Bookia, Νοέμβριος 2023

Bookia, Νοέμβριος 2023

Συνέντευξη με τον Κύπριο συγγραφέα Σταύρο Χριστοδούλου με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Μαύρο φλαμίνγκο» (εκδ. Καστανιώτη), στο οποίο καταπιάνεται με το φλέγον θέμα του μεταναστευτικού, μέσα από έναν αρνητικό και βίαιο κεντρικό ήρωα. 

Γράφει: Διονύσης Μαρίνος

Αξίζει να παρακολουθήσει κανείς τη μέχρι τώρα πορεία του Σταύρου Χριστοδούλου στα λογοτεχνικά πράγματα. Δεν είναι μόνο το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο για το μυθιστόρημά του Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός (εκδ. Καστανιώτη), αλλά και ο τρόπος που χειρίζεται τα θέματά του κάθε φορά.

Μόλις πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο του μυθιστόρημα Μαύρο φλαμίνγκο (εκδ. Καστανιώτη), στο οποίο καταπιάνεται με το φλέγον θέμα του μεταναστευτικού. Αυτό που παραμένει διαρκές στον τρόπο που γράφει είναι η έντονη κοινωνική παρατήρηση.

Τέσσερα βιβλία ως τώρα, τέσσερις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Τι είναι αυτό που σας κάνει να αλλάζετε ύφος από βιβλίο σε βιβλίο;

Το θέμα καθορίζει την οπτική γωνία κάθε φορά. Η ανάγκη μου δηλαδή να αφηγηθώ μια διαφορετική ιστορία χωρίς να μπαίνω στη διαδικασία να προσδιορίσω τη φόρμα ή το ύφος. Απ’ την άλλη, με εξαίρεση το Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός που ήταν ένα νουάρ μυθιστόρημα, τα υπόλοιπα βιβλία μου έχουν κοινούς αφηγηματικούς κώδικες. Το είδος μυθοπλασίας που κάνω δίνει ιδιαίτερο βάρος στο κτίσιμο των χαρακτήρων. Τα μπες βγες στον χρόνο επίσης είναι ένα βασικό τους χαρακτηριστικό ή το ιστορικό φόντο, πίσω από την ιστορία, το οποίο προσπαθώ κάθε φορά να είναι ακριβές.

Λάβατε το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο για το μυθιστόρημα «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», το οποίο τοποθετείται στην αστυνομική λογοτεχνία. Πώς και δεν συνεχίσατε στο ίδιο επιτυχημένο μοτίβο;

Το αστείο είναι ότι όταν το έγραφα ούτε καν μου περνούσε από το μυαλό η αστυνομική λογοτεχνία. Εγώ ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα με κοινωνικά χαρακτηριστικά και αυτό έκανα. Μια ανθρωπογεωγραφία της σύγχρονης Αθήνας που απλώνεται και στις δύο όχθες της πόλης. Εκεί όπου ζουν οι πολλοί και στην άγρια πλευρά όπου στριμώχνονται οι άνθρωποι του περιθωρίου. Στο επίκεντρο του βιβλίου είναι ο φόνος ενός γκέι ζωγράφου από ένα μετανάστη που μπλέκεται στο κύκλωμα της ανδρικής πορνείας. Γνωστό το μοτίβο και ευδιάκριτο το παζολινικό κλίμα. Την ίδια ώρα όμως επιχειρώ τις εγκιβωτισμένες ιστορίες, ένα στοιχείο που εμφανίζεται και στα επόμενα μου βιβλία έστω κι αν η φόρμα είναι διαφορετική.

Τα είπα όλα αυτά για να καταλήξω ότι η κατηγοριοποίηση στο νουάρ ήταν μάλλον τυχαία. Επισκέπτης ήμουν στο είδος αν και ποτέ δεν απέκλεισα το ενδεχόμενο να επιστρέψω. Τώρα μάλιστα που το Μαύρο φλαμίνγκο κυκλοφόρησε, ξεκίνησα να σκαλίζω μια ιστορία στην οποία εμπλέκεται με έναν τρόπο και ο αστυνόμος Σουρούνης. Μπορεί να μην είναι καθαρόαιμο νουάρ αλλά πιάνει το νήμα από Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός.

Στο νέο σας μυθιστόρημα καταπιάνεστε με ένα θέμα άκρως σημερινό και «καυτό». Έχουμε κάνει προόδους πιστεύετε στο θέμα της ενσωμάτωσης των μεταναστών;

Δυστυχώς όχι. Το μεταναστευτικό εξελίσσεται στο πιο σύνθετο πρόβλημα της Ευρώπης, επηρεάζοντας καταλυτικά τα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά των λαών ιδιαιτέρως του ευρωπαϊκού νότου. Αν συγκρίνουμε την εποχή του βιβλίου μου, αρχές της δεκαετίας του 1990 με την κάθοδο των προσφύγων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, με τις καραβιές των απελπισμένων που πνίγονται στη Μεσόγειο, τα πράγματα είναι συντριπτικά χειρότερα σήμερα. Το πρόβλημα της ενσωμάτωσης παραμένει και η οικονομική ανέχεια οδηγεί ανθρώπους στο περιθώριο. Η ακροδεξιά αντλεί από αυτή τη δεξαμενή. Είτε για να ψαρέψει ψήφους μέσα από τα θολά νερά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας είτε για να στρατεύσει οπαδούς που αναζητούν ένα χώρο για να αισθανθούν συμβατοί. Ακόμα κι αν αυτός ο χώρος καλύπτεται από το σκότος μιας μισάνθρωπης ιδεολογίας.

xristodoulou2
Ο Σταύρος Χριστοδούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στη συνέχεια ακολούθησε τον δρόμο της δημοσιογραφίας. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Hotel National, κυκλοφόρησε το 2016 (εκδ. Καλέντη). Από τις εκδ. Καστανιώτη κυκλοφορούν τα βιβλία του Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός (2018) και Τρεις σκάλες Ιστορία (2020). Το βιβλίο Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) 2020 και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Κύπρου για εκδόσεις του έτους 2018. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και διηγήματά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες και συλλογικά έργα, όπως η γαλλόφωνη ανθολογία Le Grand Tour / Αυτοπροσωπογραφία της Ευρώπης από τους συγγραφείς της (Ed. Grasset, 2022).

Ο Λεβάν είναι ένα τυπικό παιδί που ζητάει τον προσωπικό του χώρο σε μια κοινωνία που του κλείνει τις πόρτες;

Έτσι ξεκίνησαν όλα. Από τον αποκλεισμό. Παιδιά σαν τον Λεβάν δεν είναι ορατά. Δεν έχουν πρόσωπο, ούτε διακριτά χαρακτηριστικά. Η ερώτησή σας μου θύμισε τους στίχους του Χριστιανόπουλου, γι’ αυτούς που βρήκαν έναν ώμο να ακουμπήσουν: «…κοκκινήσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας, έστω και μια φορά;».

Αυτή την ερώτηση θα μπορούσε κάλλιστα να την απευθύνει ο Λεβάν σε όλους αυτούς που τον προσπέρασαν δίχως να του ρίξουν μια έστω ματιά. Τελικά επέλεξε να κάνει κάτι άλλο. Κάτι πολύ χειρότερο. Να ενταχθεί στις ομάδες κρούσης και να εκτονώσει τον θυμό του ανοίγοντας κεφάλια.

Η βία έρχεται ως λογική εξήγηση στην ιστορία σας. Το ζούμε και καθημερινά, άλλωστε. Είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει πιστεύετε;

Δεν δικαιολογώ τη βία. Και δεν αναζητώ βεβαίως άλλοθι για τον Λεβάν όταν κατρακυλά στον κατήφορο. Απ’ την άλλη προσπαθώ να κατανοήσω και να φωτίσω τα αίτια που γεννούν τη βία. Αν μπορεί να αλλάξει; Υποθέτω πως ναι. Είναι θέμα παιδείας και κυρίως πολιτικής επί του εδάφους. Τίποτε δεν θα γίνει όμως από μόνο του. Εγώ επαναλαμβάνω συχνά –και ως δημοσιογράφος στην αρθρογραφία μου– ότι όλα είναι πολιτική. Τα γκέτο δεν δημιουργούνται επειδή κάποιοι από μαζοχισμό επιλέγουν το περιθώριο. Και η βία δεν είναι ένα γενετικό χαρακτηριστικό ώστε να θεωρείται αναπόδραστη. Ενόσω όμως σφυρίζουμε όλοι αδιάφορα και βαθαίνει η οικονομική ανισότητα, τόσο τα αγρίμια σαν τον Λεβάν θα εκδηλώνουν τα βίαια ένστικτά τους.

Ο ήρωάς σας, πάντως, αλλάζει, μετασχηματίζεται, αναζητεί την ταυτότητά του. Τι είναι αυτό που τον κρατάει ως το τέλος να μην διαλυθεί;

Μια φωτεινή πλευρά του που αποτελεί αντανάκλαση της μάνας του. Τον Λεβάν δεν τον δημιούργησα με μανιχαϊστική λογική. Αυτό που συμβαίνει μέσα του είναι μια διαρκής σύγκρουση του καλού και του κακού. Αληθινούς φίλους δεν έχει και δεν είναι τυχαίο ότι οι κοπέλες που έχει κατά καιρούς λειτουργούν σαν σωσίβια για να μην πνιγεί μέσα στα τοξικά νερά που έχει πέσει. Αυτές οι κοπέλες δεν έχουν καμία σχέση με τον σκοτεινό κόσμο του. Είναι διαφορετικές όψεις της μάνας του και τις επιλέγει από μια εσωτερική ανάγκη να νικήσει τους δαίμονες του.

Χρειάστηκε να κάνετε έρευνα πριν καταδυθείτε στο άδυτο των σκοτεινών οργανώσεων που δρουν στην Αθήνα;

Σε κάθε μυθιστόρημα κάνω έρευνα. Διαβάζω πολύ, συναντώ ανθρώπους όπου είναι δυνατόν, βλέπω οπτικοακουστικό υλικό. Τα περιστατικά βίας που αναφέρονται στο βιβλίο δεν είναι επινοημένα, τα άντλησα από το βιογραφικό της Χρυσής Αυγής. Για το «Μαύρο Φλαμίνγκο» ταξίδεψα και στη Γεωργία γιατί είχα ανάγκη να βρω τις πατημασιές της οικογένειας Πεχλιβανίδη. Το Ρουστάβι, μια μικρή βιομηχανική πόλη που κτίστηκε επί Στάλιν, μου άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο για να δω καθαρά τόσο την ιστορία όσο και τους ήρωές μου.

Αυτό που είναι εμφανές στο μυθιστόρημά σας είναι η έντονη κοινωνική παρατήρηση. Μπήκατε στον πειρασμό να σχολιάσετε τα τρέχοντα ως εξωτερικός παρατηρητής ή αφήσατε τους ήρωες να αναπτύξουν την πλοκή με τις πράξεις τους;

Θα ακουστεί ενδεχομένως στερεότυπο αλλά οι ήρωες λειτουργούν ερήμην του συγγραφέα. Αυτό συμβαίνει κάθε φορά και στα δικά μου βιβλία. Ενώ ξεκινάμε μαζί, έχοντας προηγηθεί μια εξαιρετικά λεπτομερής δουλειά για το κτίσιμο του χαρακτήρα, εντέλει ο ήρωας αυτονομείται και παίρνει τον δρόμο του. Εγώ παρατηρώ και καταγράφω προσπαθώντας να είμαι δίκαιος με τους χαρακτήρες μου. Οι a priori κακοί ήρωες για παράδειγμα οδηγούν σε καρικατούρες που προσωπικά απεχθάνομαι. Κατά την άποψή μου το όποιο λογοτεχνικό ενδιαφέρον βρίσκεται στις αιχμές τους, στις κρυφές πτυχές τους και στις ανατροπές που οδηγούν οι πράξεις τους.

Η Κύπρος μας έχει δώσει τα τελευταία χρόνια άξια δείγματα λογοτεχνικής γραφής. Πού το αποδίδετε; Υπάρχει εξήγηση;

Δύσκολο να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Το μόνο βέβαιο είναι ότι την τελευταία δεκαετία κάτι πολύ ζωηρό συμβαίνει στο τοπίο της κυπριακής λογοτεχνίας. Απ’ την άλλη η δική μου η δουλειά, με εξαίρεση το Τρεις σκάλες ιστορία, δεν είναι κυπροκεντρική. Δεν σας κρύβω πως ο τόπος καταγωγής στο βιογραφικό του συγγραφέα είναι κάτι που εμένα τουλάχιστο ελάχιστα με ενδιαφέρει. Όλοι μας σε ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό απευθυνόμαστε οπότε αυτό που μετρά είναι αν τα βιβλία μας αφορούν και βρίσκουν αποδέκτες.