diastixo.gr / LINK
«Πολλές φορές με ρωτάνε πώς ξεκίνησε η ιδέα για το βιβλίο και ομολογώ ότι δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω. Μάλλον γιατί ψήγματά της υπήρχαν μέσα μου από καιρό. Αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι ότι έρχεται μια στιγμή που είμαι σε θέση να γράψω την πρώτη φράση, ξέροντας πως αυτός είναι ο μπούσουλάς μου για τη συγγραφή. Στην περίπτωση του Τρεις σκάλες Ιστορία ήταν ένας στίχος του Σεφέρη, από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’: «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί».
Είχα διαβάσει ένα άρθρο που έλεγε ότι στην Κύπρο, τον Οκτώβριο του 1974, έγιναν μαζικές εκτρώσεις με τις ευλογίες μάλιστα της Εκκλησίας. Οι γυναίκες αυτές υπήρξαν θύματα βιασμού κατά την τουρκική εισβολή και, σαν να μην τους έφτανε η οδυνηρή εμπειρία που βίωσαν, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τον συντηρητικό περίγυρο που τις πίεζε να μη φέρουν στον κόσμο τούς «τουρκόσπορους». Και αν κάποια αποφάσιζε να το κρατήσει; Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που με οδήγησε στη δημιουργία του κεντρικού χαρακτήρα. Στη δεκαοχτάχρονη Χλόη Αρτεμίου, που όταν έγινε το κακό παραθέριζε στη Λάπηθο, ένα χωριό λίγο έξω από την Κερύνεια.
Η Χλόη δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, όπως και κανείς άλλος από τους χαρακτήρες. Το βιβλίο είναι μυθοπλασία, αν και οι ήρωές του είναι «αναγνωρίσιμοι» στην κυπριακή κοινωνία. Ζουν ανάμεσά μας με άλλα ονόματα, άλλες ημερομηνίες γέννησης και άλλους τόπους καταγωγής. Η ουσία άλλωστε για μένα δεν αφορά στο αν πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, αλλά στην αλήθεια της Ιστορίας. Αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να ξύσω τη σκουριά από την επιφάνεια των γεγονότων και ν’ ανιχνεύσω την έννοια της μνήμης. Στο βιβλίο δανείζομαι έναν στίχο του Τάσου Λειβαδίτη, από την «25η ραψωδία της Οδύσσειας», που εμπεριέχει σχεδόν μισό αιώνα μεταπολεμικής ζωής στη χώρα μου: «ό,τι ζήσαμε χάνεται, γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου». Περί αυτού ακριβώς πρόκειται, λοιπόν…
Η ουσία άλλωστε για μένα δεν αφορά στο αν πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, αλλά στην αλήθεια της Ιστορίας.
Και η Χλόη; Κατάπιε άραγε ο χρόνος τούς αλλεπάλληλους βιασμούς της στην παράγκα του κτήματος; Σ’ εκείνες τις τρεις σκάλες γης, όπου έγινε θρύψαλα η ζωή ενός κοριτσιού το οποίο έτυχε απλώς να βρίσκεται στο λάθος μέρος, τον λάθος χρόνο; Η Χλόη, σε αντίθεση με τους περισσότερους γύρω της, δεν άφησε τη μνήμη της να ξεθωριάσει. Ενδεχομένως επειδή δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Γι’ αυτό αποφάσισε εντέλει ν’ αντικρίσει κατάματα τον χειρότερό της εφιάλτη. Ο αναγνώστης τη γνωρίζει σ’ αυτό το μεταίχμιο: Μια γυναίκα 61 ετών, να στέκεται στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου της Αθήνας, αναποφάσιστη αν θα ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον βιαστή της.
Έζησα με τη Χλόη σχεδόν δυόμισι χρόνια. Μένει σ’ έναν δρόμο λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, στη Λευκωσία, σε μια γερασμένη μονοκατοικία. Όταν επιβλήθηκε το lockdown, έβγαινα για τρέξιμο πολύ πρωί και καθημερινά περνούσα από την οδό Κλήμεντος. Τη φανταζόμουν να ξαπλώνει στο μονό της κρεβάτι, άγρυπνη πίσω από τα σφαλιστά παράθυρα, ενώ μέσα της φουρτούνιαζαν οι αναμνήσεις. Διανύσαμε πολλά χιλιόμετρα οι δυο μας, ώσπου να αισθανθώ έτοιμος να βάλω την τελευταία τελεία. Από όλη αυτή τη διαδρομή η πιο πολύτιμη στιγμή ήταν όταν βρέθηκα στο Mare Monte, πολύ κοντά στην κατεχόμενη Λάπηθο. Καθώς περπατούσα μπροστά στο εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο ξαφνικά ένιωσα πάλι δέκα χρόνων, ένα βράδυ όταν στάθηκα στην άκρη των βράχων, εκεί όπου έσκαγε το κύμα. Είδα τη Χλόη στην ίδια θέση κι ύστερα να κατευθύνεται προς το τσιμεντένιο κουφάρι. Σ’ ένα σημείο της αυλής υπάρχει ακόμα ένας καθρέφτης, κολλημένος στον τοίχο, που έγινε κομμάτια εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι. Στάθηκε μπροστά του και αντίκρισε το είδωλό της κατακερματισμένο. Γι’ αυτή τη διαλυμένη γυναίκα γράφω στο μυθιστόρημά μου Τρεις σκάλες Ιστορία».