Από την αρχή της καραντίνας πάω για τρέξιμο. Τρεις φορές την βδομάδα, πολύ πρωί. Ή τέλος πάντων τόσο νωρίς, ώστε να είμαι σίγουρος ότι είναι άδειοι οι δρόμοι. Από τον Λυκαβηττό, ευθεία κάτω στην Στασίνου κι έπειτα κατά μήκος των τειχών. Διόλου τυχαία, καταλήγω πάντοτε στην οδό Κλήμεντος. Η Χλόη τέτοια ώρα συνήθως κοιμάται…
Χλόη λένε την ηρωίδα μου. Πρώτη φορά αναφέρω κάπου –οπουδήποτε- το όνομά της αν και ζω μαζί της κοντά δυο χρόνια τώρα. Διαμένει με την μάνα της στην Κλήμεντος, ένα δρόμο με παλιές μονοκατοικίες που οι κήποι τους αυτή την εποχή είναι ανθισμένοι. Από εκεί μέχρι την δική μου πολυκατοικία δεν είναι ούτε δέκα λεπτά με τα πόδια.
Έχω μοιράσει τον χρόνο μου – κείμενα για την εφημερίδα, Neflix, λίγη γυμναστική και διάβασμα, όχι τόσο όσο θα ήθελα τ’ ομολογώ. Επίτηδες δεν αναφέρω την συγγραφή γιατί πάντοτε κερδίζει στην μοιρασιά. Αν δεν είχα το βιβλίο άλλωστε, ούτε που μπορώ να φανταστώ πως θα βίωνα τον εγκλεισμό.
Η Χλόη επίσης δεν έχει χρόνο για διάβασμα, να κάτι που μόλις τώρα συνειδητοποιώ. Ή μάλλον όχι. Δεν έχει μυαλό για διάβασμα, αυτό είναι το σωστό. Της έτυχαν πολλά και άσχημα -εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι- σε μια ηλικία που τα νεαρά κορίτσια θα πρέπει να έχουν μονάχα όμορφα πράγματα να θυμούνται. Αυτή, πάλι, όχι.
Ιδού και δυο φωτογραφίες: Η μια είναι εσωτερικού χώρου. Και “βαθέων συναισθημάτων” θα συμπλήρωνα, αν δεν φοβόμουνα ότι θ’ ακουστώ μελοδραματικός. Το γραφείο μου όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς είναι τόσο μικρό, ίσα για να χωράει το λάπτοπ, τις σημειώσεις μου και έναν καφέ. Αρκεί όμως. Και μια τελευταία ματιά εκεί έξω… Ένας παιδικός έρωτας, που παραμένει ζωντανός: Τα απογεύματα της Λευκωσίας.