Docville, Ιούλιος 2021

Docville, Ιούλιος 2021

Documento

Από την Εμυ Ντούρου

Ο Σταύρος Χριστοδούλου εργάζεται τα τελευταία τριάντα χρόνια ως δημοσιογράφος. Πριν από πέντε χρόνια εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα «Hotel National» το οποίο περιλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας της Κύπρου, ενώ το δεύτερο μυθιστόρημά του «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) 2020 και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Κύπρου.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τρίτο μυθιστόρημά του, με τίτλο «Τρεις σκάλες Ιστορία» (εκδόσεις Καστανιώτη), στο οποίο μια ανθρώπινη ιστορία εγκιβωτίζεται στη μεγάλη αφήγηση για τις ανεπούλωτες πληγές της κυπριακής τραγωδίας.

Κεντρική ηρωίδα είναι η δεκαοχτάχρονη Χλόη οποία μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974 εγκλωβίζεται με τη μητέρα της στο εξοχικό τους στη Λάπηθο, όπου βιάζεται κατ’ εξακολούθηση από έναν νεαρό Τούρκο. Από τον βιασμό μένει έγκυος και αποφασίζει να κρατήσει το παιδί.

Σαράντα τρία χρόνια μετά επιχειρεί να συναντήσει τον βιαστή της. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου ο συγγραφέας απαντά στο Ερωτηματολόγιο του Docville.

Πού γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα στη Λευκωσία. Εδώ μεγάλωσα κι έπειτα από αρκετές περιπλανήσεις εδώ επέλεξα τελικά να ζήσω.

Όταν ακούτε τη λέξη σπίτι τι σας έρχεται στο μυαλό;

Στην ενήλικη ζωή μου έχω αλλάξει 13 σπίτια. Όταν ακούω τη λέξη σπίτι λοιπόν, θυμάμαι τις γειτονιές που έζησα στη Λευκωσία, τη Βουδαπέστη και την Αθήνα.

Μια ανάμνηση από τα παιδικά σας χρόνια.

Καλοκαίρι, στο ξενοδοχείο Mare Monte στον κατεχόμενο σήμερα Καραβά. Δεν ήμουνα ούτε δέκα χρόνων, ξύπνησα αργά το βράδυ, βγήκα έξω και στάθηκα στα βράχια καθώς τα κτύπαγε το κύμα. Εκεί οδήγησα την ηρωίδα μου, στο τελευταίο μου βιβλίο «Τρεις σκάλες Ιστορία».

Πότε ήταν η πρώτη φορά που βυθιστήκατε σε ένα βιβλίο;

Θυμάμαι το «Χωρίς Οικογένεια» του Έκτορα Μαλό. Δεν είμαι σίγουρος όμως αν αυτή ήταν η πρώτη φορά.

Ποιος ήταν ο άνθρωπος που σας μύησε στο διάβασμα;

Το 1974, ένας φίλος του πατέρα μου, μου χάρισε ένα κιβώτιο με τα βιβλία που εκδόθηκαν από τους πολιτικούς πρόσφυγες στη Ρουμανία. Λουντέμης, Φραγκιάς, πολλοί και σημαντικοί συγγραφείς… Στον θείο Αντρίκο, λοιπόν, χρωστάω την πρώτη ουσιαστική γνωριμία μου με τη λογοτεχνία.

Τι σας ώθησε στη συγγραφή;

Η ανάγκη να αφηγηθώ μια ιστορία χωρίς τους περιορισμούς της δημοσιογραφικής γραφής. Χρειαζόμουνα άπλα και αυτό μόνο η λογοτεχνία μπορούσε να μου το προσφέρει. Κάπως έτσι προέκυψε το πρώτο μου βιβλίο «Hotel National».

Η συγγραφή είναι τρόπος ζωής;

Βιοπορίζομαι από το γράψιμο τα τελευταία 30 χρόνια. Ως δημοσιογράφος βεβαίως, αλλά η φόρμα δεν έχει και τόση σημασία. Με τις λέξεις παλεύω και τα νοήματα, οπότε ναι, όλο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι εντέλει τρόπος ζωής.

Η ζωή του συγγραφέα είναι μοναχική;

Η συγγραφή είναι μοναχική διαδικασία. Εγώ τουλάχιστον, όταν γράφω, λειτουργώ σε ένα απολύτως στεγανοποιημένο περιβάλλον. Αλλά και οι στιγμές που ζω με τους ήρωές μου, όταν τρέχω στο πάρκο το πρωί ή όταν κάνω περιπάτους στην πόλη, είναι επίσης μια μοναχική συνθήκη. Από ’κει και πέρα, στην ζωή μου έχω ανθρώπους που αγαπώ και μοιράζομαι την καθημερινότητά μου μαζί τους.

Υπάρχουν ιδανικές συνθήκες για τη συγγραφή ενός βιβλίου;

Εδώ και χρόνια, περνάω τις καλοκαιρινές μου διακοπές σε ένα νησί στις Μικρές Κυκλάδες. Ξυπνάω πολύ πρωί και γράφω βλέποντας από το παράθυρο τη θάλασσα. Αυτό έχω στο μυαλό μου ως «ιδανική συνθήκη». Αλλά επειδή δεν ζούμε σε ένα ιδανικό κόσμο, καλή είναι και η απομόνωση στο διαμέρισμά μου στη Λευκωσία.

Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε όταν ολοκληρώσατε το νέο βιβλίο σας;

Αφορά άραγε αυτό που έγραψα; Οι συνήθεις ανασφάλειες μέχρι να πάρω τα πρώτα σχόλια από τον εκδοτικό οίκο Καστανιώτη.

Νιώσατε ποτέ φόβο έκθεσης;

Αντιθέτως, αν με γοητεύει κάτι στη συγγραφή είναι τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία.

Συγγραφικό μπλοκάρισμα. Σας έχει τύχει;

Ευτυχώς, όχι ακόμα. Στα προηγούμενα μυθιστορήματα είχα μια φόρα. Με το που τελείωνα είχα έτοιμη μέσα μου την επόμενη ιστορία. Γι’ αυτό και δεν έκανα κανένα διάλειμμα τα τελευταία χρόνια. Τώρα είναι η πρώτη φορά, μετά το «Τρεις σκάλες Ιστορία», που έχω ανάγκη από μια παύση.

Ποιοι συγγραφείς έχουν «γράψει» μέσα σας;

Ο Τσίρκας, ο Αλεξάνδρου, ο Καραγάτσης, ο Ταχτσής… Είναι και άλλοι, αυτά είναι όμως τα πρώτα ονόματα που μου έρχονται στο μυαλό.

Το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο;

Στην αληθινή ζωή είναι πάντοτε μισογεμάτο. Στη λογοτεχνία, όμως, κυριαρχεί περισσότερο μια σκοτεινιά στις ψυχές των ηρώων μου. Συμβαίνει ασυνείδητα και κάθε φορά σκέφτομαι αν θα καταφέρω ποτέ να γράψω για έναν αληθινά ευτυχισμένο άνθρωπο.

Αύριο ξημερώνει μια καλύτερη μέρα;

Το οφείλουμε στον εαυτό μας να περιμένουμε το ξημέρωμα μιας καλύτερης ημέρας. Ακόμα κι αυτήν τη δυστοπική εποχή όπου όλα δείχνουν μαύρα.

Βασίζεστε στην καλοσύνη των ξένων;

Οι εύθραυστες Μπλανς είναι γοητευτικές στη σκηνή. Στη δική μου ζωή, πάλι, κυρίαρχος ήταν ανέκαθεν ο ρεαλισμός.

Η κόλαση είναι οι άλλοι;

Μέσα μας είναι και το καλό και το κακό και η γκρίζα περιοχή ανάμεσά τους.

Ποιο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης εκτιμάτε ιδιαιτέρως;

Την εντιμότητα.

Ποιο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης σας απωθεί;

Η ανειλικρίνεια.

Τι ρόλο παίζει η φιλία στη ζωή σας;

Τον σημαντικότερο. Οι φίλοι μου είναι η κατ’ επιλογήν οικογένεια μου.

Είναι σημαντικός για εσάς ο έρωτας;

Χωρίς έρωτα η ζωή δεν παλεύεται.

Τι είναι ευτυχία για εσάς;

«Μια Κυριακή απόγευμα, είχα έναν άνθρωπο κι έπιανα μπράτσο…». Αυτός ο στίχος του Σεβαστίκογλου μου ήρθε στο μυαλό, με το ράγισμα στη φωνή της Στανίση, επάνω στη μελωδία του Κραουνάκη.

Η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο;

Μπορεί να τον κάνει πιο υποφερτό τουλάχιστο.

Πώς σκέφτεστε τον εαυτό σας σε δέκα χρόνια;

Περισσότερη ησυχία, λιγότερο τρέξιμο και απομόνωση για γράψιμο.

Είστε ικανοποιημένος με όσα έχετε καταφέρει μέχρι σήμερα;

Θα ήταν υποκριτικό εάν έλεγα όχι. Επαγγελματικά έκανα όλα όσα ονειρεύτηκα. Όσο για τη λογοτεχνία, αισθάνομαι ευγνώμων και μόνο για το ωραίο ταξίδι.