Bookia, Δεκέμβριος 2023

Bookia, Δεκέμβριος 2023

Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Φωτογραφία: Μαρίνα Σιακόλα.

Είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάζω του Κύπριου συγγραφέα Σταύρου Χριστοδούλου, το «Μαύρο φλαμίνγκο», και πιστεύω πως έχω χάσει μη διαβάζοντας τα προηγούμενά του, επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη«Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», που μιλά για ένα ακόμα «τυπικό» έγκλημα όπου εμπλέκεται το κύκλωμα της αντρικής πορνείας, που τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) 2020 και με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Κύπρου για εκδόσεις του έτους 2018, και το «Τρεις σκάλες ιστορία» που μιλά για τις ανεπούλωτες πληγές της κυπριακής τραγωδίας του 1974 και εκδόθηκε το 2020. Για το «Μαύρο φλαμίνγκο» μας μιλά ο ίδιος ο συγγραφέας.

 

Η αυγή της δεκαετίας του ’90 βρίσκει την οικογένεια Πεχλιβανίδη, όπως εκατομμύρια κατοίκους της Γεωργίας, μετέωρη πάνω από τα συντρίμμια που προκάλεσε η εκκωφαντική κατάρρευση του παλιού καθεστώτος. Κι όταν, πολύ γρήγορα, νιώθουν ηττημένοι στη μάχη της επιβίωσης, παίρνουν τον δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς, αναζητώντας καταφύγιο σε μια ουσιαστικά άγνωστη πατρίδα.

Το βιβλίο ακολουθεί τις πατημασιές του Λεβάν, του γιου της οικογένειας, καθώς μεγαλώνει στις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Προσπαθώντας να αποτινάξει τη ρετσινιά του «Ρωσοπόντιου», καταλήγει στη Σχολή Πυγμαχίας του Ερμή Σαραντάκου, τη σκοτεινή μήτρα που θα του χαρίσει μια δεύτερη ζωή. Σε αυτό το άντρο του φόβου θα αναζητήσει τη νέα του ταυτότητα και θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα πιο βίαια ένστικτά του.

Τι σπρώχνει ένα αποσυνάγωγο παιδί στη σκοτεινιά του μίσους, κάτω από τη σκιά μιας τοξικής ιδεολογίας που γεννά τη βία;

Σε αυτό το ερώτημα πασχίζει να απαντήσει το Μαύρο φλαμίνγκο. Ένα βιβλίο για τα ματαιωμένα όνειρα και τις υποθηκευμένες ζωές.

Γράφετε πολύ ζωντανά και άμεσα για τη ζωή των ηρώων σας στη Γεωργία, για τις σπουδές τους, για την εξασφαλισμένη εργασία και για το σπίτι που δίνεται από το κράτος. Ερχόμενοι στην Ευρώπη έζησαν την ωμή πραγματικότητα του χλευασμού και της περιφρόνησης. Πιστεύετε πως άξιζε αυτή η επιστροφή στην πατρίδα που ονειρεύονταν μάταια;

Μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος η Γεωργία βυθίστηκε σε μια τρομακτική οικονομική κρίση. Μια από τις πιο φτωχοποιημένες χώρες της Ευρώπης. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια λοιπόν τέτοιων υπαρξιακών ερωτημάτων. Οι άνθρωποι έπρεπε να επιβιώσουν – αυτή ήταν η πρώτη και μοναδική τους προτεραιότητα. Έπρεπε να εστιάσουν στο παρόν γιατί πολύ απλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Το παρελθόν ήταν σημείο αναφοράς, όχι γιατί ήταν κατ’ ανάγκην καλύτερο, αλλά επειδή εμπεριείχε το στοιχείο της σταθερότητας. Στο βιβλίο χρησιμοποιώ μια αναφορά από μαρτυρία στο «Τέλος του κόκκινου ανθρώπου» της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς: «Σήμερα είναι καλύτερη η ζωή αλλά πιο αντιπαθητική» λέει ένας γέρος πρόσφυγας στον Λεβάν. Το σπίτι, η εξασφαλισμένη εργασία και οι σπουδές ήταν η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη ήταν η ανελευθερία με ό,τι συνεπάγεται. Η επιστροφή στην πατρίδα τους προσγείωσε βεβαίως με τον πιο σκληρό τρόπο καθώς ανακάλυψαν ότι υπήρχε κάτι πολύ χειρότερο: το τσαλάκωμα της αξιοπρέπειάς τους.

Χωρίς να θέλω να κρίνω ή να ισοπεδώνω όλες τις σχολές πυγμαχίας, Σαραντάκοι υπήρχαν πολλοί οι οποίοι δημιούργησαν φυτώρια φασισμού και εθνικισμού απέναντι σε όλους τους πρόσφυγες που ήρθαν στη χώρα. Τα πλοκάμια απλώθηκαν επικίνδυνα φέρνοντας τα γνωστά αποτελέσματα. Πώς πείθονται οι μετανάστες να μπουν σε αυτό το άντρο του φόβου; Πώς μπορούν να επιτίθενται μετανάστες εναντίον ομοίων;

Η τοξικότητα της ακροδεξιάς, ειδικότερα ο νεοναζισμός που αποτελεί την πιο αρρωστημένη εκδοχή της, μολύνει κατά κύριο λόγο τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες: τους περιθωριοποιημένους και οικονομικά ασθενέστερους. Δεν κάνει διακρίσεις καθώς ψαρεύει στα θολά νερά της κοινωνικής απομόνωσης. Μετανάστες όπως ο Λεβάν, οι οποίοι έχουν υποστεί σκληρό ρατσισμό, επέλεξαν το δρόμο του φανατισμού και της βίας για να γίνουν ορατοί. Να αποκτήσουν, ακόμα και με αυτό τον στρεβλό τρόπο, ταυτότητα. Ο άνθρωπος μπορεί να μετατραπεί στο πιο άγριο ζώο αν περάσει τη γραμμή της βίας. Το βιβλίο εστιάζει εκεί ακριβώς: αν μπορεί να υπάρξει επιστροφή όταν τα λόγια βαφτούν πια με αίμα.

Ο ήρωας σας ο Ιερόθεος, οικογενειάρχης, θρήσκος, πατριώτης με επιχειρήσεις αμφιβόλου ηθικής.Αλλά ήταν και Πρόεδρος του «Πυρσού», της πατριωτικής οργάνωσης στην Κύπρο. Ο εθνικισμός είχε αρκετό χώρο δράσης στην Κύπρο;

Η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση στο τι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη. Μιλάμε για μια έξαρση της ακροδεξιάς που εμφανίζεται με διαφορετικά πρόσωπα σε πολλές χώρες. Από την Ολλανδία του Βίλντερς και τη Γαλλία της Λεπέν, μέχρι την Ουγγαρία του Όρμπαν και την Ιταλία της Μελόνι. Τα της Ελλάδας, όπου ζήσαμε το φαινόμενο να κάνει ο Κασιδιάρης προεκλογική μέσα από τη φυλακή, τα γνωρίζουμε. Η Κύπρος λοιπόν είναι μια ακόμα χώρα στην οποία ο εθνικισμός βρίσκει πρόθυμο ακροατήριο. Για αυτό την επέλεξα, ως συμπληρωματικό χώρο δράσης, αλλά και για τους συμβολισμούς του μαύρου φλαμίνγκο που λέγαμε πριν.

Διακρίνουμε στον Λεβάν μια διχασμένη προσωπικότητα. Ενώ έχει πάρει αξίες από την οικογένεια του, επηρεάζεται από το νέο του περιβάλλον. Για ποιο λόγο τον δημιουργήσατε έτσι τον Λεβάν;

Γιατί όπως λέω συχνά ο μανιχαϊσμός δε συνάδει με τη λογοτεχνία. Ή σε κάθε περίπτωση είναι εντελώς ξένος με τη δική μου αντίληψη για τη λογοτεχνία και το κτίσιμο των χαρακτήρων. Η υπεραπλούστευση, που οδηγεί στους apriori κακούς ήρωες, εμπεριέχει τον κίνδυνο οι χαρακτήρες να μοιάζουν με περιγράμματα. Οι ήρωες όμως, ακόμα και οι κατά τεκμήριο «αρνητικοί», είναι ολοκληρωμένοι άνθρωποι. Και όπως όλα στη ζωή, δεν καθορίζονται από λογικές άσπρου και μαύρου. Εγώ το αντιμετώπισα αυτό πολύ έντονα με τον χαρακτήρα του Τούρκου αξιωματικού στο «Τρεις σκάλες Ιστορία». Ο Αχμέτ δεν υπήρξε μόνο βιαστής – είχε μια ζωή πριν και μια ζωή μετά από το καλοκαίρι του 1974. Το ίδιο ισχύει και με τον Λεβάν. Είναι ένα πρόσωπο πολύ πιο σύνθετο από τον φασίστα που σπάει κεφάλια.

Το μυθιστόρημα είναι βασισμένο σε γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας, σε πολύ μαύρες σελίδες της. Πρέπει να έχουμε κόκκινες γραμμές οι συγγραφείς στα βιβλία που γράφουμε ή καλώς τα γράφουμε γιατί αυτός είναι ο ορισμός της ελευθερίας του λόγου;

Μοναδική κόκκινη γραμμή είναι η αλήθεια μας. Να μη χρησιμοποιούμε τα γεγονότα δηλαδή για να εξυπηρετήσουμε την όποια ατζέντα. Δε γράφουμε πολιτικό μανιφέστο, λογοτεχνία κάνουμε. Τα αληθινά γεγονότα δημιουργούν απλώς τον ιστορικό καμβά όπου αποτυπώνεται η μυθοπλασία.

«Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον. Δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον». Μπορούν να πετύχουν ή να βοηθήσουν οι λέξεις στη συντριβή του φασισμού;

Η συντριβή είναι μεγάλη κουβέντα. Εγώ είμαι πραγματιστής οπότε αποφεύγω τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Η δημοσιογραφική μου ιδιότητα με γειώνει άλλωστε διαρκώς στην πραγματικότητα. Οι λέξεις πάντως μπορούν να συνεγείρουν και να αποτελέσουν τροφή για σκέψη. Κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο πιστέψτε με.

Ποια είναι η γνώμη σας για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους;

Ως άνθρωπος των media μόνο ευγνωμοσύνη αισθάνομαι για τα βιβλιοφιλικά μέσα όπως το Bookia. Το βιβλίο χρειάζεται φιλόξενους τόπους για να ανθίσει. Αυτή η ανάγκη δεν αφορά στην προβολή των συγγραφέων αλλά την αναγκαιότητα καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας και του δημιουργικού διαλόγου γύρω από τη λογοτεχνία. Σας ευχαριστώ λοιπόν για τη φιλοξενία και εύχομαι καλή συνέχεια στην εξαιρετική δουλειά που κάνετε.

Ευχαριστώ πολύ κύριε Χριστοδούλου για την κουβέντα μας, σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδο και να καταφέρει να ευαισθητοποιήσει, να προβληματίσει τη νέα γενιά που είναι το μέλλον για μια υγιή κοινωνία.