Γράφει: Λεύκη Σαραντινού
Ο Σταύρος Χριστοδούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στη συνέχεια ακολούθησε τον δρόμο της δημοσιογραφίας. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Hotel National, κυκλοφόρησε το 2016 (Εκδόσεις Καλέντη). Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα βιβλία του Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός (2018) και Τρεις σκάλες Ιστορία (2020).
Το βιβλίο Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) 2020 και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Κύπρου για εκδόσεις του έτους 2018. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και διηγήματά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες και συλλογικά έργα, όπως η γαλλόφωνη ανθολογία Le Grand Tour / Αυτοπροσωπογραφία της Ευρώπης από τους συγγραφείς της (Ed. Grasset, 2022).
Στην παρούσα συνέντευξη ο συγγραφέας μας μίλησε για το τελευταίο του πόνημα με τίτλο «Μαύρο φλαμίνγκο».
Το κεντρικό θέμα του βιβλίου σας είναι διαχρονικό: πρόκειται για τον ρατσισμό των ανθρώπων προς τον «ξένο», προς τον διαφορετικό «άλλο», τον μετανάστη. Γιατί πιστεύετε εσείς ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και σε όλες τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας;
Το διαφορετικό ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά όσων κατατρύχονται από φοβικά σύνδρομα. Έχετε δίκαιο ότι δεν είναι σημερινό φαινόμενο καθώς αυτού του είδους οι πολιτικές συμπεριφορές εξέθρεψαν στο παρελθόν τον φασισμό, τον ναζισμό και κάθε είδους απολυταρχικά καθεστώτα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε να φουντώνει ξανά ο ρατσισμός με την άνοδο της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη. Η έξαρση του μεταναστατευτικού αποτελεί το τέλειο άλλοθι γι’ αυτά τα κόμματα, τα οποία ξεθάβουν θεωρίες περί φυλετικής καθαρότητας χρησιμοποιώντας τη ρητορική μίσους. Δυστυχώς, επιβεβαιώνεται ξανά ότι «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων». Με όχημα λοιπόν τον ψευδο-πατριωτισμό η ακροδεξιά ψαρεύει στα θολά νερά του κοινωνικού περιθωρίου. Άνθρωποι στρυμωγμένοι λόγω της οικονομικής κρίσης στοχοποιούν, ως τον απόλυτο εχθρό, τους ξένους που τους κλέβουν τις δουλειές και διαβρώνουν τον κοινωνικό ιστό. Το θλιβερότερο όλων είναι όταν μετανάστες, όπως ο Ελληνοπόντιος ήρωας του βιβλίου μου, προσχωρούν σε αυτή τη λογική ασκώντας μάλιστα βία ενάντια σε άλλους μετανάστες.
Στο βιβλίο σας παρουσιάζετε τις εμπειρίες του καθηγητή Α. Γκβενετάτζε υπό το σοβιετικό καθεστώς, οι οποίες δεν ήταν και οι καλύτερες. Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι κάποιοι νοσταλγούν ακόμη και σήμερα ένα τόσο καταπιεστικό προς τους πολίτες τους καθεστώς;
Ένας γέρος μετανάστης από τη Γεωργία λέει στον κεντρικό μου ήρωα, τον Λεβάν: «Έχω ζήσει πάρα πολύ καιρό στον σοσιαλισμό. Σήμερα είναι καλύτερη η ζωή, αλλά πιο αντιπαθητική». Είναι μια φράση από το βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς «Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου» και τη δανείζομαι ακριβώς επειδή απηχεί αυτό που ρωτάτε. Δεν πρόκειται για νοσταλγία κατά την άποψή μου αλλά για παραδοχή ότι εκείνο που ακολούθησε δεν ήταν κατ’ ανάγκην καλύτερο από το ανελεύθερο καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού. Για όσους τουλάχιστο δεν πρόλαβαν να ανέβουν στο τρένο της νέας εποχής αρπάζοντας τις ευκαιρίες που τους προσφέρθηκαν. Κανείς δε νοσταλγεί μια ζωή με ψιθύρους ενώ ελλοχεύει ο φόβος του Μεγάλου Αδελφού. Η ασφάλεια όμως που τους πρόσφερε το σταθερό μεροκάματο και η εξασφάλιση των βασικών αγαθών, είναι ένας καλός λόγος για να λοξοκοιτάζουν κάποιοι το παρελθόν.
Πείτε μας δυο λόγια για τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης. Πώς βρέθηκαν τόσο πολλοί και πότε και γιατί αποφάσισαν να φύγουν;
Όπως αναφέρω και στο βιβλίο, σύμφωνα με την απογραφή του 1979 ο ελληνικός πληθυσμός στην ΕΣΣΔ ανερχόταν σε 344.000 άτομα. Ο πραγματικός αριθμός όμως ήταν μεγαλύτερος καθώς πολλοί δήλωναν την τοπική τους εθνότητα. Σύμφωνα με άλλη έρευνα το 1989, δυο χρόνια πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Πόντιοι αριθμούσαν μισό εκατομμύριο. 140.000 από αυτούς ζούσαν στη Γεωργία. Ένα μέρος αυτού του πληθυσμού ήταν πρόσφυγες από την Τουρκία στις αρχές του περασμένου αιώνα και οι υπόλοιποι βρήκαν καταφύγιο εκεί μετά τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου. Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης βύθισε τη Γεωργία σε μια βαθιά οικονομική κρίση. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 ήταν μια από τις πιο φτωχοποιημένες χώρες στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτός ήταν και ο λόγος για το μεγάλο κύμα μετανάστευσης στην Ελλάδα. Για εκείνους ήταν μια έξοδος διαφυγής και η αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής στη δεύτερή τους πατρίδα.
Ο έρωτας της Συμέλας και του Ξενοφώντα στο βιβλίο σας ξεθωριάζει όταν οι οικονομικές συνθήκες γίνονται δύσκολες για τους ήρωες. Θεωρείτε πως είναι δυνατόν στη ζωή να υπερκεράσει ένας έρωτας τις δυσκολίες αυτές και να επιβιώσει τελικά;
Υποθέτω πως μπορεί να συμβεί και αυτό. Για να επικαλεστώ κι ένα στερεότυπο, δε λένε ότι ο έρωτας όλα τα νικά; Στο βιβλίο μου πάντως τα πράγματα είναι πολύ πιο τραχιά και καθόλου ρομαντικά. Δε διασώζεται ο έρωτας αλλά η συνήθεια. Το ζευγάρι αυτό είναι μαχητές και μοναδική τους έγνοια είναι να επιβιώσουν. Γι’ αυτό σκύβουν το κεφάλι και πέφτουν με τα μούτρα στη δουλειά. Από νωρίς κατάλαβαν ότι μόνο έτσι θα κερδίσουν τον σεβασμό στη ζούγκλα της Αθήνας. Δε χωράνε λοιπόν συναισθηματισμοί ούτε γλυκερά συναισθήματα. Η Συμέλα από βιβλιοθηκονόμος κατέληξε να καθαρίζει σπίτια. Αυτό νομίζω τα λέει όλα για τη στροφή που πήρε η ζωή τους. Δεν πρόκειται για μελό αλλά για ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας. Ο έρωτας σ’ αυτές τις περιπτώσεις έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Στο βιβλίο σας αναφέρετε πολλές φορές τα όνειρα των πρωταγωνιστών, ιδίως της Συμέλας και τους δίνετε μία «προφητική» χροιά. Πιστεύετε στα όνειρα και στην προφητική τους δύναμη; Τα αναλύετε και εσείς μαζί με τα αγαπημένα σας πρόσωπα;
Είμαι πολύ πραγματιστής για να πιστεύω στα όνειρα. Πολύ δε περισσότερο για να τους προσδίδω προφητικές διαστάσεις. Στο «Μαύρο φλαμίνγκο» χρησιμοποιώ τα όνειρα λογοτεχνική αδεία. Είναι ένας τρόπος για να αποκωδικοποιήσει ο αναγνώστης τον χαρακτήρα της Συμέλας και να «διαβάσει» τις μύχιες σκέψεις της. Όπως είπα πριν, η ζωή την ανάγκασε να ριχτεί στη μάχη της επιβίωσης. Τα όνειρα αποτελούν την οπισθοφυλακή της – ένας ποιητικός εαυτός που εκφράζεται στο ασυνείδητο και αντιστέκεται σε μια σκληρή πραγματικότητα που απειλεί να την καταπιεί. Ανάλογες «τάσεις φυγής» έχει και ο Λεβάν χωρίς να είναι όμως ώριμος για να τις επεξεργαστεί. Αυτή όμως η κληρονομιά από τη μάνα του, το φωτεινό κομμάτι του εαυτού του, είναι η μόνη του ελπίδα για να δραπετεύσει από τη σκοτεινιά στην οποία εγκλωβίστηκε.
«Τι λάθος κάναμε;» Αυτή είναι η αγωνιώδης κραυγή της Συμέλας όταν καταλαβαίνει ότι ο γιος της Λεβάν συντάσσεται ιδεολογικά με τους ρατσιστές της Χρυσής Αυγής, χωρίς οι ίδιοι οι γονείς να πρεσβεύουν τέτοιες απόψεις. Πιστεύετε ότι πάντοτε φταίει η οικογένεια για την «κακή» κατάληξη των παιδιών;
Μερίδιο της ευθύνης έχει και η οικογένεια βεβαίως, αν και πιστεύω η «κακή κατάληξη» είναι πολύ πιο σύνθετη. Παιδιά όπως ο Λεβάν καταλήγουν σε αυτό το λούκι γιατί αισθάνονται περιθωριοποιημένα. Δε νομίζω ότι η Χρυσή Αυγή έκτισε τη δύναμή της στην ιδεολογική συνειδητοποίηση. Ούτε ότι μισό εκατομμύριο Έλληνες ασπάστηκαν την ιδεολογία του ναζισμού. Η Χρυσή Αυγή, όπως και άλλα ακροδεξιά μορφώματα, βρίσκουν πρόθυμα αυτιά ανάμεσα σε ανθρώπους που αισθάνονται «ριγμένοι» από τη ζωή. Οι ξένοι, όπως πάντα, είναι ο εύκολος στόχος. Ο φόβος γεννάει το μίσος και το μίσος τη βία. Γι’ αυτό και είναι συγκοινωνούντα δοχεία τελικά αυτοί που εκτονώνονται με βία στα γήπεδα κι αυτοί που σπάνε κεφάλια μεταναστών. Λογικό είναι να αναρωτιέται η Συμέλα «τι κάναμε λάθος;». Δυστυχώς όμως για τους γονείς, το δηλητήριο που μόλυνε την ψυχή του παιδιού τους υπερβαίνει τις όποιες ενδοοικογενειακές διαφορές. Αυτό το ερώτημα διερευνά και το βιβλίο, μέσα από τη μυθοπλασία και την ανάπτυξη των χαρακτήρων: Τι σπρώχνει ένα αποσυνάγωγο παιδί, όπως ο Λεβάν, στη σκοτεινιά του μίσους, κάτω από τη σκιά μιας τοξικής ιδεολογίας που γεννά τη βία;