Διάλογος, Νοέμβριος 2025

Διάλογος, Νοέμβριος 2025

Γράφει: Αντώνης Γεωργίου

 

Πώς θα περιγράφατε το βιβλίο σας σε κάποιον που το ακούει για πρώτη φορά;
Πρόκειται για βυθοσκόπηση στον ψυχισμό μιας γυναίκας με φόντο τη ζωή που έζησε. Μια ζωή εξόχως κινηματογραφική, όχι επειδή υπήρξε η ίδια ηθοποιός, αλλά επειδή παρασύρθηκε από τα πάθη της υποκύπτοντας εντέλει στο μοιραίο λάθος να μπερδέψει το θέατρο με την πραγματικότητα. Η Μαρία Σαντά βιώνει την καταξίωση ως ιδανική ηρωίδα του Τενεσί Ουίλιαμς κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Παλεύει με τους δαίμονές της, αντιμέτωπη με τον αδυσώπητο χρόνο, ευάλωτη αλλά συνάμα αρκετά δυνατή ώστε να επιλέξει η ίδια τη ρότα της ζωής της.

Ποια ήταν η αφορμή που σας οδήγησε στη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;
Πριν από 25 χρόνια, όταν ζούσα τότε στην Αθήνα, στο καφέ όπου σύχναζα είδα μια ηλικιωμένη γυναίκα να κάθεται με στητό το κορμί της, φορώντας μεγάλα κοκάλινα γυαλιά ηλίου. Την παρατηρούσα επί ώρα, έτσι όπως καθόταν ακίνητη, ανέκφραστη και απροσπέλαστη, βυθισμένη στον εαυτό της. Τότε μου γεννήθηκε η απορία «τι να σκέφτεται άραγε;», μια σκέψη που την κουβαλούσα μέσα μου ώσπου έγινε εντέλει ο σπόρος για να φυτρώσει η ιδέα αυτού του βιβλίου. Οι σκέψεις της, μια αναδρομή στην πολυτάραχη ζωή της, είναι η ραχοκοκαλιά του «Έξι λεπτά ακόμα». Η γυναίκα απέκτησε όνομα, λέγεται Μαρία Σαντά, μια ηθοποιός που το αστέρι της έλαμψε στο μελό σινεμά αλλά η συνέχεια της πορείας της υπήρξε πολύ πιο συναρπαστική από όσο ποτέ ονειρεύτηκε.

Τι σημαίνει για εσάς ο τίτλος και πώς συνομιλεί με το περιεχόμενο του βιβλίου;
Στο βιβλίο καταγράφονται σε πρώτο πρόσωπο τα τελευταία έξι λεπτά της ζωής της Μαρίας Σαντά έτσι όπως τα αφηγείται η ίδια. Τα συνδετικά κεφάλαια εξιστορούν μια ενδιαφέρουσα διαδρομή η οποία ξεκινά από την Αθήνα τη δεκαετία του 1950, ακολουθεί η Ρώμη της δεκαετίας του 1960, ενώ ο κύκλος ολοκληρώνεται με την επιστροφή της στη γενέθλια πόλη μετά τη μεταπολίτευση όπου ζει ως τα γεράματά της. Το βιβλίο κλείνει το μάτι στο νουάρ, χωρίς όμως να προσχωρεί στο είδος, καθώς η ηρωίδα βρίσκεται νεκρή μπροστά στο νεανικό της πορτρέτο με ένα ερώτημα να πλανάται μέχρι το τέλος: πρόκειται άραγε για αυτοχειρία ή εγκληματική ενέργεια; Το ερώτημα βεβαίως λειτουργεί μονάχα ως πρόσχημα για να κάνω αυτό που αγαπώ περισσότερο στη λογοτεχνία: την εξερεύνηση του ψυχισμού των ηρώων μου και την ανθρωπογεωγραφία της εποχής που έζησα῎

Υπάρχουν συγκεκριμένες επιρροές ή αναφορές – λογοτεχνικές, καλλιτεχνικές, προσωπικές – που διαμόρφωσαν το ύφος και το περιεχόμενο του βιβλίου;
Έχω δηλώσει πολλές φορές την αγάπη μου για το θέατρο και το γεγονός ότι δεν θα ήμουν αυτό που έγινα δίχως τη συγκίνηση που άντλησα ως θεατής στις θεατρικές αίθουσες. Δεν πρόκειται λοιπόν για λογοτεχνικές επιρροές αλλά για τα αποτυπώματα των μεγάλων δημιουργών που «έγραψαν» μέσα μου, από τον Τσέχοφ, τον Σαίξπηρ, τον Ουίλιαμς, τον Σοφοκλή και τόσους άλλους… Σπουδαίοι συγγραφείς, ιδανικά ερμηνευμένοι από μεγαθήρια της υποκριτικής που ευτύχησα να δω επί σκηνής. Είχα την τύχη να μεταλάβω την τέχνη κορυφαίων καλλιτεχνών στην Ελλάδα και βεβαίως όλες εκείνες τις συγκλονιστικές παραστάσεις του παλιού ΘΟΚ που για μένα μέτρησαν σαν να διάβασα μια ολόκληρη βιβλιοθήκη. Αυτές είναι οι «αναφορές» μου και έχουν όλες ονοματεπώνυμο.

Πώς βλέπετε το βιβλίο σας να εντάσσεται ή να συνομιλεί με την κυπριακή λογοτεχνία;
Αυτόνομα και αυτόφωτα. Έχω την άποψη ότι η λογοτεχνία είναι ένα αχανές τοπίο όπου χωράνε πολλά και διαφορετικά είδη. Δεν πρέπει κατ΄ ανάγκη να συνομιλούμε αλλά να συνδιαμορφώνουμε τη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία μέσα από τη διαφορετικότητά μας. Για μένα άλλωστε η εντοπιότητα δεν είναι τόσο σημαντική καθώς θεωρώ ότι οι Κύπριοι συγγραφείς απευθυνόμαστε στο ευρύτερο ελληνόφωνο κοινό. Και κρινόμαστε, όπως κάθε άλλος συγγραφέας ανεξάρτητα από την καταγωγή του, αν τα βιβλία μας έχουν κάτι να πουν. Αν δηλαδή βρίσκουν το κοινό τους, το οποίο δεν είναι πάντοτε τόσο αυτονόητο όσο ακούγεται.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση κατά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου; Τι σας ξάφνιασε ή τι μάθατε στην πορεία από την αρχική ιδέα ως το τελικό κείμενο;
Ξέρετε τι είναι το πιο γοητευτικό; Ότι μετά από πέντε μυθιστορήματα ακόμα ξαφνιάζομαι κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Ακόμα και  με τον τρόπο που δουλεύω εγώ -ξεκινάω από την έρευνα, μετά κτίζω τους χαρακτήρες, την ιστορία κι έπειτα έρχεται η συγγραφή- τίποτε δεν εξελίσσεται γραμμικά και αναμενόμενα. Κάθε φορά οι ήρωες μου αυτονομούνται και λοξοδρομούν αποκαλύπτοντάς μου αλήθειες που ενδεχομένως ούτε καν υποψιαζόμουν. Είναι ένα ωραίο εσωτερικό ταξίδι που κάθε φορά, σε κάθε νέα συγγραφική απόπειρα, με βοηθά να κατανοήσω λίγο καλύτερα τον εαυτό μου.

Τι θα θέλατε να κρατήσει ο αναγνώστης από το βιβλίο σας, τι κρατάτε εσείς από αυτό;
Στο θέατρο ακόμα πιο σημαντικό από τα λόγια είναι οι παύσεις. Οι σιωπές που μπορεί να ακουμπήσουν τον θεατή φευγαλέα ή να διαρκέσουν μια αιωνιότητα. Το «Έξι λεπτά ακόμα» είναι ένα βιβλίο για την αξία, τη σημαντικότητα καλύτερα, της σιωπής. Παρότι τα γεγονότα τρέχουν, σε κάποια σημεία είναι και καταιγιστικά, οι ήρωές μου αναμετρώνται με την καταλυτική δύναμη της σιωπής. Δεν είναι τυχαίο ότι επέλεξα να προτάξω τον στίχο του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Αν μιλούσε η σιωπή, αν φυσούσε, αν ξέσπαγε – θα ξερίζωνεν όλα τα δέντρα του κόσμου». Αυτή την επίγευση κράτησα εγώ. Όσο για τον αναγνώστη, όπως πάντα, θα κάνει το δικό του ταξίδι ερήμην του συγγραφέα. Αυτή άλλωστε δεν είναι η γοητεία