Ο βραβευμένος συγγραφέας Σταύρος Χριστοδούλου εκφράζει στη «Σημερινή» τη χαρά του για τη συμμετοχή του στο πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Βιβλίου στην Κύπρο και αποκαλύπτει το ερέθισμα που τον εμπνέει σήμερα για τη συγγραφή του νέου του μυθιστορήματος.
Συνέντευξη: Χάρις Βωβού / Link
Η ελεύθερη πορεία του πνεύματος οδηγεί τους ανθρώπους σε μονοπάτια ανεξερεύνητα και καλά ονειρεμένα. Άλλοτε είναι δύσβατα και άλλοτε εύκολα προσβάσιμα, μα πάντοτε διδακτικά. Μέσα από την ανάγνωση ενός βιβλίου το μυαλό ταξιδεύει από γραφικά σοκάκια μέχρι μεγάλες λεωφόρους, με ταχύτητες δίχως όρια. Οι αναγνώστες πλάθουν στον νου τους μια ιστορία που μπορεί να μην έχουν βιώσει ποτέ τους – αλλά πολύ θα το ήθελαν – και σχεδιάζουν το επόμενο νοερό ταξίδι τους σε χρόνο και τόπο που οι ίδιοι θα επιλέξουν, χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς. Σύντομα αυτός ο μαγικός κόσμος του βιβλίου θα αρχίσει να ξετυλίγεται σε ένα ξεχωριστό μέρος και στη χώρα μας. Σε λίγες ημέρες οι άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών θα έχουν την τιμή και τη χαρά να φιλοξενηθούν στο πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Βιβλίου (Limassol Book Fair) που έγινε ποτέ στην Κύπρο. Στις 26 και 27 Νοεμβρίου οι λάτρεις του βιβλίου θα έχουν την ευκαιρία να γευτούν μια μοναδική εμπειρία στους Χαρουπόμυλους Λανίτη στη Λεμεσό, από τις 10:00 έως τις 20:00, με πλούσιες εκδηλώσεις για μικρούς και μεγάλους και ποικιλία βιβλίων προς πώληση. Ένα Σαββατοκύριακο αφιερωμένο στους ανθρώπους του βιβλίου!
Η «Σημερινή» έχει την τιμή να φιλοξενεί τον βραβευμένο Κύπριο συγγραφέα, Σταύρο Χριστοδούλου, ο οποίος θα συμμετέχει σε αυτό το διεθνούς εμβέλειας φεστιβάλ. Ο κ. Χριστοδούλου έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα: Το πρώτο με τίτλο «Hotel National», το δεύτερο «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» και το τρίτο «Τρεις σκάλες Ιστορία», και έχει λάβει το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Κύπρου για το δεύτερο βιβλίο του. Και τα τρία του βιβλία έχουν εκδοθεί από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, καθώς, όπως αναφέρει στη «Σ», η εντοπιότητα δεν τον αφορά ως λογοτέχνη, ούτε σε σχέση με τη θεματική του αλλά ούτε και σε σχέση με το κοινό στο οποίο απευθύνεται. «Στο μυθιστόρημα που δουλεύω τώρα ερέθισμα ήταν οι αποσυνάγωγοι, άνθρωποι που η ζωή τούς έριξε στα βράχια… Πρώτα φτιάχνω στο μυαλό μου ένα περίγραμμα του βασικού χαρακτήρα κι ύστερα ξεκινά η επίπονη δουλειά για να κτιστεί η ιστορία». Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, ο κ. Χριστοδούλου εκφράζει, μεταξύ άλλων, τη χαρά του για την ηλεκτρονική έκδοση του βραβευμένου βιβλίου του «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» αλλά και για τη συμμετοχή σε αυτήν τη γιορτή του βιβλίου!
Τι οφέλη πιστεύετε ότι θα προσφέρει στους Κύπριους συγγραφείς το Διεθνές Φεστιβάλ Βιβλίου, το οποίο θα πραγματοποιηθεί, στις 26 και 27 Νοεμβρίου, για πρώτη φορά στη χώρα μας;
Σε πρώτο επίπεδο θα έλεγε κανείς ότι είναι ένα βήμα προβολής της δουλειάς μας. Η διοργάνωση του Φεστιβάλ όμως σηματοδοτεί κάτι πολύ πιο σημαντικό απ’ αυτό. Αφορά στη διαδραστική σχέση ανάμεσα στους συγγραφείς και το κοινό, αλλά και των δημιουργών μεταξύ τους. Το πρόγραμμα είναι εντυπωσιακό και πολλά υποσχόμενο, καθώς οι συμμετοχές καλύπτουν όλο το φάσμα της συγγραφικής δημιουργίας. Προσωπικά αναμένω με μεγάλο ενδιαφέρον αυτήν τη συνάντηση γιατί είμαι βέβαιος ότι η ώσμωση με άλλους λογοτέχνες θα δώσει καλή τροφή για σκέψη. Απ’ την άλλη, για μένα τουλάχιστον, κάθε ευκαιρία συνάντησης και συνομιλίας με τους αναγνώστες είναι πηγή χαράς. Η συγγραφή είναι μια πολύ μοναχική και εσωστρεφής διαδικασία, οπότε ένα τέτοιο Φεστιβάλ λειτουργεί για όλους εμάς σαν μια μεγάλη γιορτή.
Πόσο εύκολο είναι για έναν συγγραφέα σήμερα να επιβιώσει, αλλά και να διακριθεί στον χώρο των Γραμμάτων, τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο;
Κατ’ αρχάς να διευκρινίσω, ότι για μένα «τοπικό» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην κυπριακό. Η εντοπιότητα δεν με αφορά ως λογοτέχνη, ούτε σε σχέση με τη θεματική μου αλλά ούτε και σε σχέση με το κοινό στο οποίο απευθύνομαι. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο επιδίωξα τα βιβλία μου να εκδίδονται στην Ελλάδα (το πρώτο στις Εκδόσεις Καλέντη και τα επόμενα στις Εκδόσεις Καστανιώτη). Η Κύπρος είναι φυσικά παρούσα στα μυθιστορήματά μου με έναν υποδόριο τρόπο θα έλεγα, ακόμα κι εκεί που η ιστορία εκτυλίσσεται σε άλλους τόπους, καθώς είναι εγγεγραμμένη στο λογοτεχνικό μου DNA. Απ’ εκεί και πέρα, για να απαντήσω και στην ερώτησή σας, η «επιβίωση» με την έννοια του βιοπορισμού από τη λογοτεχνία δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ακόμα κι όταν η κυκλοφορία των βιβλίων πηγαίνει καλά, τα μεγέθη της κυπριακής αλλά και της ελληνικής αγοράς είναι τέτοια, που αναγκάζουν τους περισσότερους συγγραφείς να έχουν τη λογοτεχνία ως πάρεργο. Όσο για τη διάκριση στο εξωτερικό, είναι μια άλλη, μεγάλη συζήτηση… Οι μεταφράσεις είναι δύσκολη υπόθεση και απαιτούν πολιτικές στήριξης από το κράτος. Ιδιαίτερα για τις λεγόμενες «μικρές» γλώσσες, περιφερειακών αγορών όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Όποτε πάντως συμβαίνει, όπως η κυκλοφορία του δικού μου «Hotel National» πρόσφατα στη Ρουμανία, η χαρά είναι πολύ μεγάλη!
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του βραβευμένου μυθιστορήματός σας με τίτλο «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», τα οποία το έκαναν να ξεχωρίσει στην Κύπρο και στο εξωτερικό;
Είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα αλλά, όπως εύστοχα εντόπισαν και οι κριτικοί, η σχέση του βιβλίου με το αστυνομικό μυστήριο είναι προσχηματική. Χρησιμοποιώ τη δολοφονία ενός ομοφυλόφιλου ζωγράφου με κατηγορούμενο έναν Ούγγρο μετανάστη (παζολινικό μοτίβο από την underground gay σκηνή της Αθήνας) ως αφορμή για να δημιουργήσω μιαν ανθρωπογεωγραφία. Το κάθε κεφάλαιο είναι η ιστορία ενός εν δυνάμει υπόπτου με φόντο το χαοτικό περιβάλλον της σύγχρονης Αθήνας και με αναδρομές στη Βουδαπέστη της δεκαετίας του ’80. Ο εγκιβωτισμός (αυτόνομες προσωπικές ιστορίες ενταγμένες στην αφηγηματική ροή της κύριας ιστορίας) είναι ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το βιβλίο. Το γεγονός ότι αυτό το μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κύπρου και το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν το «διαβατήριο» για να βρει ένα ευρύτερο κοινό. Κοινό που με ακολούθησε και στο επόμενο μυθιστόρημά μου («Τρεις σκάλες Ιστορία»), απόδειξη ότι στη λογοτεχνία δεν τρέχουμε κατοστάρια αλλά έναν μαραθώνιο, όπου οι εμπειρίες λειτουργούν σωρευτικά.
Τι είναι αυτό που σας εμπνέει για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων σας και πώς σας έχουν επηρεάσει οι σπουδές σας στη Νομική στον τρόπο σκέψης σας;
Η Νομική, ως τρόπος σκέψης, με βοήθησε στη δημοσιογραφία. Στη λογοτεχνία τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, πολύ πιο εσωτερικά και δυσανάγνωστα. Δεν μπορώ να σας πω τι ακριβώς με εμπνέει κάθε φορά. Αυτό που ξέρω είναι ότι για να ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα, ή και ένα διήγημα ακόμα, κάθε φορά θέλω κάτι πολύ συγκεκριμένο να πω. Από αυτό το «κάτι» λοιπόν πιάνω το νήμα της ιστορίας. Στο μυθιστόρημα που δουλεύω τώρα ερέθισμα ήταν οι αποσυνάγωγοι, άνθρωποι που η ζωή τούς έριξε στα βράχια… Πρώτα φτιάχνω στο μυαλό μου ένα περίγραμμα του βασικού χαρακτήρα κι ύστερα ξεκινά η επίπονη δουλειά για να κτιστεί η ιστορία. Το έχω πει ξανά ότι κάνω λογοτεχνία χαρακτήρων κι ας ακούγεται λιγάκι αδόκιμος ο όρος. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, του character building, λέω ό,τι έχω να πω.
Τι στοιχεία θα λέγατε ότι είναι καλό να διαθέτει και να καλλιεργεί ένας συγγραφέας για να αναπτύξει το συγγραφικό του έργο;
Η γλώσσα είναι το άλφα και το ωμέγα. Και δεν εννοώ βεβαίως τη «λογοτεχνίζουσα» γραφή, αυτή είναι μια παρωχημένη αντίληψη που νομίζω δεν αφορά πλέον κανέναν. Η γλώσσα πρέπει να είναι ρέουσα και να έχει χυμούς. Μόνο έτσι είναι ευθύβολη, όταν δεν την στολίζει κανείς με φιλολογικά φτιασίδια. Φέρνω συνήθως ως παράδειγμα το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή, ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα μέσα από τη φαινομενική απλότητά του. Υπάρχουν βεβαίως κατά καιρούς οι τάσεις, μόδες που αφορούν στη φόρμα κυρίως. Εγώ δεν είμαι αυτής της σχολής. Βρίσκω πολύ πληκτικό το στυλιζάρισμα, ειδικά όταν βλέπω να αναπαράγονται δοκιμασμένες «συνταγές». Το σημαντικό για μένα είναι να έχεις κάτι ουσιαστικό να πεις. Αλλιώς δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μπει κανείς σε αυτήν την περιπέτεια. Η λογοτεχνία ήταν ανέκαθεν μια λοξή ματιά στον πραγματικό κόσμο. Ένα σινιάλο που ενεργοποιεί το μυαλό και το συναίσθημα. Εκεί βρίσκεται η μαγεία της.
Στη σύγχρονη εποχή της αυξημένης χρήσης τεχνολογικών μέσων γίνεται λόγος για κατάργηση της έντυπης μορφής του βιβλίου και τη μεταφορά του σε ηλεκτρονική. Ποια είναι η δική σας άποψη και τι κερδίζουμε και τι χάνουμε από την ψηφιοποίησή τους;
Ως αναγνώστης έχω πάθος με το χαρτί. Μάλλον γιατί είμαι 59 ετών και έτσι έμαθα να λειτουργώ όλα αυτά τα χρόνια. Καταλαβαίνω όμως ότι, αν θέλουμε να μας διαβάζει η νέα γενιά, το μέλλον είναι ηλεκτρονικό. Είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει διαμορφωθεί μια νέα αναγνωστική κουλτούρα σε ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο ψηφιακό περιβάλλον. Δεν πιστεύω πάντως ότι θα καταργηθεί η έντυπη μορφή του βιβλίου. Σε κάθε περίπτωση έχουμε δρόμο μπροστά μας για να συμβεί αυτό στην ελληνική αγορά τουλάχιστον. Το σημαντικό είναι να είμαστε ανοιχτοί στις νέες τεχνολογίες. Εγώ πάντως χάρηκα πολύ την έκδοση του «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» σε μορφή ebook.
Σήμερα τι θα λέγατε σε έναν νέο άνθρωπο, ο οποίος θα ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη συγγραφή βιβλίων;
Το επαγγελματικά ομολογώ ότι δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει. Αν εννοείτε να βιοπορίζεται από τα βιβλία, θα τον προσγείωνα στην πραγματικότητα, η οποία δεν είναι καθόλου εύκολη. Αν όμως ήθελε να γράψει, από μια εσωτερική ανάγκη έκφρασης, θα του έλεγα να το τολμήσει με όλη τη φόρα των νιάτων του. Να διαβάζει πολύ και να αντλεί απ’ όλες τις πηγές της τέχνης. Η συγγραφή δεν είναι μια στεγανοποιημένη διαδικασία. Εγώ τουλάχιστον δεν θα ήμουν αυτό που είμαι σήμερα χωρίς το θέατρο και τα εικαστικά, τις δυο άλλες μεγάλες μου αγάπες εκτός από τη λογοτεχνία. Να διαβάζουν λοιπόν και να καλλιεργούν τον εαυτό τους διαρκώς, γιατί η έμπνευση δεν έρχεται ως επιφοίτηση, ούτε το ταλέντο είναι ένα δώρο που σου δίδεται και αυτομάτως ανοίγουν διάπλατα οι πόρτες της συγγραφής. Χρειάζεται κόπος και αφοσίωση, μεθοδολογία και ώρες δουλειάς. Δεν είναι εύκολος ο δρόμος της λογοτεχνίας αλλά, αν τον περπατήσεις, η εμπειρία είναι μοναδική.