Πολίτης της Κυριακής / Link
Από τον Μιχάλη Σταύρου
Μπορεί η μνήμη να διασωθεί από τη φθορά του χρόνου; Ο Σταύρος Χριστοδούλου εμπνέεται από τα 44 χρόνια ταραχώδους ιστορίας ενός πολύπαθου τόπου μέσα από τις ζωές χαρακτήρων που βίωσαν τα γεγονότα του ’74 και φτιάχνει το μυθιστόρημα «Τρεις σκάλες ιστορία», το οποίο δεν είναι ιστορικό. Έχει όμως τη δυνατότητα να εξηγήσει γιατί η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, όπως λέει κι ο Σεφέρης.
Αν έπεφτε τυχαία το βιβλίο στα χέρια κάποιου, πώς θα περιέγραφες αυτό το τρίτο σου βιβλίο «Τρεις σκάλες ιστορία»;
Θα ξεκινούσα από το τέλος, αφού το βιβλίο τελειώνει με τον στίχο του Σεφέρη «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» που ήταν και η αφορμή για να ξεκινήσω να φτιάχνω την ιστορία. Συνεπώς, είναι ένα βιβλίο για τη μνήμη που εστιάζει στην κυπριακή τραγωδία του ’74. Είναι όμως ένα βιβλίο που υπερβαίνει αυτό που συνέβη στην Κύπρο, καθώς είναι μεν στο επίκεντρο το νησί, ωστόσο το έναυσμα ήταν η έννοια της μνήμης, της πατρίδας, ανιχνεύοντάς την μέσα από την ιστορία της Χλόης που είναι η κεντρική ηρωίδα. Μέσω της Χλόης διατρέχει το βιβλίο η ιστορία της νεότερης Κύπρου και τη βλέπουμε στα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την εισβολή μέχρι το 2018.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο μπαίνει στη διαδικασία να θέλει να μάθει περισσότερα για το Κυπριακό. Ήταν αυτός ο στόχος σου όταν έγραφες το βιβλίο;
Εγώ δεν έγραψα ένα ιστορικό μυθιστόρημα, τουλάχιστον αποφεύγω να δώσω αυτό τον χαρακτηρισμό. Είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων, στο οποίο μέσα από τις ιστορίες τους αναδεικνύεται η Ιστορία της Κύπρου. Όμως επειδή έκανα έρευνα προτού γράψω το βιβλίο, μακάρι να προσθέτω έστω μια ψηφίδα στη γνώση που ο καθένας από εμάς έχει για το τι πραγματικά συνέβη σε αυτόν τον τόπο. Το βιβλίο προσπαθεί να αγγίξει αθέατες όψεις της Ιστορίας ή πτυχές της για τις οποίες δεν έχουμε μιλήσει τόσο πολύ, τις λεγόμενες γκρίζες περιοχές. Και έτσι παρά το ότι δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα φιλοδοξεί να δώσει το ερέθισμα στον αναγνώστη για να ξύσει την επιφάνεια της Ιστορίας και να μάθει δυο πράγματα παραπάνω για το τι συνέβη πραγματικά σε αυτόν τον τόπο. Στους Κύπριους αναγνώστες είναι λογικό να υπάρχει ένας αυξημένος συναισθηματισμός και εισπράττω αυτές τις έντονες και φορτισμένες αντιδράσεις από τον Νοέμβριο που κυκλοφόρησε το βιβλίο. Μάλιστα, υπάρχουν και διαφορετικές αναγνώσεις, αφού ο καθένας βλέπει τον εαυτό του στο βιβλίο.
Ήταν τελικά πιο εύκολο να μιλήσεις μέσω ενός βιβλίου για την Ιστορία, έστω και μέσω μυθοπλασίας, παρά μέσω ενός δημοσιογραφικού κειμένου;
Είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Ο δημοσιογράφος-ερευνητής καταγράφει τα ντοκουμέντα. Τους μήνες της έρευνας στηρίχθηκα σε πάρα πολλά στα δημοσιογραφικά κείμενα, διάβασα πάρα πολλά ρεπορτάζ και κείμενα της εποχής για να αντλήσω πληροφορίες. Η συγγραφή έχει μια εντελώς διαφορετική διαδικασία, έχει μια ελευθεριότητα και μην ξεχνάμε πως το βιβλίο είναι μυθοπλασία, παρά το ότι θα μπορούσε να είναι μια αληθινή ιστορία η ιστορία της Χλόης. Ένας συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να πιάσει το δημοσιογραφικό υλικό για να πλάσει χαρακτήρες και να απλωθεί με έναν πιο ελεύθερο τρόπο. Πέραν τούτου, στα κείμενα της εφημερίδας έχουμε τη δυνατότητα της άμεσης ανταπόκρισης των αναγνωστών, ωστόσο αυτή «χάνεται» την επόμενη κιόλας μέρα. Το βιβλίο είναι πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό, λόγω και του χρόνου που υπήρχε. Πιστεύω πως με το βιβλίο είμαι πιο ουσιαστικός και ελπίζω πως έχω αγγίξει περισσότερο τους αναγνώστες με αυτό παρά με μια δημοσιογραφική στήλη. Είναι πάντως δύο εντελώς διαφορετικές διαδικασίες η συγγραφή βιβλίου από τη στήλη.
Ήλπιζες πως με το βιβλίο θα άγγιζες και τις γενιές που δεν έχουν ζήσει την εισβολή;
Για μένα ήταν μεγάλο στοίχημα γι’ αυτό και αφιέρωσα το βιβλίο στα παιδιά που γεννήθηκαν μετά από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι. Έτσι πέραν από τις μνήμες μέσα από τους γονείς, ήταν μεγάλο στοίχημα να μεταφέρω μέσα από τις εικόνες, τις εμπειρίες, τις πληροφορίες της εποχής αλλά ταυτόχρονα να αγγίξω αυτά τα παιδιά, να τους κινήσω την περιέργεια να ψάξουν περισσότερα πράγματα για όσα συνέβησαν.
Ήταν και μια προσωπική εξερεύνηση το βιβλίο ώστε να ξεκλειδώσεις τη δική σου μνήμη;
Ο καθένας διαχειρίζεται τη μνήμη διαφορετικά. Η Χλόη έζησε μια ζωή στοιχειωμένη, έζησε κάτω από αυτή τη σκιά για όσα συνέβησαν εκείνο το καλοκαίρι. Όλοι εμείς που κυκλοφορούμε γύρω από την όποια Χλόη βρήκαμε τους τρόπους να προχωρήσουμε. Γιατί αυτή είναι η φυσική συνέχεια των πραγμάτων. Άρα, ήθελα να διερευνήσω την ανθρωπογεωγραφία της Κύπρου για το πώς βιώσαμε ατομικά και συλλογικά τη μνήμη μετά το ’74. Έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας. Κάποιοι μπορεί να ξέχασαν, κάποιοι μπορεί να το άφησαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Όλα αυτά σε ένα μυθιστόρημα αποτελούν προκλήσεις για να τις ψάξει κάποιος. Η πληγή του ’74 είναι ανεπούλωτη και -όσο και αν ακούγεται κλισέ- μεγαλώσαμε σε μια ιδιαίτερη συνθήκη, σε μια συνθήκη που μας τραυμάτισε. Γι’ αυτό επιχείρησα να φτάσω στο μεδούλι της Ιστορίας. Γιατί μόνο αν έχεις γνώση της Ιστορίας μπορείς να πορευτείς στη ζωή, να προχωρήσεις μπροστά.
Πώς πιάνει κάποιος ένα -όχι και τόσο δημοφιλές θέμα, που δεν πουλάει-, όπως το Κυπριακό, βάζοντάς το σε ένα μυθιστόρημα;
Η αλήθεια είναι πως προβληματίστηκα πόσο αφορά το Κυπριακό, αφού έχουν γραφτεί πάρα πολλά βιβλία, ωστόσο όταν μπήκα στην ιστορία και έγραφα έπαψε να με απασχολεί, γιατί το βιβλίο υπερβαίνει τα γεγονότα. Η Κύπρος είναι απλώς ο καμβάς του βιβλίου, ωστόσο η ιστορία του αφορά και όσους δεν θέλουν να ασχοληθούν ή δεν τους αφορά το Κυπριακό, είτε είναι Κύπριοι είτε αναγνώστες από την Ελλάδα γενικότερα. Άλλωστε, το στοιχείο της εντοπιότητας δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει τα δικά μου βιβλία. Στο τρίτο βιβλίο επέλεξα το Κυπριακό γιατί θέλοντας να μιλήσω για τη μνήμη ήταν εκ των πραγμάτων το δικό μου βίωμα.
Άρα ένα στοιχείο είναι πάντα το έναυσμα για τη συγγραφή ενός βιβλίου;
Πάντα ξεκινώ από κάτι πολύ μικρό, μια φράση, μια εικόνα που δημιουργώ στο μυαλό μου. Στο πρώτο βιβλίο «Hotel National» είχα στο μυαλό μου την εικόνα του 80χρονου άντρα που είναι στο Βουκουρέστι και σκέφτεται τη φράση «εμείς ονειρευτήκαμε τη ζωή μας αλλιώς», έτσι άρχισα να πιάνω το νήμα αναζητώντας την ουτοπία, την ιδεολογία. Στο δεύτερο βιβλίο («Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός») ήταν η φράση «κανείς δεν είναι αθώος» που λέει ο ήρωας του βιβλίου και πάνω σε αυτήν έχτισα μια ιστορία με μια δολοφονία στο κέντρο της Αθήνας. Σε αυτό το τρίτο βιβλίο ήταν ο στίχος του Σεφέρη που με πήγε στη μνήμη και οδηγήθηκα σε μια ιστορία η οποία έχει σχέση με την Κύπρο.
Για όσους έχουμε διαβάσει στήλες σου ήταν αυτονόητο πως θα ακολουθούσες και τον δρόμο της συγγραφής. Ποιο ήταν όμως το ερέθισμα για να περάσεις και σε αυτό το είδος;
Το έχω ακούσει πάρα πολλές φορές είναι η αλήθεια, ωστόσο εμένα ουδέποτε με αφορούσε να εκδώσω τα δημοσιογραφικά κείμενα σε βιβλίο. Για μένα δεν ήταν ούτε το αναμενόμενο ούτε είχα στο μυαλό μου ποτέ να γράψω κάποιο βιβλίο. Στα 50 αποφάσισα πως ήθελα να πω μια ιστορία. Δεν ήξερα πού θα με οδηγούσε, δεν το είχα κάνει ξανά. Είχα πολλές ανασφάλειες, γιατί είναι άλλη γραφή, είναι μια διαφορετική διαδικασία. Όταν όμως ξεκίνησα κατάλαβα πως ήταν ένας δρόμος που ήθελα να εξερευνήσω, χωρίς φυσικά να αφήσω τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα στην άκρη.
Ήταν περισσότερο εσωτερική ανάγκη;
Ήταν μόνο εσωτερική ανάγκη. Ήθελα να πω μια ιστορία και επειδή μέσα μου με έτρωγε αυτή η ιστορία αποφάσισα να δοκιμάσω τη συγγραφή. Κλείστηκα σε ένα σπίτι, ξεκίνησα να γράφω και δεν ήθελα να σταματήσω. Βέβαια, από τα πρώτα κείμενα μέχρι την τελική μορφή του βιβλίου υπήρχε ένας μεγάλος δρόμος. Ήταν όμως γοητευτικό και καταλάβαινα πως αυτό θα μπορούσε να ήταν το επόμενό μου βήμα.
Πρόσφατα είδα την ανάρτηση από τον Μαρίνο Νομικό, ο οποίος αφού εκθείασε το βιβλίο το πρότεινε σε δύο παραγωγούς για να γίνει σειρά / ταινία. Είναι κάτι που θα το έβλεπες;
Εάν υπήρχε κάποια σοβαρή πρόταση, θα το συζητούσα. Νομίζω πως ο κάθε συγγραφέας θα ήθελε να δει το βιβλίο του να γίνεται σειρά ή ταινία, αρκεί να γίνει με τις σωστές προδιαγραφές και να μην χαθεί η ουσία του βιβλίου.