bookpress.gr, Μάρτιος 2022

bookpress.gr, Μάρτιος 2022

Κυπριακή πεζογραφία και Ιστορία: Μια σχέση τραύματος

Μέσα από το έργο έξι νέων πεζογράφων από την Κύπρο, αναδεικνύονται οι ισχυροι δεσμοί της κυπριακής πεζογραφίας με την ιστορία του νησιού, καθώς και η πολυδιάστατη και απενοχοποιημένη αποτύπωσή της.

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

Βλέπουμε τον τελευταίο καιρό μια ποσοτική –και ποιοτική– άνθιση της κυπριακής πεζογραφίας, με ονόματα που περνάνε τα σύνορα και γίνονται αποδεκτά και στον ελλαδικό χώρο. Πέρα από τα Βραβεία Λογοτεχνίας Κύπρου, στα οποία εύλογα αναδεικνύονται, τα βιβλία κυπρίων συγγραφέων εντάσσονται στις μικρές λίστες και των ελλαδικών βραβείων (λ.χ. του Αναγνώστη και των Κρατικών), κρίνονται θετικά από τους ημεδαπούς κριτικούς, δεξιώνονται ως κομμάτι της ευρύτερης ελληνικής (βλ. ελληνόφωνης) λογοτεχνίας, όχι ως συμπαθές παρακλάδι αλλά ως αξιόλογος βραχίονας.

Το εκφράζει πολύ καλά ο Αντώνης Πετρίδης (2019): «Αυτή τη στιγμή δραστηριοποιείται στην Κύπρο μια εξόχως δυναμική γενιά ποιητών, πεζογράφων και θεατρικών συγγραφέων, η οποία κινείται στην ηλικιακή ομάδα των 30-50. Οι συγγραφείς αυτοί αναζητούν νέα θεματολογία (πέρα και συχνά μακριά από την εμμονή στο ιστορικό τραύμα του τόπου) και προβάλλουν πιο συντονισμένοι με τα διεθνή ρεύματα. Αυτή η εξωστρέφεια καθιστά την τρέχουσα λογοτεχνία μας πιο πολυπρόσωπη, ευρεία και λιγότερο τοπικιστική στη θεματολογία και τους τρόπους της από ό,τι υπήρξε στο παρελθόν. Οι σύγχρονοι συγγραφείς δείχνουν να μην διακατέχονται πια στον ίδιο βαθμό από το άγχος της “κυπριακότητας”, είτε με τη θετική του έννοια (να αναδείξω την ιδιοπροσωπία του τόπου ως ιδιοπροσωπία του έργου) είτε με την αρνητική (να αποδείξω ότι το περιφερειακό δεν είναι περιθωριακό). Η κυπριακή λογοτεχνία σήμερα βγαίνει προς τα έξω από κάθε άποψη. Την ίδια στιγμή, το κατεξοχήν κυπριακό στίγμα της λογοτεχνία μας, η διάλεκτος έχει παρουσία πιο έντονη από ποτέ. Η χρήση της κυπριακής διαλέκτου έχει απενοχοποιηθεί και επεκταθεί σε καινούρια συμφραστικά πλαίσια εντός των έργων· δεν είναι πια μια εν πολλοίς πλαστή λογοτεχνική ιδιόλεκτος που χρησιμοποιείται σαν ηθογραφική πινελιά ή ταυτίζεται με συγκεκριμένα genres και λογοτεχνικούς τρόπους, αλλά απηχεί πιο γνήσια και ελεύθερα το ομιλούμενο ιδίωμα με τα υβριδικά του χαρακτηριστικά».

Τα έργα κυπρίων δημιουργών, λοιπόν, δεν περνάνε απαρατήρητα, ακριβώς χάρη στα γνωρίσματα που διευρύνουν την ενδολογοτεχνική και εξωλογοτεχνική προβληματική τους, και οι δημιουργοί τους αποκτούν όλο και περισσότερο ισχυρή θέση στον ελληνικό Κανόνα. Μπορούμε να αναζητήσουμε ένα εφαλτήριο όριο, το οποίο επέδρασε στην άνοδο των κυπριακών φωνών στα ελληνικά γράμματα τον τελευταίο καιρό; Μπορούμε να αναγνωρίσουμε χαρακτηριστικά της γραφής τους που κερδίζουν εύφημες μνείες και συστήνουν την κυπριακή ιδιαιτερότητα;

Η Βασιλική Σελιώτη στην εξαιρετική μελέτη της Λογοτεχνία και τραύμα. Το 1974 στην κυπριακή και ελλαδική λογοτεχνία (Επίκεντρο, 2021) θεωρεί καθοριστικό μεταίχμιο το 2003, όταν οι τουρκοκυπριακές αρχές επέτρεψαν την επίσκεψη των εκτοπισμένων ελληνοκυπριακών οικογενειών στα Κατεχόμενα. Αυτή η κίνηση αναμόχλευσε αναμνήσεις και έξυσε το κατασταλαγμένο τραύμα, με αποτέλεσμα νεαρότεροι σε ηλικία πεζογράφοι να υιοθετήσουν τη μεταμνήμη και να αναστοχαστούν στο κυπριακό είναι και γίγνεσθαι (Σελιώτη 2021: 274).

Όποιος ανατρέξει στα έργα της τελευταίας εικοσαετίας (με όριο το 2003), θα συνειδητοποιήσει ότι βασικά γνωρίσματα της κυπριακής πεζογραφίας είναι η Ιστορία, η εσωτερικότητα και η διάλεκτος.

Από το 1925, όταν η μεγαλόνησος ανακηρύχθηκε αποικία του Βρετανικού στέμματος, έως το 1960, όταν η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της, ο αγώνας κατά των κατακτητών Βρετανών ήταν το ηρωικό πλαίσιο της κυπριακής ιστορίας. Κι έπειτα τα ρευστά χρόνια της ηγεσίας του Μακάριου μέχρι το οριακό 1974, που διχοτόμησε το νησί. Όλα αυτά τα ιστορικά ορόσημα αποτέλεσαν τη διαρκή ύλη της κυπριακής σκέψης που γέννησε μια λογοτεχνία ιστοριοκεντρική: ο αγώνας κατά των Άγγλων αλλά και το βαθύ τραύμα τής μετα-Αττίλα εποχής.

Ιστορικά προσανατολισμένα είναι τα έργα που ξαναβλέπουν την πολιτική στο νησί, αναδεικνύοντας τον ηρωισμό αλλά και τα πάθη των Κυπρίων, τόσο απέναντι στην Αγγλοκρατία, όσο και απέναντι στην τουρκική εισβολή και κατάκτηση. Ο εθνικός χαρακτήρας τέτοιων προσεγγίσεων συναντά το θέμα της ταυτότητας, καθώς ο Ελληνοκύπριος διατηρεί την ελληνική του συνείδηση, αλλά συνάμα επιζητεί διά των αντιθέσεων να διερευνήσει την έννοια της κυπριακότητας. Εφόσον, όμως, η κυπριακότητα ανήκει στον ευρύτερο ελληνισμό, πώς διαφέρει από την ελλαδική ιδιοσυστασία; Και πώς η ξεχωριστή ιστορία της Μεγαλονήσου, με τα στρώματα οθωμανικού παρελθόντος, αγγλικής κουλτούρας και ελληνικής παράδοσης, διαμορφώνει το σημερινό κυπριακό είναι;

Σ’ αυτόν τον προβληματισμό εντάσσεται και η χρήση της κυπριακής διαλέκτου. Η τάση αυτή –της χρήσης δηλαδή διαλεκτικών και ιδιωματικών στοιχείων στα λογοτεχνικά έργα– παρατηρείται βέβαια και σε ελληνικά μυθιστορήματα (πρόκειται για μια αναγωγή στο τοπικό διά της γλώσσας: Περαντωνάκης, 2016), αλλά στην Κύπρο, η οποία είναι ανεξάρτητο κράτος, αποκτά άλλου είδους διαστάσεις. Η ντοπιολαλιά αφενός ορθώνει το δικό της ανάστημα ως φορέας παράδοσης, ιστορίας και τοπικής κουλτούρας, που επαναφέρει στο προσκήνιο της λογοτεχνίας τον προφορικό λόγο και δη τους θρύλους, τις αντιλήψεις και τις βαθιά χωνεμένες εμπειρίες των Κυπρίων («H διάλεκτος στην Kύπρο είναι αίμα ζωντανό στις φλέβες όλου του γνήσιου πληθυσμού, δεν απονεκρώθηκε· τότε γιατί να περιθωριοποιηθεί;»: Vitti, 2007).

Αφετέρου, αναδεικνύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του νησιού σε σχέση με τη μητέρα και ομόγλωσση Ελλάδα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Χρίστος Κυθρεώτης (2015) για την Αϊσέ της Κωνσταντίας Σωτηρίου: «Η πολυμορφία εξάλλου εκτείνεται και στο γλωσσικό πεδίο, αφού η πλειονότητα των εμβόλιμων μερών παρατίθεται στην κυπριακή διάλεκτο, γεγονός που, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο ορισμένων εξ αυτών, τονίζει την κυπριακή ιδιαιτερότητα και μοιάζει να υπαινίσσεται την ύπαρξη μια παράλληλης, διακριτής, καθαρά κυπριακής ταυτότητας».

Τέλος, μπορώ να παρατηρήσω ότι η εξωτερική δράση περιορίζεται προς όφελος της εσωτερικής. Με άλλα λόγια, το βάρος δεν πέφτει στα γεγονότα, τα οποία ως ιστορικά δεδομένα έχουν τη δική τους εξωλογοτεχνική υπόσταση, αλλά στο πώς τα βιώνουν οι χαρακτήρες, πώς τα εκφράζουν με μοιρολόι ή με εσωτερικό μονόλογο, πώς τα εσωτερικεύουν, ώστε να τα ζυμώσουν μέσα τους κι έτσι να θεραπευτούν μέσω μιας προσωπικής αυτοψυχανάλυσης και ενδοσκόπησης.

❈ ❈ ❈

Ας σταθούμε σε ορισμένα έργα που δείχνουν τις τάσεις αυτές αλλά και την επίμονη προσπάθεια των κυπρίων πεζογράφων να κατοχυρώσουν την επικράτειά τους στο ευρύτερο ελληνικό λογοτεχνικό γίγνεσθαι.

Τρεις γυναίκες συγγραφείς

Η Λουίζα Παπαλοΐζου (1972) δίνει το 2020 Το Βουνί (Το Ροδακιό), ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που διατρέχει τον 20ό αιώνα μέχρι πριν από την εισβολή των Τούρκων. Επομένως, αναφέρεται στην περίοδο όταν η Κύπρος ήταν ενιαία, για μεγάλο διάστημα υπό τη βρετανική κατοχή και για μια δεκαετία περίπου ανεξάρτητο κράτος: από τον θαλασσινό και κοσμοπολίτη ναυτικό Ξενή, που επιστρέφει το 1970 στο βουνίσιο και συντηρητικό χωριό του στα όρια της Τηλλυρίας, μέχρι την Κόρη, τη Ροδού η οποία ζει στην ενδοχώρα του κόλπου του Μόρφου, σε μια οικογένεια χωρική, πατριαρχική και ασφυκτική, και τον Σουηδό αρχαιολόγο που στα 1928-1929 σκάβει στο Βουνί, για να φέρει στο φως τις αρχαιότητες, στις οποίες πολλοί βλέπουν το επιχείρημα για την απελευθέρωση της νήσου.

Το Βουνί (δηλαδή μικρό βουνό) λειτουργεί συνεκδοχικά για να δηλώσει όλη την Κύπρο σε όλη την ιστορία της. Γίνεται το πεδίο όπου η τοπική παράδοση συναντά τον κοσμοπολιτισμό, οι ντόπιοι τους ξένους, ο ορεινός όγκος τη θάλασσα, οι Έλληνες συμβιώνουν με τους Τούρκους, το παρόν διασταυρώνεται με το άμεσο παρελθόν αλλά και την απώτατη αρχαιότητα, η καθημερινότητα στίζεται από την Ιστορία. Είναι, λοιπόν, το μυθιστόρημα, στην αποσπασματική και πολύτροπη μορφή του, ένα έργο που εκφράζει την πολυδιάστατη αλλά και διχοτομημένη –πριν κι από τον Αττίλα– «κυπριακότητα»;

Η Αυγή Λίλλη (2021) απαντά: «Το Βουνί συγχωνεύοντας τις αφηγηματικές φωνές σε έναν γραμμικό αντίστροφο ορίζοντα, ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και πηγαίνοντας προς τα πίσω, μέχρι το 1928, […] προβάλλει σφαιρικά την κυπριακή συνθήκη των νησιωτών που είναι κατά βάθος ευάλωτα και άγρια βουνίσιοι, των διχαστικών ιδεολογιών τους και του πόθου της Ενώσεως απέναντι στην ανάγκη και στον φόβο της ελευθερίας, της ρευστής και αμφισβητούμενης ταυτότητας των αιώνιων υποδουλωμένων, μιας εύφλεκτης “κυπριακότητας”, η οποία όμως ορίζεται πρωτίστως από τα γηγενή συστατικά του τόπου».

Επομένως, ίσως μόνο με μια τέτοια σύνθεση, σπονδυλωτή, πολυφωνική, φυγόκεντρη, μπορεί να αναδειχθεί η Ιστορία ως άξονας δράσης αλλά και ζωής. Η Κύπρος είναι ένας διαρκής χρονότοπος, όπου όσο αλλάζει ο χρόνος, αλλάζει και ο τόπος, αποκτά πιο σύγχρονα χαρακτηριστικά αλλά συνάμα επιστρέφει συνεχώς σε ένα παλιό, στατικό status quo, πιο πολύ πολιτισμικό παρά ιστορικό. Σημειώνει μάλιστα χαρακτηστικά η ίδια η συγγραφέας σε συνέντευξή της: «Όταν ξεκινάς να γράψεις ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται την έννοια του “τόπου”, αργά ή γρήγορα ανακαλύπτεις πως βρίσκεσαι στην επικράτεια της Ιστορίας. Ειδικά στα “μέρη μας” θα έλεγα, όπου είναι μάλλον αδύνατο να ξεμπλέξει κανείς από τα πλοκάμια της Ιστορίας. Η εστίαση στις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, ειδικά στα χρόνια πριν από το ’74 –χρονολογία που σηματοδοτεί τη βίαιη ρήξη στο σώμα του χρόνου και του τόπου– ήταν ένας τρόπος για να δώσω σάρκα και οστά σε κάποια από τα ερωτήματα που θέτει το βιβλίο. Όχι για τα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά –η διερεύνηση των γεγονότων δεν είναι η εστίαση της λογοτεχνίας– αλλά για τη σαρωτική δύναμη της Ιστορίας, για το αποτύπωμά της πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη αλλά και στον ίδιο τον τόπο» (Παναγιώτου, 2021). Η Κύπρος είναι κάθε φορά άλλη, άλλη για τους ντόπιους, που ζουν αέναα εκεί, άλλη για τους Κύπριους που γυρίζουν απ’ έξω, άλλη για τους (βορειοευρωπαίους) ξένους, που ζουν το μεσογειακό όνειρο σε έναν βραχώδη τόπο.

Η Λουίζα Παπαλοΐζου, λοιπόν, αναμειγνύει τα χαρακτηριστικά που εντόπισα σε πολλά έργα της κυπριακής λογοτεχνίας: τη σύμπραξη/συμπαράθεση πολλών μεμονωμένων αφηγήσεων, την Ιστορία ως γρανάζι πάνω στην οποία τριγυρίζουν οι ήρωες, την κυπριακή διάλεκτο που μονοπωλεί τον λόγο της Ροδούς στο δεύτερο μέρος και την εσωτερικότητα, τόσο στον εσωτερικό μονόλογο του Ξενή και της Κόρης, όσο και στις ημερολογιακές καταγραφές του Σουηδού.

Ανάλογη κατάτμηση και πολυτροπικότητα επιχειρεί στη μικρότερη σε έκταση νουβέλα της η Νάσια Διονυσίου (1979) στο Τι είναι ένας κάμπος (Πόλις, 2021). Ο βασικός κορμός της υπόθεσης τοποθετείται στα 1947, όταν Εβραίοι εκτοπισθέντες διαβιούν σε ένα στρατόπεδο (camp στα αγγλικά, εξού και «κάμπος» στην κυπριακή ντοπιολαλιά), μέχρι να βρεθεί μια λύση και να μεταφερθούν στο υπό διαμόρφωση ισραηλινό κράτος. Αφηγητής είναι ο Φαίδων, ένας ντόπιος δημοσιογράφος, που παίρνει άδεια για να μιλήσει με τους Εβραίους και να αποτυπώσει στην εφημερίδα του τις εμπειρίες και τα όνειρά τους, τις περιπέτειες και τα συναισθήματά τους στον απόηχο του Ολοκαυτώματος.

Η αφήγηση του Φαίδωνα, που συνοψίζει, ανακλά και εντέλει αναμεταδίδει τη ζωή και τις αγωνίες των κρατούμενων, περιλαμβάνει λόγια και αντίλαλους από τους Εβραίους στο αλβανικό μέτωπο, τις διώξεις τους από τους Γερμανούς Ναζί στην Κεντρική Ευρώπη, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα τωρινά αιτήματά τους για μια αξιοπρεπή διαβίωση, τη Συναγωγή και την ιερή μέρα του Σαββάτου, τα παιδικά όνειρα και τις ελπίδες των μεγάλων για μετοίκηση στην «πατρώα γη». Και πάνω σ’ αυτόν τον κορμό χαράζονται εγκάρσια τρεις ένθετες ιστορίες, μιας χωρικής η οποία υποθάλπει στο σπίτι της έναν Γερμανό αιχμάλωτο που δραπέτευσε, μιας Εβραίας από τη Θεσσαλονίκη, που αναθυμάται τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η οποία κατέκαψε τον εβραϊκό μαχαλά, και ενός οδηγού, που πήρε κρυφά μερικά παιδιά για να γευτούν τη μαγεία ενός πορτοκαλεώνα.

Το κυπριακό τοπίο, η οπτική γωνία ενός Κυπρίου, η χρήση της τοπικής διαλέκτου αλλά και των σεφαραδίτικων στίχων, η αντίστιξη των Εβραίων με τους ντόπιους και η μοίρα των δύο λαών υποβάλλει την αίσθηση ότι οι δύο κισσοί που συμπλέκονται μιλάνε από κοινού τόσο για το Ολοκαύτωμα όσο και για την κυπριακή ιστορία, από τους Άγγλους αποικιοκράτες στους Τούρκους εισβολείς. Οι Γερμανοί ναζιστές και οι Άγγλοι υπεύθυνοι του στρατοπέδου είναι οι ίδιοι –με άλλο όνομα και άλλες τακτικές– που καταπιέζουν το αίσθημα του κυπριακού λαού.

Από γυναίκα σε γυναίκα (Λ. Παπαλοΐζου, Ν. Διονυσίου) προχωράμε ανάδρομα σε μια τρίτη συγγραφέα θηλυκού γένους, αλλά και σε γυναίκες αφηγήτριες, που εκφράζουν τη διπλή υποταγή, στον εχθρό και στον άνδρα, καθώς οι έμφυλες ιεραρχήσεις αντανακλούν και την κάθε είδους εξουσία και καταπίεση. Αναφέρομαι στην τριλογία της Κωνσταντίας Σωτηρίου (1975) Η Αϊσέ πάει διακοπές (Πατάκης, 2015), Φωνές από χώμα (Πατάκης, 2017) και Πικρία χώρα (Πατάκης, 2019).

Στο πρώτο βιβλίο, μια Ελληνοκύπρια, η Ελένη, παντρεύεται μουσουλμάνο και αλλάζει το όνομά της σε Χατισέ. Με αυτόν τον τρόπο εισέρχεται στην κουλτούρα της τουρκοκυπριακής κοινότητας, μένει στη βόρεια («κατεχόμενη») πλευρά του νησιού, ώσπου ο γιος της το 2004, όταν ανοίγουν τα οδοφράγματα προς κι από τα Κατεχόμενα, μαθαίνει την ιστορία της που ως τότε αγνοούσε. Στις Φωνές από χώμα κυριαρχεί ο μονόλογος της Τουρκοκύπριας πόρνης Τζεμαλιγιέ πίσω στα 1963, και μια σειρά μικρότερων αφηγήσεων από Ελληνοκύπριες γυναίκες. Καθεμιά εκφράζει από τη δική της σκοπιά τις διακοινοτικές διαμάχες στα πρώτα χρόνια του ελεύθερου Κυπριακού κράτους, με αφηγήσεις που εκφράζουν λιγότερο την πολιτική-εθνική σύγκρουση και περισσότερο την ανθρώπινη ματιά. Και τέλος στην Πικρία χώρα ακούμε στον μονόλογο της Σπασούλας το μοιρολόι για τον Γιωργάκη, τον γιο της, που έχει πεθάνει άδικα, κι απ’ την άλλη, παρακολουθούμε τον επικείμενο θάνατό της, ο οποίος ενισχύει τη σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν.

Στα βιβλία της η Κωνσταντία Σωτηρίου θέτει στο επίκεντρο τη διπλή αίσθηση συντριβής τόσο των Κύπριων γενικά όσο και των γυναικών ειδικότερα. Επομένως, μέσω της επικάλυψης των συστημάτων καταπίεσης, ορθώνεται η κυπριακή τραγωδία ως τραύμα τόσο των ντόπιων ενώπιον των εισβολέων όσο και των γυναικών απέναντι στην ανδρική επιθετικότητα. Φαίνεται πως η γυναικεία οπτική αντανακλά όχι μόνο τον πόνο των αμάχων για τις απώλειες των ανδρών, αλλά και τον ανθρώπινο θρήνο απέναντι στα δεινά της Ιστορίας. Έτσι, ο πόνος τους ορθώνει έναν αντιπολεμικό παιάνα, μια κραυγή οδύνης, η οποία διατυμπανίζει τον φιλειρηνικό της σκοπό (Σελιώτη, 2021: 340-348).

Στις Φωνές από χώμα οι αλήθειες ευάριθμων γυναικών, «επωασμένες μέσα σ’ αυτόν τον αμιγώς γυναικείο μικρόκοσμο, κάτω από την πίεση και τον σκληρό ανταγωνισμό ενός ισχυρότερου και ανδροκρατούμενου, θα εξωθούνται συνεχώς είτε σε οδυνηρή μετάλλαξη είτε στη σιωπή και τον αφανισμό» (Φάντη, 2017). Στα λόγια τους «αντιπαρατίθεται ένας ευγενέστερος και συνετός “κόσμος των γυναικών” απέναντι στη διαμάχη, τη βία, τον φανατισμό και τη διαίρεση, που περιγράφονται στο βιβλίο ως “έργα των αντρών”» (Κυθρεώτης, 2017).

Αυτή η γυναικεία, αντιπολεμική, ανθρώπινη ματιά κορυφώνεται στην Πικρία χώρα, όπου το σπίτι και οι δραστηριότητες, ο γυναικείος κόσμος ως απόηχος της μάχης αλλά πιο πολύ ως φορέας του θρήνου, προσδένει το εθνικό στο άρμα του ανθρώπινου. «Η έμφυλη διάσταση, με έμφαση στη δύναμη της μητρότητας και τη δυναμική της γυναικείας αφήγησης, λειτουργεί ενοποιητικά στα βιβλία της τριλογίας, καθώς διακλαδώνεται με το ευρύτερο ζήτημα της ταυτότητας, αυξανόμενα με την υπαρξιακή διάσταση −δημιουργώντας σύνθετα μεταιχμιακά πεδία διερώτησης−, αλλά και στην Πικρία χώρα, με μια σπουδή στην ενοχή και την αμαρτία, όπου καμιά απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη, παρά τις σαφείς πολιτικές αιχμές. Η διακριτή αυτή γυναικεία οπτική στην Σωτηρίου προκύπτει λιγότερο από μια ουσιακού τύπου θεώρηση και περισσότερο από μια διαφορετική (ως προς την αντρική) συνείδηση ή θέση, η οποία εδράζεται στη βιωμένη εμπειρία του θηλυκού υποκειμένου» (Δημητρίου, 2020).

Επομένως, η Ιστορία εξιστορείται όχι από την επίσημη σκοπιά των πολιτικών και στρατιωτικών μαρτυριών, αλλά από την οπτική της εκτός των γεγονότων γυναίκας. Ωστόσο, κανείς αναγνώστης δεν αγνοεί –κι αυτό συμβαίνει επειδή τα ίδια τα κείμενα τις υποδηλώνουν– τις παραμέτρους που προκάλεσαν το τραύμα και τις συνθήκες μέσα στις οποίες ο θρήνος γίνεται σπαραγμός. Η ιστορία, όμως, αυτή παρουσιάζεται διυλισμένη μέσα από το πρίσμα των απλών ανθρώπων κι έτσι αμβλύνονται οι εθνικές κορώνες υπέρ της ιστορίας της καθημερινότητας, θύμα κι αυτή της Ιστορίας του πολέμου. Σε παραλληλία με τη σύγχρονη ιστοριογραφία που γράφεται «από κάτω», στη μορφή της «προφορικής ιστορίας» (Λιάκος, 2007: 171 και Σαλβάνου, 2021: 119-124), η λογοτεχνία δεν αγνοεί τον απλό άνθρωπο και τον πόνο του, που εμφαίνει –ίσως πιο δυνατά– το ιστορικό τραύμα.

Για να εκφράσει αυτόν τον αφανή λόγο η συγγραφέας χρησιμοποιεί την πολυφωνία και την αποσπασματικότητα, την ειδολογική μείξη και τη ρητή ή υπόρρητη παρουσία παραθεμάτων, την ποικιλία προσώπων και ρηματικών εκφορών, καθώς διάφορες γυναίκες ορθώνουν τη δική τους θρηνητική γραφή, και τον συνειρμικό λόγο, με «τις θρυμματισμένες σκέψεις και τις αποσιωπημένες μνήμες» της Αϊσέ, της οποίας ο λόγος «είναι προφορικός, λιτός, τελετουργικός, τραυλίζει, διστάζει, ανακυκλώνεται, τραγουδιέται, μοιρολογεί, γίνεται πανανθρώπινος. Είναι δραματικός χωρίς να είναι μελοδραματικός» (Γρηγοριάδης, 2016). Χρησιμοποιεί την ποιητικότητα, τον λόγο του μοιρολογιού, τον θεατρικό σπαραγμό, δείγματα εσωτερικότητας και γυναικείας οπτικής γωνίας. Δεν λείπει φυσικά η χρήση της κυπριακής διαλέκτου, που εντείνει την προφορικότητα, «η οποία εκπορεύεται από μια αυστηρά γυναικεία γενεαλογία και φαντασιακό, ανοικειώνει συμβολικά το κείμενο και εισάγει, κατ’ ουσίαν, τη μεταφυσική μέσα στη φυσική ροή της ιστορίας» (Δημητρίου, 2020).

Τρεις άνδρες συγγραφείς

Στον αντίποδα των γυναικών συγγραφέων έρχονται ισάριθμοι άντρες, που πραγματεύονται την κυπριακότητα, με άλλους όρους. Δεν θα επιμείνω σ’ αυτούς όσο στις γυναίκες ομοτέχνους τους, αλλά θα παρουσιάσω εν τάχει το έργο τους, για να φανεί η ανδρική και η γυναικεία ματιά και γραφή σε ένα είδος αντίστιξης.

Αφενός, ο Κυριάκος Μαργαρίτης (1982) αναμοχλεύει τους απόηχους της τουρκικής εισβολής στο Ρέκβιεμ για τους απόντες (Ψυχογιός, 2009), τον αγώνα του ΕΟΚΑ το 1956 στο Εννέα (2021) και ανακινεί τη συνολική ιστορία της μεγαλονήσου στο Κρόνακα (Ίκαρος, 2017), όπως και ο Σωφρόνης Σωφρονίου (1976) στους Πρωτόπλαστους (Το Ροδακιό, 2015). Αφετέρου, ο Σταύρος Χριστοδούλου (1963) στις Τρεις σκάλες ιστορία (Καστανιώτης, 2020) επιστρέφει στο 1974, δηλώνοντας και πάλι ότι το κομβικό αυτό όριο στιγμάτισε τόσο την εθνική ιστορία όσο και την ατομική πολλών εκπατρισμένων.

Σε αντίθεση με τον εσωτερικό λόγο των γυναικών, σε αντίθεση με την έμφασή τους στο μικρό και καθημερινό, οι δύο πρώτοι άρρενες συγγραφείς ανάγονται στο μεγάλο, επιχειρούν φιλόδοξες μεγατοιχογραφίες, συνδέουν όλο το εύρος της κυπριακής ιστορίας με τεράστιες πινελιές. Η Κρόνακα και το Εννέα του Κυριάκου Μαργαρίτη, όπως και οι Πρωτόπλαστοι του Σωφρόνη Σωφρονίου, είναι γιγαντογραφίες που δημιουργούν τεράστια παλίμψηστα, κυρίως διακειμενικής φύσεως ο πρώτος, ιστορικής ο δεύτερος, ώστε να εντάξουν τη σύγχρονη μεταπολεμική ιστορία του νησιού στο ευρύτερο πανόραμα του κυπριακού παρελθόντος.

Ο Κυριάκος Μαργαρίτης γράφει δυο χρονικά, παρακάμπτοντας την έννοια του μυθιστορήματος. Στην ουσία γράφει ένα συνεχές παλίμψηστο, όπου η Κύπρος παρουσιάζεται ως τήξη πολλαπλών στρωμάτων, κειμένων, διακειμένων, ιστορικών γεγονότων, λέξεων και (παρ)ετυμολογήσεων, προσώπων, διαδρομών, προσωπικών βιωμάτων και μυθολογικών αναφορών. Στο Κρόνακα, η επάνοδος του πρωταγωνιστή στη χριστιανική πίστη ισοδυναμεί με την επιστροφή στην Κύπρο, στην ιστορία της και στη μεσογειακή της κουλτούρα. Η προσωπική του αντιφατικότητα αντανακλά την αντιφατικότητα της μεγαλονήσου, καθώς στην ίδια κουλτούρα ωσμώνονται ετερόκλητα στοιχεία, ντόπια και ξένα, παραδοσιακά και σύγχρονα, παρελθοντικά και παροντικά. Σ’ αυτό το βιβλίο μπορώ να αναγνωρίσω το σχέδιο, έστω κι αν είναι χαοτικό και φυγόκεντρο, ενώ στο Εννέα, που θεωρητικά πραγματεύεται κάτι συγκεκριμένο, την εκτέλεση δηλαδή διά απαγχονισμού εννέα Κυπρίων ηρώων το 1956, το κείμενο τεντώνει τα όριά του και χάνει την οργανική του ολότητα.

Το ίδιο φιλόδοξο είναι και το μυθιστόρημα Πρωτόπλαστοι του Σωφρόνη Σωφρονίου. Ο συγγραφέας συνδέει τα πρόσωπα του έργου του με το ιστορικό πλαίσιο πέντε αιώνων, από τα 1490-1511 (όταν ο Ιερώνυμος Μπος θεωρείται ότι φιλοτέχνησε τον πίνακά του «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων») μέχρι το 1947, όταν οι Βρετανοί δηλητηριάζουν τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Λεόντιο. Κι εδώ η Κύπρος, η ιστορία, η θρησκεία συνδέονται σε ένα αναπεπταμένο πλαίσιο, ενώνονται μοτίβα και χωροχρονικές συντεταγμένες, επιχειρείται μια πανοραμική θέαση της Μεγαλονήσου. Πιο προσγειωμένο σε μια ενδολογοτεχνική απόδοση του τραύματος είναι το Ρέκβιεμ για τους απόντες, όπου η διπλή δράση προσεγγίζει το παρελθόν και το αναμοχλεύει. Οι δύο απρόσμενες αναθέσεις υποθέσεων, που αναλαμβάνει ο υπαρξιακός ντετέκτιβ Αρσένιος Θησέας, αφενός αυτή της Τουρκοκύπριας Σελιχέ Ερκίν, που ψάχνει να βρει γιατί πέθανε ο παππούς της Ναχίμ Σεκί το 1962, εν καιρώ ελληνοτουρκικών εντάσεων, και αφετέρου εκείνη του μητροκτόνου Θεόφιλου Ανδρεάδη, ο οποίος, αμέσως μόλις αποκεφάλισε τη μάνα του, αναθέτει στον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος Αρσένιο Θησέα να βρει το επίμονο εκείνο «γιατί» του θανάτου της!, βάζουν έμμεσα τον δάκτυλο επί τον τύπο των (ιστορικών) ήλων.

Πιο ρεαλιστικό είναι το μυθιστόρημα Τρεις σκάλες ιστορία του Σταύρου Χριστοδούλου, ο οποίος εστιάζει στους βιασμούς νεαρών Ελληνοκύπριων κοριτσιών από τους τούρκους εισβολείς. Η πρωταγωνίστρια, η εξηντάχρονη πλέον Χλόη, εγείρει με τη ζωή της δύο «γιατί»: αφενός, γιατί άφησε το παιδί –τον καρπό του βιασμού– να γεννηθεί, ενώ όλοι συμφωνούσαν ότι οι βιασμοί δεν έπρεπε να οδηγήσουν σε παιδιά-τουρκόσπορα; Κι αφετέρου, γιατί ήθελε να ξαναδεί τον βιαστή της, ξεβάθοντας τα συντρίμμια της ψυχής της, που στην ουσία ποτέ δεν είχαν θαφτεί βαθιά;

Η εξάρτηση από την Ιστορία, νομίζω, είναι η σημαντικότερη παράμετρος που μερικές φορές κάνει την κυπριακή λογοτεχνία μονοδιάστατη. Αφενός, όσο η κυπριακότητα είναι προσανατολισμένη προς το παρελθόν, κι αυτό βαραίνει σε κάθε πράξη και σε κάθε λέξη, τότε ο αναγνώστης της τοπικής πεζογραφίας θα περιμένει δεδομένους δρόμους, τους οποίους, ακόμα κι όταν δεν συναντά, θα αξιολογεί ό,τι βρίσκει με κριτήριο το πώς, πόσο και γιατί παρεξέκλιναν από τους προδιαγεγραμμένους ιστορικούς ορίζοντες.

Όσο η πραγμάτευση της ιστορίας μεταφέρει τη ζυγαριά από τα γεγονότα και τον θρήνο στην αναμόχλευση του υποκειμένου «άνθρωπος» μέσα στο γίγνεσθαι, κι όσο αυτό το γίγνεσθαι δεν είναι μόνο ιστορικό, δεν είναι μονόπλευρα ιστορικό, τότε η κυπριακή λογοτεχνία θα εξελίσσεται. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (2021) σκέφτεται ανάλογα: «Οι πεζογράφοι της Κύπρου θέλουν τα τελευταία χρόνια να αλλάξουν ριζικά το πεδίο μιας λογοτεχνίας η οποία έμεινε επί μεγάλο διάστημα εντός των ορίων του εθνικού δράματος χωρίς να πολυψάχνει το ζήτημα της έκφρασης. […] Η Κωνσταντία Σωτηρίου […] έχει δείξει […] πως το εθνικό τραύμα μπορεί εύλογα να μην υποχωρεί, αλλά οι σημερινοί συγγραφείς αντιλαμβάνονται πλέον διαφορετικά τόσο την έννοια της Ιστορίας, που γίνεται στα βιβλία τους πρισματική και πολυδιάστατη, όσο και τους τρόπους της αφήγησης, που αποφεύγοντας να υιοθετήσουν θρηνητικούς και καταγγελτικούς τόνους, δεν ενθαρρύνουν το οιοδήποτε μίσος για τον άλλο».