vivlio-life.gr, Φεβρουάριος 2021

vivlio-life.gr, Φεβρουάριος 2021

vivlio-life.gr / Link 

Από την Μαρία Τσακίρη

Μισός αιώνας σύγχρονης κυπριακής Ιστορίας, μέσα από τις σελίδες ενός συγκλονιστικού μυθιστορήματος, με την υπογραφή του Σταύρου Χριστοδούλου, που μας βάζει στη δίνη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Η πρωταγωνίστριά του είναι μία από τις γυναίκες που όχι μόνο ταπεινώθηκαν αλλά και βιάστηκαν εκείνο το δραματικό καλοκαίρι του 1974. «…Μόνες γεμάτες ενοχές, σπασμένες σε χίλια κομμάτια που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να κολλήσουν μήπως και καταφέρουν έτσι να συνεχίσουν τη ζωή τους».
Η ηρωίδα του θα πάρει μια μεγάλη απόφαση. Μια δύσκολη απόφαση. Όχι μόνο να κρατήσει το παιδί αλλά και να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον άνθρωπο που της διέλυσε τη ζωή. «Θέλει να αντικρύσει αυτόν τον άντρα κατάματα πιστεύοντας, με μια σχεδόν παιδική αφέλεια, πως έτσι θα διαλυθούν τα «μάγια» που τη στοιχειώνουν», λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας και μένει να δούμε στην ανάγνωση αν η η Χλόη θα τα καταφέρει.

Η φωτογραφία του εξωφύλλου σας, είναι από εκείνες που προκαλούν έντονα συναισθήματα. Δε σας κρύβω ότι την κοιτούσα επίμονα προσπαθώντας να τη «δέσω» με τις «σκάλες» του τίτλου και το οπισθόφυλλο. Όταν όμως διάβασα πως πρόκειται για το παλιό αεροδρόμιο της Λευκωσίας το ενδιαφέρον μου μεγάλωσε. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με τη φωτογραφία του βιβλίου σας και τι κρύβεται πίσω από αυτή τη θλιμμένη εικόνα.
Αυτή η εικόνα ανήκει στην εικαστική ενότητα “Nicosia International Airport”, μια συγκλονιστική δουλειά που ταξίδεψε και εκτός Κύπρου με μεγάλη επιτυχία. Το κουφάρι του παλιού αεροδρομίου της Λευκωσίας, μέσα από τον φακό του Άντρου Ευσταθίου, μοιάζει με το αποτύπωμα μιας ολόκληρης εποχής. Όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο, αμέσως αναζήτησα αυτή τη φωτογραφία. Ήταν σαν να ξετύλιγα ένα νήμα το οποίο κατέληγε κατ’ ευθείαν στην ψυχή της ηρωίδας μου. Το μετέωρο βήμα της σ’ εκείνες τις σκάλες, ανάμεσα στ’ αποκαΐδια που άφησε πίσω του ο πόλεμος, είναι όλη η ζωή της Χλόης αποτυπωμένη σε μια στιγμή. Είναι όμως και η ερημιά που απλώνεται σ’ ολόκληρο το βιβλίο, από τις τρεις σκάλες γης όπου διαπράχθηκε το έγκλημα του βιασμού, μέχρι τ’ ατέλειωτα στρέμματα Ιστορίας που μεσολάβησαν ως τις μέρες μας.

Ηρωίδα σας η Χλόη. Είναι μία από τις πολλές γυναίκες που έπεσαν θύματα βιασμού κατά την τουρκική εισβολή. Μιλήστε μας για την πρωταγωνίστριά σας.
Με ρωτάνε συχνά αν η Χλόη είναι υπαρκτό πρόσωπο ή αν άντλησα στοιχεία από μια αληθινή ιστορία για να τη δημιουργήσω. Κι εγώ απαντώ πως η Χλόη είναι μεν πλάσμα της φαντασίας μου, αλλά θα μπορούσε να υπάρχει και να κυκλοφορεί γύρω μας. Διάβασα πολλές μαρτυρίες από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι προτού ξεκινήσω να την πλάθω στο χαρτί. Γυναίκες που υπήρξαν θύματα μιας απίστευτης βαρβαρότητας. Και οι οποίες, σαν να μην αρκούσε η τραυματική εμπειρία που βίωσαν, βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα ιδιότυπο κοινωνικό ρατσισμό που τους στιγμάτισε τη ζωή. Τον Οκτώβριο του 1974, με τις ευλογίες μάλιστα του Αρχιεπισκόπου, έγιναν μαζικές εκτρώσεις. Τίποτε όμως δεν τελείωσε εκεί… Η επόμενη «σκάλα» ήταν ακόμα πιο δύσκολη για να την ανέβουν. Μόνες, γεμάτες ενοχές, σπασμένες σε χίλια κομμάτια που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να κολλήσουν μήπως και καταφέρουν έτσι να συνεχίσουν τη ζωή τους. Η Χλόη Αρτεμίου είναι μια από αυτές τις γυναίκες.

Είναι, όμως, από τις λίγες γυναίκες που έμεινε έγκυος από τον απάνθρωπο βιασμό του κατακτητή και αποφάσισε να κρατήσει το παιδί. Δύσκολη απόφαση. «… και να το ρίξω, αυτό θα μεγαλώνει μέσα στο κεφάλι μου», σκέφτεται καθώς παίρνει την απόφαση «πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα», γράφετε στο οπισθόφυλλο. Ποια ερμηνεία μας δίνετε μέσα από αυτή τη σκέψη της ηρωίδα σας;
Κατ’ αρχάς είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων οπότε οι όποιες αποφάσεις των ηρώων δεν είναι μονοσήμαντες. Για να καταλάβουμε γιατί η Χλόη αποφασίζει να κρατήσει το παιδί πρέπει να γνωρίζουμε τη σχέση με την μητέρα της, το μοιραίο πρόσωπο της ιστορίας και την πρωταγωνίστρια ουσιαστικά του βιβλίου. Ναι, ισχύει ότι και να το έριχνε αυτό θα μεγάλωνε μέσα στο κεφάλι της, όμως ισχύει και ο θυμός που την κατέκλυζε γι΄ αυτή τη μάνα που έκλεινε τα μάτια μπροστά στο κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα. Από τη στιγμή που ήρθαν στις ελεύθερες περιοχές, η Χλόη αποφάσισε ότι η δική της θυσία θα ήταν η τελευταία σε αυτή τη σκοτεινή ιστορία. Γέννησε το παιδί λοιπόν και το παρέδωσε για να ζήσει μακριά της. Απόμεινε μόνη, να παλεύει με τους εφιάλτες τις άγρυπνες νύχτες της, αλλά ήσυχη με τη συνείδησή της πως δεν θυσίασε ένα μωρό που δεν έφταιξε σε τίποτε.

Οι πληγές της παραμένουν ανοιχτές σαράντα τρία χρόνια. Αιμορραγούν όπως και οι πληγές της πατρίδας της. Της πατρίδας σας. Χωρίς να μπούμε στην πλοκή, την οποία αφήνουμε για την ανάγνωση, πείτε μας σε τίτλους τα μεγάλα κεφάλαια της ζωής της Χλόης μετά την εισβολή.
Τα πρώτα χρόνια ήταν μια προσπάθεια για να επουλωθούν οι πληγές. Οι εξωτερικές τουλάχιστο, γιατί τα εσωτερικά τραύματα δεν έκλεισαν ποτέ… Βρήκε μια δουλειά και επιχείρησε να ζήσει μια «κανονική» ζωή. Έπειτα ήταν η απέραντη μοναξιά. Να βλέπει τους άλλους να προχωρούν, «σαν να βιάζονται να γυρίσουν σελίδα» λέει κάποια στιγμή στη φίλη της. Η επιστροφή στον τόπο του εγκλήματος είναι το πιο κομβικό σημείο της προσωπικής της διαδρομής. Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα βρέθηκε αντιμέτωπη με έννοιες όπως η πατρίδα και η μνήμη. Το τελευταίο κεφάλαιο αφορά στην απόφασή της να συναντήσει τον άνθρωπο που της διέλυσε τη ζωή. Κάτι σαν κάθαρση, που μαθαίνουμε πώς κατέληξε όταν κλείνει ο κύκλος της ιστορίας. Μιας ιστορίας η οποία εμπεριέχει σχεδόν μισό αιώνα της σύγχρονης κυπριακής Ιστορίας…

Στα 61 της χρόνια, παίρνει μια μεγάλη απόφαση. Το ίδιο συνειδητή μ’ εκείνη που πήρε στα 18 της. Αποφασισμένη να κλείσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν για να κοιτάξει το μέλλον αποφασίζει να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη. Τι περιμένει πως θα συμβεί όταν «αντικρίσει κατάματα τους εφιάλτες της»;
Η Χλόη αδυνατεί να απαντήσει αυτή την ερώτηση, όχι μόνο στους ένα δυο πολύ δικούς της ανθρώπους αλλά και στον ίδιο τον εαυτό της. Αυτό που ξέρει είναι πως δεν μπορεί να ξεχάσει. Η μνήμη αιμορραγεί, τα χρόνια περνούν και σε πείσμα της επιθυμίας της για μια «κανονική» ζωή παραμένει δέσμια του παρελθόντος. Θέλει να αντικρύσει αυτόν τον άντρα κατάματα πιστεύοντας, με μια σχεδόν παιδική αφέλεια, πως έτσι θα διαλυθούν τα «μάγια» που τη στοιχειώνουν.

Μέσα από το λυτρωτικό ταξίδι της Χλόης, γνωρίζουμε κι εμείς τις ομορφιές της «βασίλισσας των πόλεων». Βρισκόμαστε στο Μπλε Τζαμί, στο Τοπ Καπί και φυσικά στην Αγιά Σοφιά. Φθάνουμε στο Γενί Σεχίρ, σεριανίζουμε στον Γαλατά, ταΐζουμε κουλούρι στους γλάρους ατενίζοντας τον Βόσπορο. Οι σκηνές σ’ όλα αυτά τα υπέροχα μέρη είναι μέσα από τα δικά σας μάτια;
Σε κάθε καινούριο βιβλίο έχω τη ανάγκη να ταξιδέψω στους τόπους που περπάτησαν οι ήρωές μου. Όπως λέω συχνά, για να τους καταλάβω πρέπει να δω τη θέα από το παράθυρό τους. Την Κωνσταντινούπολη την γνωρίζω καλά, είναι μια πόλη που στο παρελθόν επισκέφθηκα αρκετές φορές. Για το βιβλίο όμως χρειάστηκε να πάω ξανά και να αναζητήσω τις πατημασιές του Αχμέτ Ντογάν. Τα εμβληματικά σημεία της Πόλης είναι βεβαίως σημαντικά, όμως για μένα σημαντικότερες είναι οι λεπτομέρειες μιας καθημερινότητας που έπρεπε να πείθει ότι είναι αληθινή.

Στο συγγραφικό αυτό εγχείρημα που μας κάνει μάρτυρες μιας παραμέτρου της Κυπριακής τραγωδίας που για χρόνια δεν είχε αναγνωριστεί, συνέβαλαν οι αναμνήσεις που σας εμπιστεύθηκαν γυναίκες της Κίνησης «Οι γυναίκες επιστρέφουν». Μιλήστε μας γι’ αυτή την κίνηση.
Πρόκειται για έναν από τους σημαντικούς σταθμούς της σύγχρονης ιστορίας μας. Μια ανεξάρτητη πρωτοβουλία γυναικών, έξω από τα κομματικά καλούπια, οι οποίες ύψωσαν το ανάστημά τους στον στρατό κατοχής. Η πρώτη πορεία προς την Αμμόχωστο, το 1975, σημαδεύτηκε από την παρουσία σημαντικών προσωπικοτήτων και από την Ελλάδα όπως η Μελίνα Μερκούρη. Η κίνηση επανεμφανίστηκε το 1987, με δύο πορείες όπου οι γυναίκες μπήκαν για πρώτη φορά στη νεκρή ζώνη με κίνδυνο της ζωής τους. Ο ιστορικός κύκλος της κίνησης έκλεισε το 1989, με δύο μαχητικές πορείες όπου οι γυναίκες κατάφεραν να σπάσουν τον κατοχικό κλοιό.

Οι πληγές της Χλόης δεν έκλεισαν επί σαράντα τρία χρόνια. Όταν επιστρέψει από αυτό το ταξίδι, τόσα χρόνια μετά τη βίαιη εισβολή στην πατρίδα και το κορμί της, θα έχει καταλαγιάσει στο ελάχιστο ο πόνος της ψυχής της;
Επιτρέψτε μου να μην είμαι αναλυτικός γιατί έτσι θα αποκαλύψω την κατάληξη της ιστορίας. Το μόνο βέβαιο πάντως είναι ότι το ταξίδι υπήρξε λυτρωτικό για την ηρωίδα μου.

Οι βιασμοί είναι μία συνειδητή τακτική πολέμου καθυπόταξης και ταπείνωσης του άμαχου πληθυσμού. Στην Κύπρο τα εγκλήματα σε βάρος γυναικών υποβαθμίστηκαν και οι γυναίκες όχι μόνο δεν είχαν την υποστήριξη που έπρεπε αλλά σε πολλές περιπτώσεις αντιμετωπίστηκαν ως η «ντροπή» της οικογένειας. Τι λένε γι’ αυτόν τον κοινωνικό στιγματισμό;
Είναι σκληρό αλλά δυστυχώς απολύτως πραγματικό. Οι γυναίκες αυτές υπέστησαν ένα δεύτερο βιασμό από τον κοινωνικό περίγυρο. Κάποιες κατάφεραν να ορθοποδήσουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους. Πολλές όμως δεν άντεξαν και έφυγαν στο εξωτερικό επιχειρώντας ένα νέο ξεκίνημα μακριά από τις σκιές που έριχνε επάνω τους εκείνο το καλοκαίρι. Υπάρχουν και μαρτυρίες για γυναίκες που κατέληξαν στο τρελάδικο, ανήμπορες να διαχειριστούν την αγριότητα που βίωσαν στο πετσί τους.

Στη συγγραφή χρησιμοποιήσατε αρκετά ποιητικά δάνεια, τα οποία έχει τη δυνατότητα να βρει συγκεντρωμένα ο αναγνώστης στο τέλος του βιβλίου, μαζί με το γλωσσάρι των κυπριακών λέξεων που χρησιμοποιήσατε. Ποια είναι αυτή η ποιητική έκφραση που περισσότερο σας αγγίζει ως άνθρωπο και συγγραφέα;
Χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη στους ποιητές για τους δρόμους που μου άνοιξαν. Αν πρέπει να επιλέξω κάποιους στίχους, αυτοί είναι του Κώστα Μόντη: «Ποια μοίρα το σημάδεψε το φετινό άνθισμά σας / ποια μοίρα μαύρη των πικρών χρονιών / που να ‘ν’ οι σάρκες άγουρων παιδιών το λίπασμά σας / κ’ αίμα ο χυμός των λεμονιών;» (Περβόλια του Καραβά και της Λαπήθου, 1974).

Γεννηθήκατε το 1963 στη Λευκωσία. Επομένως έχετε μνήμες από το πραξικόπημα κατά του Μακάριου εκείνο το δραματικό πρωινό της 15ης Ιουλίου 1974 και την εισβολή από αέρος και θάλασσας των Τούρκων, πέντε μέρες αργότερα. Θέλετε να μοιραστείτε με τους φίλους του Vivlio-life μια παιδική σας μνήμη από εκείνες τις μέρες;
Είχαμε φύγει με την οικογένεια μου στο εξωτερικό μια βδομάδα πριν από το πραξικόπημα. Όταν επιστρέψαμε μετά την εισβολή ήταν πια ένας άλλος τόπος. Μια άλλη, άγνωστη, χώρα… Κάπου αναφέρω στο βιβλίο τους προσφυγικούς καταυλισμούς με τα λευκά αντίσκηνα στις εσχατιές της πόλης. Χιλιάδες άνθρωποι, ταλαιπωρημένοι, να παλεύουν για να σταθούν στα πόδια τους ενώ δεν είχε κοπάσει ακόμα ο κουρνιαχτός του πολέμου. Ή όταν επιστρέψαμε στο σχολείο και μια ξινή μυρωδιά ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα από τους πρόσφυγες που είχαν καταλύσει εκεί, μόνο με τα ρούχα που φόραγαν όταν εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους. Πολλές οι προσωπικές μνήμες που δεν θα σβήσουν ποτέ…