Φιλελεύθερα / LINK
Από τον Γιάννη Χατζηγεωργίου
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος μόλις κυκλοφόρησε το τρίτο του μυθιστόρημα «Τρεις σκάλες ιστορία» (Εκδ. Καστανιώτη) καταγράφοντας όλα εκείνα που ανασαίνουν πλάι μας, μας ματώνουν, «ζουν» και θα αφήνουν για πάντα αποτύπωμα μέσα μας.
Υπάρχουν οκτώ σελίδες στο νέο βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου μέσα στις οποίες περικλείεται ολόκληρη η ιστορία ενός νησιού που δεν είναι μόνο οι ανθοί κι οι μυρωδιές του ομορφότερου τόπου κάτω από τον Πενταδάχτυλο προς τις ακτές της Κερύνειας, οι ανέφελες κι ανέξοδες μέρες, δεν είναι μόνο η θάλασσα και τα γέλια, οι πεδιάδες χαράς και ευφορίας και -ίσως- αφέλειας του μέλλοντός μας πάνω από τα ποδοβολητά όσων (αφελώς;) αφήσαμε να συμβούν· είναι κι ένα τσίγκινο παράπηγμα στην άκρη ενός χωραφιού και αίμα και ουρλιαχτά και αποδοχή του εγκλήματος και συγκατάνευση και κηδείες ξένες που γίνονται ιδιωτικές εντός μας, εντός σου, εντός τους –όχι πάντως ξένες. Είναι αυτές οι οκτώ σελίδες όπου ένα βίαιο, τραγικό και αποτρόπαιο γεγονός -το γεγονός του βιασμού μίας μόλις ενήλικης γυναίκας από έναν Τούρκο στρατιώτη, το ’74- καταγράφεται όχι με στυγνό, ωμό ρεαλισμό, αλλά σαν κάτι και εσωτερικά απεχθές αλλά και εγκληματικό, ανεπούλωτο και ρημαγμένο στα σπλάχνα βαθιά, όπως αποδέχεσαι τα γκρεμοτσακίσματα στις τραχιές πλαγιές της Ιστορίας ως έγκλημα που συνέβη για «μάχες» που ήδη χάθηκαν –με συγκίνηση, κοφτά, με εσωτερικότητα, με λεπτότητα και περίσσια ευαισθησία, όπως ματώνεις τα δόντια σου αν δαγκώσεις άγουρο, άψητο ακόμη καρπό από τις λεμονιές στα πλούσια περιβόλια της Λαπήθου.
– Είσαι τόσο πολύ ευαίσθητος, λοιπόν; Αν δεν έχεις ευαισθησίες δεν μπορείς να γράψεις· η ευαισθησία είναι προαπαιτούμενο για να γράψει κάποιος. Και δεν εννοώ πως αν έχεις ευαισθησίες γράφεις και ευαίσθητα, γιατί μπορεί ένας ευαίσθητος να γράφει πολύ σκληρά. Θέλω να πιστεύω πως ανήκω σε εκείνους που έχουν μια ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής, αλλά σαφέστατα μέσα μου φωλιάζουν εκείνες οι ευαισθησίες που μου επιτρέπουν να κάνω μία πιο εσωτερική «ανάγνωση» του κόσμου – αυτό που κάνω και μέσα στα βιβλία μου.
– Φοβήθηκες ποτέ την ευαισθησία σου; Θα με τρόμαζε ο εαυτός μου αν δεν ήμουν ευαίσθητος. Θεωρώ δε πως το πιο απεχθές είδος ανθρώπων είναι αυτό των κυνικών και «επιτυχημένων». Αυτών που κάτι περνά και δεν ακουμπά επάνω τους. Μια ζωή ήμουν «απέναντι» σ’ αυτό. Ιδεολογικά. Γιατί πιστεύω πως αυτό τον κόσμο πρέπει να τον κουμαντάρουν οι ευαίσθητοι άνθρωποι· μόνο αυτοί θα αφουγκραστούν τι ακριβώς συμβαίνει στην πραγματικότητα, εκεί, έξω. Για να απαντήσω, όμως, και στην ερώτησή σου, όχι μόνο δεν τη φοβήθηκα, αλλά πάντα τη θεωρούσα μέρος του τι είμαι ή του τι οφείλω να είμαι. Επίσης, για πολλά χρόνια, όπως ξέρεις, συνεργαζόμουν με ομάδες ανθρώπων για να κάνουμε μια δουλειά –δεν υπήρχαν «ευαισθησίες» εκεί, στον τρόπο διαχείρισης της δουλειάς μου. Άλλωστε, είχα πάντα έναν «τετράγωνο» τρόπο για να γίνει η δουλειά· λειτουργώ με κανόνες εκεί, με «deadlines», με «κουτάκια». Η ευαισθησία, όμως, είναι κάτι πολύ πιο βαθύ· είναι η φτιαξιά μας. Είναι αυτό που με κάνει, προσωπικά, να κλείνω την πόρτα του γραφείου μου, να μένω μόνος μου, με την οθόνη μου, να προσπαθώ να κάνω αυτό που κάνουν οι άνθρωποι στη λογοτεχνία, το οποίο, στο τέλος της μέρας, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η εναπόθεση των σκέψεων της όποιας ευαισθησίας στο χαρτί.
– Η δημοσιογραφία σε έκανε να υψώνεις συναισθηματικά οχυρά; Η δημοσιογραφία σε κάνει ρεαλιστή. Κι εμένα, αν μου πρόσφερε κάτι είναι πως απέκτησα νωρίς επίγνωση των μεγεθών· αντιλήφθηκα ποια είναι τα πραγματικά και ποια μεγέθη αξίζει να σέβεται κανείς. Με βοήθησε να πατήσω πιο γερά στα πόδια μου και στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Ένα πράγμα επίσης που έμαθα στη δημοσιογραφία είναι πως δεν υπάρχει τίποτα πιο γελοίο απ’ το να πιστεύεις ότι είσαι πιο μεγάλος από τη σκιά σου.
– Αυτή σε βοήθησε στο να γίνεις συγγραφέας; Μιλώντας με την επιμελήτριά μου, την Πόπη Μουπαγιατζή, όσο ετοιμάζαμε το πρώτο μου βιβλίο, μου είχε πει «ήσουν συγγραφέας προτού το καταλάβεις». Εννοώντας πως έκανα μεγάλη «προπόνηση» γράφοντας, ως δημοσιογράφος. Γιατί η συγγραφή είναι ένας αγώνας με τη γλώσσα, παλεύεις με τις λέξεις και, αν είσαι κι ένας άνθρωπος που έχει κάτι να πει, μια ιστορία να αφηγηθεί, πέρα από τα τρέχοντα, τα δημοσιογραφικά, σε βοηθά στο να προχωρήσεις και να γίνεις λογοτέχνης. Αν θυμάμαι καλά, όταν με είχες ρωτήσει κάτι αντίστοιχο στο πρώτο μου βιβλίο, το «Hotel National», σου είχα απαντήσει πως «είμαι δημοσιογράφος». Όμως, στο μεταξύ, έπειτα από τρία βιβλία, μπορώ να δηλώσω πια «συγγραφέας», χωρίς όμως να είναι αποκομμένη αυτή η ιδιότητα από εκείνην του δημοσιογράφου, στα χρόνια τριβής μου με τη γλώσσα.
– Γιατί μπήκε η Κύπρος στο τρίτο σου βιβλίο και όχι στο πρώτο; Αυτό που λέω πάντα είναι πως δεν με χαρακτηρίζει η εντοπιότητα ως συγγραφέα. Και το απέδειξα στα βιβλία μου: Στο πρώτο μου βιβλίο, το «Hotel National», είχα έναν ήρωα Κύπριο και ένα μέρος της ιστορίας αφορούσε στην Κύπρο, στο δεύτερο, «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», δεν υπήρχε μέσα καθόλου η Κύπρος, και έφτασα στο τρίτο, το «Τρεις σκάλες ιστορία», που να αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην Κύπρο. Ωστόσο, το θέμα του τρίτου μου βιβλίου δεν είναι η Κύπρος· είναι η μνήμη. Κι όταν θέλω να μιλήσω για τη μνήμη ή για την έννοια της πατρίδας, η πρώτη μου αναφορά είναι αυτός ο τόπος. Έτσι όπως καθόμαστε τώρα, στο σαλόνι αυτού του σπιτιού, απέναντι βλέπουμε τον Πενταδάχτυλο και τη φωτισμένη με λαμπάκια σημαία –κάθε πρωί, κάθε μέρα, κάθε βράδυ, ζω με την Ιστορία. Η συγκεκριμένη ιστορία αυτού του βιβλίου είναι βγαλμένη μέσα από την αληθινή ζωή, έτσι όπως τη βίωσα εγώ τα τελευταία 46 χρόνια– ήταν ο καμβάς που μου επέτρεπε να μιλήσω για πιο βαθιά πράγματα.
– Αφού μιλάς για μνήμη, τι είσαι «καταδικασμένος» να θυμάσαι; Τα πρώτα πράγματα που θυμάσαι είναι εκείνα που σε πόνεσαν πολύ. Και εκείνα που συνεχίζουν να πονούν· οι χαίνουσες πληγές. Ακούγεται λογοτεχνίζον αλλά είναι ωμό και ρεαλιστικό. Είμαστε το κατεξοχήν παράδειγμα χώρας και ανθρώπων που ζουν –που είμαστε μέρος, που είμαστε μέσα στην ανοιχτή πληγή– μέσα σε αυτή την αφύσικη κατάσταση αναπηρίας –τη σημαδεμένη με αδιέξοδα. Το ’74 έγινε κάτι τρομακτικό το οποίο ακόμη και αν καταφέραμε να ακουμπήσουμε στο πλάι –όχι να το ξεχάσουμε, να το προσπεράσουμε– είναι κάτι που μας σημάδεψε τόσο βαθιά και το οποίο ελπίζω να θυμόμαστε. Γιατί το πιο θλιβερό είναι να καταργηθεί η μνήμη. Αυτό το βιβλίο γράφτηκε με αφορμή ένα στίχο του Σεφέρη: «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί». Αλλά η μνήμη δεν είναι κάτι μονολιθικό· διαφορετικά τη βιώνω εγώ, διαφορετικά εσύ, διαφορετικά τη βιώνει η Χλόη, η ηρωίδα του βιβλίου, η οποία σημαδεύτηκε με αυτή την ιστορία –ήταν βιασθείσα του ’74– διαφορετικά ένας άνθρωπος ο οποίος είχε την «πολυτέλεια» να προχωρήσει στη ζωή του. Η μνήμη είναι πολλά, γι’ αυτό και θέλω να ελπίζω πως το βιβλίο διαβάζεται σε διαφορετικά επίπεδα.
– Τους πόνους της δικής σου μνήμης τους προσπερνάς ή τους κουβαλάς μαζί σου, όπως η Χλόη; Προσπάθησα στη ζωή μου να διαχειριστώ τα θέματά μου. Χωρίς να τα κουκουλώσω. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει μια γενναιότητα. Μπορεί να ακούγεται «ηρωικό», αλλά αυτό που περιγράφω ήταν αν μη τι άλλο μια τίμια προσπάθεια. Όταν συνειδητοποίησα ποιος είμαι –ή καλύτερα ποιος θέλω να είμαι, κάτι για το οποίο προσπάθησα πάρα πολύ– ο στόχος μου ήταν να νικήσω τους φόβους μου και να μην αφήσω εκκρεμότητες.
– Πότε συνέβη αυτό; …Ξέρεις, πάντα στις συνεντεύξεις που έκανα ως δημοσιογράφος, ρωτούσα «ποια ήταν η στιγμή της ενηλικίωσής σας;». Και το ρωτούσα αυτό γιατί σε μένα, στη δική μου περίπτωση, αυτή ήταν ξεκάθαρη: Ήταν όταν διέσχισα τη γέφυρα από τη Βούδα στην Πέστη και ακριβώς εκεί είπα ότι «μέχρι να φτάσω στην άλλη άκρη του ποταμού, εγώ θα ζήσω όπως θέλω, και για κανένα δεν πρόκειται να κάνω πίσω!». Αυτό δεν είχε να κάνει με το ότι άλλαζα τις σπουδές μου –γιατί άφηνα πίσω μου την Ιατρική τότε– αλλά με κάτι ουσιαστικότερο.
– Μέσα σε πόση ώρα συνέβη αυτό; Σε μερικά λεπτά. Σε μερικά λεπτά, λοιπόν, είχα αποφασίσει πως εγώ δεν θα ζήσω για τους άλλους, ούτε για τι θέλουν οι άλλοι ούτε για το τι «βλέπουν» οι άλλοι σε μένα ούτε για τους γονείς μου ούτε για τους συγγενείς μου ούτε για κανέναν – είχα αποφασίσει πως θα ζήσω για μένα! Η στιγμή της δικής μου ενηλικίωσης ήταν όταν πρόταξα τα «θέλω» μου για να είμαι συνεπής απέναντι στον εαυτό μου. Είχα θέματα να διαχειριστώ. Αλλά, αν μη τι άλλο, προσπάθησα να τα διαχειριστώ.
– Τα κατάφερες; Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Ήμουν τυχερός. Γιατί στον δρόμο μου βρέθηκαν οι σωστοί άνθρωποι και συμπορεύτηκα μαζί τους. Εγώ δεν πιστεύω στις μοναχικές μάχες και στις μοναχικές νίκες, με μία σημαία επάνω στο βουναλάκι που να ανεμίζει. Νομίζω πως τα πράγματα στη ζωή θέλουν μια υποστήριξη.
– Δεν είσαι μοναχικός; Είμαι. Κι έχω ανάγκη να μείνω μόνος με τον εαυτό μου. Οι άνθρωποι, ξέρεις, που μπορεί να φαίνονται κοινωνικοί –όπως, ίσως, εγώ– δίνουν την εντύπωση ότι είναι εξωστρεφείς και «του κόσμου» –αυτοί, συνήθως, είναι και οι πιο μοναχικοί. Η δική μου ανάγκη είναι να μπορέσω να βρεθώ σε ένα στεγανοποιημένο περιβάλλον που να μη συμβαίνει τίποτα γύρω μου, με τα βιβλία μου, με τις σκέψεις μου, τα χαράματα που ξυπνώ.
– Μεγαλώνοντας, «τσαλακώνεσαι» λιγότερο δύσκολα μέσα σου; Μέσα μου, όχι. Μεγαλώνοντας όμως -είμαι 57 χρονών πια- ξέρεις τους μηχανισμούς για να «ξεγελάσεις»· είσαι «εκπαιδευμένος», ξέρεις πώς θα τα πεις, πώς θα σταθείς, πώς θα χειριστείς τη γλώσσα, πώς θα είσαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή για να «αποκρούσεις»…Αλλά, το μέσα σου, μεγαλώνοντας, αν υποθέσουμε πως έχεις διανύσει αυτή τη μικρή, την ελάχιστη απόσταση προς την αυτογνωσία –ή εν πάση περιπτώσει προς τον αληθινό σου εαυτό και στα «θέλω» σου– τότε μοιραία «τσαλακώνεσαι». Ακόμη κι αν αυτό το ζεις πολύ μοναχικά, και δεν μπορείς να το μοιραστείς. Μιλάς, εξάλλου, με έναν κατεξοχήν ανασφαλή άνθρωπο.
– Με εκπλήσσεις. Δεν το υποψιάστηκα ποτέ αυτό… Κι όμως. Ίσως να μην άφηνα ποτέ να φανεί, αλλά τώρα πια δεν έχει και κανένα νόημα να κρυβόμαστε…Η ανασφάλειά μου ήταν ο λόγος που έκανα καριέρα. Αν πρόσεξες, ήθελα πάντα τα πράγματα στη δουλειά να γίνονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, με προγραμματισμό, τίποτα δεν ήταν αρκετό. Ακόμη και τώρα με τα βιβλία, ενώ οι κριτικές είναι καλές, υπάρχει αποδοχή, βραβεία –πολλές ανασφάλειες. Μα, και τώρα που κυκλοφόρησε αυτό το βιβλίο έχω την ίδια αγωνία -μη σου πω και μεγαλύτερη- απ’ το πρώτο. Για διαφορετικά πράγματα ενδεχομένως. Αλλά μεγάλη αγωνία! Μεγαλύτερες ανασφάλειες. Όμως, ξέρεις κάτι; Ίσως το αντίθετο να ήταν και πρόβλημα· όταν όλα τα ‘χεις απαντημένα.
– Είπες ποτέ στη ζωή σου «δεν θα γίνω ξανά αυτό που ήμουνα»; Α, ναι. Ναι. Σαφέστατα. Όταν δεν μ’ άρεσε η προβολή του εαυτού μου, όταν γινόταν κάτι που δεν συμπαθούσα να βλέπω. Ωστόσο, δεν βίωσα αυτό που βιώνει η Χλόη μέσα στο βιβλίο: Να μένω ξάγρυπνος το βράδυ και να παλεύω με τους εφιάλτες μου. Ως συγγραφέας, μπορώ να το ψυχανεμιστώ για να το αποδώσω, αλλά δεν είναι βιωματικό. Πάλεψα και διαχειρίστηκα πράγματα λιγότερο βαριά και επώδυνα από αυτά της Χλόης, αλλά αληθινά –της ζωής.
– Υπάρχει, τελικά, η Χλόη; «Έζησα» μαζί με τη Χλόη δύο χρόνια. Αλλά δεν είναι ένας άνθρωπος που γνώρισα ποτέ. Όλο το βιβλίο είναι μυθοπλασία. Τοποθέτησα τη Χλόη στην Κλήμεντος -ένας δρόμος-αναφορά για όσους ζουν στη Λευκωσία- και, πολλές φορές, επειδή μένω κοντά, περπατώντας, σκεφτόμουν «τώρα κοιμάται η Χλόη», «τώρα ξυπνάει η Χλόη», «τώρα τρώει η Χλόη»…Είναι ένας χαρακτήρας που έχτισα απ’ το μηδέν με υλικά αληθινά. Η Χλόη δεν είναι μία συγκεκριμένη γυναίκα που βιάστηκε το ’74, αλλά είναι μία από τις γυναίκες που βιάστηκαν το ’74. Ιστορίες όπως της Χλόης υπάρχουν εκεί έξω, ακόμη κι αν τις έχουμε ξεχάσει. Ο πατέρας της, π.χ., είναι ένας άντρας ο οποίος ήταν Κύπριος αξιωματικός, πήγε στη Σχολή Ευελπίδων, ήρθε από την Ελλάδα, ενεπλάκη στην ΕΟΚΑ Β – είναι ένα πλάσμα της μυθοπλασίας, αλλά πλάσμα με σάρκα και οστά, όχι καρικατούρα.
– Είναι «τραχιά» η εποχή που ζούμε τώρα στην Κύπρο, Σταύρο; Τι πιστεύεις; Το ερώτημα θα έπρεπε να ήταν «πότε δεν ήταν τραχιά;». Νεότεροι, λέγαμε πάντα γι’ αυτή την «καμπή του Κυπριακού» κι ύστερα σκεφτόμουν «μια ζωή στην καμπή, θα γκρεμοτσακιστούμε…». Το βιβλίο βγήκε σε μια συγκυρία όπου οι Τούρκοι μπήκαν ένα πρωί στο Βαρώσι –έτσι απλά. Πόσες σπιθαμές είναι αυτός ο τόπος; Κι είμαστε στο μισό αυτού του τόπου. Και υπάρχει μία πόλη η οποία είναι νεκρή, έμειναν τα ντουβάρια της κι η σκιά της Ιστορίας. Και, ξαφνικά, σε αυτό τον ερειπιώνα, μπουκάρουν κάποιοι με σημαίες, φυτεύουν μερικά δέντρα και φτιάχνουν ένα κιόσκι για να υποδεχτούν τον Ερντογάν. Αυτό είναι συγκλονιστικό. Είμαστε σε μία ακόμη ραγισματιά του χρόνου και συνεχίζουμε να ισορροπούμε επάνω σ’ αυτήν. «Εκπαιδευτήκαμε» τόσα χρόνια να επιβιώνουμε και να κάνουμε πως ξεχνούμε. Δεν ξέρω, όμως, για πόσο ακόμα θα μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Ο χρόνος τα καταπίνει όλα και πολύ φοβάμαι πως οδηγούμαστε ντουγρού στο «χειρότερο σενάριο», όπως συνηθίζουμε να λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα. Τα χνώτα της διχοτόμησης τα νιώθουμε στο σβέρκο μας πια.
– … Κάτι προσωπικό για το τέλος. Ποιο είναι το δικό σου πιο κοντινό σε αυτό που θα ονόμαζες «αγάπη»; Το να μοιράζομαι. Το να μοιράζομαι την καθημερινότητα. Το να μη βαδίζεις μόνος στη ζωή αλλά να έχεις έναν ώμο να ακουμπάς είναι το πιο κοντινό στην αγάπη.
– Πάντα το είχες αυτό; Είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους. Γιατί δεν στερήθηκα ποτέ στη ζωή μου την αγάπη. Μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια που υπήρχε πλημμύρα αγάπης –είχα πολύ υγιή σχέση με τους γονείς μου και έζησα σε ένα περιβάλλον αγαπησιάρικο. Κι είχα και φίλους –που ήταν η κατ’ επιλογήν οικογένειά μου. Ουσιαστική, σπουδαία κι αυτή η οικογένεια. Νομίζω πως αν είναι κάτι για το οποίο λυπάμαι κάποιους ανθρώπους, είναι όσους δεν ευτύχησαν ποτέ να έχουν έστω και έναν «δικό» τους, μια οικογένεια. Γιατί ακόμη και ένας άνθρωπος αρκεί.