Τρείς σκάλες ιστορία

Συγγραφέας: Σταύρος Χριστοδούλου

Οι ανεπούλωτες πληγές της κυπριακής τραγωδίας του 1974…

ISBN: 978-960-03-6815-4
Σκληρό εξώφυλλο
Σελ. 384
Ημ. Κυκλοφορίας: 9 Νοεμβρίου 2020
Εκδόσεις: Καστανιώτη

Category: Product ID: 1321

Description

Οι ανεπούλωτες πληγές της κυπριακής τραγωδίας του 1974… Το βιβλίο Τρεις σκάλες Ιστορία αφηγείται μια «μικρή» ανθρώπινη ιστορία, εγκιβωτισμένη στη «μεγάλη» –και ανείπωτη– Ιστορία, όπου η μνήμη αλέθεται ανάμεσα στις μυλόπετρες του χρέους και του χρόνου.

Μετά την εισβολή, η δεκαοχτάχρονη Χλόη παραμένει για τρεις μήνες «εγκλωβισμένη» με τη μητέρα της στο εξοχικό τους, στη Λάπηθο, όπου βιάζεται κατ’ εξακολούθηση από έναν νεαρό Τούρκο. Το κορίτσι μένει έγκυος, αλλά, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, αποφασίζει να γεννήσει το παιδί, αφού, όπως ομολογεί «…και να το ρίξω, αυτό θα μεγαλώνει μέσα στο κεφάλι μου».

Σαράντα τρία χρόνια μετά, η Χλόη Αρτεμίου αποφασίζει να αντικρίσει κατάματα τους εφιάλτες της. Μια διαλυμένη γυναίκα στο αεροδρόμιο της Αθήνας, ανήμπορη να αποφασίσει αν θα βαδίσει προς την πύλη αναχωρήσεων με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, όπου ζει ο βιαστής της. Θα καταφέρει να κάνει το βήμα που θα σηματοδοτήσει, επιτέλους, την ενηλικίωσή της;

Κριτικές

Η δεκαοχτάχρονη Χλόη και η μητέρα της βρίσκονται στην Λάπηθο της Κύπρου όταν ξεσπούν τα τραγικά γεγονότα του 1974. Εκεί η Χλόη θα βιαστεί επανειλημμένα από έναν Τούρκο, γεγονός που θα σημαδέψει τη ζωή της για πάντα.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνική ματιά για την κυπριακή τραγωδία από τον βραβευμένο συγγραφέα Σταύρο Χριστοδούλου, που ξέρει να χειριστεί καλά το υλικό

του ώστε να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα, να συνδυάσει το εθνικό με το προσωπικό και να μη χαθεί μέσα στις αμέτρητες ιστορικές πληροφορίες.

Ο συγγραφέας, καταρχάς, μας δίνει το ιστορικό πλαίσιο, τα γεγονότα που προηγήθηκαν του ’74, το γενικότερο κλίμα, τις απόψεις. Και καταγράφει και όσα ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες, μέχρι να φτάσουμε στην Κύπρο του σήμερα. Ο Χριστοδούλου ξέρει όχι μόνο να παρουσιάζει τις πληροφορίες, αλλά να μεταφέρει και την αύρα της εποχής, να ζωντανεύει τις εικόνες, τις μυρωδιές, τους ήχους — πιθανόν ο αναγνώστης να αισθανθεί ότι βλέπει την Κύπρο και τα ακρογιάλια της με τα ίδια του τα μάτια.

Ο Χριστοδούλου όμως δεν θέλει να παραμείνει στο εθνικό βίωμα, θέλει να εστιάσει στο προσωπικό. Πρωταγωνίστρια του βιβλίου -και φορέας ολόκληρης της τραγωδίας- είναι η νεαρή Χλόη, που ψυχικά θα καταστραφεί ανεπανόρθωτα από τον βιασμό της. Όπως ακριβώς και η ίδια η χώρα, έτσι και η Χλόη θα προσπαθήσει να συνέλθει από τα τραύματά της και να επιστρέψει στην κανονικότητα. Αυτό δείχνουν να κάνουν όλοι άλλωστε. Ωστόσο δεν μπορεί, τα τραύματα είναι εκεί και φαίνεται πως δεν υπάρχει δυνατότητα λύτρωσης.

Είναι εξαιρετικός ο τρόπος που ο συγγραφέας δένει το συλλογικό με το προσωπικό, που φορτώνει τον πόνο μιας χώρας στους ώμους μιας γυναίκας, που μας δείχνει με ποιους τρόπους ένα εθνικό συμβάν μπορεί να επηρεάσει μεμονωμένα τη ζωή του κάθε ανθρώπου. Ο Χριστοδούλου εστιάζει απόλυτα στην ηρωίδα του και μας την παρουσιάζει σε όλες της τις ψυχολογικές διακυμάνσεις, στις αποφάσεις της, στην καθημερινότητά της, χωρίς να αφήνει καθόλου το νήμα της Ιστορίας που ξεκινά από το 1974.

Ψάχνει για λύτρωση η Χλόη; Για απαντήσεις; Για δικαίωση; Προφανώς αυτά δεν υπάρχουν, ούτε γι’ αυτήν ούτε για τον αναγνώστη. Ποιο το κέρδος τότε από την ανάγνωση του βιβλίου; Η γνώση. Η λεπτή προσέγγιση του θέματος. Οι ενδιαφέροντες και πολύ καλά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες. Η δομή και η εξαιρετική ανάπτυξη της πλοκής (πετυχημένο το «εύρημα» των επιστολών μεταξύ δύο ηρωίδων για την εξιστόρηση γεγονότων που καλύπτουν αρκετά χρόνια). Η γλώσσα (πολύ ωραία και η χρήση της κυπριακής διαλέκτου σε κάποια σημεία, χωρίς να κουράζει ή να μπερδεύει όσους δεν τη γνωρίζουν). Το «Τρεις σκάλες ιστορίες» είναι ιδανικό για τους λάτρεις των ιστορικών μυθιστορημάτων, αλλά και για όσους δεν είναι.


«Τον δάκτυλον επί των τύπον των ήλων» επιχειρεί να θέσει ο Σταύρος Χριστοδούλου με το νέο του μυθιστόρημα, το τρίτο στην σειρά, «Τρεις σκάλες ιστορία». Κι αυτό διότι επέλεξε ένα θέμα σκληρά και βάναυσα επώδυνο, τόσο επώδυνο που λογοτεχνικά τουλάχιστον παρέμενε ανείπωτο κοντά μισό αιώνα. Και αναφέρομαι στους βιασμούς Ε/κ γυναικών που επισυνέβησαν κατά την τουρκική εισβολή του 1974 από τον κατοχικό στρατό. Το θέμα ως τέτοιο δεν είναι μόνο μια χαίνουσα, ανοιχτή πληγή, είναι μια αιμάσουσα και ζεστή πληγή που καίει όποιον το πλησιάσει, πόσω δε μάλλον όποιον το έχει βιώσει, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Διότι οι παρενέργειες, τα επακόλουθα και οι συνέπειες κατατρύχουν τα θύματα και το στενό τους περιβάλλον εσαεί, για μια ζωή μέχρι τέλους.

Μόνο και μόνο γι’ αυτό το τόλμημα του συγγραφέα – ας χρησιμοποιήσω την τετριμμένη έκφραση – να κολυμπήσει σε αχαρτογράφητα νερά, του αξίζει εύφημος μνεία. Το εγχείρημα του ήταν δύσκολο, στενάχωρο και αντιδημοφιλές. Όπως αντιδημοφιλής είναι ο κάθε πόνος τόσο την ώρα που βιώνεται όσο και την ώρα που μετουσιώνεται αισθητικά σε λογοτεχνικό έργο.

Αλλιώς βιώνει το προσωπικό της δράμα η κεντρική ηρωΐδα του έργου, Χλόη Αρτεμίου. Και μάλιστα επέρχεται και διαφοροποίηση στον τρόπο που το βιώνει, αυτό και τα επακόλουθα του, με την πάροδο του χρόνου. Αλλιώς βιώνει το ίδιο δράμα η μητέρα της ηρωΐδας, Θεοδοσία, αλλιώς ο πατέρας της, Σώτος. Και διαφορετικά το βιώνει η ομοιοπαθής και φίλη της, Αθηνούλα. Το βδελυρό, αποτροπιαστικό και επαναλαμβανόμενο συμβάν του βιασμού είναι ανεξίτηλο σημάδι στις ζωές όλων. Βιώνεται όμως διαφορετικά από τον καθένα χωριστά. Και βιώνεται και με διαφορετικές διαβαθμίσεις με την πάροδο του χρόνου. Η καταγραφή αυτής της πανσπερμίας αντιδράσεων, με όλα τα ψυχοσυνθετικά χαρακτηριστικά της, απαιτεί συγγραφική δεινότητα. Μια δεινότητα την οποία ο Στ. Χριστοδούλου απέδειξε, επί του πρακτέου, ότι διαθέτει.

Χρονολογικά, ο συνολικός μύθος του βιβλίου εκτείνεται από το 1974 μέχρι το 2017, οπόταν η Χλόη Αρτεμίου συναντά στην Κωνσταντινούπολη τον βιαστή της, Αχμέτ Ντογάν. Εκείνη η στιγμή συνιστά την κορύφωση και συνάμα την κάθαρση του δράματος. Είναι λες και λύνονται τα δεσμά του πόνου, έτσι καθίσταται εφικτή και η υπέρβασή του. Ο Στ. Χριστοδούλου καταγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τους εσωτερικούς κραδασμούς που συντελούνται μέσα στην κεντρική ηρωΐδα, καθώς βιώνει αυτές τις στιγμές. Στιγμές που για δεκαετίες ήταν ο εφιάλτης της, αλλά απέληξαν στην λύτρωση, στην ψυχική ανάταση και γαλήνευσή της.

Ο κεντρικός μύθος, κατά την χρονολογική εξέλιξη του, πλαισιώνεται από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της κάθε χωριστής περιόδου. Και πιστεύω πως πλαισιώνεται επιτυχώς. Θεωρώ πως η κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα, ακόμα και το κοινωνιολογικό περιβάλλον κάθε επόμενης δεκαετίας από το ’74 έως τις μέρες μας, σκιαγραφούνται με επάρκεια από τον συγγραφέα. Το γεγονός κάνει το όλο μυθιστόρημα πιο πειστικό και πιο ρεαλιστικό. Κι αυτό διότι συμβάλλει στο να σημασιολογηθούν σωστά τα κύρια δρώμενα του έργου.

Ο συγγραφέας επιλέγει πάντα ως θέατρο των δρωμένων γνώριμους και οικείους χώρους. Έτσι κινείται με μεγαλύτερη σιγουριά μέσα στον περιβάλλοντα χώρο. Κι εδώ η έννοια χώρος δεν έχει μόνο τοπογραφική αλλά και ανθρωπογραφική σημασία, καθώς περιλαμβάνει τόσο το αστικό ή άλλο τοπίο, όσο και την ανθρωπογεωγραφία υπό την κοινωνιολογική της έννοια. Όπως και στα προηγούμενα έργα του, ο συγγραφέας αντλεί από τα βιώματά του για να τοποθετήσει τους ήρωες του σε χώρους και χρόνους γνώριμους, που θα περιγράψει, αν όχι εκ του ασφαλούς, σίγουρα με μεγάλη αυτοπεποίθηση.

Έτσι αξιοποιούνται με πλήρη λειτουργικότητα οι παιδικές μνήμες από τις καλοκαιρινές διακοπές στην Λάπηθο, καθώς επίσης και το περιβάλλον στην αίθουσα σύνταξης μιας εφημερίδας, αλλά και οι αριστοκρατικές συνοικίες της Λευκωσίας στην δεκαετία του ’70 και του ’80. Ανάλογες πρακτικές – τακτικές υιοθετήθηκαν και στα δύο μυθιστορήματα του Στ. Χριστοδούλου που προηγήθηκαν, θα έλεγα με την ίδια λειτουργική χρησιμότητα και επάρκεια.

Γνωρίζω – κυρίως λόγω των δημοσιογραφικών παρεμβάσεων του – ότι ο Στ. Χριστοδούλου έχει ολοκληρωμένο και διαυγές όραμα για την πατρίδα μας. Αυτό το όραμα υπηρετεί για δεκαετίες δημοσιογραφικά – δημοσιολογικά. Κατά την άποψή μου, ευχής έργο θα ήταν ο συγγραφέας Στ. Χριστοδόυλου, να υπηρετήσει το ίδιο όραμα και λογοτεχνικά. Και να το πράξει με την ίδια ευθύτητα, την ίδια ζέση και αρτιότητα που το πράττει δημοσιολογικά. Ασφαλώς, δεν υπονοώ ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να διολισθήσει στην πολιτικολογία και σε συναφείς ρητορισμούς – διδακτισμούς, κάθε άλλο. Υπάρχουν όμως αισθητικοί, αμιγώς λογοτεχνικοί όροι υπό τους οποίους ένα κοινωνικό-πολιτικό πρίσμα μετουσιώνεται ή διαχέεται σ’ ένα έργο τέχνης. Αφού μιλάμε για πεζογραφία, είναι πιστεύω αρκετό παραδειγματολογικά να αναφερθώ στην περίφημη «Τετραλογία των καιρών» του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη.

Ο Στ. Χριστοδούλου πραγματεύεται τον ανθρώπινο πόνο στο μυθιστόρημα αυτό. Και δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Μάλλον κατά κανόνα πραγματεύεται τον ημέτερο, τον δικό μας τον πόνο. Ομολογώ πως θα ήθελα να τον δω να δοκιμάζει τις δυνάμεις και τη δεινότητά του πραγματευόμενος τον πόνο του άλλου. Του όποιου άλλου, του μετανάστη, του Τουρκοκύπριου, του υποκείμενου ρητορική μίσους, μισαλλοδοξίας, και ούτω καθεξής. Μετά βεβαιότητας σημειώνω πως διαθέτει τις προαπαιτούμενες ευαίσθητες χορδές. Φτάνει να τις αφήσει να ηχήσουν. Φτάνει να θελήσει να τις αφήσει να ηχήσουν.

Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση, θα ήθελα να σημειώσω και την ακροθιγή πλην εύτολμη αναφορά του συγγραφέα στα ε/κ εγκλήματα με μαζικούς βιασμούς και σφαγές Τ/κ στα χωριά Μάραθα, Αλόα και Σανταλάρη. Κι αυτό χωρίς καμιά διάθεση ή πρόθεση συμψηφισμού είτε εκ μέρους μου, είτε εκ μέρους του συγγραφέα. Τα εγκλήματα, είναι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, δεν μπαίνουν εκ παραλλήλου σε κανένα ζύγι για να κριθούν λιποβαρή, ετεροβαρή ή άλλως πως. Ωστόσο, θα ήθελα τη συγκεκριμένη αναφορά να είναι έστω ελαφρώς πιο εκτενής. Όχι γιατί κινούμαι από ποσοτικούς όρους, αλλά διότι φρονώ ότι έπρεπε να δοθεί στον αναγνώστη επαρκέστερος χρόνος για να συμφιλιωθεί και να εξοικειωθεί με την ιδέα του πόνου του άλλου, του άλλου συμπατριώτη και σε τελευταία ανάλυση, του άλλου συνανθρώπου μας. Τρέφω την προσδοκία, ή ακόμη και την… ευγενή φιλοδοξία, ότι τα όσα προδιέγραψα θα τα δούμε σ’ ένα επόμενο έργο του Στ. Χριστοδούλου.[/vc_column_text]

Ο εγκλεισμός της πανδημίας είχε κι ένα καλό! Διάβασα μετά μανίας… Κι ανάμεσα σε άλλα, διάβασα και το τελευταίο μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου, “Τρεις σκάλες Ιστορία”, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο. Ένα βιβλίο συγκλονιστικό, που διαβάζεται απνευστί. Ένα βιβλίο για την κυπριακή τραγωδία του 1974.

Και δεν είναι μόνο η ιστορία του Αττίλα, που έχει εγγραφεί στη συλλογική μνήμη ημών των «ελλαδιτών» που ζήσαμε τις μέρες του του καλοκαιριού του 1974. Είναι για την ακρίβεια η ιστορία «των αφανών» που έζησαν τον Αττίλα, την εισβολή, τον πόλεμο στο νησί, τη συνέχειά του που φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

Η κεντρική ηρωίδα Χλόη ‒τι όμορφο όνομα‒ είναι μια γυναίκα συνομήλική μου… Η εισβολή την βρίσκει στο εξοχικό της στη Λάπηθο, όπου εγκλωβίζεται με τη μάνα της… Εκεί την συναντά ο Τούρκος στρατιώτης που τη βιάζει κατ΄ εξακολούθηση… Από το βιασμό γεννιέται ένα παιδί! Την ξεγεννά μια Αγγλίδα φίλη της, που κάνει διακοπές στο νησί, η ίδια που το υιοθετεί και το παίρνει μαζί της στην Αγγλία. Η αφήγηση ακολουθεί τη Χλόη στη συνέχεια, από το 1974 μέχρι το παρόν, η ιστορία της μέσα στην ΙΣΤΟΡΙΑ της Κύπρου που σημαδεύτηκε από το πραξικόπημα, τον Αττίλα, την Κατοχή… Τόσο τολμηρή και αξεπέραστη ηρωίδα, που 45 χρόνια μετά ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον βιαστή της…

Διαβάστε αυτό το βιβλίο! Και καθώς πλησιάζει η «επέτειος» της κυπριακής τραγωδίας, τον φετινό Ιούλιο, θα έχετε μια ευκαιρία να στοχαστείτε «αλλιώτικα». Είναι η ιστορία των «αφανών» ηρώων κάθε τραγωδίας σαν την κυπριακή. Που την καλύπτει η κουρτίνα της «ιστορίας» των πολεμικών και διπλωματικών ανακοινώσεων… Για τις «μικρές» ζωές που κομματιάστηκαν, για τα σπαράγματα που απέμειναν, για «τη μνήμη που όπου και να την αγγίξεις πονεί».

Το βιβλίο, με επιμέλεια της Πόπης Μουπαγιατζή, στην οποία και χρωστάω το ότι μου μίλησε γι’ αυτό, το κατάπια κυριολεκτικά. Εξαιρετική γλώσσα, διάλογοι στην κυπριακή διάλεκτο, η Κύπρος από το πραξικόπημα και μετά, μέχρι και το σχέδιο Ανάν και τα παρόντα, με πλοηγό μια γυναίκα που έζησε ψυχή τε και σώματι τα γεγονότα, που η ατομική της μνήμη, μέσα στη συλλογική, μας αποκαλύπτεται χάρη στη λογοτεχνία! Ευκαιρία για μια ματιά στην ιστορία αλλιώς. Όπως αξίζει και πρέπει δηλαδή…

Ευτυχής που διάβασα τον Σταύρο Χριστοδούλου, που δεν τον ήξερα.

Τρεις σκάλες γη στην πολύπαθη Λάπηθο της Κύπρου στα κατεχόμενα… Τρεις σκάλες αναμνήσεις, «Τρεις σκάλες ιστορία» είναι ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος του Κύπριου συγγραφέα Σταύρου Χριστοδούλου για το Κυπριακό Ζήτημα. Όλο το νόημα του πονήματός του μπορεί να εντοπιστεί σε μία μόνο φράση: Η μνήμη μας είναι η φυλακή μας.

Πρόκειται, επομένως, για ένα μυθιστόρημα μνήμης για τα τραγικά γεγονότα του ’74 στην Κύπρο και για το πως αυτά σημάδεψαν ανεπανόρθωτα τους ανθρώπους που τα έζησαν, αφήνοντάς τους χαίνουσες πληγές για όλη τη διάρκεια του μετέπειτα βίου τους…

Τέτοια είναι και η περίπτωση της δεκαοκτάχρονης, το 1974 Χλόης, μίας νεαρής από την πανέμορφη Λάπηθο της Κύπρου, η οποία θα βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής τον τραγικό Ιούλη του 1974 και θα βιαστεί, τόσο στο σώμα, όσο και στην ψυχή κατ’ εξακολούθηση από έναν νεαρό Τούρκο. Οι πληγές στο σώμα της θα επουλωθούν, σε αντίθεση με εκείνες της ψυχής, τις οποίες πρόκειται να κουβαλάει για μια ζωή, αρνούμενη να ενηλικιωθεί, να συνάψει κάποια ερωτική σχέση και να ζήσει, κατ’ επέκταση, μία φυσιολογική ζωή.

Η άβουλη και αδιάφορη μητέρα της, που εθελοτυφλεί στο κακό με τη στάση της θα βαθύνει τις πληγές της νεαρής κοπέλας, το ίδιο και ο αρραβωνιαστικός, ο οποίος θα αρνηθεί να συνεχίσει να έχει ερωτική σχέση μαζί της μετά από τον “μαγάρισμά” της από τον Τούρκο.

Τα πράγματα θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της Χλόης από τον αλλοεθνή βιαστή της και η απόφασή της να κρατήσει το παιδί, σε αντίθεση με ό,τι έπραξαν άλλες κοπέλες που έπαθαν τα ίδια. Δεν θα το κρατήσει όμως, αλλά θα το δώσει για υιοθεσία σε μία Αγγλίδα φίλη της και θα το ξαναδεί όταν θα είναι πια μεγάλη γυναίκα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη δική της ψυχολογία.

Το βιβλίο αφηγείται τα γεγονότα του Ιουλίου του 1974 και, ακολούθως, παρακολουθεί την ατυχή ενηλικίωση της Χλόης και τις μετέπειτα-αποτυχημένες κατά κανόνα- προσπάθειες να ζήσει μία φυσιολογική ζωή. Παρ’ όλο που περιέχει πολλές αξιόλογες ιστορικές πληροφορίες για το Κυπριακό ζήτημα – τα αίτιά του, τον Εμφύλιο μεταξύ των Κυπρίων, τα λάθη του Μακάριου, την ανάμειξη της Ελλάδας, την εμπλοκή των Άγγλων, τις κατοπινές θλιβερές επετείους των τραγικών γεγονότων, τις επισκέψεις των προσφύγων πίσω από την Πράσινη γραμμή και τις  προσπάθειες επίλυσής του,- επικεντρώνεται κυρίως στις ψυχολογικές επιπτώσεις, στα συναισθήματα και στην καθημερινότητα των θυμάτων, και ιδίως των γυναικών που βρέθηκαν στη δίνη των γεγονότων.

Η αφήγηση είναι σε τρίτο ενικό πρόσωπο με τον αφηγητή να καθίσταται αυτόπτης μάρτυρας όλων των συναισθημάτων και των ψυχολογικών μεταπτώσεων τις οποίες βιώνει η Χλόη, αλλά και τα γύρω της πρόσωπα.

Γνήσια κατάθεση ψυχής αποτελούν οι επιστολές της Κέιτ προς την Χλόη και της Χλόης προς την Αγγλίδα φίλη της στη μέση περίπου του βιβλίου, οι οποίες, σε πρώτο ενικό πρόσωπο, αποτελούν το απαύγασμα της συγγραφικής δεινότητας του Σ.Χ.

Η κορύφωση της υπόθεσης, όμως, τοποθετείται αργότερα, όταν η Χλόη, σαράντα τρία χρόνια μετά, αμφιταλαντεύεται, βρισκόμενη στο αεροδρόμιο της Αθήνας, σχετικά με το εάν θα επιβιβαστεί στο αεροπλάνο προς την Κωνσταντινούπολη, το οποίο θα τη φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τον βιαστή της.

Θα προβεί η Χλόη στο απονενοημένο αυτό διάβημα προκειμένου να γιατρέψει τις πληγές που έμειναν αγιάτρευτες από τον χρόνο και να ενηλικιωθεί επιτέλους; Μπορεί τελικά κάποιος να οδηγηθεί στην πολυπόθητη λήθη;

Εν κατακλείδι, το «Τρεις σκάλες ιστορία» συνιστά μία άρτια ξεχωριστή πρόταση, τόσο από πλευρά Λογοτεχνίας όσο και από πλευρά Ιστορίας, για ένα ζήτημα, το Κυπριακό, για το οποίο έχουν χυθεί αναμφισβήτητα, πολλοί τόνοι μελάνης. Η προσέγγιση όμως, την οποία επιχειρεί ο συγγραφέας στο παρόν πόνημα και ο τρόπος με τον οποίο δομεί τα γεγονότα είναι πραγματικά αξιπρόσεκτος και αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί.

«Πληγές που δεν μπόρεσαν να κλείσουν ποτέ, ζωές που παραμένουν αδικαίωτες και ακινητοποιημένες αναζητούν για σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια να βρουν έναν τρόπο να αποδράσουν από την «ακρωτηριασμένη εφηβεία τους» για να συνεχίσουν να ζουν σημαδεμένες από το συλλογικό τραύμα μιας χώρας που το 1974, με τα γεγονότα της εισβολής, είδε να διχοτομείται και θρυμματίζεται το κέλυφος της ελευθερίας και της αυτοδιαχείρισης.
Ο Σταύρος Χριστοδούλου, ο συγγραφέας που πρόσφατα τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας και πριν από αυτό με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Κύπρου υπογράφει μια συγκλονιστική μαρτυρία μιας εποχής που σημάδεψε τον ελληνισμό, μια ιστορία που σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ, είναι ξανά επίκαιρη. Μια ιστορία που σε πρώτο επίπεδο μοιάζει να καταγράφει όλα όσα στιγμάτισαν τη ζωή της ηρωίδας της εκείνα τα πέτρινα χρόνια της Κύπρου για να διαφανεί με την πάροδο της αναγνωστικής διαδικασίας πως αυτό που θέλει να αναδείξει, κυρίως, είναι οι πολυποίκιλες πλευρές της Κυπριακής τραγωδίας του 1974 σε οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Μέσα από το προσωπικό δράμα μιας νέας κοπέλας έρχονται στην επιφάνεια όλες εκείνες οι πληγές που παραμένουν ανεπούλωτες στο σώμα του μαρτυρικού νησιού αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την αναλγησία της Ιστορίας όταν περνά αδιάφορη απ’ τη ζωή των ανθρώπων. Όταν στο πέρασμά της συντρίβει τον άνθρωπο και τον προσπερνά αδιάφορη για τον πόνο που του προκάλεσε. Επιχειρεί έτσι να καταγράψει όχι μόνο τα τραγικά ιστορικά γεγονότα αλλά τον συναισθηματικό απόηχο που άφησαν στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων. Τα πάθη που πυροδότησαν όταν καταλάγιασε ο κουρνιαχτός που ξεσήκωσαν. Και τον τρόπο που επιβιώνουν στη μνήμη.
Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια φράση δάνειο από τον Γιώργο Σεφέρη:
«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί».
Επί της ουσίας όμως ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι αυτή η φράση που επιλέγει ο συγγραφέας για να δηλώσει την εξουθένωση της ηρωίδας του είναι η φράση κλειδί για όλο το μυθιστόρημα. Ίσως το έναυσμα για να γραφτεί. Η διαχείριση της προσωπικής και της συλλογικής μνήμης μοιάζει να είναι το ζητούμενο καθώς αυτή καθορίζει την αλήθεια και η αλήθεια που έζησαν οι άνθρωποι τους έχει κυριολεκτικά συνθλίψει. Οι άνθρωποι που αρνούνται να ξεχάσουν έχουν επιζήσει από μια τραυματική εμπειρία. Η μνήμη τούς βοηθάει να επιβιώσουν έως ότου επιστρέψει ο πόνος και ζητήσει τη δικαίωσή του. Μπορεί να περάσουν πολλά χρόνια, μπορεί και όχι. Το βέβαιο είναι ότι η αναπόδραστη πορεία προς τη δικαίωση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι οδυνηρή. Αλλά μέσα στην οδύνη ο άνθρωπος συνεχίζει να ελπίζει ότι θα υπάρξει γιατρειά γι’ αυτό και αρνείται να επιτρέψει στη λήθη τον αφανισμό του.
Άλλωστε, το μέλλον καταφέρνει μονάχα να αλλάξει την αίσθηση του παρελθόντος, ποτέ το ίδιο το παρελθόν και η Χλόη, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου μονάχα αυτό θα καταφέρει να πετύχει στην εξελικτική πορεία της ζωής της. Θα αντιληφθεί ότι οι χαίνουσες πληγές που επί χρόνια εξακολουθούν να αιμορραγούν στον ψυχισμό της δε θα σβήσουν ποτέ. Όσο εξουθενωτικές και αν είναι θα υπάρχουν εκεί εσαεί μόνο που τώρα θα στάζουν απαλά, πάντοτε διαβρωτικά, αλλά ίσως τώρα πια να μη λιμνάζουν εντός της.
Σαράντα τρία χρόνια μετά την εισβολή, όταν όλα, οι συνήθειες οι άνθρωποι, το τοπίο, οι ευαισθησίες έχουν αλλάξει στην Κύπρο η χλόη Αρτεμίου, μια ώριμη γυναίκα που κουβαλά τη φρικωδία επάνω της θα αποφασίσει ότι ο μόνος τρόπος να προχωρήσει αφήνοντας πίσω της τα σημάδια του χρόνου είναι να τα κοιτάξει κατάματα. Φτάνει στην Αθήνα με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, εκεί όπου πιστεύει ότι θα αντιμετωπίσει σε μια τελική αναμέτρηση τους δαίμονές της για να τους αφήσει πίσω της για πάντα. Εκεί όπου ζει τώρα πια ο βιαστής της. Θα ανακαλύψει όμως ότι ο πόνος των κρυμμένων τραυμάτων μόνο καταλαγιάζει. Ποτέ δε σβήνει.
Από το αεροδρόμιο του Ελληνικού η αφήγηση θα μας γυρίσει χρόνια πίσω, στη ματωμένη εκείνη περίοδο της Κύπρου. Με γλαφυρές περιγραφές που, ευτυχώς, ποτέ δεν εκπίπτουν στο μελοδραματισμό, ο συγγραφέας παρουσιάζει αδρά τους ήρωές του. Συχνά ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται κάπου εκεί αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας των όσων εξελίσσονται. Αντιμετωπίζει μαζί με τους ήρωες τα τεκταινόμενα. Παρακολουθεί τη λαίλαπα του πολέμου να κονιορτοποιεί τη ζωή των ηρώων. Βλέπει τους ίδιους τους ήρωες να αποδομούν τη ζωή τους προκειμένου να εκδικηθούν για ό,τι οικείο τους πρόδωσε. Η αγάπη τους να χύνεται κατάσαρκα στα χώματα της πατρογονικής γης καλύπτοντας το αίμα των ηρώων της. Κι ύστερα η απόγνωση να παίρνει τη μορφή ενός παιδιού. Για να το κοιτάνε και να βλέπουν τα λάθη τους. Μια υπενθύμιση της απελπισίας· της ανοχής που προέτρεψε το έγκλημα. Ένα παιδί που δεν έφταιξε σε τίποτα και θα κουβαλά στην ψυχή του τα αίτια και τα αιτιατά μιας τραγωδίας. Μάταια η μητέρα της Χλόης, η Θεοδοσία, θα προσπαθεί μανιωδώς να καθαρίσει τα πάντα ξεπλένοντας τους λεκέδες της ενοχής. Δεν θα το κατορθώσει καθώς έχουν ποτίσει τις συνειδήσεις τους και δε θα φύγουν ποτέ. Θα μένουν εκεί να διαποτίζουν στα βλέμματα την οργή, να φέρνουν στο φως όσα αθέατα συντελέστηκαν τότε. Να δίνουν μορφή στο «άγριο ποτάμι που πέρασε» πάνω από τη ζωή τους και τη λεηλάτησε αφήνοντας στο πέρασμά του μόνο την ερημιά. Αντικρίζοντας την ερημιά αυτή η Χλόη θα αποστερήσει τον εαυτό της από τη μητρότητα και αρνηθεί να προχωρήσει σε ένα μέλλον που ζητάει μόνο τη λήθη. Θα ακινητήσει πάνω από την άβυσσο. Μια άβυσσο που μυρίζει σάπιο λεμόνι και φέρνει τη γεύση του αίματος στα χείλη.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτό ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να νιώσει την αλληγορία να τον συντρίβει. Είναι η Χλόη απλώς μια ακόμα λογοτεχνική ηρωίδα στο πρόσωπο της οποίας σκηνοθετείται μια απλοϊκή ιστορία ή μήπως συμβολίζει την ίδια την Κύπρο στο σώμα της οποίας ασέλγησαν, κατ’ επανάληψη, οι προστάτιδες δυνάμεις; Και αν συμβαίνει αυτό τι ακριβώς συμβολίζει αυτή η τραγική ιστορία της οικογένειας που βρίσκεται μπροστά στην αλωνιστική μηχανή της Ιστορίας; Τα ερωτήματα που αναφύονται είναι πολλά και συντελούν στη γοητεία αυτού του μυθιστορήματος καθώς ο συγγραφέας πυροδοτεί τις εξελίξεις. Συνηθίζει άλλωστε να κρύβει μια πολυεπίπεδη θέαση των γεγονότων καταγράφοντας με ακρίβεια την ιστορική ανθρωπογεωγραφία μιας κοινωνίας μέσα σε έναν φαινομενικά απλό μύθο.
Ένα ακόμα θέμα, ιδιαίτερα σημαντικό, το οποίο πραγματεύεται το μυθιστόρημα είναι η έννοια της πατρίδας. Σε μια συγκλονιστική σκηνή επιστροφής της ηρωίδας στο σπίτι της στα κατεχόμενα διαφαίνεται με σαφήνεια ο τρόπος που Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μοιράζονται μια διχοτομημένη πατρίδα και πώς οι νέες γενιές καλούνται να ζήσουν με το βάρος ενός παρελθόντος που δε γνώρισαν οι ίδιοι.
Γραμμένο με μια εξαιρετική γλωσσική αγωγή και κάνοντας μια ανάλαφρη χρήση της κυπριακής ιδιολέκτου που δεν κουράζει τον αναγνώστη, συντείνει όμως στη δημιουργία της κυπριακής ατμόσφαιρας, το βιβλίο αυτό είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα για την πορεία της Κύπρου στη σύγχρονη εποχή με βαθιές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Σίγουρα ένα συγκλονιστικό, αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα για όλους όσοι τολμούν να σταθούν μπροστά στην Ιστορία και να την κοιτάξουν κατάματα ανακαλύπτοντας εντός της τις ευθύνες τους.» Τέσυ Μπάιλα, literature.gr

«Κυκλοφόρησε πριν από μερικές βδομάδες (Νοέμβριος 2020) από τις εκδόσεις Καστανιώτης, στην Αθήνα, το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου “Τρεις σκάλες Ιστορία”. Πρόκειται για το τρίτο μυθιστόρημα του γνωστού Κύπριου δημοσιογράφου (γενν. 1963). Αυτή τη φορά ο Χριστοδούλου επιλέγει καθαρά “κυπριακό” θέμα, μάλιστα για μια από τις πιο λεπτές και συγκλονιστικές πτυχές του δράματος και των πληγών που άφησε πίσω της η τουρκική εισβολή του 1974: το κεφάλαιο των βιασμών ανυπεράσπιστων κοριτσιών και γυναικών από τον τουρκικό στρατό.
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος Χλόη Αρτεμίου βρίσκεται στη Λάπηθο τις μέρες της τουρκικής εισβολής, μαζί με τη μητέρα της, και εκεί τις βρίσκει η είσοδος του τουρκικού στρατού στη μεγάλη και όμορφη κωμόπολη της επαρχίας Κερύνειας, στις 6 Αυγούστου 1974. Πέφτει θύμα απανωτών βιασμών από έναν υπαξιωματικό του τουρκικού στρατού και έχει παράλληλα να αντιμετωπίσει την επιλογή της απόλυτης σιωπής από τη μητέρα της, που παραμένει απαθής και ανήμπορη θεατής, πνιγμένη στα συζυγικά της προβλήματα. Καταφέρνουν μετά από μερικές βδομάδες να περάσουν στις ελεύθερες περιοχές και η κοπέλα αποφασίζει να μην αποβάλει και να παραδώσει το βρέφος για υιοθεσία σε μία Αγγλίδα γειτόνισσά τους στη Λάπηθο. Στο κύριο μέρος του μυθιστορήματος παρακολουθούμε την ηρωίδα να παλεύει με τις μνήμες, τις ενοχές και τα τραύματά της, στην Κύπρο των πρώτων σαράντα – σαραντατριών χρόνων μετά την εισβολή του 1974. Ο Χριστοδούλου σε δεύτερο πλάνο παρουσιάζει μιαν Κύπρο να αλλάζει, να “εξελίσσεται”, να απομακρύνεται χρονικά από το έτος – τομή, την πολιτική ιστορία να τρέχει, την ίδια ώρα που τα τραγικά θύματα της εισβολής παραμένουν χαρακωμένα και εγκλωβισμένα να παλεύουν με τις μνήμες τους: τις φυλακές τους…
Ξεχωρίζω σε αυτή την πρώτη πρόχειρη παρουσίαση ορισμένες εξαιρετικές περσόνες αλλά και πολλές συγκλονιστικές περιγραφές, ειδικά από την επίσκεψη της Χλόης ή μιας άλλης βιασθείσας του 1974, της Αθηνούλας Βαγορή, για πρώτη φορά, μετά το 1974, στα σπίτια τους στην κατεχόμενη σήμερα Κύπρο, ή στο ξενοδοχείο Μάρε Μόντε, στην ακτή της πρώτης απόβασης, ή στο νεκροταφείο της Αηρκώτισσας, στη Λάπηθο. Το “τέλος” γράφεται άδοξα αλλά απολύτως ανθρώπινα: το 2017 η Χλόη επιχειρεί το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, εντοπίζει και συναντά τον βιαστή της που της κατέστρεψε τη ζωή, τον κοιτάζει κατάματα αλλά δεν του αποκαλύπτεται… Όπως πολλοί από τους μάρτυρες του 1974, θα παραμείνει σιωπηλή. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσετε». Πέτρος Παπαπολυβίου, papapolyviou.com

“…Μια γυναίκα χαμένη, στην αίθουσα αφίξεων του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Στριμωγμένη στο κενό που δημιουργεί η ραγισματιά του χρόνου (…) Ήταν Δεκαπενταύγουστος του 2017 και η Χλόη Αρτεμίου ένα εικοσιτετράωρο πριν είχε κλείσει τα εξήντα ένα της χρόνια. Μια διαλυμένη γυναίκα που στεκόταν αναποφάσιστη στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου της Αθήνας, γνωρίζοντας πως ένα βήμα της θα σηματοδοτούσε την προσωπική της ενηλικίωση. Τη λύτρωσή της. Γιατί επιτέλους θα δραπέτευε από κείνο το δεκαοχτάχρονο κορίτσι που τρεφόταν ακόμα από το μαράζι. Έσκυψε και ανασήκωσε τη μικρή βαλίτσα από το πάτωμα…”
“Τρεις σκάλες ιστορία”. Σε ενα πανέμορφο κομμάτι γης στη Λάπηθο, τριγυρισμένο από τις μυρωδιές των λεμονανθών, το γαλάζιο της θάλασσας, τον ήχο του Κεφαλόβρυσου, στο εξοχικό της οικογένειας Αρτεμίου, ζει το καλοκαίρι του 1974 η δεκαοχτάχρονη Χλόη με τη μητέρα της Θεοδοσία, Ελλαδίτισσα από τον Πύργο Ηλείας και τον πατέρα της Σωτήρη, αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς.
“Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονά”. Ο σεφερικός στίχος διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο. Αυτή τη μνήμη θέλει η δεκαοχτάχρονη τότε Χλόη Αρτεμίου να σβήσει, σαραντατρία χρόνια μετά, δοκιμάζοντας να συναντήσει τον βιαστή της στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα όμως διστάζει, ακόμα δεν είναι έτοιμη. Στέκεται δίβουλη στην αίθουσα τράνζιτ του αεροδρομίου Αθηνών. Να αποτολμήσει την αναχώρηση, να πάει να συναντήσει τους εφιάλτες της με την ελπίδα να τους ξορκίσει ή να γυρίσει πίσω, να βυθιστεί και πάλι στο μαύρο πηγάδι των αναμνήσεων;
Η επιφύλαξη με την οποία άρχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου (“πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε”, σκεφτόμουν, καθώς έχουμε διαβάσει τόσα και τόσα για την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας) μετατράπηκε από την πρώτη κιόλας σελίδα σε ενδιαφέρον και περιέργεια για τη συνέχεια. Δεκαετίες έχουν περάσει, η Ιστορία προχωρεί, ο κόσμος αλλάζει, το παρελθόν δεν ξανάρχεται κι όμως υπάρχουν ακόμη πληγές που αιμορραγούν, σαρανταέξι σχεδόν χρόνια μετά. Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, παρ’ όλο που τα ιστορικά γεγονότα το διατρέχουν από την αρχή ως το τέλος. Είναι περισσότερο το ψυχολογικό δράμα που βιώνουν οι ήρωες του έργου και προπάντων η κεντρική ηρωίδα, η Χλόη. Έχοντας υποστεί επανειλημμένα βιασμό από έναν νεαρό Τούρκο εισβολέα, μένει έγκυος και παρ’ όλες τις προτροπές αρνείται να κάνει έκτρωση. Γεννά το παιδί, το δίνει για υιοθεσία, αλλά το δράμα που έζησε δεν την εγκαταλείπει. Αυτή την πληγή θέλει να επουλώσει, τους δαίμονες που την κυνηγούν μια ζωή θέλει να ξορκίσει. Θα τα καταφέρει άραγε;
Με φορείς δεκάδες μυθιστορηματικά πρόσωπα παρακολουθούμε τα ιστορικά γεγονότα και πώς αυτά επέδρασαν στη ζωή τους. Τα παρακολουθούμε όχι σαν ψυχρή, ιστορική καταγραφή, αλλά μέσα από τις επιπτώσεις στη ζωή τους. Μαζί με τους ήρωες τριγυρνούμε στους δρόμους της Λευκωσίας, από την οδό Κλήμεντος, όπου βρίσκεται το σπίτι της οικογένειας Αρτεμίου, στην οδό Λήδρας, στη λεωφόρο Στασίνου, στην Ακτή του Κυβερνήτη, στα κατεχόμενα μέρη όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, στην Κωνσταντινούπολη όπου η Χλόη αναζητά τη λύτρωση από τους εφιάλτες της.
Η περιγραφή, η αφήγηση, οι διάλογοι, εναλλάσσονται με την ψυχολογική εμβάθυνση. Στην ομορφιά του τοπίου παρεμβάλλονται αναμνήσεις της εισβολής και σκέψεις για το πώς ο αδυσώπητος χρόνος επιδρά αλλοιώνοντας έννοιες που μας φαίνονταν μόνιμες και σταθερές. Τι είναι τελικά η πατρίδα; Για τους πρόσφυγες, τους ξεριζωμένους, πατρίδα είναι τα χωριά και τα σπίτια τους στα οποία γεννήθηκαν, μεγάλωσαν διατηρούν άσβηστη την ανάμνησή τους. Τι γίνεται όμως όταν στα ίδια σπίτια, στα ίδια χωριά, κάποιες άλλες αναμνήσεις έχουν πια δημιουργηθεί; Έντεχνα, υποδόρια, ο συγγραφέας μας υποβάλλει τον προβληματισμό.
Οι σκόρπιες τουρκικές λέξεις και η σποραδική χρήση της κυπριακής διαλέκτου (που ερμηνεύονται σε “Γλωσσάρι” στο τέλος) συμβάλλουν στη δημιουργία πιο ρεαλιστικής ατμόσφαιρας. Που δεν παύει να δονείται από μια ποιητική αύρα καθώς πλήθος στίχοι ενσπείρονται και ενσωματώνονται στο κείμενο.
Ο Σταύρος Χριστοδούλου τολμά να αναμετρηθεί με ένα θέμα που πολύ λίγο έχει θιγεί στην ιστορική ή λογοτεχνική αποτύπωσή του. Ένα επιμέρους θέμα που το εντάσσει στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, το πραξικόπημα, την εισβολή, τα ατομικά και συλλογικά δράματα, τον προβληματισμό.
“Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί”. Έτσι τελειώνει το βιβλίο. Λογοτεχνία, όπως αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα, ίσως συμβάλλει στο να πονά κάπως λιγότερο.» Κίκα Ολυμπίου, anagnostria.blogspot.com

«Το βιβλίο «Τρεις σκάλες ιστορία», του Σταύρου Χριστοδούλου, με εμπότισε με το αναγκαίο υπόστρωμα λύπης. Εννοώ την ανάγκη, την υποχρέωσή μας απέναντι στην ιστορία μας, να έχουμε συνεχώς και αδιάλειπτα μέσα μας αυτό το αίσθημα της αθεράπευτης πληγής. Μιας πληγής που όσο κι αν περάσουν τα έτη, οι δεκαετίες, όσο και αν δέσει από τον χρόνο, πάντα γνωρίζουμε πως είναι εκεί και πως με το πρώτο άγγιγμα, με το πρώτο φως της μέρας αναγνωρίζουμε ξανά την παρουσία του. Στο σώμα και στην ψυχή μας. Στο σώμα και στην ψυχή αυτού που ονομάζουμε Πατρίδα. Και εγώ που διατείνομαι συχνά πως Πατρίδα κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου πρέπει να είναι το μέλλον, το μέλλον ως χώρος γεωγραφικός, σκέφτομαι ταυτόχρονα πως το μέλλον ποτέ δεν είναι ανεξάρτητο από το παρελθόν. Στο βιβλίο «Τρεις σκάλες ιστορία» του Σταύρου Χριστοδούλου καταγράφεται επακριβώς αυτό που λέω. Πιο σωστά, εγγράφεται αυτό ακριβώς που κάθε Κύπριος νιώθει πάνω στο πετσί του.
Δεν είμαι ειδικός στην ανάλυση βιβλίων, ούτε ανήκω σε εκείνους που μπορούν να γράψουν μια θεμελιωμένη κριτική. Δικός μου στόχος είναι να πω πόσο αξίζει να διεξέλθει κανείς αυτό το έργο. Έργο ενός Κύπριου δημιουργού με δυνατότητες στη γραφή τέτοιες που τον καθιστούν έναν από τους λίγους μαστόρους του λόγου. Οι «Τρεις σκάλες ιστορία» είναι μια καταγραφή των βασάνων μιας νέας γυναίκας του τόπου μας, μέσα από τα οποία περνά σχεδόν όλος ο πόνος της Κύπρου όπως μας σημάδεψε όλους από το 1974 ώς τα σήμερα.
Δεν θέλω απλώς να διαβάσετε αυτό το έργο. Θέλω να το διαβάσουν οι νέοι της Κύπρου. Θέλω να το διαβάσουν τα παιδιά μας. Θέλω αυτή η λύπη στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή να αποτελεί συνεχές εφαλτήριο, συνεχές αγγελτήριο των υποχρεώσεών μας απέναντι στο μέλλον και στο παρελθόν μας.
Το βιβλίο πραγματεύεται την ιστορία του βιασμού μιας δεκαοκτάχρονης από έναν Τούρκο στρατιώτη το καλοκαίρι του 1974. Δεν είναι, όμως, ακριβώς αυτό. Είναι η ανάγκη όπως η μνήμη αγγίζει και θωπεύει, αν μπορώ να το πω έτσι, όλα τα κακά που μας βρήκαν.
Προσωπικά, ευχαριστώ τον Σταύρο Χριστοδούλου γιατί μου έδωσε τη δυνατότητα να αγγίξω ξανά και με νέο τρόπο, με νέα ματιά, ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας μας.» Τάκης Χατζηγεωργίου, Φιλελεύθερος

«Τον Σταυρο Χριστοδούλου τον παρακουλουθώ από το πρώτο του βιβλίο το Hotel National. Είναι ένας συγγραφέας που δεν διστάζει να δοκιμαστεί σε διαφορετικού τύπου φόρμες και θεματολογία και τούτο το θεωρώ προσόν για έναν λογοτέχνη. Στο πρόσφατο βιβλίο του που κυκλοφόρησε απο τις εκδόσεις Καστανιώτη, καταπιάνεται με το δράμα της ιδιαίτερης πατρίδας του της Κύπρου και του Κυπριακού λαού, μέσα από το μοίρα μιας έφηβης κοπέλας της Χλόης. Δε θα πω παρά ελάχιστα για την ιστορία, όσα πρέπει για να δελεάσω τους αναγνώστες να διαβάσουν το βιβλίο
Η Χλόη ήταν δεκαοχτώ ετών, με όνειρα και προσδοκίες και όση ανεμελιά της επέτρεπε να έχει η άσχημη σχέση των γονιών της και η μίζερη ιδιοσυγκρασία της μητέρας της. Πάνω στον ανθό της την βρήκε η προδοσία και η εισβολή. Βιάζεται κατ εξακολούθηση από έναν νεαρό κατακτητή και ενιλικιώνεται μέ τον πιο βάναυσο τρόπο αφού καταλαβαίνει πως κάτι αλλάζει μέσα της. Είναι έγκυος. Αποφασίζει να γεννήσει το παιδί, σαν ένα τρόπο κάθαρσης και απαλλαγής, αφού όπως λέει αν δεν το γεννούσε θα το έφερνε εσαεί στο κεφάλι της.
Μαζί με την ιστορία εκείνης της εποχής- ΕΟΚΑ Β, Μακάριος, χούντα, διαμελισμός της Κύπρου- παρακολουθούμε και την προσωπική της ιστορία. Δίνει το παιδί για υιοθεσία και πασχίζει να ζήσει με την πληγή ανεπούλωτη. Εντυπωσιάζει ο τρόπος που ο συγγραφέας αφηγείται το συναισθηματικό της στέγνωμα και τη ζωή της που μοιάζει εφεξής σαν μια ίσια πορεία χωρίς κανένα πάθος και χωρίς κάθαρση στο τέλος, παρότι ενήλικη πια αποφασίζει να συναντηθεί με τον βιαστή της…
Ένα βιβλίο που ενώ ιστορεί γεγονότα δραματικά λείπει ο λυρισμός και ο μελοδραματισμός. Ο συγγραφέας αν και Κύπριος καταφέρνει να κρατήσει απόσταση από την οδύνη και να αφηγηθεί ιστορικά στοιχεία τα οποία δεν καταγράφει η επισήμως διδαχθείσα ιστορία». Ελένη Πριοβόλου

«Η κυπριακή τραγωδία, με αποκορύφωμα την εισβολή των Τούρκων στις 20 Ιουλίου, είναι βασικό θέμα στα βιβλία πολλών Ελλήνων συγγραφέων (π.χ. του Βασίλη Γκουρογιάννη στο Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή, Μεταίχμιο, 2009), αλλά –όπως είναι φυσικό– και πολλών Κύπριων λογοτεχνών: Κυριάκος Μαργαρίτης Ρέκβιεμ για τους απόντες (Ψυχογιός, 2009), Αγγελική Σμυρλή Η διάψευση (Κέδρος, 2011), Κωνσταντία Σωτηρίου με τρία έργα, όπως Η Αϊσέ πάει διακοπές (Πατάκης, 2015), Φωνές από χώμα (Πατάκης, 2017) και Πικρία χώρα (Πατάκης, 2019), για να αναφερθώ μόνο στα έργα των τελευταίων χρόνων. Σ’ αυτό το πλαίσιο ανήκουν και οι Δεκαοκτώ αφηγήσεις σε επιμέλεια Νίκης Μαραγκού (Το Ροδακιό, 2012).
Ο Σταύρος Χριστοδούλου εστιάζει στους βιασμούς των Τούρκων εισβολέων σε νεαρές Ελληνοκύπριες. Η πρωταγωνίστρια Χλόη Αρτεμίου ήταν τότε 18 ετών και μεγάλωσε σε ένα σπίτι με τον εθνικόφρονα αλλά αδιάφορο ως πατέρα Σώτο και την παραιτημένη μητέρα Θεοδοσία. Εκείνες τις μέρες βρέθηκαν στο εξοχικό τους στη Λάπηθο, όταν ο Αττίλας ακρωτηριάσε την Κύπρο και λάβωσε επανειλημμένα τη μήτρα αλλά και την ψυχή της Χλόης. Ο σπόρος του φύτρωσε κι εκείνη από αντίδραση άφησε να γεννηθεί ένα αγόρι, το οποίο γρήγορα έδωσε για υιοθεσία στην καλύτερή της φίλη και συμπαραστάτριά της Κέιτ, που το πήρε κι έφυγε για την πατρίδα της την Αγγλία.
Παρόλο που ο αναγνώστης βλέπει σε πολλά σημεία του έργου να εισβάλει το μελό, κυρίαρχο στοιχείο είναι η προσωπική τραγωδία συνυφασμένη με την εθνική. Η κόντρα του Μακάριου και της ΕΟΚΑ Β΄, η εισβολή, η de facto διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, οι νεκροί, οι αγνοούμενοι και οι ξεσπιτωμένοι, η μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων στα σπίτια τους και η μετεγκατάσταση των «κουβαλητών» εποίκων από την Τουρκία, το μετέπειτα άνοιγμα πυλών στην «πράσινη γραμμή» και η δυνατότητα επίσκεψης στα Κατεχόμενα, το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν κλπ., όλα αυτά δένουν αρμονικά με τη μυθιστορηματική αφήγηση και σαν ιστορικό φόντο σκηνογραφούν τις εξελίξεις. Σ’ αυτές κυριαρχεί το δράμα της πρωταγωνίστριας, που δεν βρίσκει συμπαράσταση σε μια διαλυμένη οικογένεια, που καταπίνει τον πόνο της, ενώ όλοι μιλούν, που φεύγει για να ξεχάσει, που ξαναγυρίζει στη Λάπηθο, που συναντά μεγάλο πια τον γιο της Παύλο (Πολ), που πρέπει να ξεχάσει και να μην ξεχάσει…
Το μυθιστόρημα ξεκινά με την εξηντάχρονη πλέον Χλόη να πετά προς την Κωνσταντινούπολη. Και οι τελευταίες σελίδες σε έναν αναμενόμενο κύκλο τη φέρνουν απέναντι στον βιαστή της και πατέρα του παιδιού της Αχμέτ Ντογάν. Κι έτσι δύο «γιατί;» αιωρούνται γύρω από δυο παράλογες επιλογές της ηρωίδας: αφενός, γιατί άφησε το παιδί να γεννηθεί, ενώ όλοι συμφωνούσαν ότι οι βιασμοί δεν έπρεπε να οδηγήσουν σε παιδιά-τουρκόσπορα; Κι αφετέρου, γιατί ήθελε να ξαναδεί τον βιαστή της, ξεβάθοντας τα συντρίμμια της ψυχής της, που στην ουσία ποτέ δεν είχαν θαφτεί βαθιά;
Οι απαντήσεις δεν έρχονται λογικά. Έρχονται μέσα από τη σύνολη αφήγηση, τα μισόλογα και τις σιωπές, το κλίμα της κυπριακής τραγωδίας που είναι συνεχώς παρούσα και συχνά πυορροεί. Οι απαντήσεις έρχονται στον αναγνώστη, αν τελικά έλθουν, μέσω των συναισθημάτων που του γεννιούνται, μέσω της συμ/πάθειας και της ταύτισης (όσο αυτό γίνεται) με τη νεαρή Κυπρία που συμπορεύεται με την πατρίδα της στη μετατραυματική πορεία της. Ο Σταύρος Χριστοδούλου καταφέρνει να ζωντανέψει έναν ψυχισμό, που μέσα στο ατομικό του περίβλημα αντανακλά συνεκδοχικά ένα συλλογικό τραύμα. Κι αυτό το πετυχαίνει όχι τόσο με την αφήγηση της ζωής της Χλόης ή της ιστορίας της Μεγαλονήσου, αλλά με την προβολή των υπόγειεων νερών που ακούγονται συνεχώς να παφλάζουν και ποτέ να μην εκβάλλουν σαν πίδακας ή καταρράκτης. Η υποβολή, χωρίς να χάνεται η καθαρότητα της αφήγησης, είναι αυτό που τελικά καταξιώνει το βιβλίο.» Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, Book Press

«Η μυθιστορηματική γραφή του Σταύρου Χριστοδούλου δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Η απονομή στο δεύτερο βιβλίο του «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός»(2018) τόσο του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος όσο και του Βραβείου Λογοτεχνίας της Ε.Ε. ήταν το ευοίωνο επακόλουθο του «HotelNational»(2016), του πρώτου συγγραφικού του εγχειρήματος. Και ιδού που το πρόσφατο τρίτο μυθιστόρημα καταδεικνύει, εντός μιας συναπτής τετραετούς εκδοτικής δραστηριότητας, τη συστηματική ενασχόλησή του με το απαιτητικό αυτό είδος μακρόπνοης συνθετικής δομής και υψηλών λογοτεχνικών αξιώσεων. Η συγκομιδή αποφέρει ακόμη ωριμότερους καρπούς, φτάνοντας σε κορυφώσεις ευρηματικής πλοκής, πολυπρισματικής αφηγηματικής τεχνικής και επικοινωνιακής αμεσότητας μέσα από εναλλασσόμενα σκηνικά δρώμενα κινηματογραφικής ροής και τους υποβλητικούς ρυθμούς της ρέουσας γλωσσικής καλλιέπειας με όρους αισθητικής ποιητικής. Μεταφορικός επομένως ο τίτλος της ανάβασής του στις άλλες «τρεις σκάλες ιστορία», που καταγράφει η δημιουργική ανοδική του πορεία.
Αν η πολυθεματική μυθοπλασία των προηγούμενων έργων εξελίσσεται εκτός Κύπρου, στο Βουκουρέστι, τη Βουδαπέστη και την Αθήνα, παραπέμποντας σε παλαιότερες καμπές και νεότερες μεταιχμιακές περιόδους κρίσιμων πολιτικοκοινωνικών γεγονότων ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους, τα δραματικά επεισόδια του παρόντος μυθιστορήματος συναρθρώνουν συνεκδοχικά τη σπαρακτική οιμωγή της κυπριακής τραγωδίας του 1974. Με την κεντρική ηρωίδα, που εξακολουθεί επωδύνως να βιώνει το ανεπούλωτο τραύμα του αλλεπάλληλου βιασμού της από Τούρκο στρατιώτη, ενσαρκώνοντας επίσης κατά συνεκδοχή τα διαιωνιζόμενα δεινά της τουρκικής εισβολής στον τόπο της προδοσίας, του μαρτυρίου και του θανάτου.
Είναι για τούτο που ο Χριστοδούλου επανέρχεται μετά μισό σχεδόν αιώνα στις αποφράδες εκείνες μέρες του μαύρου καλοκαιριού. Μια επίπονη επάνοδος σε επάλληλους κύκλους πειστικής εξιστόρησης αληθοφανών βιωματικών εμπειριών, χωρίς την πλατυάζουσα επιβράδυνση παρεκβατικών ιστορισμών και δίχως φαντασιακούς ακροβατισμούς εντυπωσιοθηρίας. Τα σύνεργα αντιθέτως της ευφάνταστης ασκημένης γραφίδας εστιάζονται σε οιονεί αδιάψευστα συμβάντα και ανέκκλητες ζωντανές μαρτυρίες, κατορθώνοντας να φωτίσουν κάτω από την οπτική της ιστορικής αλήθειας και τη διαφάνεια της αντικειμενικής απομυθοποίησης το σκοτάδι της ένοχης σιωπής σε καιρούς αμνησίας και το υποσυνείδητο σιωπητήριο της λήθης σε δρόμους διαφυγής αλλά και λυτρωτικής αναζήτησης. Είναι εκεί, σύμφωνα με την αποφθεγματική αποτύπωση του συγγραφέως στο οπισθόφυλλο, «όπου η μνήμη αλέθεται ανάμεσα στις μυλόπετρες του χρέους και του χρόνου». Και ως ακροτελεύτια συγκεφαλαίωση της κύριας εδώ ιστορίας και της συνύφανσής της με τις επί μέρους ιστορίες των ανθρώπων, των ατελέσφορων έργων, των πληγωμένων αισθημάτων και των αδιέξοδων ημερών τους, όπως εμφαίνουν οι αιμάσσουσες σελίδες της Νεώτερης Κυπριακής Ιστορίας, «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί», καθ’ υπόμνηση εξομολογητική του Σεφέρη και συνειρμική αναγωγή στον Αισχύλειο «μνησιπήμονα πόνο». Είναι και το τελευταίο παράθεμα στα «ποιητικά δάνεια», που επιτάσσεται του βιβλίου και που συντμήσεις είτε εμβληματικές τους φράσεις διανθίζουν τα έντιτλα κεφάλαιά του.
Η ανακύκληση της μνήμης λοιπόν με τους τρεις χωροχρονικούς άξονες στην περιδίνηση της πολυπρόσωπης αφηγηματικής δράσης από τα χρόνια των παραθερισμών και των ερωτικών ονείρων στη Λάπηθο πριν το ’74 έως τις ημέρες του εγκληματικού πραξικοπήματος και της εισβολής του Αττίλα, τον ξεριζωμό, τον εγκλωβισμό και τον βιασμό των ψυχών και των σωμάτων, μέχρι τις μετέπειτα εποχές στη Λευκωσία των φιλικών συναντήσεων, των επαγγελματικών δραστηριοποιήσεων και των ταξιδιωτικών περιηγήσεων. Προπάντων μιας οδυνηρής οδοιπορίας από την κατεχόμενη πατρογονική γη των άγριων βιασμών, των βαρβαρικών σφαγιασμών και των ιεροσυλημένων κοιμητηρίων μέχρι την Κωνσταντινούπολη της διαμονής του βιαστή για τη διαχείριση επί τον τύπον των ήλων ενός ανεπανόρθωτα θρυμματισμένου εσωτερικού κόσμου με ανεξιλέωτες κακοφορμισμένες πληγές.
Αν ο Βενέζης περιγράφει σε μιαν από τις τελευταίες σελίδες της «Γαλήνης» τον βιασμό στην προσφυγιά της νεαρής Μικρασιάτισσας με θανάσιμα εκδικητικό τρόπο και την τιμωρία του δράστη, δεν παύει να αποτελεί, έστω ως σημείο αιχμής, ένα μεμονωμένο ειδεχθές στιγμιότυπο. Ενώ στον Χριστοδούλου το θέμα του βιασμού στον εγκλωβισμό θυγατέρων κάτω από τα διαφορετικά μάτια των μητέρων τους από το προλογικό έως το επιλογικό κεφάλαιο, με τη συχνή επαναφορά τής ωμά ρεαλιστικής περιγραφής του και των ανακλαστικών επιπτώσεων στις αντιδράσεις των θυμάτων καταλαμβάνει την έκταση του μυθιστορηματικού χώρου και την ένταση τού απείρως πολλαπλασιασμένου ψυχολογικού χρόνου. Ο βιασμός και οι ανυπέρβατες εφιαλτικές του συνέπειες. Προσφυείς παραλληλισμοί αλλά και ανάστροφοι αντικατοπτρισμοί εντοπίζονται εξάλλου σε δύο διηγήματα του Πάνου Ιωαννίδη. Καθώς ο Χριστόφορος αναιρεί τους όρκους αγάπης στη Χλόη μετά τον βιασμό της, στην «Αθέατη όψη» οι πρόσφυγες παρότι μετατρέπουν τις ξερολιθιές σε γόνιμη γη, αδυνατούν να εκριζώσουν από τις ψυχές τους την προκατάληψη απέναντι στις γυναίκες, τις μανάδες και τις κόρες τους που βιάστηκαν από τους εισβολείς. Ενώ στις «Στολές» είναι Τουρκοκύπρια που βιάζεται από Τούρκο στρατιώτη, αλλά σε αντίθεση με την εγκλωβισμένη Χλόη καταφέρνει μέσα από παρενδυσία μεταμφίεσης να διαφύγει με τον αγαπημένο της Ελληνοκύπριο εθνοφρουρό.
Ωστόσο, το πολυεδρικό μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου αποκωδικοποιεί πλειάδα αλληγορικών συνειρμών και ονοματολογικών συμβολισμών. Κατ’ αρχήν, τη μετωνυμία του βιασμού, παραπέμποντας στον «βιασμό της Αφροδίτης» του Πάντζη, απηχεί η τουρκική εισβολή σε «τρεις σκάλες γης», που την οργώνει η ιστορία της οργής για τη χαμένη αθωότητα και την τουρκοπατημένη μικρή μας πατρίδα. Με την άλλη μητέρα Θεοδοσία-Μήδεια να θυσιάζει στον βωμό της συζυγικής εκδίκησης την κόρη της, η οποία την αντεκδικείται στη σκληρότερη εκδοχή της τραγωδίας. Και άλλα πολλά σε πολλαπλά επίπεδα ανατομικής διείσδυσης και αναγνωστικής μέθεξης.» Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή, Φιλελεύθερος

Βίντεο

Απόσπασμα