Φιλελεύθερος, Νοέμβριος 2023

Φιλελεύθερος, Νοέμβριος 2023

Ο Σταύρος Χριστοδούλου πιστεύει ότι η γοητεία ενός συγγραφέα έγκειται στις εμμονές του.

Συνέντευξη: Γιώργος Σαββινίδης / Link

 

Στο νέο του μυθιστόρημα «Μαύρο Φλαμίνγκο» (εκδ. Καστανιώτης) τον απασχολούν οι τσαλακωμένοι άνθρωποι, αυτοί που στριμώχνονται στο περιθώριο. Αφορά τα ματαιωμένα όνειρα και τις υποθηκευμένες ζωές, με θέμα ένα αποσυνάγωγο παιδί που ωθείται στη σκοτεινιά του μίσους. Αυτό είναι το τέταρτο κιόλας βιβλίο για τον Σταύρο Χριστοδούλου μέσα σε επτά χρόνια, γεγονός που δείχνει ότι κάτι που δεν περνούσε καν από το μυαλό του πριν από μια δεκαετία, σήμερα αποτελεί γι’ αυτόν modus vivendi. Με τον επί 13 σχεδόν χρόνια συνάδελφο και συνεργάτη βρεθήκαμε υπό διαφορετικές πια ιδιότητες, για μια συζήτηση σχετικά με τα σύνεργα του συγγραφέα και την κοσμοθεωρία του· στην ουσία, όμως, για μια «κλεφτή ματιά» σ’ αυτή την τόσο δημιουργική φάση της ζωής του.

Ποιο θεωρείς ότι είναι το θέμα στο «Μαύρο Φλαμίνγκο»; Η ματαίωση. Οι υποθηκευμένες ζωές. Και η σκοτεινιά της βίας.

Και ποιο είναι το σημείο εκκίνησης; Εγώ πάντα ξεκινώ από μια εικόνα: την τελευταία. Αυτό που γνωρίζω είναι το τέλος. Αν δεις την πρώτη- πρώτη σημείωση είναι μια εικόνα και ο τίτλος. Χωρίς τίτλο δεν μπορώ να ξεκινήσω να γράφω. Βέβαια, δεν αποκλείεται στην πορεία ν’ αλλάξει, όπως συνέβη και τώρα που ο «Λεβάν» έγινε «Μαύρο Φλαμίνγκο». Καταλήγεις λοιπόν στον κύριο χαρακτήρα και τον αφήνεις να σε οδηγήσει στην τελική εικόνα που φαντάστηκες. Το θέμα προκύπτει στο ενδιάμεσο.

Πώς κύλησε το στάδιο της έρευνας αυτή τη φορά; Ήξερα περίπου τι ήθελα να κάνω και ταξίδεψα στη Γεωργία, για να βρω το νήμα αυτής της οικογένειας. Βασικά, μ’ ενδέφερε το background αυτού του παιδιού. Προέρχεται από μια οικογένεια ελληνοποντίων που μετανάστευσαν από τη Γεωργία στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως κάνω πάντα, βρήκα έναν άνθρωπο να με ξεναγήσει στη συγκεκριμένη περιοχή και εποχή. Βρεθήκαμε στην Τιφλίδα κι από εκεί η κυρία αυτή μου πρότεινε να πάμε στο Ρουστάβι, μια κοντινή, βιομηχανική πόλη που έφτιαξε ο Στάλιν τη δεκαετία του ‘40. Εκεί βρήκα όλο το βιβλίο. Είδα μπροστά μου τους ήρωες. Οπότε, ξήλωσα την ιστορία και την έστησα διαφορετικά. Αποφάσισα ότι δεν θα αφορούσε μόνο τον Λεβάν, αλλά και τη μάνα του, τη Συμέλα κι όσα προηγήθηκαν.

Είναι καταλύτης ο τόπος στα βιβλία σου; Ναι. Ουσιαστικά, είναι ο πρωταγωνιστής. Κι εγώ έχω κι αυτή την πετριά με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Είναι ένα θέμα που μ’ απασχολεί απ’ το πρώτο βιβλίο το τι ακριβώς συνέβη εκεί, τι πήγε λάθος κ.λπ. Είναι ένα ανεξάντλητο θέμα. Συνηθίζω να ανατρέχω στο βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς «Το τέλος του Κόκκινου Ανθρώπου» που είναι σημαντικό γιατί περιγράφει το πριν και το μετά. Αυτό που συνέβη «μετά» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δικαιώνει το «πριν».

Με τις «Τρεις Σκάλες Ιστορία» έδωσες την εντύπωση ότι μετά τον κύκλο στο Βουκουρέστι, τη Βουδαπέστη και την Αθήνα, τελικά βρήκες τον «προορισμό» σου στην Κύπρο. Τώρα, όμως φεύγεις πάλι… Νομίζω ότι είμαι ίσως ο λιγότερο κυπροκεντρικός από τους συγγραφείς. Δεν μπορώ να πω «της γενιάς μου», γιατί η λογοτεχνική μου ηλικία συνάδει με τα παιδιά που αναδείχτηκαν την τελευταία δεκαετία, αν και είμαι πιο μεγάλος τους. Δεν είναι καθόλου ζητούμενο για μένα η κυπροκεντρικότητα. Άσε που δεν έχω και την ευχέρεια με τη διάλεκτο στη γραφή μου. Προτιμώ την κοινή ελληνική ως μέσο έκφρασης. Είναι κλισέ αυτό που θα πω, αλλά ισχύει: το θέμα σε διαλέγει. Με τις «Σκάλες» αποφάσισα ότι θα εστιάσω σ’ ένα θέμα που αφορούσε την Κύπρο. Το είχα υποτιμήσει. Δεν υπολόγιζα πόσο «μέσα» θα ήμουν σ’ αυτό. Ήταν σαν ψυχογράφημα. Αλλά με το που το έκανα, ήταν σαν να άδειασα, σαν να έφυγε ένα βάρος. Έβαλα πολύ από τον εαυτό μου σ’ εκείνο το βιβλίο. Διότι αφορά τη ζωή μας. Αυτή τη σμπαραλιασμένη ζωή που ζήσαμε μέχρι εδώ.

Δεν είναι και πάγιο αίτημα η μετατροπή του μερικού σε καθολικό; Όσο πιο πολύ σε αφορά αυτό που γράφεις, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες ν’ αγγίξεις περισσότερους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει ο τόπος, η χώρα που μεγάλωσες, να καθορίζει τη δουλειά σου. Το «Μαύρο Φλαμίνγκο» είναι αν θες το πρώτο βιβλίο μου που δεν περιλαμβάνει προφανή προσωπικά βιώματα. Παρ’ όλα αυτά, είναι πολύ προσωπικό. Ακουμπά σε ζητήματα που με απασχολούν. Πέρα από τον υπαρκτό σοσιαλισμό, αγγίζει κι όλο αυτό που συμβαίνει με την άνοδο της ακροδεξιάς και τους νεοναζί. Βρίσκω αυτό το θέμα πολύ σημερινό και αγριευτικό. Νομίζω ότι δεν έχουμε ακόμη επίγνωση της κρισιμότητας των καιρών.

Κατά την έρευνά σου πάνω στο νεοναζισμό ανακάλυψες κάτι που να σ’ εξέπληξε; Τίποτα δεν με εξέπληξε. Απλώς μελέτησα περισσότερες λεπτομέρειες πάνω στα γεγονότα. Όμως, αυτό δεν ήταν ζητούμενο. Δεν κάνω διερευνητική δημοσιογραφία. Χρησιμοποιώ μόνο το βιογραφικό της Χρυσής Αυγής, την οποία δεν κατονομάζω διότι το φαινόμενο υπάρχει ανεξάρτητα από το πώς λέγεται. Πατάω σ’ αυτό πιο πολύ για να κατανοήσω τι είναι αυτό που οδηγεί έναν άνθρωπο σ’ αυτή τη σκοτεινιά. Και επέλεξα έναν χαρακτήρα που είναι κι ο ίδιος μετανάστης. Μιλάμε πάντα με όρους λογοτεχνίας κι όχι με όρους πολιτικής, αν και το θέμα είναι αμιγώς πολιτικό. Με απασχολούν οι τσαλακωμένοι άνθρωποι που στριμώχνονται στο περιθώριο, οι μη ορατοί. Το παιδί αυτό, ο Λεβάν, μεγαλώνει σε μια πόλη που είναι αόρατος, μέχρι που κάποιος τον μανιπουλάρει και κουμπώνει μ’ ένα σύνολο ανθρώπων. Έτσι, βρίσκει μια ταυτότητα και νιώθει ορατός.

Ήταν στόχος σου να προσφέρεις μια κοντινότερη ματιά στο φαινόμενο; Ο αναγνώστης δεν θα βρει απολυτότητες. Αποφεύγω τη μανιχαϊστική λογική, το σχήμα με τον «κακό χρυσαυγίτη». Αυτό δεν σημαίνει ότι «ξεπλένω» οποιονδήποτε. Προσπαθώ κι εγώ να καταλάβω ποιοι εξωτερικοί κι εσωτερικοί μηχανισμοί οδηγούν έναν άνθρωπο στα άκρα, στη βία, στον τρόμο, στο μίσος. Πρέπει πάντα ν’ αναλογιζόμαστε ότι κάτι προηγήθηκε. Μιλάμε για ανθρώπους που σφυρηλατήθηκαν μέσα σε συγκεκριμένο περιβάλλον, υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Εν προκειμένω, εστιάζω στην καθημερινότητα του ήρωα κι εκεί υπάρχει κι η μάνα του, που είναι ο καλός εαυτός του. Οι κοπέλες που ερωτεύεται είναι αντανακλάσεις της. Έχει έναν διχασμό μέσα του. Και νομίζω ότι αυτό που τον καθιστά ενδιαφέρων είναι ότι προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο εαυτούς.

© Μαρίνα Σιακόλα

Κάποια στιγμή εμφανίζονται στην πλοκή χαρακτήρες και καταστάσεις που στην πορεία απλά χάνονται από την αφήγηση. Αυτό συμβαίνει κατ’ επιλογήν; Αν λατρεύω κάτι στο θέατρο, αυτό είναι οι παύσεις. Όσα δεν λέγονται, αλλά υπονοούνται. Είναι φυσική μου ροπή να μην αφήνω τα πράγματα στα βιβλία μου να τελειώσουν. Θέλω να μένουν ανοιχτά. Άλλωστε, έτσι είναι κι η ίδια η ζωή. Αναπόφευκτα, αυτό κάποιες φορές επηρεάζει κάποιους χαρακτήρες που μπαίνουν στην ιστορία και μετά χάνονται. Για παράδειγμα, χρησιμοποιώ τον παππού προκειμένου να κάνει ο ήρωας μια στροφή, μια απόκλιση. Είναι κάποιοι χαρακτήρες που λειτουργούν σαν μαριονέτες, κάνουν μια διαδρομή κι από ένα σημείο και μετά μένουν μετέωροι. Δεν είμαι της άποψης ότι πρέπει όλα κατ’ ανάγκη να κάνουν τον κύκλο τους και να κουμπώνουν μεταξύ τους. Και στις «Τρεις Σκάλες Ιστορία», προσπάθησα ν’ αποφύγω το δραματικό κρεσέντο. Δεν το θεωρώ ζητούμενο. Αυτό δεν αποκλείει τον κινηματογραφικό ρυθμό. Αποφεύγω την κορύφωση κι αυτό είναι μια συνειδητή τοποθέτηση. Είναι, αν θέλεις, στοιχείο του ύφους μου. Σε όλα τα μυθιστορήματα, οι ζωές των χαρακτήρων υποθετικά συνεχίζουν και μετά το τέλος. Εκτός αν τελειώνουν με την καταστροφή του κόσμου.

Πώς βλέπεις τη ρότα που έχει πάρει ο κόσμος; Συμφωνείς ότι ζούμε στην εποχή μιας νέας μελαγχολίας; Νομίζω ότι βιώνουμε μια φάση παρατεταμένης αμηχανίας και πολιτικής πελαγοδρόμησης. Τίποτε δεν φαίνεται ικανό ν’ αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Πού και πού σκάει κάτι, ένα πυροτεχνήμα και μετά πάλι σκοτάδι. Δεν ξέρω αν είμαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος. Δεν το έχω λύσει μέσα μου. Πάντως, δεν βλέπω κάτι που μπορεί να σταθεί απέναντι, ν’ αμφισβητήσει σοβαρά την κατάσταση πραγμάτων, προτείνοντας κάτι λειτουργικό. Την ίδια ώρα, όμως, είναι στη φύση μας να διατηρούμε την ελπίδα. Δεν μου αρέσει η σκέψη ότι έτσι έχουν τα πράγματα και πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Ακόμη κι αν οι απόπειρες που έγιναν προς άλλες κατευθύνσεις, όχι απλά δεν ευοδώθηκαν, αλλά ήταν και καταστροφικές. Έχω ανάγκη να συντηρώ την ελπίδα ότι αυτό που ζούμε δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση που δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ.

Πιστεύεις ότι «υπάρχει εναλλακτική», σε αντίθεση με το γνωστό θατσερικό σλόγκαν; Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Πιστεύω ότι ο καθένας επιλέγει κάποια στιγμή από ποια όχθη θα βλέπει τον κόσμο. Έχει να κάνει με την παιδεία, τα βιώματα και τ’ ακούσματά μάς. Εγώ επέλεξα να κοιτάζω τον κόσμο από αριστερά, χωρίς αυτό ν’ αποτελεί κομματική τοποθέτηση. Δεν ανήκω σε κάποιο κόμμα, ούτε ταυτίζομαι με κανένα. Είναι ζήτημα οπτικής. Αυτό από μόνο του με φέρνει απέναντι στην αλαζονεία της άποψης ότι δεν έχουμε επιλογή και πρέπει να το λουστούμε όλο αυτό που ζούμε.

Αυτή η φάση της αμηχανίας που ανέφερες πώς αποτυπώνεται στη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα; Η τέχνη είναι αντανάκλαση αυτού που συμβαίνει. Ή μάλλον η μεγέθυνσή του. Τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι. Είναι ένα μέσο για να μπορείς να διακρίνεις τι πραγματικά συμβαίνει, ένας μεγεθυντικός καθρέφτης που αποκαλύπτει και τονίζει τα κακώς έχοντα.

Ο συγγραφέας είναι καλό να προσαρμόζεται στον σύγχρονο τρόπο ζωής; Να λαμβάνει υπόψη, λ.χ., ότι υπάρχει ένα νέο είδος αναγνώστη που διαβάζει πιο γρήγορα και με διασπασμένη προσοχή; Υπάρχουν αρκετοί καλοί συγγραφείς, ευπώλητοι και με μεγάλο κοινό. Θεωρώ αστεία τη σκέψη ότι αυτοί αφουγκράζονται και υπακούν στις συνήθειες της εποχής, αναζητώντας τους νέους κανόνες του παιχνιδιού. Ότι μπαίνουν στη λογική, τέλος πάντων, πως το έργο τους πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες ενός σύγχρονου αναγνώστη που βρίσκεται συνεχώς μπροστά σε μια οθόνη. Αν πάλι ο τρόπος έκφρασης κάποιου «κουμπώνει» μ’ αυτή τη νέα τάση, τότε μπράβο του. Αν ανακάλυψε τρόπο ν’ αγγίξει πιο μεγάλο κοινό, δεν βλέπω πού είναι το πρόβλημα. Δεδομένου όμως ότι αυτό που καταθέτει είναι αυθεντικό. Αν υπάρχει κάποιο «κόλπο» στη λογοτεχνία είναι αυτό: να καταθέτεις την αλήθεια σου. Αυτό κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε δυο μυθιστορήματα δομημένα με την ίδια μεθοδολογία, όπου το ένα μοιάζει κατασκευασμένο και ρηχό, ενώ το άλλο περιέχει κάτι που υπερβαίνει το αφήγημα και μιλάει στην ψυχή του αναγνώστη. Ο μόνος λόγος για να παιδεύεται κανείς με την υπόθεση της λογοτεχνίας, πέρα από την ανάγκη να γράφει, είναι να έχει κάτι να πει.

Ανέφερες τη λέξη «ανάγκη». Νιώθεις ότι είναι ανάγκη πια για σένα; Πλέον, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτό. Και σκέψου ότι πριν από δέκα χρόνια δεν υπήρχε καν στην εξίσωση. Μπήκα μεγάλος σ’ αυτόν τον στίβο, αλλά έφτασα ήδη σε μια φάση όπου αν είχα την πολυτέλεια θα ασχολιόμουν μόνο με τη λογοτεχνία. Έγινε ανάγκη κι αυτή είναι που με ωθεί να κλείσω την πόρτα πίσω μου και να αφιερώνω ώρες και κομμάτια του εαυτού μου.

Αν δεν είχαν απήχηση τα βιβλία σου αυτή η ανάγκη θα εξακολουθούσε να υπάρχει; Δεν ξέρω πώς θα ήταν αν συναντούσα έναν τοίχο σιωπής. Ήμουν και λίγο τυχερός. Υπό την έννοια ότι το πρώτο μου βιβλίο είχε καλή υποδοχή. Ένιωσα αμέσως ότι κάτι υπάρχει εδώ πέρα, παρά το γεγονός ότι το είχα κάνει δύσκολο για τον εαυτό μου. Προτίμησα να βρω εκδότη στην Αθήνα όπου δεν με γνώριζαν ως δημοσιογράφο. Ήθελα κάποιος που δεν με ξέρει να πιστέψει σ’ αυτό. Να το διαβάσει και να κρίνει ότι αξίζει να εκδοθεί. Δεν μ’ ενδιέφερε να εκδώσω ένα βιβλίο, να πουλήσω κάμποσα αντίτυπα και να βγάλω ενδεχομένως κάποια λεφτά. Μάλλον, η ανάγκη γεννιέται όταν πλέον βρίσκεσαι πια μέσα σ’ αυτόν τον δρόμο.

Θα το έβλεπες και ως προορισμό, ως αποστολή; Όχι. Θα ήμουν φαιδρός. Εμένα η δημοσιογραφία μ’ έσωσε από τέτοιες κακοτοπιές. Λόγω της τριβής με τον κόσμο, νομίζω ότι έχω επίγνωση των μεγεθών. Εξ ου και δεν υποδύομαι κάτι που δεν είμαι. Αυτή τη στιγμή δεν έχεις απέναντί σου έναν… αδικημένο Τολστόι. Η δημοσιογραφία, σε αντίθεση με τη λογοτεχνία, έχει μια γήινη διάσταση. Σε υποχρεώνει να πατάς γερά στα πόδια σου. Βασικά, εγώ απλά λέω ιστορίες με την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να πουν στον αναγνώστη. Επιθυμία μου είναι να γράφω βιβλία που να βρίσκουν αποδέκτες και μέσα απ’ αυτή τη συνθήκη να περνάω καλά.

© Μαρίνα Σιακόλα

Ωστόσο, η λογοτεχνία έχει δύναμη. Μπορεί να στρέψει το βλέμμα του κόσμου, να φυτέψει μια ιδέα, να βάλει ένα λιθαράκι στη διαμόρφωση των συνειδήσεων. Το σκέφτεσαι αυτό; Αυτοί που μπορούν να στρέψουν το βλέμμα του κόσμου είναι ενδεχομένως η κρεμ ντε λα κρεμ των λογοτεχνών. Δεν θεωρώ ότι είμαι ένας απ’ αυτούς. Ίσως ένας συγγραφέας με μεγάλη επίδραση να αισθανθεί κάποια στιγμή και λίγο «ιεραπόστολος». Εγώ αυτό που ξέρω και εισπράττω είναι ότι έχω ένα κοινό που με διαβάζει. Το συναίσθημα που ένιωσα με τις «Τρεις Σκάλες Ιστορία» ήταν υπέροχο. Κόσμος στην Κύπρο και την Ελλάδα ένιωσε την ανάγκη να μου πει πώς αισθάνθηκε όταν το διάβασε. Αυτό για μένα ισοδυναμεί με 100 βραβεία.

Η όποια απήχηση δεν συνοδεύεται κι από ένα αίσθημα ευθύνης; Ευθύνη αισθάνομαι κυρίως απέναντι στον εαυτό μου. Όμως, όσο κι αν τα βραβεία δεν είναι πανάκεια, σε επιφορτίζουν με μια ευθύνη. Οδηγούν σε μια επαγρύπνηση να παραμένεις σοβαρός– όχι σοβαροφανής. Στην ουσία, όμως, όσα βιβλία κι αν έχεις βγάλει, όσα βραβεία κι αν πάρεις, κάθε φορά είναι σαν την πρώτη. Υπάρχει η ίδια αγωνία, ενώ η ανασφάλεια μπορεί να είναι και μεγαλύτερη. Η όποια προηγούμενη επιτυχία δεν εγγυάται την επόμενη. Μου έχει συμβεί κι ως αναγνώστη. Το ότι αγαπώ έναν συγγραφέα, δεν σημαίνει ότι μου αρέσει ό,τι έχει γράψει. Κάτι μπορεί να μη του βγει. Συμβαίνει συχνά το επόμενο βήμα ενός συγγραφέα να μην είναι πιο ώριμο από το προηγούμενο.

Είναι εύκολο για ένα συγγραφέα να αποκρύβει τις εμμονές του όταν γράφει; Μα νομίζω ότι στις εμμονές έγκειται η γοητεία. Κατά βάθος, όλοι το ίδιο τραγούδι λέμε, με άλλα λόγια. Είναι σαν μια λούπα όλο αυτό. Οι ιστορίες αλλάζουν, οι λέξεις αλλάζουν, αλλά ουσιαστικά όλοι περιστρεφόμαστε σαν μυγάκια γύρω απ’ την ίδια λάμπα. Κάθε φορά ξύνεις την επιφάνεια και πας πιο βαθιά, ανακαλύπτεις κάτι νέο. Εμένα δεν με ενοχλεί καθόλου η καταφυγή στις εμμονές. Βρίσκω πιο ενδιαφέρουσες τις αιχμές και τις εσοχές. Προτιμώ την τραχιά επιφάνεια από τη λειασμένη.

Ποια είναι αυτή η «ίδια λάμπα»; Οι εμμονές μας έχουν κατά βάθος να κάνουν με τα μεγάλα και αρχετυπικά ζητήματα: η ύπαρξη, ο θάνατος, ο έρωτας, η προδοσία κ.λπ. Για τα ίδια θέματα έχει γράψει ο Σαίξπηρ, αλλά κι ένας συγγραφέας τρίτης διαλογής. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχει καλλιτέχνης χωρίς εμμονές. Σε μένα, ας πούμε, κάποιος εύκολα μπορεί να διακρίνει ότι έχω ένα θέμα μ’ αυτό που συνέβη τότε στην Ανατολική Ευρώπη. Σ’ αυτό επανέρχομαι, αυτό σκαλίζω. Προσπαθώ να καταλάβω και παρασέρνω μαζί μου και τον αναγνώστη. Είναι μέρος του ποιος είμαι.