Ένα δράμα ανείπωτο κοντά μισό αιώνα

Ένα δράμα ανείπωτο κοντά μισό αιώνα

Κριτική Γιώργου Φράγκου για το βιβλίο “Τρεις Σκάλες Ιστορία”

 

«Τον δάκτυλον επί των τύπον των ήλων» επιχειρεί να θέσει ο Σταύρος Χριστοδούλου με το νέο του μυθιστόρημα, το τρίτο στην σειρά, «Τρεις σκάλες ιστορία». Κι αυτό διότι επέλεξε ένα θέμα σκληρά και βάναυσα επώδυνο, τόσο επώδυνο που λογοτεχνικά τουλάχιστον παρέμενε ανείπωτο κοντά μισό αιώνα. Και αναφέρομαι στους βιασμούς Ε/κ γυναικών που επισυνέβησαν κατά την τουρκική εισβολή του 1974 από τον κατοχικό στρατό. Το θέμα ως τέτοιο δεν είναι μόνο μια χαίνουσα, ανοιχτή πληγή, είναι μια αιμάσουσα και ζεστή πληγή που καίει όποιον το πλησιάσει, πόσω δε μάλλον όποιον το έχει βιώσει, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Διότι οι παρενέργειες, τα επακόλουθα και οι συνέπειες κατατρύχουν τα θύματα και το στενό τους περιβάλλον εσαεί, για μια ζωή μέχρι τέλους.

Μόνο και μόνο γι’ αυτό το τόλμημα του συγγραφέα – ας χρησιμοποιήσω την τετριμμένη έκφραση – να κολυμπήσει σε αχαρτογράφητα νερά, του αξίζει εύφημος μνεία. Το εγχείρημα του ήταν δύσκολο, στενάχωρο και αντιδημοφιλές. Όπως αντιδημοφιλής είναι ο κάθε πόνος τόσο την ώρα που βιώνεται όσο και την ώρα που μετουσιώνεται αισθητικά σε λογοτεχνικό έργο.

Αλλιώς βιώνει το προσωπικό της δράμα η κεντρική ηρωΐδα του έργου, Χλόη Αρτεμίου. Και μάλιστα επέρχεται και διαφοροποίηση στον τρόπο που το βιώνει, αυτό και τα επακόλουθα του, με την πάροδο του χρόνου. Αλλιώς βιώνει το ίδιο δράμα η μητέρα της ηρωΐδας, Θεοδοσία, αλλιώς ο πατέρας της, Σώτος. Και διαφορετικά το βιώνει η ομοιοπαθής και φίλη της, Αθηνούλα. Το βδελυρό, αποτροπιαστικό και επαναλαμβανόμενο συμβάν του βιασμού είναι ανεξίτηλο σημάδι στις ζωές όλων. Βιώνεται όμως διαφορετικά από τον καθένα χωριστά. Και βιώνεται και με διαφορετικές διαβαθμίσεις με την πάροδο του χρόνου. Η καταγραφή αυτής της πανσπερμίας αντιδράσεων, με όλα τα ψυχοσυνθετικά χαρακτηριστικά της, απαιτεί συγγραφική δεινότητα. Μια δεινότητα την οποία ο Στ. Χριστοδούλου απέδειξε, επί του πρακτέου, ότι διαθέτει.

Χρονολογικά, ο συνολικός μύθος του βιβλίου εκτείνεται από το 1974 μέχρι το 2017, οπόταν η Χλόη Αρτεμίου συναντά στην Κωνσταντινούπολη τον βιαστή της, Αχμέτ Ντογάν. Εκείνη η στιγμή συνιστά την κορύφωση και συνάμα την κάθαρση του δράματος. Είναι λες και λύνονται τα δεσμά του πόνου, έτσι καθίσταται εφικτή και η υπέρβασή του. Ο Στ. Χριστοδούλου καταγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τους εσωτερικούς κραδασμούς που συντελούνται μέσα στην κεντρική ηρωΐδα, καθώς βιώνει αυτές τις στιγμές. Στιγμές που για δεκαετίες ήταν ο εφιάλτης της, αλλά απέληξαν στην λύτρωση, στην ψυχική ανάταση και γαλήνευσή της.

Ο κεντρικός μύθος, κατά την χρονολογική εξέλιξη του, πλαισιώνεται από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της κάθε χωριστής περιόδου. Και πιστεύω πως πλαισιώνεται επιτυχώς. Θεωρώ πως η κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα, ακόμα και το κοινωνιολογικό περιβάλλον κάθε επόμενης δεκαετίας από το ’74 έως τις μέρες μας, σκιαγραφούνται με επάρκεια από τον συγγραφέα. Το γεγονός κάνει το όλο μυθιστόρημα πιο πειστικό και πιο ρεαλιστικό. Κι αυτό διότι συμβάλλει στο να σημασιολογηθούν σωστά τα κύρια δρώμενα του έργου.

Ο συγγραφέας επιλέγει πάντα ως θέατρο των δρωμένων γνώριμους και οικείους χώρους. Έτσι κινείται με μεγαλύτερη σιγουριά μέσα στον περιβάλλοντα χώρο. Κι εδώ η έννοια χώρος δεν έχει μόνο τοπογραφική αλλά και ανθρωπογραφική σημασία, καθώς περιλαμβάνει τόσο το αστικό ή άλλο τοπίο, όσο και την ανθρωπογεωγραφία υπό την κοινωνιολογική της έννοια. Όπως και στα προηγούμενα έργα του, ο συγγραφέας αντλεί από τα βιώματά του για να τοποθετήσει τους ήρωες του σε χώρους και χρόνους γνώριμους, που θα περιγράψει, αν όχι εκ του ασφαλούς, σίγουρα με μεγάλη αυτοπεποίθηση.

Έτσι αξιοποιούνται με πλήρη λειτουργικότητα οι παιδικές μνήμες από τις καλοκαιρινές διακοπές στην Λάπηθο, καθώς επίσης και το περιβάλλον στην αίθουσα σύνταξης μιας εφημερίδας, αλλά και οι αριστοκρατικές συνοικίες της Λευκωσίας στην δεκαετία του ’70 και του ’80. Ανάλογες πρακτικές – τακτικές υιοθετήθηκαν και στα δύο μυθιστορήματα του Στ. Χριστοδούλου που προηγήθηκαν, θα έλεγα με την ίδια λειτουργική χρησιμότητα και επάρκεια.

Γνωρίζω – κυρίως λόγω των δημοσιογραφικών παρεμβάσεων του – ότι ο Στ. Χριστοδούλου έχει ολοκληρωμένο και διαυγές όραμα για την πατρίδα μας. Αυτό το όραμα υπηρετεί για δεκαετίες δημοσιογραφικά – δημοσιολογικά. Κατά την άποψή μου, ευχής έργο θα ήταν ο συγγραφέας Στ. Χριστοδόυλου, να υπηρετήσει το ίδιο όραμα και λογοτεχνικά. Και να το πράξει με την ίδια ευθύτητα, την ίδια ζέση και αρτιότητα που το πράττει δημοσιολογικά. Ασφαλώς, δεν υπονοώ ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να διολισθήσει στην πολιτικολογία και σε συναφείς ρητορισμούς – διδακτισμούς, κάθε άλλο. Υπάρχουν όμως αισθητικοί, αμιγώς λογοτεχνικοί όροι υπό τους οποίους ένα κοινωνικό-πολιτικό πρίσμα μετουσιώνεται ή διαχέεται σ’ ένα έργο τέχνης. Αφού μιλάμε για πεζογραφία, είναι πιστεύω αρκετό παραδειγματολογικά να αναφερθώ στην περίφημη «Τετραλογία των καιρών» του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη.

Ο Στ. Χριστοδούλου πραγματεύεται τον ανθρώπινο πόνο στο μυθιστόρημα αυτό. Και δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Μάλλον κατά κανόνα πραγματεύεται τον ημέτερο, τον δικό μας τον πόνο. Ομολογώ πως θα ήθελα να τον δω να δοκιμάζει τις δυνάμεις και τη δεινότητά του πραγματευόμενος τον πόνο του άλλου. Του όποιου άλλου, του μετανάστη, του Τουρκοκύπριου, του υποκείμενου ρητορική μίσους, μισαλλοδοξίας, και ούτω καθεξής. Μετά βεβαιότητας σημειώνω πως διαθέτει τις προαπαιτούμενες ευαίσθητες χορδές. Φτάνει να τις αφήσει να ηχήσουν. Φτάνει να θελήσει να τις αφήσει να ηχήσουν.

Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση, θα ήθελα να σημειώσω και την ακροθιγή πλην εύτολμη αναφορά του συγγραφέα στα ε/κ εγκλήματα με μαζικούς βιασμούς και σφαγές Τ/κ στα χωριά Μάραθα, Αλόα και Σανταλάρη. Κι αυτό χωρίς καμιά διάθεση ή πρόθεση συμψηφισμού είτε εκ μέρους μου, είτε εκ μέρους του συγγραφέα. Τα εγκλήματα, είναι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, δεν μπαίνουν εκ παραλλήλου σε κανένα ζύγι για να κριθούν λιποβαρή, ετεροβαρή ή άλλως πως. Ωστόσο, θα ήθελα τη συγκεκριμένη αναφορά να είναι έστω ελαφρώς πιο εκτενής. Όχι γιατί κινούμαι από ποσοτικούς όρους, αλλά διότι φρονώ ότι έπρεπε να δοθεί στον αναγνώστη επαρκέστερος χρόνος για να συμφιλιωθεί και να εξοικειωθεί με την ιδέα του πόνου του άλλου, του άλλου συμπατριώτη και σε τελευταία ανάλυση, του άλλου συνανθρώπου μας. Τρέφω την προσδοκία, ή ακόμη και την… ευγενή φιλοδοξία, ότι τα όσα προδιέγραψα θα τα δούμε σ’ ένα επόμενο έργο του Στ. Χριστοδούλου.