Χωρίς να αλλοιώνει τίποτα ουσιαστικό, προετοιμάζει το κείμενο για να εκτεθεί στο κοινό. Είπα πριν από λίγο ότι ο Σταύρος τα καταφέρνει μια χαρά με τους ήρωές του. Μόνο που καμιά φορά μπερδεύεται. Τον μπερδεύουν, ας πούμε, οι αριθμοί. Κι εκεί του κάνω εγώ τους λογαριασμούς. Ένα αγόρι δώδεκα-δεκατριών χρόνων ούτε στα γόνατα της γιαγιάς του σκαρφαλώνει, ούτε ενθουσιάζεται αν του χαρίσουμε ένα πάνινο σκυλάκι. Όπισθεν ολοταχώς, λοιπόν! Τριών, τεσσάρων, το πολύ πέντε χρόνων ο μικρός… «Μα δεν τον πειράζει να χώνεις τη μύτη σου στη ΔΙΚΗ ΤΟΥ ιστορία;» αναρωτιούνται πολλοί. Τώρα πια, νομίζω και ελπίζω, πως όχι. Γιατί έχει χωνέψει, μετά από δύο βιβλία και πολλές ώρες πάνω σε αυτά προτού φτάσουν στα χέρια σας, ότι ο επιμελητής είναι ένα ζώο παράξενο και ίσως υπό εξαφάνιση. Συγγραφέας δεν είναι και, το κυριότερο, δεν φιλοδοξεί να γίνει. Ο χαμαιλέων είναι ο πλησιέστερος συγγενής του. Κι αν ο συγγραφέας είναι ο καπετάνιος της ιστορίας του, ο επιμελητής τι είναι; Λοιπόν, δεν είναι ούτε ναύτης ούτε λοστρόμος ούτε τιμονιέρης. Δεν ανακατεύεται με τη ρότα του πλοίου, μόνο φροντίζει να κάνει το ταξίδι να κυλήσει όπως πρέπει, ακολουθώντας την πυξίδα που ο συγγραφέας-καπετάνιος έχει αποθέσει στα χέρια του. Μάλλον λαθρεπιβάτης είναι, αλλά για κάποιον περίεργο λόγο (ίσως παίζει καλό πιάνο, ας πούμε) ούτε παρείσακτος είναι. Κι αν κερδίσει την εμπιστοσύνη του συγγραφέα-καπετάνιου, όλα κυλάνε ρολόι. Ή σχεδόν. Γιατί δεν λείπουν ποτέ οι διαφωνίες. Ένας νεαρός Πομάκος έχει στο δωμάτιό του το μαξιλάρι που του κέντησε η μάνα του για καλημέρα. Τι γράφει αυτό το μαξιλάρι; Γκιουναϊντίν (καλημέρα στα τούρκικα) λέει ο συγγραφέας. Ο επιμελητής τα στυλώνει. Πώς λένε την καλημέρα στα πομάκικα; Το αγνοούμε και ο δύο. Τηλεφωνήματα στην Ξάνθη. Ανταλλαγή μέιλ. Και η απάντηση: Ντόμπρε ντεμ γράφει το μαξιλάρι, με ελληνικούς χαρακτήρες μάλιστα. Θα μπορούσα να συνεχίσω επί ώρες αναπολώντας επεισόδια από τις συναντήσεις μου με τον Σταύρο. Αλλά δεν θα το κάνω, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι αδημονείτε να τον ακούσετε. Θα κλείσω λέγοντας ότι ο μόνος Θεός στον οποίο πιστεύουν οι επιμελητές λογοτεχνίας είναι ο Θεός των μικρών πραγμάτων. Που ίσως δεν κάνει τη ζωή μας πιο όμορφή, όμως πιο ενδιαφέρουσα σίγουρα την κάνει.

Αλμύρα, Πάφος, 4 Ιουλίου 2020»

Σάββας Χριστοδουλίδης 

“Όταν αγαπάμε με πάθος, βυθιζόμαστε μέσα στην ανθρώπινη φύση μας, εξαρτόμαστε από εμπειρίες ηδονής και πόνου, δενόμαστε πιο πολύ με τη ζωή αλλά και αποκτάμε μεγαλύτερη επίγνωση του θανάτου” επισημαίνει ο Alto Carotenuto στο εμβληματικό του πόνημα Έρως και Πάθος. 

Ισχυρή η διατύπωση του Ιταλού διεθνούς εμβέλειας ψυχοθεραπευτή. Θέση που θα έλεγε κανείς ότι αποτέλεσε τη βάση στοχασμού και αφήγησης του Σταύρου Χριστοδούλου για το βιβλίο που κρατάμε σήμερα στα χέρια μας. 

Οι σχέσεις των ηρώων γνέθουν δεσμούς αγάπης, έρωτα, απαξίωσης και μίσους. Έτσι μόνο αντιλαμβάνονται την ομορφιά και τη ασχήμια του είναι τους οι εγγεγραμμένοι στο αφηγηματικό μητρώο του συγγραφέα ήρωες. Έτσι μάλιστα κατανοούν τις μορφικές και υποστατικές ποικίλες ετερότητες που αναβλύζουν και αναδεικνύονται μέσα από σχέσεις σύμπνοιας αλλά αντιπαράθεσης κυρίως. Είναι κάτι όμως που μοιάζει να τους υπερβαίνει. Κάτι που αποστραγγίζει την ιδέα της ενσάρκωσης – εννοώ ενσάρκωση το αποτέλεσμα κάθε συνεύρεσης – και που τους οδηγεί στο αρχέγονο τέλμα, τον θάνατο. 

“Δεν αντέχω να σ’ αγαπώ ολόκληρη” λέει ο Ίμρε στην Άντρεα, μια μέρα στην γνωστή υπεραγορά Σκάλα της Βουδαπέστης όπου δούλευαν. 

“ Καμιά φορά έκλεινα τα φώτα και κούρνιαζα σε μια γωνιά. Το σκοτάδι ήτανε βάλσαμο. Σαν να με ζέσταιναν οι σκιές των πεθαμένων”, ομολογεί στον Γιώργη τον Σαρακηνό, τον άντρα που ανεπιφύλακτα την οδηγεί στην πορνεία, η νεαρή τότε Ευαγγελία φέρνοντας στο μυαλό της, μεταξύ άλλων, μνήμες από την Αθήνα λίγο πριν την μεταπολίτευση. 

“Πως να καταλάβει κανείς πως είναι να δρασκελίζεις με τη θέληση σου τον γκρεμό”; ρωτά εμφαντικά συμμαθητή του ο Μενέλαος σχολιάζοντας μιαν ατυχή αλλά πρωτίστως επικίνδυνη συνεύρεση με ομόφυλο του σε δωμάτιο ξενοδοχείου. 

Ένας άντρας, αποκαρδιωμένος από τη γνώση και τη γεύση του “πραγματικού” και ανίκανος πλέον να συναινέσει ακόμα και σε συμβατικές σχέσεις επιδίδεται στον αγοραίο έρωτα. “Ο Στράτος απόλαυσε το σεξ. Χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς συναισθηματισμούς (…) Το φιλόξενο αιδοίο της δεχόταν πρόθυμα τις ορμές του, χωρίς να διεκδικεί τίποτα παραπάνω από τη συμφωνημένη αμοιβή”. 

Οι πληγές στην ψυχή της Νόρας ανεπούλωτες. Κι εκείνη δεν άκουγε… Τα χάπια, Ίμρε… αυτά μου θόλωναν το μυαλό. Με άλλαζαν, με τρέλαιναν… ” έλεγε για να αφήσει την τελευταία της πνοή στον καναπέ του σπιτιού της, ντυμένη και βαμμένη, μπροστά στην τούρτα που ετοίμασε για τα γενέθλια του ανεπρόκοπου γιου της. 

Κι η μάνα του Παντελή στη σκέψη πως ο γιος της λιμπίζεται τον συνομήλικο του Κωνσταντίνο δεν αναπαύεται. “Όλο το γυρόφερνε αλλά δεν είχε το θάρρος να ονοματίσει τις έγνοιες που την τυραννούσαν. Στο σπίτι τους οι αλήθειες ήταν σαν κοφτερές λεπίδες που τις ακουμπούσαν με φασκιωμένες παλάμες. Η κατάθλιψη που έτρεφε τη μητέρα, η εσωστρέφεια που προστάτευε το γιο, ο θυμός που κατέτρωγε τον πατέρα. Στρογγύλευαν λοιπόν τα λόγια τους για να γλιστράνε ακίνδυνα πάνω από τ’ ανείπωτα… “. 

Η απόγνωση από ανεκπλήρωτο έρωτα, το πάθος του βιωμένου έρωτα ως ανυπέρβλητη διαταραχή και η εμμονή για τον ιδεατό έρωτα ταλανίζουν τους ήρωες. Ο θάνατος εντούτοις, ως αναγκαιότητα κατάργησης της κτιστής οντότητας του ανθρώπου – χρησιμοποιώ εδώ τον θεολογικό όρο για να τονίσω τον φθαρτό χαρακτήρα του σώματος – δηλαδή ο προμελετημένος και όχι ο εξ αμελείας προκληθείς θάνατος – και η τραγική μοίρα όσων εμπλέκονται σε αυτόν αποτελούν σημεία αφηγηματικής εκδίπλωσης για τον Χριστοδούλου. 

“‘Ηξερα τον Ανδριανό από ένα μαγαζί όπου σύχναζα. Ένα βράδυ τον ακολούθησα (…) Του ζήτησα λεφτά. Με έβρισε. Θόλωσα. Τον κτύπησα. Μια φορά θυμάμαι. Μπορεί και δύο. Θολωμένος ήμουνα. Πανικοβλήθηκα. Πήρα το ρολόι του και έφυγα”, ομολογεί ο δράστης. 

“Ο άντρας ήταν πεσμένος ανάσκελα στο πάτωμα, ακίνητος, με το πρόσωπο γεμάτο αίματα. Έδειχνε να είναι νεκρός … “, αναφέρει στην κατάθεση του ο θυρωρός. Ο λόγος για τη δολοφονία του ομοφυλόφιλου καταξιωμένου ζωγράφου Μίλτου Ανδριανού το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου 2012 σε 6ο όροφο πολυκατοικίας στην οδό Λυκαβηττού στο Κολονάκι όπου διέμενε. 

Μέσα από τους ρόλους, παγιώνονται οι ταυτότητες. Εμπάθεια, φθόνος, απείθεια, έλξη και άπωση καταδυναστεύουν τους ήρωες. Αποτελεί κανόνα πλέον ότι η ανθρώπινη επιθυμία είναι η επιθυμία του άλλου ή καλύτερα η επιθυμία για τον άλλον. Ο συγγραφέας την ανάγει σε ορμή που καθ’ υποβολή δείχνει την έξοδο από το είναι. Επιθυμώ γιατί κάποιος πυργώνεται απέναντι μου και με καλεί. Η μετατόπιση εγκυμονεί ακόμη και κατάργηση του είναι, θάνατο δηλαδή. 

Υπάρχει ένα διαχρονικό και αναπάντητο ερώτημα. Ένα μυθιστόρημα που εμπεριέχει μυστήριο, εγκληματική πλοκή και αποτρόπαια κατάληξη όπως συμβαίνει κατά κανόνα στην Αγγλική λαϊκή αστυνομική λογοτεχνία οφείλει κατ’ ανάγκη να βαφτίζεται νουάρ; Το ίδιο ερώτημα έθεσα στον εαυτό μου ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του υπό σχολιασμό μυθιστορήματος. Είναι η αφήγηση του Χριστοδούλου σκοτεινή, εβένινη ή αδιάρρηκτη; Αν ναι, ως πιο σημείο; Δεν θα το πίστευα. Υφαίνει ιστορίες από τη καλή και την ανάποδη. Έτσι διαβάζονται οι ήρωες και οι ζωές τους. Απ’ όλες τις μεριές. Αν είναι κάτι που μπορούσε να θεωρηθεί θεμέλιο στο ύφος, τον συλλογισμό και τη γραφή του Χριστοδούλου είναι η ικανότητα του να ανασύρει και να αφήνει έκθετο το εύρημα του. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο αριστοτεχνικά ρίχνει φως στο άφωτο. Τη μαεστρία του να εκμαιεύει τη μορφή από το σκότος χωρίς να δίνει την εντύπωση ότι αυτό αποτελεί χειρονομία δωρεάς ή τον καρπό μιας άκοπης και εύληπτης φανέρωσης. Ο συγγραφέας γράφει για το μαύρο. Βλέπει μέσα από το μαύρο. Ορέγεται το μαύρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημαντικότητα του μαύρου έγκειται στην ιδιότητα του να αποκρύβει, να περικλείει, να εμπεριέχει. Ο Χριστοδούλου επιχειρεί τη διάνοιξη ή καλύτερα την αποσάφηση ενός βεβαρυμμένου και σκοτεινού κλίματος προκειμένου να αποδεσμεύσει το ανείδωτο και το ανομολόγητο. Να δώσει μιαν αλήθεια που σε πρώτη εντύπωση λογίζεται ατομική αλλά με δεύτερη ματιά δηλώνει μετοχή στη σφαίρα του συλλογικού. 

Υφολογικές συγκλίσεις και ιδεολογικοί συνειρμοί αναδύονται στη ροή της ανάγνωσης μεταφέροντας με στη γραφή του Ζωρζ Μπατάιλ. Ανακαλώ εντυπώσεις από τον Νεκρό, την Μαντάμ Εντουάρντα, την Ιστορία του ματιού. “Δεν θα γνώριζα αυτό που συμβαίνει εάν δεν γνώριζα τίποτα από την ακραία ηδονή, εάν δεν γνώριζα τίποτα από την ακραία οδύνη”, ομολογεί ο Γάλλος συγγραφέας. “Δεν φτάνουμε στην έκσταση παρά μόνο μέσα απ’ την, έστω και μακρινή, προοπτική του θανάτου, εκείνου του πράγματος που μας καταστρέφει”, συμπληρώνει. 

Τις κλιμακώσεις των μεγάλων και ακραίων συγκινήσεων μελετά και ο Χριστοδούλου στο βιβλίο του. Εγκωμιάζει το ανοικτό είναι, ανοικτό στον θάνατο, στον πόνο, τη χαρά. Εγκωμιάζει το ανοικτό αλλά θνήσκον, οδυνηρό και εύδαιμον είναι. Εγκωμιάζει το άνθρωπο που γεύεται ακρότητες: την έλξη, την εξαίρεση, το θαυμαστό, τη φρίκη και το θαύμα. 

“Έπινε για να μη σκέφτεται και να μην πονάει (…) Το αλκοόλ την αναβάπτιζε σε θερμά ιαματικά νερά γαληνεύοντας την”, γράφει ο συγγραφέας για την ηρωίδα του. Σεξουαλικές αποκλίσεις και παραδοξότητες διανθίζουν το περιεχόμενο του βιβλίου. Ανίκανοι να κατακτήσουν το εφικτό, οι ήρωες πασκίζουν ανελέητα και αδιάλειπτα να βιώσουν την πραγμάτωση τους υπερβαίνοντας τα όρια τους. 

“Εκείνη η αθώα μελωδία ένιωθε ξαφνικά να της συνθλίβει το κεφάλι. Κατάλαβε πως δεν ήταν έρωτας αυτό που την παράσερνε προς τον γκρεμό. Ήταν η νοσηρή εξάρτηση από έναν άντρα που στην πραγματικότητα δεν της ανήκε ποτέ”, γράφει για την Ελένη. 

Οι ήρωες σημαδεύουν και πληγώνουν τη μοίρα τους με μιαν ακατανίκητη ερωτική παρόρμηση με επακόλουθο να παίρνουν πίσω πληρωμή με ίδιο νόμισμα. Να σημαδεύονται και να πληγώνονται από αυτήν ανεπανόρθωτα, σπαρακτικά. Μένουν απόκληροι και αθεράπευτοι. Φλογίζονται από δίψα για το σώμα και τη γύμνια του. Η γύμνια είναι άνοιγμα και δόσιμο χωρίς αναστολή στον θάνατο. Είναι ακρότητα. Είναι παρόλα αυτά μια παρεμπόδιση στο κοίταγμα και τον συλλογισμό; “Ο άνθρωπος που δεν στοχάζεται ζει μέσα στην τύφλωση, ο άνθρωπος που στοχάζεται ζει μέσα στο σκοτάδι”, υποστηρίζει ο Βίκτωρ Ουγκώ. “Η μόνη μας επιλογή είναι το μαύρο”, συμπληρώνει. Οι ήρωες του Χριστοδούλου είναι τυφλοί αλλά στοχαστικοί συνάμα. Η έκπτωση του είναι τους δεν συνεπάγεται ακύρωση της αγαθότητας τους ή στέρηση της ηθικής τους δυνατότητας. Η έκπτωση του είναι τους δεν είναι παρά μύηση στην εμπειρία της αβύσσου. Γράφει ο Χριστοδούλου: “Η σκέψη του τον λύγισε (…) Γονάτισε στην άκρη της γέφυρας και έκανε το κορμί του κουβάρι, σαν να μπορούσε έτσι να προστατευτεί από τον αβάσταχτο πόνο. Έγινε όλος μια μπάλα (…) που κουνιόταν πέρα δώθε θρηνώντας βουβά … ”. 

Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός, το βραβευμένο μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου πραγματεύεται την εμπειρία των ορίων, την εμπειρία της ακρότητας. Το πάγωμα του ποταμού Δούναβη, δεν είναι παρά πάγωμα ψυχής ενός κατατρεγμένου. Αυτό που παύει να κυλά, το κράτημα της ρεύσης, εγγράφεται στη μνήμη ενός δολοφόνου ως το φαινόμενο μιας έσχατης, και αναμφίβολα λυτρωτικής αναγωγής του άλγους σε παγερή αλλά και πάγια συνθήκη αυτο-δικαίωσής του».