Avant Garde / LINK
Από την Iωάννα Χριστοδούλου
Ο βραβευμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος Σταύρος Χριστοδούλου μάς μιλά, μεταξύ άλλων, για το τρίτο του βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σύντομα και πραγματεύεται τη μνήμη, σε σχέση με τα γεγονότα του ’74 στην Κύπρο.
“Αυτό;”, με ρωτάει κοιτώντας το τελευταίο macaron pistache στο πιατάκι. “Οπωσδήποτε δικό σου” του απαντώ χαμογελώντας. Με τον Σταύρο συναντηθήκαμε στην Ζήνας Κάνθερ, εκεί όπου η πόλη άρχισε να αποκαλύπτει το ανανεωμένο της πρόσωπο και σε μία περίοδο που η απουσία χειραψίας και ασπασμού αποτελεί ένδειξη σεβασμού προς τον άλλον.
Μαθαίνω ότι η τελετή βράβευσης στις Βρυξέλλες, για το μυθιστόρημά του με τίτλο “Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός” το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει αναβληθεί λόγω πανδημίας. Όπως και πολλές άλλες εκδηλώσεις και πλάνα που όλοι, ενδεχομένως, να είχαμε.
“Θα βγούμε σοφότεροι απ’ αυτή την κρίση;”, τον ρωτώ. “Μάλλον όχι”, μου απαντά. “Θα αλλάξουν, προφανώς, κάποια πρακτικά πράγματα. Σοφότερους, όμως, δεν μας βλέπω να βγαίνουμε”.
Καταρχάς να σε συγχαρώ για την βράβευση του βιβλίου “Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός”, φαντάζομαι θα είσαι ιδιαίτερα χαρούμενος.
Είμαι, ναι, αλλά σε μία κούλ εκδοχή (γέλια).
Δηλαδή;
Ανήκω στους ανθρώπους εκείνους που πιστεύουν ότι τις βραβεύσεις πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με σεμνότητα. Όπως και στην ζωή, καλό είναι να μην νιώθουμε ποτέ μεγαλύτεροι απ’ τη σκιά μας. Υπάρχουν σπουδαίοι, τεράστιοι, συγγραφείς-ογκόλιθοι της λογοτεχνίας, που δεν έχουν πάρει κανένα βραβείο, οπότε… Όπως και να ‘χει, χαίρομαι γιατί γνωρίζω ότι οφείλεται στο ευρωπαϊκό βραβείο η νέα, δεύτερη ζωή που δόθηκε στο βιβλίο και επιπλέον η ευκαιρία αυτό να μεταφραστεί σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Τι άλλο μπορεί να επιθυμεί ένας συγγραφέας παρά να συναντηθεί μ’ ένα αριθμητικά μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό. Παρακάτω, εκεί όπου πραγματικά μετριέται ένα βιβλίο, είναι εάν και όταν έχει κάτι να πει στον αναγνώστη.
Τι είναι αυτό που εσύ θες να επικοινωνήσεις στον αναγνώστη σου;
Τις ιστορίες των ανθρώπων. Συγγραφικά, αυτές με ενδιαφέρουν κι αυτές θέλω να φωτίζω. Το νουάρ μυθιστόρημα, όπως έχει εξελιχθεί, θεωρείται το νέο κοινωνικό μυθιστόρημα. Δίνει την ευκαιρία στο συγγραφέα να μιλήσει για πράγματα σύγχρονα, που συμβαίνουν γύρω μας. Στο βιβλίο λειτουργεί ως αθέατος ήρωας η πόλη και όσα συμβαίνουν εκεί έξω. Για να ξετυλίξεις όμως το νήμα, δεν μπορείς παρά να σκοντάψεις πάνω σε ιστορίες ανθρώπων.
Πώς συνθέτεις τις ιστορίες των ηρώων σου;
Ξεκλέβοντας εικόνες. Ξέρεις, αν υπήρξα σε κάτι καλός, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μάλλον ήμουν καλός παρατηρητής. Αυτό, εξάλλου, με οδήγησε και στη δημοσιογραφία κι έπειτα στο χρονογράφημα. Είχα την ικανότητα να παρατηρώ τους ανθρώπους, τις συμπεριφορές τους, τις πόλεις τις οποίες έζησα και επισκέφτηκα. Έχω μία επιλεκτική θα έλεγα μνήμη, να συγκρατώ ως εικόνα λεπτομέρειες που μπορεί να είναι ασήμαντες για τους άλλους. Για να δημιουργήσω ένα χαρακτήρα, ένα τοπίο, θα πατήσω πρώτα στο βίωμα και μετά θα το αφήσω να εξελιχθεί. Διατηρούσα και διατηρώ μία λατρεία για το απέναντι μπαλκόνι και τις ιστορίες του. Έτσι ξετυλίγεται το νήμα, ώσπου να γίνει αυτόνομο.
Κρατάς σημειώσεις όταν στήνεις τους χαρακτήρες και τα κάδρα σου;
Δεν μπορώ να δουλέψω διαφορετικά. Είναι μεγάλη και σύνθετη η φόρμα του μυθιστορήματος οπότε είναι αναγκαίο. Έχω όλα αυτά τα τετράδια όπου καταγράφω πληροφορίες, πηγαινοέρχομαι, τις ελέγχω, σημειώνω ξανά. Ακόμα κι αν μία πληροφορία ή περιγραφή δεν φιλοξενηθεί στο βιβλίο, για μένα είναι σημαντική. Μου αρκεί να την ξέρω εγώ.
Νιώθεις να σκηνοθετείς όταν γράφεις;
Μα αυτό είναι η συγγραφή. Η σκηνοθεσία της ζωής των ηρώων και το πως κινούνται στο χώρο. Έχει πλάκα, γιατί αρχικά έχεις την ψευδαίσθηση ότι εσύ φτιάχνεις τους ήρωες και ζεις μαζί τους, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Και μετά αυτοί αυτονομούνται και κινούνται παράλληλα με σένα. Θεωρώ δύσκολη διαδικασία το χτίσιμο των χαρακτήρων, να αντλείς στοιχεία από την πραγματική ζωή και να βγάζεις στην επιφάνεια κάτι καινούριο που ο αναγνώστης να μπορεί να ακουμπήσει πάνω του.
Πόσο καιρό διήρκεσε η συγγραφή του βιβλίου “Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός”;
Μπορεί να ακουστεί μικρό το χρονικό διάστημα αλλά στο συγκεκριμένο αφιέρωσα μία διετία. Ο κάθε συγγραφέας δουλεύει με τους ρυθμούς του κι εγώ συνηθίζω να δουλεύω υπό πίεση. Είναι επιλογή μου και με ευχαριστεί.
Ακολουθείς ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα;
Είμαι τύπος πρωινός και γενικότερα… συνθέτω την ώρα που κάνω γυμναστική. Χρόνια τώρα δουλεύω έτσι και για τις δημοσιογραφικές μου στήλες στην εφημερίδα. Βαριόμουν το τρέξιμο και βρήκα ότι είναι ένας δημιουργικός τρόπος, για να περνάει η ώρα, ήταν να συνθέτω ιστορίες. Λειτουργεί σαν μηχανισμός πλέον για μένα. Έπειτα, για να φτάσουν αυτά στο χαρτί χρειάζομαι ένα στεγανοποιημένο περιβάλλον, κατεβασμένα ρολά και ησυχία.
Να υποθέσω ότι εκμεταλλεύτηκες την περίοδο της καραντίνας που προηγήθηκε;
Ήμουν απ’ τους τυχερούς μπορώ να πω γιατί, εκείνη την περίοδο, ολοκλήρωσα, μεταξύ άλλων, το τρίτο μου βιβλίο που φέρει τον τίτλο “Τρεις σκάλες Ιστορία” και θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ολοκλήρωσα κι ένα διήγημα, μία ανάθεση από Ελλάδα, με τίτλο εργασίας “Μία καλοκαιρινή ιστορία αγάπης”.
Να πω ότι δεν μπορώ να φανταστώ κείμενο δικό σου κάτω από αυτό τον τίτλο;
Κι όμως. Κάναμε πλάκα με την επιμελήτριά μου, την Πόπη Μπουπαγιατζή, που μου είπε ότι κατάφερα και πάλι, κάτω από αυτόν τον τίτλο εργασίας, να γράψω μία δυστυχισμένη ιστορία (γέλια). Περνούν μία ταλαιπωρία γενικότερα οι ήρωές μου, τι να πω.
Δημιουργική περίοδος η καραντίνα δηλαδή.
Την βίωσα στην καλή και παραγωγική εκδοχή της. Ξυπνούσα νωρίς, έβγαινα για τρέξιμο, έπειτα χωνόμουν στα γραπτά μου. Κι οφείλω να ομολογήσω ότι το πρωινό τρέξιμο, εκείνη την περίοδο ήταν μία διαδικασία ενδιαφέρουσα.
Από ποια άποψη;
Στις εξίμιση το πρωί που ήμουν εκτός σπιτιού, το άδειο σκηνικό της πόλης έμοιαζε τόσο κινηματογραφικό. Και περίεργο. Ήταν ένα περίεργο κάδρο.
Και στα δύο σου βιβλία είναι έντονο αυτό το στοιχείο νομίζω, το κάδρο της πόλης.
Και στο τρίτο επίσης. Δεν θέλω να δουλεύω συγγραφικά πάνω σ’ ένα επινοημένο περιβάλλον. Στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το “Hotel National”, ήταν το Βουκουρέστι, στο δεύτερο, “Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός” η Βουδαπέστη και η Αθήνα. Πόλεις στις οποίες έχω ζήσει. Ιδιαίτερα στην Αθήνα. Στο τρίτο μου βιβλίο, το “Τρεις σκάλες Ιστορία”, η ιστορία εκτυλίσσεται στην Κωνσταντινούπολη. Οι πόλεις είναι σημαντικές γιατί λειτουργούν καταλυτικά στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Κι όσο πιο τραχιά είναι η εικόνα του κάδρου, τόσο περισσότερο με αφορά. Δεν με ενδιαφέρουν οι ιλουστρέ ιστορίες, αυτές που λειαίνουν τα πράγματα. Μ’ αφορά οι καθημερινότητα των ανθρώπων, μέσα απ’ τις λεπτομέρειες, τα σημαντικά και τα ασήμαντα, που ξεπερνούν το αδρό περίγραμμα.
Έτσι παρατηρείς και το περίγραμμα της δικής μας πόλης;
Της πολύ μικρής, δικής μας πόλης (γέλια). Ναι. Ας συμφωνήσουμε πρώτα ότι η αισθητική δεν ήταν ποτέ το δυνατό μας χαρτί, γενικότερα, σ’ αυτό τον τόπο, αλλά, θα πρέπει να προσθέσω ότι ανήκω στην γενιά-τράνσιτ και είναι επιλογή μου να βρίσκομαι εδώ και την αγαπώ την μικρή μας πόλη και το περίγραμμά της.
Όταν λες γενιά-τράνσιτ, τι εννοείς;
Η γενιά του πολέμου περάσαμε, οι πλείστοι, τα νιάτα μας με μόνο όνειρο να φύγουμε απ’ τη χώρα. Το απέναντι, το άλλο, έμοιαζε πιο σπουδαίο. Εκείνο το διάστημα εγώ το έκανα. Πίστεψα ότι υπάρχει μια ζωή καλύτερη εκτός και έφυγα. Δεν το μετάνιωσα, πέρασα εξαιρετικά, έστω κι αν κάποιες φορές έφαγα τα μούτρα μου. Η σούμα ήταν καλή. Όταν λοιπόν αποφάσισα να επιστρέψω στην Κύπρο, και στην πολύ μικρή μας πόλη που λέγαμε, το έκανα συνειδητά, μετά από ώριμη σκέψη. Δεν επέστρεψα για να νιώθω ηττημένος. Οπότε, είπα στον εαυτό μου, “τέρμα η γκρίνια”. Αυτή την πόλη την αγαπώ, όσο κι αν παραδέχομαι ότι μας αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό που ζούμε. Και όχι, τα μονίμως ανοιχτά εργοτάξια για παράδειγμα, δεν μας αξίζουν. Και πιστεύω ότι οφείλουμε να βάζουμε τον πήχη λίγο πιο ψηλά από την ευκολία μας, να προσπαθούμε στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων μας να κάνουμε τα πράγματα πιο ωραία και ενδιαφέροντα γύρω μας. Είμαστε οι ψηφίδες ενός μεγάλου κάδρου. Η γκρίνια δεν θα το κάνει ομορφότερο.
Υπάρχουν στοιχεία του συλλογικού, αν θες, χαρακτήρα μας που σε ενοχλούν;
Ναι. Η μνήμη-πλαστελίνη αυτού του τόπου. Κι αυτό είναι το θέμα του τρίτου μου βιβλίου, παρόλο που επικεντρώνεται στη μνήμη που σχετίζεται με το τι συνέβη στον τόπο το ‘74. Είναι όμως κι όλα εκείνα που συνέβησαν από το ‘74 και μετά, τα οποία η μνήμη μας, νιώθω, ότι τα παραποιεί.
Για παράδειγμα;
Να σου πω, με θλίβει για παράδειγμα να βλέπω ότι κάποιοι, που πρωταγωνίστησαν σε κρίσεις, σε τραγικές οικονομικά στιγμές του τόπου, κυκλοφορούν ανάμεσά μας έχοντας… υφάκι. Αυτό με ενοχλεί. Ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία της Κύπρου υποκλίνεται στα λεφτά. Και για μην ακουστώ λάθος, δεν δαιμονοποιώ το χρήμα και θέμα δεν έχω ούτε με την επιχειρηματικότητα, ούτε με τον κόσμο που έχει μία οικονομική επιφάνεια. Μιλώ για το χρήμα ως έννοια. Τη δουλική στάση της κοινωνίας απέναντι σε ανθρώπους με γεμάτο πορτοφόλι, χωρίς να εξετάζεται πρώτα από πού προέρχονται τα χρήματα αυτά. Η στάση αυτή με απωθεί ιδεολογικά και, ακόμα περισσότερο, αισθητικά. Δεν την εκτίμησα ποτέ στη ζωή μου. Κι έχει να κάνει με τη μνήμη η στάση αυτή.
Οπότε το καινούριο σου βιβλίο, “Τρεις σκάλες Ιστορία”, θα καταπιάνεται με το θέμα μνήμη.
Ένα σύνθετο θέμα, ναι, το οποίο δεν μπορούσα να το διαχειριστώ σ’ ένα άρθρο οκτακοσίων λέξεων στην εφημερίδα και μου χρειάστηκαν ογδόντα χιλιάδες λέξεις. Ο τελευταίος μισός αιώνας μάς έχει αλλάξει. Το ίδιο και τον τρόπο που διαχειριζόμαστε, τόσο οι γενιές του πολέμου όσο και οι μεταπολεμικές, την έννοια ‘μνήμη’. Με αφορά η υποδοχή που θα έχει αυτό το τρίτο μου βιβλίο γιατί θεωρώ ότι μιλάει για πράγματα δύσκολα. Θεωρώ επίσης ότι προσέγγισα το θέμα μου με σεβασμό και σοβαρότητα ως προς το τραύμα και τον τρόπο που επηρέασε τον τόπο. Η ηρωίδα μου είναι μια γυναίκα-χώρα, όπως την βλέπω εγώ, κι όλοι όσοι την γυροφέρνουν, είναι μέρος του κάδρου της ιστορίας αυτής.
Σε μία άλλη συζήτηση που είχαμε, μου είχες πει ότι συνηθίζεις να πιάνεσαι από μία ατάκα ή ένα στίχο για να αρχίσεις να δουλεύεις πάνω σ’ ένα βιβλίο. Σε αυτή την περίπτωση, ποιος ήταν;
Ένας στίχος του Σεφέρη, “Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί”. Τον στίχο αυτό τον είχα σημειωμένο σ’ ένα τετράδιο και επέστρεφα συνεχώς κοντά του ώσπου βρήκα αυτό που ήθελα να πω. Τότε τον άρπαξα και έχτισα πάνω του το τρίτο μου μυθιστόρημα.
Πώς νιώθεις κάθε φορά που ολοκληρώνεται ένα έργο;
Ανασφάλεια νιώθω γιατί πάντοτε κάτι σε τρώει. “Μηπως δεν είναι αρκετά καλό;”, “Μηπως βιάστηκα;”, “Μήπως πρέπει να επιστρέψω εκεί και να κάνω αυτό;”. Βέβαια κάπου πρέπει να μπει μία τελεία. Ξέρεις πότε είναι έτοιμο ένα βιβλίο και όση ανασφάλεια κι αν νιώθεις, πρέπει να βάλεις την τελεία.
Είσαι αυστηρός κριτής του κειμένου σου;
Ανέκαθεν ήμουν. Και δημοσιογραφικά και συγγραφικά. Παρόλο που μπορεί να ήμουν απ’ τους χαϊδεμένους, αν θες, δημοσιογράφους, είχα πάντοτε το κοινό μου, οφείλω να σου πω ότι όταν επιστρέφω σε κάποια παλαιότερα κείμενά μου τα διαγράφω. Ξέρω ότι δεν μπορούν να σταθούν σήμερα με τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα και τις απαιτήσεις που έχω. Τα κατανοώ αλλά τα εντάσσω στην εποχή τους. Οπωσδήποτε κρίνω τη δουλειά μου, ναι.
Σε προηγούμενή μας συνέντευξη θυμάμαι να μου λες ότι τελειώνοντας ένα βιβλίο είσαι στο ψάξιμο για το επόμενο. Ισχύει και αυτή τη φορά;
Τα τετράδιά μου είναι γεμάτα με διάφορες σημειώσεις, όταν έρθει η ώρα θα αρχίσω την έρευνά μου. Έχω στο μυαλό μου διάφορα για παρακάτω.
Βλέπεις αυτή τη συγγραφική διαδρομή να σταματάει κάπου;
Πολλές φορές σκέφτομαι ότι μπορεί να σταματήσει όπως ξεκίνησε. Απότομα (γέλια). Πριν αρχίσω να γράφω το πρώτο μου βιβλίο δεν είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό μου ότι θα δήλωνα κάποτε συγγραφέας. Δεν ξέρω πως θα εξελιχθεί όλο αυτό.
Το οποίο εξελίσσεται παράλληλα με την δημοσιογραφική σου ιδιότητα;
Συνεχίζω να βιοπορίζομαι από τη δημοσιογραφία, την οποία αγαπώ και γι’ αυτό την αντιμετωπίζω με την ίδια σοβαρότητα.
Πώς βλέπεις τα πράγματα να εξελίσσονται στο μιντιακό περιβάλλον;
Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο κλάδος δεν περνά τις καλύτερές του μέρες, όσο σκληρό κι αν ακούγεται. Παρόλα αυτά νιώθω ότι όσον αφορά στο δημιουργικό κομμάτι διανύουμε μία μεταβατική φάση κι έχουμε να δούμε πράγματα. Υπάρχει περιθώριο. Πιστεύω ότι ο κόσμος, με τα τόσα fake news και τις άχρηστες και πολλές πληροφορίες που καταναλώνει, θα επιστρέψει -εάν δεν άρχισε να επιστρέφει- σε Μέσα και δημοσιογράφους που εμπνέουν εμπιστοσύνη. Και σήμερα, περισσότερο από πότε, έχει αξία η άποψη. Όχι μόνο η άποψη των πολιτικών αρθρογράφων αλλά γενικότερα.
Ως πολιτικός, μεταξύ άλλων, αρθρογράφος, τι είναι αυτό που θα έλεγες ότι σε ενοχλεί περισσότερο στην πολιτική;
Είμαι κομμάτι μιας γενιάς που, μοιραία, έχει την πολιτική ως βίωμα. Σκέφτεται και θέλει να μιλά πολιτικά. Εγώ δεν θέλω να μιλώ διαφορετικά ούτε πιστεύω ότι αυτός ο κόσμος θα είναι καλύτερος χωρίς πολιτική. Και σίγουρα δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που θα σου πουν ότι δεν υπάρχουν και αξιόλογοι πολιτικοί, έστω κι αν είναι μειοψηφία. Αυτό που με ενοχλεί και με ανησυχεί περισσότερο είναι η τάση των φελλών που επιπλέουν και αυξάνονται με τον καιρό, μέσα σε μία λιμνούλα μετριοτήτων. Και που ασκούν πολιτική με κριτήρια δημοφιλίας και φωτογένειας και πώλησης προσωπικών ιστοριών, με τη λογική του κράχτη. Και δεν πρόκειται για την παθογένεια ενός πολιτικού χώρου. Διατρέχει οριζόντια το πολιτικό σκηνικό. Δυστυχώς η εποχή ευνοεί τους φελλούς. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να βάλω όλους τους πολιτικούς στο ίδιο καλάθι, να πω ότι είναι όλοι άχρηστοι, γιατί αν δήλωνα έτσι, ας πήγαινα εγώ να πολιτευτώ.
Έχεις σκεφτεί ποτέ να πολιτευτείς;
Αυτό νομίζω ότι μπορούμε να το αποκλείσουμε (γέλια). Είναι μία σκέψη που δεν πέρασε ούτε στιγμή απ’ το μυαλό μου. Δεν είμαι ενταγμένος και σε κάποιο κόμμα, παρόλο που αυτοπροσδιορίζομαι ως αριστερός, της ευρύτερης αριστεράς και με μία πολύ κριτική στάση απέναντι στην αριστερά. Αλλά όχι, θα ήμουν ψεύτης αν σου έλεγα ότι υπήρξε ποτέ στα σενάρια της ζωής μου η σκέψη (γέλια).
Τα σενάρια της ζωής σου τα σκηνοθετείς, όπως κάνεις και με τους ήρωες των βιβλίων σου;
Δεν μπορείς να λειτουργήσεις έτσι στη ζωή, όχι. Η πραγματική ζωή έχει να κάνει με επιλογές. Και το πιο σοφό που μπορεί να κάνει κάποιος μεγαλώνοντας, είναι να μάθει να μην σπαταλά τον εαυτό του. Ένα πράμα που έμαθα είναι ότι με τα χρόνια ο κύκλος των ανθρώπων γύρω μας ολοένα και μικραίνει. Παρόλο που οι περισσότεροι, βάζω και τον εαυτό μου μέσα, περάσαμε από το μεγάλο πάρτι της εξωστρέφειας. Κι είναι μεγάλη ευτυχία να έχεις περάσει. Μόνο που κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει να μαζευτείς. Για μένα, επιλογές μου, σε πρώτο επίπεδο, είναι όσοι βρίσκονται στην ταχεία κλήση του κινητού μου. Νιώθω τυχερός βέβαια που έχω και ένα δεύτερο κύκλο ανθρώπων, με τους οποίους έστω κι αν δεν συναντιόμαστε συχνά, διατηρούμε σχέσεις αγάπης.
Τι πιστεύεις ότι θα αφήσει πίσω της όλη αυτή η κρίση με την πανδημία;
Θεωρώ ότι θα αλλάξουν κάποια πράγματα πρακτικά. Το εργασιακό τοπίο, οι εξελίξεις στην οικονομία -που μάλλον ευχάριστες δεν θα είναι- και θέματα που αφορούν στην τήρηση των αποστάσεων. Όλα αυτά περί αλλαγής στάσης ζωής και λοιπά που διάβαζα στην καραντίνα εγώ δεν τα πιστεύω. Δεν θεωρώ ότι ο εγκλεισμός, για παράδειγμα, ήταν κάτι που θα μπορούσε να μας αλλάξει δραματικά τη ζωή. Ένα όμορφο πράγμα που είχα διαβάσει τότε, απ’ όλους τους διαδικτυακούς μονολόγους, ήταν κάποιος που σημείωσε ότι αυτό που μας έλειψε περισσότερο ήταν να βρεθούμε οι άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι. Είναι τόσο απλά τα πράγματα. Σοφότεροι, δεν θεωρώ ότι θα βγούμε από αυτή την κρίση.
Γιατί;
Νομίζω το μεγαλοποιήσαμε λίγο μέσα μας. Πιστεύω ότι απαιτείται περισσότερος χρόνος για να μεστώσουν κάποια πράγματα. Τώρα το πώς θα αποτυπωθεί όλο αυτό στην Τέχνη, την λογοτεχνία και τα εικαστικά, είναι άλλο θέμα και νομίζω θα πάρει καιρό να το δούμε. Παρόλα αυτά θεωρώ ότι δεν ήταν τόσο σαρωτικό αυτό που έγινε. Ο κόσμος που βγήκε ζωντανός μετά από παγκόσμιους πολέμους, για παράδειγμα, βίωσε μία εμπειρία σαρωτική. Το δικό μας ‘74 είναι κάτι που επηρέασε το DNA και την ψυχολογία της επιβίωσής μας. Αυτό που συμβαίνει τώρα νιώθω ότι είναι μεν σημαντικό αλλά θα διατηρήσω ένα μεγάλο ερωτηματικό εάν πρόκειται να μας αλλάξει. Αν έχω γίνει σοφότερος σε κάτι στη ζωή μου είναι ότι έχω μάθει να πιστεύω λιγότερο στις απολυτότητες της ζωής.