«Να ’ναι γεμάτη η κατσαρόλα και το σπίτι ζεστό. Τι άλλο να επιθυμήσει μια γυναίκα; Άμα κρατάς το στόμα σου κλειστό και τα πόδια σου ανοιχτά, όλα θα γίνουν καταπώς πρέπει». Άλλη συμβουλή από τη μάνα της δεν θυμάται. Παρεκτός τη μέρα που ετοίμαζαν το μπαούλο με τα προικιά της και της ψιθύρισε στο αυτί: «Τον χορτασμένο άντρα μην τον φοβάσαι».
Αλλά τότε γιατί ο πατέρας αγριεύει κάθε τόσο, μάνα; Γιατί, αφού το πιάτο του είναι γεμάτο, μας κοιτάει σαν να μας εχθρεύεται; Γιατί η οργή του ξεχειλίζει κάθε που πέφτει το σκοτάδι;
Απάντηση δεν πήρε, φυσικά. Καμιά. Σαν να πέρασε ένα σύννεφο και να ’ριξε βαριά τη σκιά του στο δωμάτιο. Το μητρικό βλέμμα την ακούμπησε φευγαλέα, αλλά κρύφτηκε ξανά στις κόγχες της σιωπής.
Κι έπειτα κύλησε ράθυμα το ποτάμι του χρόνου. Οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια… Στο πλάι ενός άντρα που δεν τον αντίκρισε ποτέ κατάματα. Χαμήλωνε το κεφάλι και βάδιζε στο χωμάτινο μονοπάτι που της χάραξε η μοίρα. Οι σκέψεις, ζυμωμένες με τόσα και τόσα αναπάντητα ερωτήματα, βάραιναν το μυαλό της.
«Αρκεί να μη μιλάς κι όλα θα γίνουν καταπώς πρέπει, Άννα».
Θα μιλώ. Από μέσα μου, αλλά θα μιλώ, μάνα…
«Είναι καλός. Και δουλευτής. Αυτόν θα πάρεις». Αυτόν πήρε. Τα λόγια του ήτανε λιγοστά, αλλά σάμπως είχαν και τίποτε να πουν; Έφευγε αχάραγα ο άντρας για το χωράφι και νύχτα πια αντάμωναν ξανά, ίσα για να δειπνήσουν και να μοιραστούν το νυφικό κρεβάτι.
Ώσπου να γκαστρωθεί η Άννα στο πρώτο της παιδί, δύσκολα κουλάντριζε τις ώρες. «Άτιμο πράμα η μοναξιά!» τόλμησε μια φορά να πει, αλλά το μετάνιωσε ευθύς. «Κοίτα να του γεννήσεις τον γιο και μη λες παραπάνω κουβέντες». Πέρασαν τόσα χρόνια κι ακόμα δεν είναι βέβαιη αν αυτό της είπε η μάνα της ή μόνο το υπονόησε με το βλέμμα της.
Τον γιο άργησε να τον γεννήσει. Πρώτα ήρθαν τέσσερα κορίτσια στη σειρά. Τέσσερα χρόνια αγωνίας. Τέσσερα σκυθρωπά χρόνια. Έφευγε αμίλητος ο άντρας και την άφηνε μονάχη με τις ενοχές της. Τέσσερις κόρες και μία κατσίκα. Τρία δωμάτια, μια μάντρα και ένα πηγάδι. Κάθισε μια μέρα και έκανε η Άννα το μέτρημα. Ούτε τα δάχτυλα των δυο χεριών της δεν έπιανε η ζωή που της έλαχε. Ο γιος, όμως, τα άλλαξε όλα… Ο άντρας, για πρώτη φορά, καταδέχτηκε να της χαμογελάσει.
Έχει σάπια δόντια, σκέφτηκε η Άννα. Καλύτερα να μη χαμογελάει. Καλύτερα να μη συμβαίνει τίποτα, γιατί έτσι κυλάει πιο εύκολα η ζωή… Αλλά άμα μεγαλώσουν τα παιδιά, παντρευτούν οι θυγατέρες και πετάξει από την πατρική φωλιά ο γιος; Τότε πώς θα ξοδιάζονται οι ώρες της κάθε μέρας;
«Πώς θα μου βγαίνει άραγε το μέτρημα, όταν απομείνουμε οι δυο μας μόνο;» ψιθύρισε μια φορά. Αλλά πάλι αμέσως το μετάνιωσε. Τα κορίτσια έπαιζαν έξω στην αυλή και ο γιος ήτανε φασκιωμένος στην ποδιά της. Κανείς δεν ήταν εκεί για ν’ αφουγκραστεί τη λαχτάρα της.
Κάθε πράμα στον καιρό του, σκέφτηκε και χάιδεψε τον μικρό. Αυτός γέλασε και κούνησε τα χεράκια του, σαν να ’θελε παιχνίδι. Γιατί οι άντρες να μη μένουν για πάντα μωρά; έκανε τη βλάσφημη σκέψη η Άννα. Γιατί αυτοί είναι που θα τραβήξουν το κάρο της οικογένειας, τα έψαλε στον εαυτό της. Και κατέβασε το κεφάλι μετανιωμένη, σαν να ντρεπόταν για την αποκοτιά της.
Τότε ήταν που τον άκουσε… «Πραματευτής!» φώναζε με δυνατή φωνή. Ξεμύτισαν δειλά οι γειτόνισσες απ’ τις αυλάδες τους και πλησίασαν για να περιεργαστούν την πολύχρωμη πραμάτεια. Πήγε κι εκείνη, δισταχτικά, αλλά στάθηκε δυο βήματα πιο πίσω. Την είδε ο πραματευτής και τα μάτια του γέλασαν. Τον είδε η Άννα και ένας πόθος φτερούγισε, σαν ν’ άνθισαν κήποι μυστικοί μέσα στα σωθικά της.
Δευτέρα ήτανε. Μάης μήνας, του ’64. Το θυμάται γιατί ζύμωνε, όπως κάθε αρχή βδομάδας, στην ξύλινη σκάφη. Οι μυρουδιές απ’ το τσουκάλι της γειτόνισσας είχανε φτάσει ως τη μύτη της. Δεν ήταν όμως για τη δική τους τσέπη η γίδα η βραστή. Το ήξερε και δεν παραπονιόταν η Άννα. Αν έκανε τον γιο νωρίτερα, ίσως να μην ήταν εφτά τα στόματα που θα έπρεπε να χορτάσουν στο σπιτικό τους. Μπορεί να μη χρειαζόταν τόσος κόπος… Αλλά αυτές ήταν οι βουλές του Κυρίου κι αυτή η ζωή που τους κλήρωσε.
Δευτέρα ήτανε σίγουρα, γιατί το διαλαλούσε και ο πραματευτής: «Ποδαρικό στη βδομάδα σας κάνω, κυράδες. Και σας φέρνω τα καλύτερα απ’ τα παζάρια της πόλης», φώναζε.
Οι γυναίκες κατέβαζαν τα κεφάλια από συστολή, όσο κι αν αναμεταξύ τους κρυφογελούσαν. Γούστο είχε ο αλλόκοτος ξενομερίτης πραματευτής. Τόσο νέος και τόσο αλλιώτικος απ’ τους αγέλαστους άντρες του χωριού τους…
Δεν είναι σωστό να φλυαρούν οι άνθρωποι, πόσο μάλλον κοτζάμ άντρας, σκέφτηκε η Άννα και τον κοίταξε επιτιμητικά. Αυτός έκανε τότε έναν αστείο μορφασμό, σαν να την είχε ακούσει και να απολογιόταν. Αυθόρμητα γέλασε κι εκείνη, αλλά αμέσως κοκκίνισε από ντροπή.
«Στη σπηλιά. Το σούρουπο θα σε περιμένω…» της ψιθύρισε στο αυτί.
Πώς πήγε η Άννα; Γιατί πήγε; Πώς το τόλμησε; Πέρασαν τόσα χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, αλλά την απάντηση ακόμα δεν τη βρήκε.
Όλο το βράδυ έμεινε μακριά από το σπίτι της. Όταν επέστρεψε το πρωί, βρήκε τη μάνα της να φέρνει γύρους στην αυλή και τον άντρα της να κάθεται στα σκαλιά με το κεφάλι κατεβασμένο. Αμίλητος. Ντροπιασμένος. Δεν της είπε τίποτα. Ούτε και η μάνα της όμως μίλησε. Καμιά λέξη δεν ήταν ικανή να ξετρυπώσει από τις γκρίζες σιωπές τους.
Έριξε η Άννα λίγο νερό στο πρόσωπό της, έπλυνε τα χέρια της κι ύστερα βάλθηκε να καθαρίζει επίμονα την παλιά σκάφη. Ίχνος αλεύρι να μη μείνει, σκεφτόταν. Ίχνος Δευτέρας να μη σωθεί… σπάραζε μέσα της.
«Πέτρο τον λέγανε. Σ’ το λέω τώρα, για να πάρεις μαζί σου το μυστικό στο μεγάλο ταξίδι. Πέρναγαν οι ώρες και σκεφτόμουν. Δεν μπορεί, θα ρωτήσεις. Θα θυμώσεις. Θα αντιδράσεις με κάποιον τρόπο… Έτσι έλεγα στον εαυτό μου, κι ας ήξερα πως δεν θα μιλούσες.
Εμείς, άλλωστε, ποτέ δεν κουβεντιάζαμε. Ποτέ δεν ανταλλάξαμε λόγια συνεννόησης, όπως κάνουν οι άνθρωποι που μοιράζονται τα στρωσίδια τους. Φοβόμασταν τις λέξεις, γιατί τρομάζαμε και στην ιδέα ακόμα πως θ’ ακούγαμε τις κρυφές μας σκέψεις. Λίγα λόγια είχαμε αναμεταξύ μας, κι αυτά μετρημένα: “Πεινάς;” “Κοιμήσου”. “Έλα”. “Φύγε”. “Κορίτσι”. “Κι άλλο κορίτσι”. Ούτε καν τα ονόματά τους. Και παιδί. Για τον γιο, βέβαια…
Αν με ρώταγες εκείνη τη μέρα, θα σου απαντούσα πως τον λέγανε Πέτρο και πως δεν με ατίμασε. Ένα χάδι ήτανε μόνο. Ένα άγγιγμα. Στην παλάμη. Κι ύστερα ντράπηκα κι αποτραβήχτηκα. Λαχάνιασε η ανάσα μου κι αυτός μου είπε: “Μη φοβάσαι. Δεν θα κάνουμε τίποτε που δεν θες”. Κι ύστερα μας κύκλωσαν οι λέξεις… Χιλιάδες λέξεις, που φτερούγιζαν τριγύρω μας, πάνω από τα κεφάλια μας, παντού! Όλο το βράδυ μού μιλούσε κι εγώ σώπαινα. Φοβόμουν πως, αν άνοιγα το στόμα μου, θα γέμιζε η σπηλιά από λόγια, από αφηνιασμένα λόγια, ανείπωτα, που θα μας έπνιγαν.
“Μίλα μου!” έλεγε και τα μάτια του άστραφταν μέσα στο σκοτάδι. Δίσταζα στην αρχή. Φοβόμουν. Έπειτα πήρα μια βαθιά ανάσα κι άκουσα μια ψιλή φωνή ‒τη φωνή μου!‒ να τρεμοπαίζει στον αέρα. “Με λένε Άννα”, ψέλλισα. Ένα κύμα συγκίνησης με πλημμύρισε κι ένας κόμπος μού έφραξε τον λαιμό. Αλλά συνέχισα. Συνέχισα να μιλώ, γιατί ήξερα πως αν δεν το έκανα εκείνο το βράδυ, απέναντι σ’ εκείνον τον άγνωστο άντρα, θα πέθαινα και δεν θα ήξερα τον ήχο της ίδιας μου της φωνής.
Στην αρχή θύμωσα που δεν ρώτησες τίποτα. Φούντωνε η οργή μέσα μου και ήθελα να ουρλιάξω για ν’ ακουστώ σε κάθε γωνιά του χωριού κι ακόμα παραπέρα: “Με λένε Άννα και το έσκασα με τον πραματευτή! Δεν μου αξίζει να είμαι σύζυγος και μάνα. Αλλά τουλάχιστον εγώ τόλμησα μια φορά να κυλιστώ στο λιβάδι με τις πολύχρωμες λέξεις. Η ζωή δεν είναι μοναχά χώμα και νερό, λάσπη και σιωπή. Ποτέ δεν ήταν…”
Σπάραζα μέσα μου, κι εσύ καθόσουν σιωπηλός στα σκαλιά, με το κεφάλι κατεβασμένο. Νικημένος. Η μάνα έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης κι έφυγε σαν κυνηγημένη. Απομείναμε οι δυο μας. Εσύ στη σκάλα, εγώ στην αυλή. “Τα κορίτσια;” ρώτησες σιγανά. Σχεδόν δεν σ’ άκουσα. “Το παιδί;” είπες. Πιο καθαρά αυτή τη φορά. “Πεινάω”, είπες. Και ύψωσες τη φωνή σου τόσο, όσο για να ηχήσει καθησυχαστικά η επιστροφή στη συνήθεια. Μπήκα στην κουζίνα και σου έστρωσα να φας.
Πέτρο τον λέγανε, αλλά δεν ήταν παρά μια στιγμή. Ένα σινιάλο. Μια μικρή ραγισματιά στον χρόνο. Πέτρο τον λέγανε και δεν ήτανε παρά μόνο λόγια».
Στην κηδεία δεν ήρθαν πολλοί. Άδεια έδειχνε η εκκλησία. Άδεια από ανθρώπους και από λύπη, συλλογιόταν καθώς μέτραγε απουσίες. Άδεια και αδάκρυτη. Με εξαίρεση την οικογένειά τους, μόνο μερικοί γείτονες έπιασαν δυο-τρία στασίδια. Κι αυτοί με το στανιό, μάλλον. Άλλωστε εξήντα πέντε ολόκληρα χρόνια, αν και μοναχά μια μεσοτοιχία τούς χώριζε, ποτέ δεν πέρασαν το κατώφλι ο ένας τ’ αλλουνού. Δεν ήθελε πολλά με τους ξένους ο άντρας. Με κανέναν δεν ήθελε, είναι η αλήθεια. Η οικογένεια έφτανε και περίσσευε, έλεγε.
Μονόχνοτος ήσουν, σκεφτόταν η Άννα καθώς παρατηρούσε μέσα στο ανοιχτό φέρετρο το σκεβρωμένο κορμί του άντρα της. Κι έζησες παραπάνω απ’ όσο άλλοι, που χαίρονταν τη ζωή τους. Και πολύ παραπάνω απ’ όσο αντέχαμε πάντως σ’ εκείνο το σπίτι, όπου χρόνο με τον χρόνο μάς σώνονταν οι λέξεις.
Ο ξερός ήχος από το χώμα που έπεφτε πάνω στο φέρετρο ήταν το τελευταίο πράγμα που καρφώθηκε στο μυαλό της. Ήθελε να μείνει στο κοιμητήριο ως το τέλος, να μετρήσει τις φτυαριές, να σιγουρευτεί για το άθροισμα της ζωής που περπάτησαν αντάμα.
Δεκαεφτά χρόνων κορίτσι ήτανε εκείνη το 1957, όταν πέρασαν τις βέρες. Αυτός στα είκοσι πέντε. Τέσσερις κόρες, ένας γιος, τρία δωμάτια, μια μάντρα, ένα πηγάδι… Κι ύστερα τέσσερις γαμπροί, μείον ένας χωρισμός, τρεις στο σύνολο. Και δύο νύφες∙ την πρώτη τη χώρισε ο γιος το 1985. «Νέος είναι κι άμυαλος», τον δικαιολόγησε ο άντρας. Η δεύτερη του έκανε τρία παιδιά. Όλα αρσενικά. Πέντε αγόρια και δύο κορίτσια γέννησαν οι τρεις κόρες. Και εδώ και χρόνια έρχονται κάθε τόσο εγγόνια. Δικά της δισέγγονα, ένα κοπάδι.
Μόνο η μικρή έμεινε άκληρη, αλλά «…εμένα δεν με πειράζει, μάνα. Με τον Μάκη γελάμε πολύ…».
Πώς είναι τάχα τα ζευγάρια που γελάνε πολύ; Νά κάτι που δεν έμαθε ποτέ η Άννα. Χαιρόταν όμως για τη μικρή της. Γιατί το ’νιωθε πως απ’ όλα τα παιδιά της εκείνη ήταν η μόνη που δεν την φόβιζαν οι λέξεις.
«Δεκαεννέα οι παρόντες, τρεις οι απόντες… Τα μικρά δεν μετράνε. Αυτό βγάζει η σούμα», είπε σιγανά.
Οι υπόλοιποι, έτσι όπως ήτανε στριμωγμένοι στην κουζίνα, πάνω από τα μπρίκια με τους καφέδες, δεν της έδωσαν αρχικά σημασία. Μονάχα η μικρή την κοίταξε τρυφερά και τη ρώτησε: «Ποια σούμα, μάνα;».
«Το μέτρημα από τη ζωή που δεν ζήσαμε με τον πατέρα σας», μουρμούρισε η Άννα. Αλλά αμέσως κατέβασε τη φωνή και το βλέμμα της, μετανιωμένη που ξανοίχτηκε έτσι αλόγιστα.
Οι κόρες απόμειναν να την κοιτάνε ξαφνιασμένες. Ο γιος συνοφρυώθηκε ‒ σαν ν’ αγρίεψε το πρόσωπό του από τα παραπανίσια λόγια, τ’ αχρείαστα.
Μεσολάβησε μια μακρόσυρτη σιγή. Ήτανε τόση η αμηχανία, που μπορούσαν θαρρείς να την ψηλαφίσουν με γυμνά χέρια. Τότε σαν να αναθάρρησε η Άννα. Κοίταξε τη χρυσή της βέρα και, δίχως να το πολυσκεφτεί, την έβγαλε από το δάχτυλό της. Ενώ την ακουμπούσε στο τραπέζι, ένιωσε τα παιδιά της να κρατάνε την ανάσα τους. Παιδιά; Η μεγάλη είναι πια 64 χρόνων γιαγιά και ο γιος στα 58, σκέφτηκε, αποφασισμένη να μην κάνει πίσω.
«Είναι κι άλλος ένας… Ή, καλύτερα, ήταν πρέπει να πω, αν και πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια αναρωτήθηκα εάν υπήρξε ποτέ. Πέτρο τον λέγανε κι ήτανε πραματευτής. Εσείς τώρα μπορεί να μην ξέρετε τι πάει να πει πραματευτής. Όμως εκείνα τα χρόνια για μας, στο χωριό, φάνταζε σπουδαίο επάγγελμα. Γιατί η ζωή μας ήτανε μονάχα ένα τοπίο που το σκέπαζε η σκόνη. Δίχως ψηλά βουνά, δίχως βαθιές χαράδρες, μια πεδιάδα στέρφας γης μονάχα. Σε αντίθεση με όλη εκείνη τη δική του άπλετη ελευθερία! Να οργώνει ολάκερο το νησί, από τη μια άκρη ως την άλλη, διαλαλώντας την πραμάτεια του. Τον λέγανε Πέτρο και βρεθήκαμε μια φορά οι δυο μας στη σπηλιά, πίσω από την καυκάλα. Έτσι τη λέγαμε τότε, καυκάλα, γιατί η γη εκεί ήταν σπαρμένη με βράχια και τίποτε δεν μπορούσε να φυτρώσει πάνω τους εκτός από κυκλάμινα. Από περιέργεια πήγα στη σπηλιά. Κι από ντροπή τον άφησα ν’ ακουμπήσει μόνο τα χέρια μου. Τέσσερις κόρες και ένα μωρό στην κούνια… Τι κάνω εγώ εδώ; σκεφτόμουν. Κι ήθελα να το βάλω στα πόδια. Αλλά δεν έφυγα. Έμεινα, γιατί ένιωθα μια ζεστασιά καθώς με έζωναν οι λέξεις. “Μίλα μου”, έλεγε αυτός. Όμως εγώ δεν ήξερα πώς μιλάνε. Ώσπου άκουσα την φωνή μου ν’ ακουμπάει δειλά-δειλά, ψηλαφιστά, όλα εκείνα που ήταν βαθιά θαμμένα μέσα μου. Σαν χείμαρρος ήταν… Αυτό θυμάμαι. Και τον φόβο θυμάμαι. Να μη με παρασύρει η ορμή εκείνου του χειμάρρου και δεν υπάρχει πια γυρισμός. Δεν το μετάνιωσα που επέστρεψα. Γιατί είχα εσάς. Τώρα όμως δεν έχω κανέναν. Ή, μάλλον, έχω ακόμα εσάς, αλλά μου τέλειωσαν οι δικαιολογίες. Ο πατέρας σας έφυγε. Κι εγώ, είμαι πολύ μεγάλη πια για να χάσω κι άλλο χρόνο…».
«Τι είναι αυτά που λες;» δυσανασχέτησε ο γιος, σαν να μην ήθελε ν’ ακούσει λέξη παραπάνω.
«Ναι, είμαι πολύ μεγάλη πια για να κάνω λάθος στο μέτρημα…» του αντιγύρισε με τόλμη η μάνα. Η Άννα.