Στον μυθιστοριογράφο Σταύρο Χριστοδούλου είναι αφιερωμένη η τέταρτη διάλεξη της σειράς «Όψεις της κυπριακής πεζογραφίας της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα», που διοργανώνει ο Όμιλος Λογοτεχνίας και Κριτικής.
Την εκδήλωση θα χαιρετήσει ο πρόεδρος του ΟΛΚ Λεωνίδας Γαλάζης κι έπειτα ο ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής Γιώργος Μολέσκης θα εκφωνήσει ομιλία με τίτλο «Άνθρωποι πιασμένοι στα δίκτυα της Ιστορίας».
Ακολουθεί μικρό απάνθισμα από το έργο του Σταύρου Χριστοδούλου, συζήτηση του συγγραφέα με το κοινό και αντιφώνηση από τον συγγραφέα. Την εκδήλωση συντονίζει η Στέλλα Μιλτιάδου, μέλος Δ.Σ. του Ο.Λ.Κ.
Θα δοθεί πιστοποιητικό παρακολούθησης σε όσους/όσες παρακολουθήσουν τουλάχιστον πέντε διαλέξεις της Σειράς.
Για την παρακολούθηση της εκδήλωσης, είναι απαραίτητη η συμπλήρωση δήλωσης συμμετοχής, στον σχετικό σύνδεσμο.
KEIMENO ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΟΛΕΣΚΗ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ. ΤΡΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ . ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΑΣΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΔΙΧΤΥΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Σε πέντε χρόνια, από το 2016 μέχρι το 2020, ο Σταύρος Χριστοδούλου εξέδωσε τρία μυθιστορήματα, με τα οποία καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο αξιόλογους πεζογράφους του τόπου μας. Και τα τρία μυθιστορήματα καταπιάνονται με καυτά θέματα που σημάδεψαν την εποχή μας τα τελευταία πενήντα και πλέον χρόνια: Η πτώση του κομμουνισμού και η διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ, με τις συνέπειες στις ζωές των ανθρώπων στο «Hotel National», οι οικονομικοί μετανάστες στην Αθήνα, ο κόσμος της νύχτα και του αγοραίου έρωτα, που οδηγεί ακόμη και στο έγκλημα, «Στη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», η κυπριακή τραγωδία του 1974, που σημάδεψε βαθιά τον τόπο και τις ζωές των ανθρώπων, στο «Τρεις σκάλες ιστορία».
Ο Σταύρος Χριστοδούλου πλάθει τους μύθους και τους ήρωες των έργων του από υλικά που γνωρίζει καλά και σε βάθος. Για τα όσα παρουσιάζει στο «Hotel National», με την κρυφή δράση του κομματικού μηχανισμού και τις σχέσεις που δημιουργούνται μέσα από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, θα έχει σίγουρα ακούσει πολλά από πρώτο χέρι στο οικογενειακό του περιβάλλον. Για την κρυφή ερωτική ζωή παραγόντων της Αθήνας και για τον κόσμο του περιθωρίου με τους μετανάστες, την πορνεία, αντρική και γυναικεία, που παρουσιάζει «Στη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», θα γνώρισε πολλά μέσα από τη δουλειά του ως δημοσιογράφος που έζησε και εργάστηκε για χρόνια στην Αθήνα. Στο έργο «Τρεις σκάλες ιστορία» μιλά για τα γεγονότα του πραξικοπήματος, της εισβολής και για τα όσα ακολούθησαν, από τότε μέχρι σήμερα. Γενικά η εξέλιξη του μύθου και στα τρία μυθιστορήματα χτίζεται, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από την πρόσληψη των γεγονότων από τους πρωταγωνιστές και τον τρόπο που τα βιώνουν. Όλοι τους είναι άνθρωποι πιασμένοι στα δίχτυα της ιστορίας.
Στο «Hotel National» η αρχή της ιστορίας τοποθετείται στα 1957, τον Ιούλιο, στο Βουκουρέστι. Τότε γίνεται η πρώτη γνωριμία των δυο κεντρικών ηρώων του βιβλίου, του 25χρονου Κύπριου Γρηγόρη Μιχαήλ, σταλμένου από το κόμμα για να φοιτήσει σε κομματική σχολή, και του 27χρονου ελλαδίτη πολιτικού πρόσφυγα Θεόδωρου Κύρζη, μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στην Ελλάδα. Η τυχαία συνάντησή τους σ’ ένα δρόμο του Βουκουρεστίου θα εξελιχθεί σε μια μακροχρόνια φιλία, η οποία θα περάσει από διάφορες φάσεις στη διάρκεια της ζωής τους, φιλικές συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, διαφωνίες, ερωτικές περιπέτειες, γάμους, απιστίες και προδοσίες, αγώνες για επιβίωση. Και όλα αυτά μέσα στο καμίνι των πολίτικών, κομματικών και ιδεολογικών καταστάσεων που χαρακτηρίζουν την εποχή και τα διάφορα ιστορικά γεγονότα που τη σημαδεύουν, προκαλώντας ποικίλες ανατροπές: Η καταστολή της λαϊκής εξέγερσης στη Ρουμανία το 1956, το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας το 1967, η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη Τσεχοσλοβακία το 1968, η διάσπαση του Κ.Κ.Ε. με τη δημιουργία του Κ.Κ. Εσωτερικού, η άνοδος, η περίοδος της παντοδυναμίας και επεισοδιακή η πτώση του Νικολάε Τσαουσέσκου το Δεκέμβριο του 1989, αλλά και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, η μεταπολίτευση στην Ελλάδα και το άνοιγμα για επιστροφή των πολιτικών προσφύγων, είναι γεγονότα που σημαδεύουν βαθιά τις ζωές του Γρηγόρη και του Θοδωρή, καθώς και των οικογενειών τους. Βασικοί τόποι όπου συμβαίνουν τα διάφορα γεγονότα είναι το Βουκουρέστι και η Λευκωσία, ενώ κάποια επεισόδια μας μεταφέρουν στην Αθήνα, στο Λονδίνο και αλλού.
Ο Γρηγόρης Μιχαήλ, απόφοιτος δημοτικού, σιδεράς, στέλεχος της οργάνωσης νεολαίας του κόμματος, στάλθηκε στη Ρουμανία να φοιτήσει σε κομματική σχολή. Επιστρέφει στην Κύπρο έχοντας ως στόχο να κάνει κομματική καριέρα, να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Κι εκεί που η ζωή του προχωρεί σ’ αυτά τα πλαίσια, επιλέγεται, με τη συναίνεση του κόμματος, να γίνει ο εικονικός ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου βιτρίνα για τις επιχειρηματικές και άλλες βλέψεις των Ρουμάνων συντρόφων. Αυτό θα τον οδηγεί κάθε χρόνο, τον Ιούλιο, στο Βουκουρέστι για να συναντήσει στο κομματικό Hotel National τον «σύντροφο υπουργό», όπως αποκαλείται, άνθρωπο του καθεστώτος Τσαουσέσκου, για τους σκοπούς της επιχείρησής τους. Στο Βουκουρέστι θα συναντά κάθε χρόνο και τον φίλο του, τον Θεόδωρο Κύρζη, και τη γυναίκα του τη Θάλεια. Η φιλία τους θα συνεχίζεται, όμως η ζωή τους θα εξελίσσεται προς εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις, όπως και η ιδεολογικές τους τοποθετήσεις.
Βιώνοντας τα αδιέξοδα των πολιτικών προσφύγων μέσα σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς διαφθοράς, ζώντας μια μίζερη ζωή, ο αθώος, ο ιδεολόγος και ο αυθόρμητος Θοδωρής, βλέπει τα όνειρα και τις ελπίδες του να συντρίβονται. Στο διαχωρισμό του Κ.Κ.Ε. τάσσεται με το κόμμα του εσωτερικού και αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τους παλιούς συντρόφους του. Η οικογενειακή του ζωή, με την αδυναμία τους ν’ αποκτήσουν παιδί και τη δυστυχία που τους πλακώνει, οδηγείται σε αδιέξοδα. Η απόπειρα επιστροφής στην Ελλάδα με τη δυνατότητα που δίνεται στους πολιτικούς πρόσφυγες κατά τη δεκαετία του 1970, καταλήγει σε μια άλλη αποτυχία, με την τραγική διαπίστωση ότι στην Ελλάδα δεν τους θέλουν και στη Ρουμανία δεν θέλουν αυτοί.
Από την άλλη ο Γρηγόρης, δικτυωμένος με τους κομματικούς μηχανισμούς σε Κύπρο και Ρουμανία και πατώντας πάνω σε όνειρα και ιδεολογίες, θα αποκτήσει χρήμα, εξουσία, δόξα. Αυτό θα έχει τον αντίκτυπό του τόσο στη φιλία του με τον Θοδωρή και τη Θάλεια, όσο και στη δική του οικογενειακή ζωή. Όταν τον Ιούλιο του 2014 ο 82χρονος Γρηγόρης, ξοφλημένος πια απ’ όλα, επιστρέψει στο Βουκουρέστι θέλοντας να ψηλαφίσει ξανά την πορεία της ζωής, του όλα είναι διαφορετικά. Ο Θοδωρής είναι ήδη πεθαμένος και η συνάντηση με τη μοναχική και θλιμμένη Θάλεια στο φτωχικό και καταθλιπτικό της διαμέρισμα, θα καταλήξει γρήγορα σε μια ακύρωση της φιλίας τους, την οποία ο ίδιος είχε προδώσει κυνηγώντας το χρήμα και την επιτυχία. Στο δωμάτιο του άλλοτε κραταιού «Hotel National», που είναι τώρα η σκιά αυτού που ήταν άλλοτε, σε μια πόλη με κακοσυντηρημένα κτίρια, παραδομένη στη φθορά, θα συναντήσει τη νόθα κόρη του, τη νεαρή Ζώγια. Αυτή θα τον πληροφορήσει με τρόπο κυνικό πως τα πράγματα έχουν αλλάξει πια, πως για όλα υπάρχει ένα τίμημα και πως είναι γυναίκα του 84χρονου «σύντροφου υπουργού», ο οποίος βρίσκεται και πάλι αναμεσά στους νέους κυβερνώντες. Θα τον ενημερώσει, επίσης, ότι ο «σύντροφος υπουργός» γνωρίζει για τη συνάντησή τους και ότι τον απαλλάσσει από κάθε υποχρέωση και δεν χρειάζεται να συναντηθούν ξανά. Αυτό θα τον αδειάσει εντελώς. Θα ξυπνήσει τις δικές του ερινύες που θα τον κυνηγούν ως το τέλος της ζωής του. Θα βιώσει το αίσθημα της πολιτικής και κοινωνικής ακύρωσης, της αποξένωσης και του κενού.
Τόσο οι κεντρικοί του βιβλίου, ο Γρηγόρης και ο Θοδωρής, όσο και οι άλλοι, οι οποίο συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μαζί τους, παρουσιάζονται, μέσα και από πολλές αναδρομικές αναφορές στη ζωή και στις πράξεις τους, ολοκληρωμένοι και ζωντανοί χαρακτήρες, οι οποίοι συμβάλλουν με τον δικό τους τρόπο στη σκιαγράφηση των κεντρικών ηρώων, στην εξέλιξη της ιστορίας και στην απόδοση του κοινωνικού και πολιτικού κλίματος της εποχής. Η γυναίκα του Γρηγόρη Σοφία και ο γιος τους Θανάσης, η γυναίκα του Θοδωρή Θάλεια, ο «σύντροφος καθοδηγητής» του Γρηγόρη στο κόμμα στην Κύπρο, ο «σύντροφος υπουργός» στη Ρουμανία, η ερωμένη του Θοδωρή, και αργότερα και του Γρηγόρη, Ερμίνα, η Ζώγια, καρπός της σχέσης του Γρηγόρη με την Ερμίνα, ο πραξικοπηματίας δικηγόρος Βασιλείου, προϊστάμενος της γυναίκας του Γρηγόρη Σοφίας και πολλοί άλλοι, έχουν τον δικό τους ρόλο στα διαδραματιζόμενα και στον τρόπο που επηρεάζουν τις ζωές του Γρηγόρη και του Θοδωρή και συμβάλλουν στην ανάπτυξη της υπόθεσης του έργου.
Ο Σταύρος Χριστοδούλου χειρίζεται το θέμα με πολλή γνώση των πραγμάτων, στην οποία τον οδήγησε η δημοσιογραφική του ιδιότητα από τη μια, με τη μελέτη πολλών ιστοριών ανθρώπων που βρέθηκαν στη δύνη των σαρωτικών ιστορικών και πολιτικών γεγονότων της εποχής μας, αλλά και προσωπικές, πιστεύω, εμπειρίες του πατέρα του, τις οποίες άκουσε και γνώρισε από πρώτο χέρι. Όπως όμως και να ’χει, το σημαντικό είναι ότι όλα αυτά κατάφερε να τα εντάξει, με τρόπο απόλυτα πειστικό, σ’ ένα έργο με ζωντανούς, βαθιά ψυχογραφημένους και ολοκληρωμένους ήρωες και να δώσει ταυτόχρονα το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα μιας ρευστής και με καταλυτικές αλλαγές εποχής.
Αν το πρώτο έργο του Σταύρου Χριστοδούλου, το «Hotel National», μπορεί να χαρακτηριστεί ως κοινωνικό-πολιτικό μυθιστόρημα, το δεύτερο, «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», χαρακτηρίζεται ως αστυνομικό, ως «νουάρ», αφού όλη η δράση εξελίσσεται γύρω από έναν φόνο και την πορεία διαλεύκανσής του. Στην ουσία, όμως, είναι κι αυτό ένα βαθιά κοινωνικό και, εν μέρει, πολιτικό μυθιστόρημα. Ο ποταμός που πάγωσε είναι στη Βουδαπέστη και πάγωσε δυο φορές, την πρώτη στις 12 Φεβρουαρίου του 1985, μέρα που γεννήθηκε ένας από τους βασικούς ήρωες του βιβλίου, ο Ούγγρος Γιάνος Κόβατς, και τη δεύτερη 27 χρόνια αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου 2012, τη μέρα που ο ζωγράφος Μίλτος Αδριανός βρίσκεται δολοφονημένος στο διαμέρισμά του στην Αθήνα και ο Γιάνος θα θεωρηθεί ως βασικός ύποπτος.
Ο πατέρας του Γιάνος, παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας, που μεγάλωσε μέσα στη φτώχια και στην εξαθλίωση, ερωτεύτηκε την Άντρεα, την οποία άφησε έγκυο πριν επισημοποιήσουν τη σχέση τους. Στη γέννα η Άντρεα πέθανε, όμως το παιδί, ο Γιάνος, επέζησε και μεγάλωσε μ’ ένα θείο και μια γιαγιά κάτω από δύσκολες συνθήκες, νιώθοντας ξένος και καταπιεσμένος. Έτσι, μόλις ενηλικιώθηκε, έφυγε από το σπίτι, έμπλεξε με ανθρώπους επιδιδόμενος σε διάφορες απάτες, οδηγήθηκε στον κόσμο της ανδρικής πορνείας προσφέροντας τις υπηρεσίες του επ’ αμοιβή. Σε μια περίπτωση γνωρίστηκε μ’ ένα Έλληνα ομοφυλόφιλο, πράγμα που τον οδηγεί, τον Μάρτιο του 2003, στην Αθήνα, όπου θα μπλεχτεί με τον κόσμο της νύχτας, της παροχής προστασίας, της ανδρικής πορνείας. Στην Αθήνα θα ερωτευτεί μια νεαρή κοπέλα, την Ελένη, την οποία θα αφήσει έγκυο, θα την παντρευτεί και θα γίνει πατέρας ενός γιου, συνεχίζοντας, ωστόσο, τις δουλειές του στον κόσμο της νύχτας και την πορνεία.
Τον φόνο του του ζωγράφου Μίλτου Αδριανού αναλαμβάνει να διαλευκάνει ο αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης. Στη σκηνή του φόνου θα εμφανιστεί γρήγορα και ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Αλήθεια», Στράτος Παπαδόπουλος, ο οποίος ασχολείται συστηματικά με το αστυνομικό ρεπορτάζ και συνδέεται φιλικά με τον αστυνόμο. Κομβικό σημείο στη διερεύνηση της υπόθεσης παρουσιάζεται από την αρχή το γεγονός ότι ο ζωγράφος ήταν ομοφυλόφιλος.
Στη διερεύνηση της υπόθεσης από την πλευρά του αστυνόμου Σουρούνη, και περισσότερο από την πλευρά του δημοσιογράφου Παπαδόπουλου, θα παρουσιαστούν στις σελίδες του βιβλίου ως μάρτυρες, ως ύποπτοι, είτε ως πρόσωπα που σχετίζονται με διάφορους τρόπους και σε διάφορα επίπεδα με το θύμα, τους υπόπτους αλλά και τους δυο ερευνητές. Ο επί τέσσερις δεκαετίες θυρωρός της πολυκατοικίας της οδού Λυκαβηττού, όπου διαπράχθηκε ο φόνος, Βασίλης Ραπτάκης, ο Γιάνος, η γυναίκα του Ελένη, ο Παύλος Κέρος, γιος γνωστού πολιτικού και πρώην υπουργού, η Ευαγγελία, μια χήρα, με την οποία ο Γιάνος είχε σεξουαλικές σχέσεις, διάφοροι τύποι του κόσμου της νύχτας, μετανάστες και άλλοι, που συχνάζουν στο μπαρ «Acapulco». Εδώ, μπλεγμένος στον κόσμο της νύχτας θα εμφανιστεί και ο Ούγγρος Ίμπρε, γνωστός ως Black Mamba, από ένα τατουάζ που έχει χαραγμένο στο λαιμό του και που θα αποκαλυφτεί στη συνέχεια πως είναι ο πατέρας του Γιάνος, και πολλοί άλλοι.
Η αστυνομική πλοκή του έργου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος, μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου. Παράλληλα, όμως, ο Σταύρος Χριστοδούλου, με συγγραφική δεινότητα, με άρτια γλώσσα και με μια αφήγηση που ρέει διαρκώς, δίχως κενά και σκαμπανεβάσματα, οδηγεί τον αναγνώστη να γνωρίσει από μέσα διαφορετικές πλευρές του κόσμου της νύχτας με τις προστασίες, την πορνεία και άλλα και να δει από κοντά, μέσα από τις ανθρώπινές τους υποστάσεις, τους ανθρώπους του περιθωρίου, τους μετανάστες, αλλά και ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας, όπως ο επιτυχημένος ζωγράφος Μίλτος Αδριανός, ο πολιτικός Αθηνόδωρος Κέρος και άλλοι.
Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, η όλη υπόθεση εξελίσσεται μέσα από πολλές αναδρομικές αναφορές στους ήρωες και στις ιστορίες τους. Πρόκειται για κάτι σαν αφηγηματικές παρενθέσεις, που σκοπό έχουν να σκιαγραφήσουν τον ήρωα με την προϊστορία του, τον εσωτερικό ψυχικό του κόσμο, τους στόχους της ζωής τους, τις καταστάσεις που βίωσε και τα όσα του άφησαν ως βάρος στη συνείδησή του. Ο καθένας έχει κάποιους προσωπικούς λόγους, κάποια κυφά κίνητρα, τα οποία καθορίζουν τη συμπεριφορά του και τα οποία θα αποκαλυφθούν σταδιακά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Έτσι το ενδιαφέρον του αναγνώστη θα παραμείνει αμείωτο μέχρι το τέλος. Στην εξέλιξη της αφήγησης θα αποκαλυφθούν πολλά για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, θα τεθούν ερωτήματα για το πώς οι κοινωνικές συνθήκες, οι στερήσεις, ο θάνατος των ονείρων, το περιθώριο, οι προβληματικές σχέσεις γονιών και παιδιών, οι ερωτικές και οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις στα πλαίσια του πληρωμένου έρωτα, οδηγούν σε εγκληματικές συμπεριφορές. Με ψυχογραφική ακρίβεια ο Σταύρος Χριστοδούλου περιγράφει τους ήρωές του και δίνει τα κίνητρα για τις πράξεις τους. Το μοτίβο της εγκατάλειψης του γιου από τον πατέρα, τα ψυχολογικά τραύματα, το κενό και η ενοχή που αναζητά εξιλέωση, θα επαναληφθούν στο έργο, αρχίζοντας από τον πατέρα του Γιάνος και συνεχίζοντας με τον ίδιο, που κι αυτός αναγκάζεται από τις συνθήκες της ζωής του να εγκαταλείψει τον δικό του γιο. Οι διαφορετικές πλευρές της αλήθειας, το θέμα της ενοχής και της αθωότητας, παρουσιάζονται πολύ ισορροπημένα και πειστικά στο έργο και το κάνουν ένα εξαιρετικά αληθοφανές και ενδιαφέρον ανάγνωσμα.
Στο «Τρεις σκάλες ιστορία» η δράση τοποθετείται στην Κύπρο και οι ήρωες, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, είναι Κύπριοι. Το τραγικό εκείνο 1974 και οι συνέπειες του πάνω στον τόπο και τους ανθρώπους, διατρέχουν όλο το έργο, η δράση του οποίου φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Παρόλο που είναι έργο μυθοπλασίας, διαβάζοντάς το νιώθεις να περπατάς μέσα στους δρόμους της ιστορίας, να κολυμπάς μέσα της. Μέσα από τη ζωή και τη δράση των ηρώων του, τις περιγραφές των γεγονότων, τις απεικονίσεις των τόπων όπου αυτά συμβαίνουν και την ατμόσφαιρα που τα περιβάλλει, νιώθεις να γράφεται η ιστορία μπροστά σου. Και γράφεται διαχρονικά, από το τότε μέχρι το σήμερα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου περνούν πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του τόπου, όπως οι πορείες γυναικών, το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 και οι επισκέψεις στους κατεχόμενους τόπους, που αναξέουν διαχρονικά τραύματα, το δημοψήφισμα του 2004 και οι εσωτερικές συγκρούσεις για το ναι ή το όχι, ο εποικισμός των κατεχόμενων τόπων και πολλά άλλα, όχι ως περιγραφές πραγμάτων και καταστάσεων, αλλά ως κλειδιά εξέλιξης του μύθου, ως εμπειρίες και βιώματα των ιδίων των πρωταγωνιστών του.
Η κεντρική ηρωίδα του έργου, η Χλόη Αρτεμίου, προέρχεται από μια προβληματική οικογένεια, οι συγκρούσεις και οι αντιθέσεις της οποίας επηρέασαν καταλυτικά τη ζωή της. Ο πατέρας, ο Σώτος Αρτεμίου, είναι Κύπριος, που σπούδασε σε στρατιωτική σχολή στην Ελλάδα, μέλος της ΕΟΚΑ Β, πραξικοπηματίας, με μια άστατη ερωτική ζωή, που προκαλεί την αντίδραση της Ελλαδίτισας μάνας της, της Θεοδοσίας, η οποία βιώνει έντονα την απόρριψή της. Ως αντίδραση προς τον άντρα της, τον οποίο εν μέσω πραξικοπήματος βρίσκει στη Λευκωσία με την ερωμένη του, αρνείται επίμονα, παρά τις παροτρύνσεις του ιδίου και τις προσκλήσεις των γειτόνων της, να εγκαταλείψει τη Λάπηθο, όπου βρίσκεται μαζί με τη δεκαοκτάχρονη κόρη της, πράγμα που έχει ως συνέπεια τον εγκλωβισμό τους στο χωριό, τον βιασμό της Χλόης από τον Τούρκο στρατιώτη Αχμέτ και την επακόλουθη εγκυμοσύνη της. Η Χλόη τη θεωρεί υπεύθυνη γι’ αυτό και η άρνησή της στην έκτρωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην αντίδρασή της στη μητέρα της. Αυτό θα καθορίσει και τη σχέση τους για τα επόμενα σαράντα τρία χρόνια της αναγκαστικής συμβίωσής τους, αλλά και την αποξένωση από τον πατέρα της, που τη στιγμή που χρειαζόταν τη στήριξή του αποδείχτηκε πολύ δειλός για να της την προσφέρει.
Μέσα από τις πολύπλοκες αυτές σχέσεις, αλλά και τις σχέσεις της Χλόης με άλλους ήρωες του έργου και την αδυναμία της να έχει μια κανονική ζωή ως γυναίκα, τις φιλικές και τις εργασιακές της σχέσεις, διαγράφεται η ιστορική πορεία της κυπριακής κοινωνίας στα χρόνια που ακολούθησαν. Μέσα από την ενδοσκόπηση της Χλόης, τα διλήμματα, τις ενοχές, τις τύψεις και τα αδιέξοδά της, καθώς και την αναποφασιστικότητά της να προχωρήσει με τη ζωή της, βλέπουμε και μια ενδοσκόπηση της κυπριακής κοινωνίας. Η Χλόη κουβαλά μια εγκυμοσύνη, η οποία είναι αποτέλεσμα του βιασμού της, αρνείται όμως την έκτρωση γιατί νιώθει πως από τη στιγμή που ο σπόρος είναι μέσα της δεν υπάρχει τρόπος να λυτρωθεί και ξέρει πως οι συνέπειες εκείνου του βιασμού θα την στοιχειώνουν για πάντα. Έτσι όπως συμβαίνει και με τον τόπο. Η Χλόη, είναι ένας ζωντανός ανθρώπινος χαρακτήρας, αλλά την ίδια στιγμή, σ’ ένα μεταφορικό επίπεδο, είναι και ο ίδιος ο τόπος, ο ακρωτηριασμένος, ο βιασμένος, που κουβαλά μια εγκυμοσύνη από την οποία δεν μπορεί να λυτρωθεί.
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου συναντούμε πολλούς ήρωες, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέονται ή διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στη ζωή της Χλόης, η Ελλαδίτισσα μητέρα της Θεοδοσία, ο Κύπριος πατέρας Σώτος Αρτεμίου, ο νεανικός της έρωτας Χριστόφορος, ο οποίος θα την πληγώσει βαθιά με την ανικανότητά του να κατανοήσει το δράμα που βιώνει, η Αγγλίδα γειτόνισσά της στη Λάπηθο Κέιτ, που θα της συμπαρασταθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της και θα αναλάβει να υιοθετήσει τον γιο της, ο Αλί, εραστής της Κέιτ, ο Τούρκος βιαστής της Χλόης Αχμέτ, η ερωμένη του πατέρα της Ευτυχία, οι γείτονες της οικογένειας στη Λάπηθο, ο Λούκας, που θα παρουσιαστεί ως μια δυνατότητα να αποχτήσει ξανά τη γυναικεία της υπόσταση, στην οποία δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί, η παρέα της Ακτής του Κυβερνήτη, όπως αποκαλείται, που θα αποτελέσει την ομάδα της έκδοσης της εφημερίδας «Δημοκρατία», όπου θα εργαστεί η Χλόη, η Αθηνούλα, θύμα κι αυτή βιασμού κατά τη διάρκεια της εισβολή, με την οποία η Χλόη θα αναπτύξει φιλικές σχέσεις και θα μπορέσει να εμπιστευτεί τον πόνο και τα διλήμματα της.
Όλοι αυτοί οι ήρωες είναι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, με σάρκα και οστά. Σκιαγραφούνται μέσα από τις πράξεις τους αλλά και με χαρακτηριστικές αναφορές στην ιστορία της ζωής τους. Ο συγγραφέας μπαίνει στην ψυχολογία των ηρώων του, τους δίνει τον λόγο να παρουσιάσουν τις δικές τους αλήθειες, πολιτικές τους επιλογές, τις στάσεις που επιλέγουν να κρατήσουν στη ζωή τους απέναντι σε δικούς τους ανθρώπους, όπως συμβαίνει με την Χλόη και τον πραξικοπηματία πατέρα της, την πληγωμένη από την προδοσία του άντρα μητέρα της, τη στάση της απέναντι στον νεανικό της έρωτα Χριστόφορο ή τον δυνητικό καινούργιο της έρωτα Λούκα.
Τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο και στοίχειωσαν τις ζωές των ηρώων παρουσιάζονται στο βιβλίο ζωντανά, τη στιγμή που συμβαίνουν, όπως τα έζησαν οι ήρωες του έργου. Η Χλόη και η μητέρα της, η Θεοδοσία, βλέπουν από την ταράτσα του σπιτιού τους την απόβαση του τουρκικού στρατού καθώς ακούνε τις ψεύτικες και παραπλανητικές ειδήσεις που μεταδίδονται από το ελεγχόμενο από τους πραξικοπηματίες ραδιόφωνο. Συγγενείς αιχμαλώτων περιμένουν στο οδόφραγμα τα λεωφορεία που θα τους φέρουν πίσω αιχμαλώτους. Στη συνέχεια παρουσιάζονται άλλα γεγονότα, σχετικά πάντα με το θέμα του βιβλίου, κηδείες προσφύγων σε ξένους τόπους, ταυτοποιήσεις λειψάνων αγνοουμένων και άλλα.
Με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων πρόσφυγες περπατούν στα κατεχόμενα μέρη τους και ξαναζούν γεγονότα και καταστάσεις. Το σπίτι της στη Λάπηθο θα επισκεφτεί και η Χλόη, συνοδευόμενη από την Κέιτ και τον Πολ, τον οποίο υιοθέτησε και μεγάλωσε η Κέιτ. Εδώ η Χλόη θα έρθει άλλη μια φορά αντιμέτωπη με τις πικρές της μνήμες, με τις τρεις σκάλες γης, όπου βρίσκεται η αποθήκη μέσα στην οποία συνέβηκε ο κατ’ επανάληψη βιασμός της, θα ξαναζήσει νοερά τα όσα βίωσε τότε, και στη δύνη αυτών των αναμνήσεων θα αποκαλυφθεί στον τριαντάχρονο πλέον Πολ ως μητέρα, παροτρύνοντάς τον, την ίδια στιγμή, να συνεχίσει τη ζωή του ανεξάρτητα από αυτήν.
Ο συγγραφέας έχει μια καταπληκτική ικανότητα να περιγράφει τους τόπους όπου περπατούν οι ήρωές του. Οι περιγραφές του είναι ζωντανές, έχουν μορφή, χρώμα και άρωμα, είτε αυτές αφορούν την πριν την εισβολή Λάπηθο είτε μετά, κατά την επίσκεψη της Χλόης και της Αθηνούλας στην Καρπασία, αλλά και παλιές γειτονιές της Λευκωσίας είτε της Κωνσταντινούπολης, όπου η Χλόη πηγαίνει στο τέλος για να συναντήσει τον βιαστή της.
Αρκετές σελίδες του βιβλίου είναι γραμμένες ως επιστολές, πρώτα της Κέιτ προς τη Χλόη, ύστερα της Χλόης προς την Κέιτ. Ο τρόπος αυτός δίδει στις δυο ηρωίδες τη δυνατότητα να εκφράσουν τον εσωτερικό τους κόσμο, να εξομολογηθούν πράγματα από τη ζωή τους. Μέσα από τις επιστολές της Κέιτ μαθαίνουμε για τη ζωή της μετά που έφυγε από την Κύπρο και τη ζωή του γιου της, του Πολ. Μέσα από τις εξομολογητικές επιστολές της Χλόης προς την Κέιτ μαθαίνουμε πολλά πράγματα για τις σχέσεις της, τις αναστολές της, την αδυναμία της να νιώσει γυναίκα όταν μπαίνει σε μια ερωτική σχέση, τον θάνατο του πατέρα της, τις σχέσεις με τη μητέρα της και πολλά άλλα.
Το κύριο θέμα που διατρέχει όλο το βιβλίο είναι το θέμα της μνήμης. Αυτό δηλώνεται από την αρχή, από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου η Χλόη, σαράντα τρία χρόνια μετά, ταξιδεύει, μέσω του αεροδρομίου Αθηνών, προς την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να συναντήσει τον Τούρκο βιαστή της Αχμέτ. Ένα τέτοιο ρόλο έχουν και οι στίχοι Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και Ελλήνων ποιητών, που ο συγγραφέας εντάσσει στο κείμενο της αφήγησής του. Μνήμη πικρή, που μνήμη που «όπου και να την αγγίξεις πονεί», κατά τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη, με τον οποίο κλείνει το βιβλίο.
Και στα τρία του μυθιστορήματα ο Σταύρου Χριστοδούλου χρησιμοποιεί μια ομοιογενή και καλά επεξεργασμένη ποιητική, η οποία αφορά στη δομή των έργων και στο χτίσιμο των διαφόρων επεισοδίων που σημάδεψαν τις ζωές των ηρώων του. Αρχίζει, και αυτό γίνεται πολύ συχνά, με μια αφήγηση που αφορά σε μια φάση της ζωής των ηρώων, την οποία αφήνει ημιτελή και συνεχίζει την αφήγηση προχωρώντας σε άλλη ιστορία της ζωής τους, για να επανέλθει όμως ξανά προσθέτοντας καινούργια γεγονότα, τα οποία αναδρομικά φωτίζουν τους ήρωες, αποκαλύπτουν τον εσωτερικό τους κόσμο και βοηθούν στην κατανόηση των συμπεριφορών τους στις συγκεκριμένες καταστάσεις.
Όλοι έχουν ένα παρελθόν που τους στοιχειώνει, που έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις ζωές τους και δίνει μια άλλη διάσταση στις συμπεριφορές και στις πράξεις τους από αυτή που φαίνεται αρχικά. Αυτό αποκαλύπτεται σταδιακά, μέσα από τις αναδρομές στο παρελθόν τους, σε πράγματα που αν και μακρινά, εξακολουθούν να επηρεάζουν τις ζωές τους και να καθορίζουν τις πράξεις τους. Μέσα από τις αφηγηματικές αυτές αναδρομές αποκαλύπτεται ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, τα όνειρά τους για μια άλλη ζωή. Ο συγγραφέας τους θέτει μπροστά σε κρίσιμες στιγμές της ζωής τους, όπου πρέπει να πάρουν μια απόφαση, και τους αφήνει να ξεδιπλώνουν τις σκέψεις τους, να θυμούνται γεγονότα και πράγματα που τους επηρέασαν και που συνεχίζουν να τους κυνηγούν ακόμη, έστω κι αν έχουν περάσει χρόνια από τότε που συνέβησαν. Με όλα αυτά, καθώς και με τις λεπτομερείς και με πολλή αληθοφάνεια περιγραφές των τόπων που συμβαίνουν τα γεγονότα, ο Σταύρος Χριστοδούλου πετυχαίνει κάτι πολύ σημαντικό: να στήσει με πειστικότητα το σκηνικό του χωροχρόνου μέσα στο οποίο εξελίσσεται η δράση και να μεταφέρει τον αναγνώστη στις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και στους συγκεκριμένους τόπους, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα και το πολιτικό-κοινωνικό κλίμα της περιόδου που παρουσιάζει.
Παρουσιάζοντας τα γεγονότα, τόσο τα κύρια όσο και τα δευτερεύοντα, τα οποία αφορούν τις ζωές των ηρώων του, ο συγγραφέας κρατά μια στάση φαινομενικής αποστασιοποίησης ή ουδετερότητας, αφήνοντάς τους ίδιους μιλήσουν, να καταθέσουν τη δική τους θέση, τις δικές τους απόψεις και ερμηνείες, να ξετυλίξουν τις σκέψεις τους, χωρίς να τις σχολιάζει, αφήνοντας τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Ενώ έχει θέση και άποψη, την κρατά σάμπως σε δεύτερο πλάνο, δίνοντας όμως στον αναγνώστη το πλαίσιο, τα κλειδιά, για να φτάσει στη δική του αλήθεια και να τοποθετηθεί πάνω σ’ αυτά”.