Πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό, σχεδόν μισό αιώνα μετά την εισβολή στην Κύπρο, όχι μόνο οι ιστορικές, αλλά και οι λογοτεχνικές προσεγγίσεις μιας τραγωδίας χωρίς κάθαρση…
Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα μυθιστορήματα που ασχολούνται με το ζήτημα της εισβολής, της κατοχής και των επιπτώσεών τους στις ζωές των ανθρώπων είναι οι «Τρεις σκάλες Ιστορία» του Σταύρου Χριστοδούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ένα μυθιστόρημα που αγγίζει τις πληγές μέσα από τα μάτια της δεκαοχτάχρονης Χλόης από τα κατεχόμενα που έζησε τη φρίκη του βιασμού. Και μέσα από τη δική της ιστορία, με εξαιρετικό αφηγηματικό τρόπο ο συγγραφέας σκάβει κάτω από την επιφάνεια, αναζητά και αποδίδει ευθύνες…
Άνθρωποι που έζησαν με τον πιο σκληρό τρόπο τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στην Κύπρο, είναι οι ήρωες αυτής της ιστορίας που καταγράφει με βαθιά ευαισθησία και ενσυναίσθηση.
Πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου; Γιατί «τρεις σκάλες Ιστορία»;
Ο τίτλος είναι ένα λογοπαίγνιο. Αναφέρεται στη σκάλα, με τη γνωστή σημασία, αλλά και ως μονάδα μέτρησης εμβαδού τεμαχίων γης που χρησιμοποιείται στην Κύπρο. Στον πυρήνα του βιβλίου βρίσκονται όλα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του 1974 σε ένα κτήμα στη Λάπηθο, ένα χωριό λίγο έξω από την Κερύνεια. Τρεις σκάλες γης φυτεμένες κυρίως με λεμονιές όπου βρίσκεται η εξοχική κατοικία της οικογένειας Αρτεμίου και της κεντρικής ηρωίδας. Η Χλόη τότε ήταν ένα κορίτσι 18 ετών που παρέμεινε εγκλωβισμένο στα κατεχόμενα, μαζί με τη μητέρα της, για τρεις μήνες. Βιάστηκε κατ’ εξακολούθηση, από έναν νεαρό Τούρκο αξιωματικό, ένα τραύμα που παραμένει ανεπούλωτο ως τα 61 της χρόνια. Το βιβλίο καταγράφει τις τρεις «σκάλες» της ζωής της: Πριν από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια του εγκλωβισμού και τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τις μέρες μας. Με δυο λόγια, θα έλεγα πως είναι μια ιστορία επώδυνης ενηλικίωσης. Για κείνην, αλλά και για έναν ολόκληρο λαό που πορεύτηκε παράλληλα προσπαθώντας να βρει τον βηματισμό του σε μια διαλυμένη χώρα.
Έχετε βασιστεί σε πραγματικά γεγονότα; Ποιες πηγές αξιοποιήσατε για να αναβιώσετε εκείνη την εποχή;
Κατ’ αρχάς αξιοποίησα τις δικές μου μνήμες. Το 1974 ήμουνα 11 χρόνων οπότε πολλά γεγονότα είχαν «γράψει» μέσα μου. Απ’ εκεί και πέρα έκανα έρευνα (συνεντεύξεις, ιστορικά κείμενα, δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, βιβλία ερευνητικού περιεχομένου) γιατί ήθελα ο ιστορικός καμβάς του μυθιστορήματος να είναι ακριβής. Οι βιασθείσες είναι μια από τις πιο σκοτεινές πλευρές της εισβολής που σπάνια φωτίστηκε από τη μυθοπλασία. Έψαξα και βρήκα μαρτυρίες γυναικών εκείνης της εποχής, ένα συγκλονιστικό υλικό με ιστορίες απίστευτης βιαιότητας. Κατά τη διάρκεια της έρευνας έμαθα ότι τον Οκτώβριο του 1974 έγιναν και μαζικές εκτρώσεις, με τις ευλογίες μάλιστα του Αρχιεπισκόπου, ώστε αυτές οι γυναίκες να μην κουβαλούν το «στίγμα». Η Χλόη είναι μια από αυτές τις γυναίκες η οποία επέλεξε να μην ρίξει το παιδί. Για να απαντήσω όμως στην ερώτησή σας, η περίπτωσή της δεν είναι μια αληθινή ιστορία αλλά εμπεριέχει ψήγματα της πραγματικής Ιστορίας. Αυτό άλλωστε χαρακτηρίζει και το σύνολο του βιβλίου.
«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί», γράφετε στο τέλος του βιβλίου. Πόσο επώδυνη ήταν για σας η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος;
Σας είπα πριν ότι εκείνο το καλοκαίρι εγώ ήμουνα 11 ετών. Ανήκω δηλαδή σε μια γενιά που μεγάλωσε με τον απόηχο του διπλού εγκλήματος: του πραξικοπήματος και της εισβολής. Το λέω αυτό γιατί η φτιαξιά μας, βαθιά πολιτική, διαμορφώθηκε από τις αντιφάσεις: τη μια μέρα ήμασταν στις διαδηλώσεις έξω από την αμερικάνικη πρεσβεία και την άλλη στις ντισκοτέκ. Σε μια χώρα που πάλευε να ορθοποδήσει μέσα στα αποκαΐδια του πολέμου. Δεν ήταν επώδυνη λοιπόν η διαδικασία της συγγραφής. Ήταν όμως σαν να αφαιρούσα ένα-ένα τα φύλλα του κρεμμυδιού. Κι όσο αυτό καθάριζε, τόσο τα μάτια μου θόλωναν από τη συναισθηματική φόρτιση, μπορούσα δηλαδή να διακρίνω πιο καθαρά τι ακριβώς συνέβη στη ζωή μας. Γιατί αυτό είναι για μένα οι «Σκάλες»: ένα βιβλίο για την ιστορία μιας λεηλατημένης γυναίκας που την ίδια ώρα λειτουργεί και ως καθρέφτης της κυπριακής κοινωνίας τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Ο κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι η μνήμη. Στην ερώτησή σας αναφερθήκατε στον στίχο του Σεφέρη. Αν πρέπει να χωρέσω σε μια αράδα μόνο το «Τρεις σκάλες Ιστορία» θα επέλεγα τους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη: «…ό,τι ζήσαμε χάνεται, γκρεμίζεται μέσα στον σάπιο οισοφάγο του χρόνου…».
Υπάρχει κάποιος βαθύτερος συμβολισμός πίσω από τις αποφάσεις της ηρωίδας του βιβλίου σας;
Η ηρωίδα μου προσπαθεί να επιβιώσει, όπως όλοι εξάλλου, σε μια χώρα μοιρασμένη. Η διαφορά μ’ αυτήν είναι ότι δεν έχει την «πολυτέλεια» να ξεχάσει. Οι περισσότεροι πέφτουν με τα μούτρα στο κυνήγι της επιβίωσης. Να βγάλουν λεφτά, να ξεπεράσουν την ανασφάλεια ότι ζουν σε μισό νησί, να ξορκίσουν το παρελθόν. Η Χλόη, σε αντίθεση με τους πολλούς, δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Πολύ απλά γιατί δεν το αντέχει. Και γιατί η εμπειρία που βίωσε της προκάλεσε μια συναισθηματική αναπηρία. Ζει λοιπόν παρέα με τα φαντάσματα του παρελθόντος, ενώ την ίδια ώρα προσπαθεί να κατανοήσει έννοιες όπως η λήθη και η πατρίδα. Είναι σαν να σκαλίζει το χώμα για να αποκαλυφθεί η βαθύτερη αλήθεια. Η δική της αλήθεια και η αλήθεια των άλλων. Όταν για παράδειγμα επιστρέφει στο κτήμα, έπειτα από δεκαετίες, θα πρέπει να διαχειριστεί το γεγονός ότι στο εφηβικό της δωμάτιο μεγαλώνει ένα άλλο κορίτσι. Τουρκοκύπρια, μεγαλωμένη επίσης σε κείνες τις τρεις σκάλες γης, η οποία διεκδικεί το δικό της μερίδιο σε αυτό που η Χλόη αντιλαμβάνεται ως πατρίδα.
Θα επουλωθούν ποτέ τα τραύματα που έφερε η εισβολή και η κατοχή;
Μόνο αν επιλυθεί το Κυπριακό θα επουλωθεί το τραύμα. Ως τότε θα κακοφορμίζει κι ας συμπεριφερόμαστε λες και ζούμε σε μια «κανονικότητα». Τίποτε όμως δεν είναι κανονικό σε έναν τόπο που οι δρόμοι του οδηγούν σε αδιέξοδα. Μοναδική μας ελπίδα είναι να υπάρξει μια λύση που θα ενώσει ξανά το νησί. Για να το επιτύχουμε αυτό θα βοηθούσε βεβαίως εάν είχαμε γνώση της Ιστορίας. Ιστορίες όπως αυτή της Χλόης φωτίζουν απλώς κάποιες όψεις της. Απ’ εκεί και πέρα χρειάζεται να ξύσουμε τη σκουριά του χρόνου για να δούμε τη μεγάλη εικόνα και να κατανοήσουμε τι μας έφερε σε αυτή τη μετέωρη κατάσταση που διαρκεί σχεδόν μισό αιώνα.