Καθημερινή, Σεπτέμβριος 2021

Καθημερινή, Σεπτέμβριος 2021

Από τον Απόστολο Κουρουπάκη

Με αφορμή την παρουσίαση του τρίτου βιβλίου του συγγραφέα και δημοσιογράφου Σταύρου Χριστοδούλου στην Πάφο, στο ξενοδοχείο Αlmyra, με ομιλητές τον καθηγητή Γιώργο Γεωργή και την επιμελήτρια εκδόσεων Πόπη Μουπαγιατζή, μιλήσα με τον συγγραφέα για το τρίτο του μυθιστόρημα, το «Τρεις Σκάλες Ιστορία». Όπως μου λέει ο Σταύρος Χριστοδούλου το βιβλίο του είναι μυθοπλασία και ελπίζει ότι το μυθιστόρημά του θα προσθέσει μία ψηφίδα έστω στη βαθύτερη γνώση και κατανόηση της Ιστορίας. Προσπαθεί να διεισδύσει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του που « Δεν είναι πάντοτε εύκολο» όπως χαρακτηριστικά μου λέει.

–Τα πολλά ανοικτά μέτωπα και επιμελώς κρυμμένα κάποια της πρόσφατης κυπριακής ιστορίας προσφέρονται νομίζω για ερμηνείες και λογοτεχνική θεώρηση, νιώθεις πως κατά κάποιο τρόπο με τις «Τρεις Σκάλες Ιστορία» γράφεις και ιστορία;

–Θα ήταν υπερφίαλο αν έλεγα κάτι τέτοιο. Αν με έμαθε άλλωστε κάτι η δημοσιογραφία, τα τελευταία 30 χρόνια, είναι ν’ αποφεύγω τα παχιά λόγια. Το βιβλίο μου είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων το οποίο αναπτύσσεται σε ένα ιστορικό καμβά. Μελέτησα πολύ προτού μπω στην επίπονη διαδικασία της συγγραφής, όχι μόνο γιατί έπρεπε να είμαι ακριβής σε σχέση με τα γεγονότα, αλλά κυρίως γιατί επιθυμία μου ήταν να ξύσω την επιφάνεια της ιστορικής καταγραφής. Πρόκειται για μυθοπλασία, λοιπόν, η οποία ελπίζω ότι θα προσθέσει μία ψηφίδα έστω στη βαθύτερη γνώση και κατανόηση της Ιστορίας.

–Με ενδιαφέρει να μου πεις για το χτίσιμο των χαρακτήρων. Υπάρχουν καλοί και κακοί ήρωες, αδικοπραγούντες και αδικημένοι; Δυσκολεύτηκες να τους καταλάβεις; Παρασύρθηκες κάποια στιγμή να πάρεις το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς της ιστορίας;

–Αν πέσεις στην παγίδα να χωρίσεις τους ήρωες σε καλούς και κακούς θα μοιάζουν με καρικατούρες. Με περιγράμματα ανθρώπων δηλαδή, που απλώς ενδύονται την αληθινή ζωή. Εγώ ζω με τους ήρωές μου και προσπαθώ να διεισδύσω στην ψυχοσύνθεσή τους. Δεν είναι πάντοτε εύκολο πίστεψέ με. Στην περίπτωση της Χλόης έπρεπε να σκάψω βαθιά για να κατανοήσω τον πόνο που κρύβει μέσα της μια τέτοια γυναίκα πίσω από κέλυφος της «κανονικότητας». Η πιο δύσκολη περίπτωση βεβαίως ήταν ο Τούρκος βιαστής της τον οποίο σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να αποτυπώσω μονοσήμαντα. Ο Αχμέτ Ντογάν είναι ένας άντρας με μια ζωή πριν και μια ζωή μετά τον βιασμό. Πήγα στην Κωνσταντινούπολη και αναζήτησα τα πατήματά του σε μια προσπάθεια να καταλάβω πως ένας άνθρωπος διαχειρίζεται ένα τόσο βεβαρημένο παρελθόν. Ο ρόλος της λογοτεχνίας κατά την άποψή μου δεν είναι να δικάσει, αλλά να εξερευνήσει τα σκοτάδια της ψυχής ενός τέτοιου κατά τεκμήριο σύνθετου ήρωα.

–Κάθε ήρωας του βιβλίου είναι και ένας τόπος, μία εθνικότητα ή μια ταυτότητα, αν θες… ισχύει;

–Οι συμβολισμοί σε ένα βαθμό είναι θεμιτοί, εξ ου και ένα βιβλίο επιδέχεται πολλών και διαφορετικών αναγνώσεων. Το ζητούμενο για μένα ήταν να μιλήσω για αρχετυπικές έννοιες όπως η μνήμη και η πατρίδα. Ο καμβάς είναι αναγνωρίσιμος: ο τόπος Κύπρος. Οι ήρωες είναι οικείοι: ο καθένας από εμάς εκεί έξω. Η συγγραφική πρόθεση όμως υπερβαίνει και τα σύνορα του τόπου και την οικειότητα των χαρακτήρων.

–Γιατί η οδός Κλήμεντος και η Λάπηθος είναι οι βασικοί κυπριακοί τόποι;

–Η Κλήμεντος είναι ένας από τους δρόμους όπου μπορούμε ακόμα να αισθανθούμε την αύρα της παλιάς Λευκωσίας. Είναι επίσης μέρος των αναμνήσεών μου γιατί εκεί, τη δεκαετία του ’70, έμεναν οικογενειακοί μας φίλοι και με θυμάμαι να παίζω στην αυλή τους. Αυτές οι αναφορές με βοηθούν να μπαίνω στο κλίμα της εποχής και να αφουγκράζομαι τις ανάσες των ηρώων μου. Το ίδιο και η Λάπηθος, γιατί εκεί πριν από τον πόλεμο κάναμε διακοπές. Όταν πλάθω την ιστορία με βοηθά να πιάνομαι από τα ξέφτια του παρελθόντος.

Ο μεγάλος εχθρός μας είναι ο χρόνος που τα φθείρει όλα

–Ό,τι έγινε συνέβη σε τρεις σκάλες γης στη Λάπηθο… τι φταίει και δεν μπορούμε να τα βρούμε ούτε με τους Τ/κ ούτε και μεταξύ μας; Ερίζουν όλοι απλώς για τρεις σκάλες γης;

–Θα μπορούσαμε να μιλάμε επί ώρες για το τι φταίει ή για το τι έφταιξε, από το ’60 και έπειτα, ώστε να οδηγηθούμε σε αυτό το αδιέξοδο. Το θέμα δεν είναι να μοιράσουμε τη γη αλλά αν αντέχουμε την ιδέα της κοινής πατρίδας. Από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε και μετά να συζητήσουμε τα πρακτικά, περί λειτουργικότητας και βιωσιμότητας της λύσης. Ο μεγάλος εχθρός μας είναι ο χρόνος που τα φθείρει όλα.

–Η Χλόη και η Έζρα έχουν μνήμες από τις ίδιες τρεις σκάλες… πώς κατάφερες να τις αποκωδικοποιήσεις και να τις εξορθολογίσεις;

–Αυτό είναι ένα από τα πιο ευαίσθητα θέματα που αγγίζει το βιβλίο. Το κορίτσι που μεγαλώνει στο δωμάτιο της Χλόης γεννήθηκε μετά την εισβολή και ό,τι ξέρει από πατρίδα είναι αυτές οι τρεις σκάλες γης. Η Χλόη, πάλι, εγκατέλειψε σε εκείνες τις τρεις σκάλες τον έφηβο εαυτό της διαλυμένο σε χίλια κομμάτια. Δεν δίνω μασημένες απαντήσεις και δεν κουνάω διδαχτικά το δάχτυλο στον αναγνώστη. Τον αφήνω να σκεφτεί και να προβληματιστεί ισορροπώντας ανάμεσα σε αυτό το διχασμό: από τη μια η λογική και από την άλλη το συναίσθημα.

–«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί»… πονάει ίσως ακόμα γιατί οι πληγές από την ταραχώδη περίοδο 1963-1974 παραμένουν ανοικτές και χωρίς διάθεση να θεραπευτούν;

–Οι πληγές δεν κλείνουν με ευχολόγια ούτε με πατριωτικούς δεκάρικους. Αν θέλουμε να γυρίσουμε σελίδα οφείλουμε να μάθουμε πρώτα από όλα την ιστορία του τόπου μας. Να μην μας φοβίζει η βαρβαρότητα των γεγονότων, ακόμα και αυτών που βαραίνουν τη δική μας πλευρά. Δεν πρόκειται για συμψηφισμό, αλλά για γνώση της Ιστορίας. Η λογοτεχνία μπορεί να συμβάλει σε αυτό φωτίζοντας τα αθέατα.

–Τι σημαίνει μνήμη, και πώς μπορούμε να πάμε παρακάτω; Η Χλόη πήγε παρακάτω;

–Οι περισσότεροι προχώρησαν, η Χλόη όχι. Κι όταν λέω οι «περισσότεροι» δεν αναφέρομαι μόνο στους ήρωες του βιβλίου αλλά όλους εμάς που επιλέξαμε να βαδίσουμε προς τα κει που μας πήγαινε η ζωή. Άλλοτε υποκρινόμενοι πως δεν θυμόμαστε και άλλοτε μηρυκάζοντας τα ίδια και τα ίδια. Η Χλόη, βαθιά τραυματισμένη μέσα της, πορεύτηκε στιγματισμένη από μια συναισθηματική αναπηρία. Δεν ξέχασε, επειδή πολύ απλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Όπως το παιδί που γέννησε εντέλει, καρπό μιας ανομίας, γιατί όπως εξομολογήθηκε στον πατέρα της, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, «και να το ρίξω αυτό θα συνεχίζει να μεγαλώνει στο κεφάλι μου».

–Ποιος είναι ο στόχος του βιβλίου; Να ειπωθούν έστω και λογοτεχνικά τα ανείπωτα; Το τραύμα του βιασμού, η απανθρωπιά κτλ. ή απλώς να θίξεις έννοιες όπως μνήμη, ταυτότητα που ίσως τρομάζουν, αν ειπωθούν αλλιώς;

–Εγώ αφηγούμαι την ιστορία μιας γυναίκας που στιγματίστηκε από ένα βαθύ τραύμα. Η Χλόη είναι στο επίκεντρο, οι άγρυπνες νύχτες της, οι φόβοι της, οι εφιάλτες της, η τοξική σχέση με τη μάνα της και η ψευδαίσθηση πως αν αντικρύσει τον βιαστή της στα μάτια θα φωτιστούν τα σκοτάδια της ψυχής της. Την ίδια ώρα διαπερνούν το βιβλίο τα υπόγεια ρεύματα της Ιστορίας, τα ανείπωτα όπως λες, που σημάδεψαν τον τόπο. Έχεις δίκιο ότι η αλήθειες τρομάζουν αλλά δεν είναι καιρός πια, κοντά μισό αιώνα από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι, να ενηλικιωθούμε επιτέλους;

–Πώς ανεβαίνει κανείς τις σκάλες της ιστορίας, στην Κύπρο νομίζω είμαστε ακόμη στο ισόγειο;

–Διάβασμα, ψάξιμο, αυτογνωσία και ανοιχτά αυτιά για να ακούσουμε τις ιστορίες των άλλων. Ακόμα και των απέναντι… Γιατί τι είναι τελικά το μεγάλο κάδρο της Ιστορίας Απόστολε; Μυριάδες ψηφίδες από μικρές προσωπικές ιστορίες που ζουν και αναπνέουν γύρω μας. Έχουμε υποχρέωση, απέναντι κυρίως στις νέες γενιές, να μην κρυβόμαστε από την αλήθεια. Γιατί όπως λέει σε ένα στίχο του ο Γιώργος Μολέσκης: «ο τόπος μας είναι μικρός και μας μικραίνει επικίνδυνα». Αυτή την παγίδα μας βοηθά να αποφύγουμε η λογοτεχνία.

–Θα ήθελα να μου σχολιάσεις τη σχέση του «Hotel National» και του «Τρεις σκάλες ιστορίας» και την αντίκρισή τους από το κοινό… έτυχαν νομίζω διαφορετικής πρόσληψης…

–Κατ’ αρχάς, με το «Hotel National» συστήθηκα στο κοινό ως συγγραφέας. Και εκείνο ήταν μυθοπλασία σε ένα ιστορικό επίσης πλαίσιο. Η ουτοπία του υπαρκτού σοσιαλισμού και οι διαψεύσεις της Αριστεράς αποτελούν την ψίχα του βιβλίου. Η υποδοχή ήταν θερμή, όμως δεν μπορώ να τη συγκρίνω με αυτό που εισέπραξα στο «Τρεις σκάλες Ιστορία». Από τον περασμένο Νοέμβριο που κυκλοφόρησε το βιβλίο η «επιστροφή» που έχω είναι συγκινητική. Πολλά μηνύματα, τα περισσότερα συναισθηματικά φορτισμένα, καθώς στο βιβλίο ο καθένας προβάλλει κομμάτια του εαυτού του. Χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί αυτή η υποδοχή, σε Κύπρο και Ελλάδα, ήταν η αιτία για να εξαντληθεί η πρώτη έκδοση προτού κλείσει ένας χρόνος από την κυκλοφορία του βιβλίου. Αυτές τις ημέρες κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοση στην Αθήνα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.