Χαραυγή, Ιανουάριος 2021

Χαραυγή, Ιανουάριος 2021

Ορίζοντας Κυριακάτικης Χαραυγής / LINK

Από τον Αντώνη Γεωργίου 

 

Τι πραγματεύεται το νέο σου βιβλίο, ποιο είναι το θέμα του, ας πούμε;  Και γιατί διάλεξες αυτόν τον τίτλο;

Τρεις σκάλες γη είναι το κτήμα στη Λάπηθο όπου το 1974 η Χλόη Αρτεμίου βιάστηκε κατ’ εξακολούθηση από ένα νεαρό Τούρκο. Μια ανθρώπινη ιστορία εγκιβωτισμένη στο μεγάλο κάδρο της Ιστορίας όπου διαδραματίζονται όλα όσα σημάδεψαν ανεξίτηλα τον τόπο και τις ζωές μας. Ο βιασμός είναι απλώς η αφορμή για ν’ αγγίξω έννοιες που υπερβαίνουν την τραυματική εμπειρία της ηρωίδας μου. Έννοιες όπως η μνήμη και η πατρίδα για παράδειγμα, με σκοτεινές όψεις τις οποίες επιχειρώ να φωτίσω στο βιβλίο.

Η Κύπρος και οι άνθρωποι της ήταν παρόντες και στο πρώτο σου μυθιστόρημα. Στο καινούργιο όμως βγαίνουν στο προσκήνιο. Ποια ανάγκη σε έσπρωξε να στραφείς προς τον τόπο και την ιστορία του;

Δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση. Έτσι κι αλλιώς το στοιχείο της εντοπιότητας ουδέποτε υπήρξε κομμάτι της λογοτεχνικής μου ταυτότητας. Έχοντας τη μνήμη όμως στον πυρήνα της νέας ιστορίας που ήθελα ν’ αφηγηθώ, μοιραία οδηγήθηκα στα μονοπάτια της σύγχρονης κυπριακής Ιστορίας. Τα οποία, αν και γνώριμα, ανακάλυψα έκπληκτος ότι ήταν διάσπαρτα με αλήθειες που αγνοούσα ή ασυνείδητα προσπερνούσα. Η ένταση των συναισθημάτων με αιφνιδίασε καθώς έπειτα από τόσα χρόνια νόμιζα πως οι άνεμοι της Ιστορίας  είχαν καταλαγιάσει. Όσο όμως έξυνα την επιφάνεια, τόσο μου αποκαλύπτονταν οι ανεπούλωτες πληγές. Αν κρίνω δε από την «επιστροφή», τώρα που το βιβλίο διαβάζεται στην Κύπρο, καταλαβαίνω ότι οι αναγνώστες αναγνωρίζουν στους ήρωες κομμάτια του εαυτού τους.

Θα έλεγα ότι εκτός από τους ήρωές σου, και οι πόλεις πρωταγωνιστούν στα βιβλία σου. Έτσι είναι; Πιστεύεις ότι οι πόλεις επηρεάζουν τον ψυχισμό των κατοίκων τους; Στο καινούργιο σου βιβλίο ποιες είναι αυτές οι πόλεις και ποιος ο ρόλος τους;

Για μένα οι πόλεις είναι οι αθέατοι πρωταγωνιστές μου. Όσο με γοητεύει η ανθρωπογεωγραφία, άλλο τόσο με έλκει η καταλυτική επίδραση του τόπου στον άνθρωπο. Αυτός είναι και ο λόγος που στην φάση της έρευνας, πάντοτε ταξιδεύω στα μέρη όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Δεν έχει σημασία αν οι πόλεις αυτές μου είναι οικείες. Έχω την ανάγκη να περπατήσω στους δρόμους που περπάτησε ο ήρωάς μου και να δω τη θέα από το παράθυρο του δωματίου του… Στο “Hotel National” ήταν το Βουκουρέστι, ένα ταξίδι που με πήγε πίσω στην εποχή Τσαουσέσκου. Στο “Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός” ήταν η Βουδαπέστη και η Αθήνα. Στο «Τρεις σκάλες Ιστορία» είναι η Λάπηθος, η Λευκωσία και η Κωνσταντινούπολη. Τη  Πόλη την  ξέρω αρκετά καλά, αφού ταξίδευα συχνά εκεί τα χρόνια που ζούσα στην Αθήνα. Το ταξίδι που έκανα όμως για να βρω τις πατημασιές του Αχμέτ ήταν αποκαλυπτικό. Και χρωστάω γι’ αυτό ένα μεγάλο ευχαριστώ στον φίλο μου δημοσιογράφο Κώστα Κωνσταντίνου ο οποίος με βοήθησε στην επιτόπια έρευνα.

Παρόλο που το Τρεις σκάλες Ιστορία δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα αλλά μυθοπλασία, η Ιστορία είναι παρούσα. Πόσο εύκολο ήταν να το γράψεις μέσα στο φόντο του τόπου και της ιστορίας του, των δικών σου βιωμάτων ζώντας εδώ και καθώς επίσης αγγίζει «ευαίσθητα» ίσως θέματα;

Δύσκολο ήταν. Ακόμα και επώδυνο θα έλεγα, αν και δεν θέλω ν’ ακουστώ μελοδραματικός. Αυτή η δυσκολία όμως ήταν ό,τι πιο γοητευτικό συνάντησα στη λογοτεχνική μου διαδρομή. Τα «ευαίσθητα» θέματα εμπεριέχουν αλήθειες που αξίζει ν’ αναμετρηθεί μαζί τους κανείς. Αυτό επιχείρησα να κάνω. Αν το πέτυχα θα το κρίνουν οι αναγνώστες. Εγώ αυτό που μπορώ να πω είναι πως υπήρξα ειλικρινής, αποφεύγοντας τα συγγραφικά φτιασίδια.

Ένιωσες ποτέ να αυτολογοκρίνεσαι; Επίσης, να θέλεις να γίνεις διδακτικός, αντί να σε οδηγούν  οι ήρωές σου, να θέλεις να τους οδηγήσεις εσύ προς μια κατεύθυνση που σου υπαγορεύει η κοσμοθεωρία σου, οι απόψεις σου;  

Αν σιχαίνομαι κάτι στη λογοτεχνία είναι ο διδακτισμός. Από το πρώτο μου κιόλας βιβλίο το απέφευγα, αφού κι εκεί ακουμπούσα σε ιδεολογικές αμφισημίες. Αφήνομαι λοιπόν στους ήρωες να με οδηγήσουν, χωρίς όμως να κρύβομαι από τον αναγνώστη. Έχω μια πολύ συγκεκριμένη οπτική στην Ιστορία. Το έχω δηλώσει άλλωστε ότι η ματιά μου προέρχεται από τα αριστερά. Ο καταλύτης όμως στο βιβλίο είναι η αλήθεια των ηρώων του. Η οποία δεν μπορεί να είναι άσπρο ή μαύρο, αλλά μέρος της αχανούς γκρίζας ζώνης όπου ρέει το ποτάμι της πραγματικής ζωής.

Είναι, πιστεύω, εμφανές σε όλα τα βιβλία σου πως συμπαθείς τους ήρωες σου,  προσπαθώντας να τους κατανοήσεις. Ισχύει αυτό; Υπάρχει μήπως κάτι σε κάποιον ήρωά σας που θεωρείτε «ασυγχώρητο»;

Το «συμπαθώ» ίσως είναι υπερβολή. Να τους κατανοήσω, ναι, αυτό προσπαθώ τουλάχιστο να κάνω. Αφορά σε αυτό που έλεγα πριν, στην πλατιά και μυστηριώδη «γκρίζα» ζώνη. Εγώ δεν πιστεύω σε αρνητικούς και σε θετικούς ήρωες. Πιστεύω σε ανθρώπους με συναισθήματα και αδυναμίες. Ασυγχώρητος είναι βεβαίως ο βιασμός. Αλλά ένας βιαστής – καρικατούρα δεν έχει να προσθέσει τίποτε απολύτως στη λογοτεχνία. Όταν έφτιαχνα στο μυαλό μου τον Αχμέτ, αναρωτιόμουν τι σόι άντρας ήταν αυτός που διέπραξε κάτι τόσο απεχθές. Από πού ερχόταν και κυρίως, πώς συνέχισε να ζει στα χρόνια που ακολούθησαν.

Η κεντρική ηρωίδα προσπαθεί να ξορκίσει το κακό που έζησε με έναν απρόσμενο τρόπο: πηγαίνοντας να συναντήσει τον βιαστή της. Μιλώντας πιο γενικά, πιστεύεις ότι πρέπει/μπορεί και πώς να ξορκίσουμε ό,τι συνέβηκε σε αυτό τον τόπο, κυρίως από το 1960 και μετά, μεταξύ Ελληνοκυπριών και Τουρκοκυπριών;  

Ένας τρόπος υπάρχει: η γνώση της Ιστορίας. Όχι κατ’ επιλογήν κι ούτε αποκρύβοντας τα γεγονότα που λεκιάζουν το εθνικό μας μητρώο. Στο βιβλίο αγγίζω τέτοια ευαίσθητα θέματα, όπως για παράδειγμα τα μαζικά εγκλήματα που διέπραξε η ΕΟΚΑ Β στα τρία τουρκοκυπριακά χωριά. Το κάνω όμως δίχως καμία διάθεση συμψηφισμού. Το συζητάνε κάποια στιγμή και οι δυο ηρωίδες μου ο οποίες υπήρξαν θύματα βιασμού: «συμψηφίζεται άραγε ο πόνος;». Κατηγορηματικά «όχι» είναι η απάντηση. Αλλά, πάλι, θεωρώ ασυγχώρητο να υποκρινόμαστε τους ανήξερους. Δεν κλείνουν έτσι οι πληγές…

Υπάρχει ακόμα ελπίδα ή καλύτερα περιθώριο, κατά τη γνώμη σου, για μια συμφωνημένη λύση στην Κύπρο;

Αλλοίμονο αν σβήσει αυτή η ελπίδα. Και δεν το λέω αυτό «καθηκόντως», πίστεψέ με. Βιώνουμε μια αφύσικη κατάσταση, να μεγαλώνουμε σε μισό νησί με τη συναισθηματική αναπηρία που μας κληροδότησε το 1974. Οφείλουμε λοιπόν να ελπίζουμε για μια λύση. Όχι την όποια λύση, αλλά για ένα σχέδιο που θα μας επιτρέψει να ζήσουμε με τους Τουρκοκύπριους σε μια κοινή πατρίδα.

Πιστεύεις ότι η κυπριακή λογοτεχνία έχει ακόμα «εκκρεμότητες» με όσα συνέβησαν το 1974 και γενικότερα με τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία;  

Κατά την άποψή μου ναι. Έχουν γραφτεί βεβαίως πολλά και σημαντικά (η μεταπολεμική ποίηση ειδικά είναι συγκλονιστική) αλλά όσο περνά ο καιρός και μεγαλώνει η απόσταση από τα γεγονότα ωριμάζουν οι συνθήκες για λογοτεχνικές βυθοσκοπήσεις. Ειδικά στην μυθοπλασία έχω την αίσθηση πως δεν γράφτηκαν τόσα πολλά όσα θα ανέμενε κανείς για μια τόσο συγκλονιστική ιστορία. Το ζητούμενο βεβαίως δεν είναι ποσοτικό. Οι όποιες  «εκκρεμότητες» αφορούν στις αλήθειες της ζωής μας σ’ αυτό το νησί για παραπάνω από μισό αιώνα.

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, η τελευταία φράση του βιβλίου– δάνειο από τον Γ. Σεφέρη. Τι είναι για σας η μνήμη; Πώς μπορούμε στην Κύπρο να τη διαχειριστούμε ώστε να μην αποτελεί βαρίδιο αλλά εφαλτήριο για το μέλλον;

Θα επιμείνω στη γνώση της Ιστορίας. Αν δεν θέλουμε η μνήμη μας να είναι κολοβή οφείλουμε να γνωρίζουμε τι πραγματικά έχει συμβεί σε αυτό τον ταλαίπωρο τόπο. Διαφορετικά ο χρόνος τα καταπίνει όλα. Κι εμείς θα συνεχίζουμε να επιπλέουμε στον αφρό – ευτυχείς επιλήσμονες που δεν χρειάστηκε να βουτήξουμε ποτέ στα βαθιά της συνείδησής μας. Το βιβλίο το αφιέρωσα στα παιδιά που γεννήθηκαν μετά από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι. Μακάρι να προσθέσει μια ψηφίδα έστω στη συλλογική μνήμη.

Τι σημαίνει για σένα το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχεις κερδίσει για το βιβλίο σου Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός

Τιμή και ενθάρρυνση και χαρά. Το σημαντικότερο όμως την ευκαιρία για μεταφράσεις, ό,τι δηλαδή ονειρεύεται πιο πολύ ένας συγγραφέας. Τα βραβεία εξασφαλίζουν μια δεύτερη ζωή σε ένα βιβλίο. Κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.

Το τελευταίο σου μυθιστόρημα γράφτηκε (ένα μέρος του τουλάχιστον) και εκδόθηκε κατά την πανδημία και παρουσιάστηκε με περιοριστικά μέτρα. Τι θα κρατήσεις από όλη αυτή την περίοδο της πανδημίας; Θα έλεγες πως μας έχουν αλλάξει αυτοί οι μήνες, τον καθένα προσωπικά και τον κόσμο γενικότερα;

Όλ’ αυτά τα «υποτιμημένα», τα απλά και μικρά της καθημερινότητας… Αυτά κρατάω. Την ανεκτίμητη χαρά να βρισκόμαστε οι φίλοι γύρω από ένα τραπέζι. Μπορεί να μην είναι κάτι βαθυστόχαστο, το ξέρω, όμως προέρχεται κατ’ ευθείαν από το μεδούλι της ζωής. Όσο για την ουσία του τι ζήσαμε, θα έρθει ο καιρός που θα την καταγράψει η τέχνη. Είναι νωρίς όμως ακόμα πιστεύω.