Πόπη Μουμπαγιατζή, επιμελήτρια εκδόσεων
Ελάχιστες φορές, στα πολλά χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, της επιμελήτριας εκδόσεων, έχω δεχτεί να μιλήσω για βιβλία που επιμελήθηκα. Κι αυτό, γιατί, κατά κάποιον τρόπο, τα θεωρώ δικά μου, κι έτσι η όποια αναγκαία αποστασιοποίηση είναι αδύνατη. Με τον Σταύρο, όμως, του οποίου έχω επιμεληθεί και τα τρία βιβλία, καθώς και ό,τι άλλο έχει γράψει αυτά τα χρόνια ως συγγραφέας, έχω παραβιάσει αυτή την αρχή μου. Ίσως γιατί θεωρώ τον ίδιο «λογοτεχνικό μου τέκνο», αφού έχω ζήσει τις ανασφάλειες και τις αμφιταλανεύσεις του από την πρώτη ώρα που άρχισε, πολύ δειλά στην αρχή, να προσθέτει την ιδιότητα του συγγραφέα δίπλα σε αυτήν του δημοσιογράφου.
Αφού ευτύχησα να διαψευσθεί η πρόβλεψή του, όταν άρχισα να επιμελούμαι το πρώτο του βιβλίο, ότι θα με σκοτώσει (έχω δύο μάρτυρες αυτής μέσα σε τούτη την αίθουσα), κέρδισα την εμπιστοσύνη του και κέρδισε την αγάπη και την εκτίμησή μου. Αισίως, έτσι, φθάσαμε στο τρίτο του βιβλίο. Για το οποίο θα επιμένω να λέω, πως ήταν η αιτία που ο Σταύρος έγινε συγγραφέας.
Γιατί δεν νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος σε τούτο νησί, τουλάχιστον από εκείνους που έζησαν, ακόμα και στην πιο τρυφερή ηλικία, τον χαλασμό του 1974, που να μην παιδεύεται από μνήμες, που να μη βασανίζεται από δεκάδες αδιέξοδα αν και γιατί, που να μην αναρωτιέται πώς θα ήταν αν τα πράγματα είχαν πάρει άλλη ρότα, αν η προδοσία (ή μάλλον σε πληθυντικό, οι προδοσίες) δεν είχαν σημαδέψει τόσο ανεξίτηλα τον τόπο και τις ζωές των ανθρώπων.
Εγώ, ως Ελλαδίτισσα, θα υποθέτετε ότι ήμουν πολύ μακριά από όλα αυτά. Λάθος. Ως γόνος μικρασιατικής οικογένειας, με κάμποσους συγγενείς ριζωμένους εδώ, στην Πάφο και στη Λευκωσία, λίγο πριν ή και λίγο μετά την Καταστροφή, ένιωθα πάντα την Κύπρο σαν τη μικρή πατρίδα. Κι ας μην την είδα από κοντά παρά μόνο το 2003… Αλλά για μένα ήταν πάντα το μόνο κομμάτι μικρασιατικής γης που, ελέω Αγγλοκρατίας, είχε αποφύγει τον ξεριζωμό των Ελλήνων κατοίκων του από τις πατρογονικές τους εστίες το πικρό 1922.
Έτσι, το 1974 το έζησα με τον πιο έντονο τρόπο, τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Το πραξικόπημα το έμαθα το ίδιο εκείνο πρωινό της 15ης Ιουλίου, από έναν φίλο δημοσιογράφο. Που, μόλις με είδε στην εφημερίδα, είπε: «Φύγε! Πραξικόπημα στην Κύπρο. Σκοτώσαν τον Μακάριο». Όταν ακόμα ολόκληρη η Ελλάδα, εξαιτίας της λογοκρισίας της Χούντας, το αγνοούσε… Ασήκωτο το βάρος για τους 17χρονους ώμους μου… Ήθελα να μοιραστώ το φοβερό μυστικό με τον πατέρα μου, αλλά ήταν αδύνατο να του πω ότι το είχα μάθει από τον συγκεκριμένο άνθρωπο, γιατί δεν ήξερε ότι τον έβλεπα. Εραστής γαρ… Επινόησα, λοιπόν, μια ιστορία. Του είπα ότι είχα ακούσει να το λένε δύο μπάτσοι, Ομήρου και Πανεπιστημίου γωνία. Το γραφείο του πατέρα μου ήταν ένα τετράγωνο πιο πάνω. Έξαλλος ο πατέρας μου πετάχτηκε πάνω: «Αυτά τα λέει η πέμπτη φάλαγγα», μου φώναξε. «Κι εσύ πάψε να τα διαδίδεις. Δεν τολμάν ν’ αγγίξουν τον παπά». Μα είχε πέσει έξω εκείνη τη φορά… Κι εγώ είχα μάθει τι σημαίνει πέμπτη φάλαγγα…
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Και στις 20 ή 21 Ιουλίου, τέσσερις ανήλικοι θα στηνόμασταν στην ουρά, έξω από το Δρακοπούλειο Κέντρο Αιμοδοσίας, θα συμπληρώναμε ανενδοίαστα με ψευδή στοιχεία την απαραίτητη φόρμα, προσθέτοντας ο καθένας δυο-τρία χρόνια στην ηλικία του, και μετά θα ξαπλώναμε ο ένας δίπλα στον άλλο, στα λερά σεντόνια, για να δώσουμε αίμα. Το ότι αμέσως μετά ξεράθηκα, είναι λεπτομέρεια. Αλλά με ζέσταινε πάντα η ελπίδα ότι κάποιος στην Κύπρο είχε σωθεί χάρη στο δικό μου αίμα… Εφηβικές αφέλειες…
Φλυαρώ, αλλά για την ταμπακέρα, δηλαδή το βιβλίο, δεν λέω κουβέντα. Μα λέγεται –και είναι αλήθεια– πως τα βιβλία είναι τόσα όσοι και οι αναγνώστες του καθενός από αυτά, καθώς ο αναγνώστης το προσαρμόζει στο δικό του βίωμα. Και μια άλλη αλήθεια είναι ότι πολύ συχνά οι αναγνώστες, αλλά κυρίως οι βιβλιοκριτικοί, «απονέμουν» στον συγγραφέα και στο κείμενο ιδιότητες που είναι παντελώς έξω από τις προθέσεις του συγγραφέα. Όλους αυτούς τους μήνες, που κυκλοφορεί το βιβλίο, άκουσα κι αν άκουσα γι’ αυτό. Δεν θα σταθώ, όμως, στα όσα άκουσα, αλλά, ως αναγνώστρια, θα προσθέσω κι εγώ τη δική μου αυθαιρεσία.
Όλα μου τα χρόνια, και είναι πια κάμποσα, διαβάζω μετά πάθους ό,τι αφορά την Κύπρο. Κι αυτό που με τρελαίνει είναι ότι σχεδόν τα πάντα υπακούουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στις αρχές του μανιχαϊσμού: ότι υπάρχουν δηλαδή στον κόσμο δύο θεμελιώδεις, ισοδύναμες και ανταγωνιστικές αρχές, του καλού και του κακού. Τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα.
Κι εδώ έρχονται οι Τρεις σκάλες Ιστορία και ταράζουν τα νερά. Γιατί απουσιάζει ο προσφιλής και ασφαλής μανιχαϊσμός. Γιατί η πραγματικότητα είναι πολύχρωμη. Και αμείλικτη. Και συχνά αδιέξοδη. Ακριβώς σαν το Κυπριακό. Γι’ αυτό είπα στην αρχή ότι το βιβλίο αυτό ήταν η αιτία που ο Σταύρος έγινε συγγραφέας. Επειδή ήθελε (και έπρεπε) κάπου να επενδύσει όλο το κεφάλαιο που είχε αποταμιεύσει ζώντας παραπάνω από μισόν αιώνα σε τούτη τη χρυσοπράσινη κουτσουλιά που πλέει στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από το βιβλίο, όπως και από το Κυπριακό, απουσιάζει η κάθαρση. Η κάθαρση υπό την έννοια που της δίνει ο Αριστοτέλης στον ορισμό της τραγωδίας: δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. Με ελάχιστες λέξεις δίνει ο Σταγειρίτης τον μόνο ίσως οδικό χάρτη για την έξοδο από μια τραγωδία. Που γίνεται βιώνοντας όλοι, πρωταγωνιστές και θεατές, δύο σπουδαία συναισθήματα: το έλεος και τον φόβο. Όπου έλεος σημαίνει συμπονετικά, με καθαρή καρδιά και μυαλό, χωρίς φανατισμούς και ακραίες αντιπαραθέσεις, με κατανόηση όσων συνέβησαν. Ωστόσο, η επίκληση του ελέους δεν οδηγεί στην απαλλαγή όσων παρέβησαν τους κανόνες δικαίου. Και εδώ έρχεται ο φόβος. Ο φόβος των αδικοπραξάντων. Ο φόβος ως προϋπόθεση της κάθαρσης. Με την επικράτηση του δικαίου, με επιμερισμό και κατανόηση των ευθυνών σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Για να επιτευχθεί η πολυπόθητη κοινωνική κανονικότητα και να ανακτηθεί η διαταραχθείσα ισορροπία.
Χωρίς την επικράτηση του δικαίου, όπως προβλέπουν οι νόμοι ή όπως επιτάσσουν οι άγραφοι κανόνες, η τραγωδία μπορεί να ξανασυμβεί. Μάταια προειδοποιούσε ο Σεφέρης: «Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό».
Στην Κύπρο αυτό δεν έγινε. Ούτε και στην Ελλάδα. Ένοχοι με όνομα και επίθετο συνέχισαν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας ανενόχλητοι, αρδεύοντας το στέρφο δέντρο τού «κάναμε τζι εμείς πολλά». Αποκλείοντας, έτσι, τόσο την ουσιαστική επιστροφή στην κανονικότητα όσο και την απόδοση δικαίου. Εδώ ήταν τάχα ο έκτακτος και υπέρτερος φόβος από την εισβολή και την κατοχή. Τόσο έκτακτος, που κοντεύει τον μισόν αιώνα… Έτσι, δολοφόνοι του κοινού Ποινικού δικαίου, που βαρύνονται με φόνους τόσο Τούρκων όσο και Ελλήνων της Κύπρου, έμειναν ατιμώρητοι στο διηνεκές. Στην Ελλάδα, χάρη στο «στιγμιαίο», ακόμα και οι πλέον διαβόητοι βασανιστές δικάστηκαν μόνο κατ’ έγκληση, δηλαδή μετά από μήνυση των θυμάτων τους. Για να εισπράξουν, εντέλει, ποινές-χάδι…
Αλλά ανοίγω θέματα μεγάλα, ας όψεται γι’ αυτό ο Σταύρος. Έτσι κλείνω βιαστικά, θυμίζοντας τους στίχους του Παντελή Μηχανικού: «Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος / κι όλες ψοφήσανε πάνω στο παχύ μας δέρμα / χωρίς τίποτε να νιώσουμε».