Μαύρο φλαμίνγκο

Συγγραφέας: Σταύρος Χριστοδούλου

ISBN: 978-960-03-7161-1

Σκληρό εξώφυλλο

Σελ. 400
Ημ. Κυκλοφορίας: 11 Οκτωβρίου 2023
Εκδόσεις: Καστανιώτη

Category: Product ID: 2107

Description

Η αυγή της δεκαετίας του ’90 βρίσκει την οικογένεια Πεχλιβανίδη, όπως εκατομμύρια κατοίκους της Γεωργίας, μετέωρη πάνω από τα συντρίμμια που προκάλεσε η εκκωφαντική κατάρρευση του παλιού καθεστώτος. Κι όταν, πολύ γρήγορα, νιώθουν ηττημένοι στη μάχη της επιβίωσης, παίρνουν τον δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς, αναζητώντας καταφύγιο σε μια ουσιαστικά άγνωστη πατρίδα.

Το βιβλίο ακολουθεί τις πατημασιές του Λεβάν, του γιου της οικογένειας, καθώς μεγαλώνει στις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Προσπαθώντας να αποτινάξει τη ρετσινιά του «Ρωσοπόντιου», καταλήγει στη Σχολή Πυγμαχίας του Ερμή Σαραντάκου, τη σκοτεινή μήτρα που θα του χαρίσει μια δεύτερη ζωή. Σε αυτό το άντρο του φόβου θα αναζητήσει τη νέα του ταυτότητα και θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα πιο βίαια ένστικτά του.

Τι σπρώχνει ένα αποσυνάγωγο παιδί στη σκοτεινιά του μίσους, κάτω από τη σκιά μιας τοξικής ιδεολογίας που γεννά τη βία;

Σε αυτό το ερώτημα πασχίζει να απαντήσει το Μαύρο φλαμίνγκο. Ένα βιβλίο για τα ματαιωμένα όνειρα και τις υποθηκευμένες ζωές.

Κριτικές

” Ο Λεβάν είναι γιος μιας οικογένειας Ρωσοπόντιων που αναγκάστηκαν, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις νέες οικονομικές συνθήκες, να έρθουν στην Ελλάδα για μια νέα αρχή. Φορτωμένοι μνήμες και νοσταλγία, οι γονείς του αφοσιώνονται στη δουλειά, αποξενώνονται κι ο Λεβάν μεγαλώνει στις φτωχογειτονιές της Αθήνας προσπαθώντας να γλυτώσει από τις φραστικές επιθέσεις των συμμαθητών του. Όταν γίνεται μέλος μιας Σχολής Πυγμαχίας έρχεται αντιμέτωπος με μια νέα πραγματικότητα, ικανή να ξυπνήσει ακόμη και τα πιο βίαια ένστικτά του.

Ο Σταύρος Χριστοδούλου έγραψε ένα δυνατό κείμενο γύρω από τις δύσκολες περιστάσεις που ανάγκασαν χιλιάδες οικογένειες να ακολουθήσουν τον δρόμο της προσφυγιάς και ταυτόχρονα στηλιτεύει τον εθνικισμό και τον ρατσισμό μέσα από μια σειρά γεγονότων που βιώνει ένας γιος προσφύγων, ένα παιδί σχεδόν παρατημένο στην τύχη του, φορτωμένο μίσος και οργή για τη νέα του πατρίδα. Μέσα από διαρκή πρωθύστερα, γνωρίζουμε καλύτερα τα μέλη της οικογένειάς του, το παρελθόν τους, τα βιώματά τους, τους δεσμούς μεταξύ τους, την καθημερινότητα στη Γεωργία πριν και μετά το 1992, τις συνθήκες που τους οδηγούν να πάρουν σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή τους και τις συνέπειες της προσφυγιάς τους. Σε αυτόν τον αγώνα επιβίωσης προστίθεται και ο έφηβος Λεβάν που παλεύει να γίνει κάτι, να ενταχθεί κάπου, σε μια εποχή και σε μια χώρα με ολοένα αυξανόμενο ρατσισμό και ξενοφοβία. Άφθαστος ρεαλισμός, ποικίλοι χαρακτήρες, καλομελετημένα ψυχογραφήματα, σωστή και προσεκτική πλοκή με αλληλένδετες εξελίξεις, μια διαφορετική ματιά στην Αθήνα της φτώχειας, της ανέχειας και του ανερχόμενου εθνικισμού είναι στοιχεία που με κράτησαν ως το τέλος και με γέμισαν προβληματισμό και αντικρουόμενα συναισθήματα.

Μέσα από την ιστορία του Λέοντα και της Ανατολής Πεχλιβανίδη που εγκατέλειψαν την Τσάλκα κι έφτασαν στο Ρουστάβι το 1957 παρακολουθούμε τους αγώνες τους για ένα καλύτερο αύριο, τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο τους που σπαταλιέται σε συγκεκριμένα μέρη (Σπίτι της Κουλτούρας) και με συγκεκριμένες δραστηριότητες, καθώς και την καθημερινότητά τους στη νεόδμητη χρουστσόφσκα, όπως ονομάζονταν οι πολυκατοικίες που στεγάζανε εργάτες από τις Δημοκρατίες της ευρύτερης σοβιετικής πατρίδας. Άλλωστε και το Ρουστάβι είναι μια πόλη που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1940 ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό, να κατοικηθεί από εργάτες που θα δουλεύουν στο Εργοστάσιο Μεταλλουργίας και στο Χημικό αλλά και σε μικρότερες βιομηχανίες. «Αυτή η πόλη μάς έχει στραγγίξει και την τελευταία ρανίδα αθωότητας», λέει ένας παλιός δάσκαλος. Παράλληλα ξεδιπλώνεται η ιστορία της Συμέλας και του Ξενοφώντα τη δεκαετία του 1990 που ζουν μια επαναλαμβανόμενη και πληκτική ζωή, χωρίς ελπίδα, με τη Συμέλα και τον αδερφό της να έχουν μεγαλώσει με αυστηρότητα και επιμονή στη μόρφωση από τη μητέρα τους: «-Σ’ αυτή τη χώρα μοναδική περιουσία σας είναι η μόρφωσή σας… Αλλιώς θα σας καταπιεί κι εσάς η φάμπρικα» (σελ. 33). Πλέον η Συμέλα δουλεύει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη κι έχει μείνει η μόνη υπάλληλος, «όχι επειδή ήταν η καλύτερη βιβλιοθηκονόμος ή έστω η πιο τυχερή, αλλά επειδή ήταν η πιο χαμηλόμισθη»!

Στην οδό Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι 7, μέσα σε 32 τετραγωνικά, ζουν έξι ψυχές με ελάχιστα έπιπλα και χωρίς ηλεκτρισμό για μεγάλο διάστημα, τίμημα για την ανεξαρτησία της Γεωργίας έναν χρόνο πριν που την ακολούθησε η διάλυση της ΕΣΣΔ. «Στο εργοστάσιο περίσσευε ο φόβος και η ανασφάλεια. Στο σχολείο τα παιδιά μαράζωναν στις κρύες αίθουσες» (σελ. 22). Μια τραχιά πραγματικότητα είναι αυτή η απρόσμενη αλλαγή στη ζωή των κατοίκων, όλοι τους όμως είναι γερά σκαριά κι έτσι κάνουν πέρα τις κακουχίες και καταπίνουν τον θυμό τους, άλλωστε δεν ανέχονται και δε δέχονται όποιον σιγοντάρει τους Ρώσους, αφού δε θέλουν με τίποτα την αγκαλιά της μαμάς Ρωσίας. «Η σιωπή όμως, σε αυτή την αχανή σοβιετική πατρίδα, που την έλουζε επί δεκαετίες το χλωμό φως της νόρμας και της ακινησίας, ήταν σίγουρα ο πιο ασφαλής τρόπος για να επιβιώσουν οι μυαλωμένοι» (σελ. 40). Ο αδελφός της Συμέλας παίρνει την απόφαση το 1993 να κατέβει στην Ελλάδα με την οικογένειά του και η Συμέλα, μέσα από μια σειρά αναπάντεχων γεγονότων, θα ακολουθήσει το παράδειγμά του, παρά τις αντιρρήσεις του Ξενοφώντα που παραμένει οπισθοδρομικός και καθόλου ρηξικέλευθος, πιστός στη νόρμα και στις αρχές που είχε μάθει να ακολουθεί. Φίλοι και συγγενείς περνάνε από τις σελίδες του μυθιστορήματος ζωντανεύοντας τις διαφορετικές χρονικά περιόδους, βιώνοντας διάφορες περιπέτειες που αντικατοπτρίζουν τις εκάστοτε συνθήκες κι ανάμεσά τους ξεχωρίζω το ιδιαίτερο ζευγάρι Ίνγκα Νίνιτζε και Τέμουρ Γκογκάτζε, που είναι οι καλύτεροι φίλοι της Συμέλας. Οι ζωές τους μπλέκονται μαζί της και χάνονται ξανά και ξανά για διάφορους λόγους, μέχρι που απέκτησαν τη Σόφικο, την οποία η Ίνγκα μεγάλωσε με αυστηρότητα. Δεν έχει χρόνο να χαϊδεύει και να κανακεύει το παιδί της, της μεταφέρει όλες τις ανασφάλειες και τις φοβίες της, τη μιζέρια της, τη μοναξιά της.

Αυτά τα πρόσωπα, φορτωμένα με τις εμπειρίες, τις εικόνες, τις ανασφάλειες και τα άγχη που ξεδιπλώθηκαν στο άτυπο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος φτάνουν τμηματικά στην Ελλάδα του 1994. Οικοδομή, λαχαναγορά του Ρέντη, ένα ξενοδοχείο στην πλατεία Καραϊσκάκη, μια στέγη στη Λένορμαν και στα Πετράλωνα. Τα πρώτα βήματα μιας δύσκολης, σκληρής, ανασφάλιστης και αβέβαιης ζωής, η οποία συνεχίζει να εμπλουτίζεται με παρένθετες ιστορίες που φέρνουν τους ήρωες σε νέα διλήμματα, τους ωθούν σε πράξεις που δεν ήξεραν ότι μπορούν να τις κάνουν, τους χαρίζουν νέους έρωτες, καινούργιες ευκαιρίες, ίσα να σηκώνουν το κεφάλι τους από το νερό στο οποίο βουλιάζει η καθημερινότητά τους. Η πτυχιούχος Συμέλα κάνει δουλειές του ποδαριού, κάτι που γεμίζει ενοχές τον Ξενοφώντα, αφού νιώθει ανίκανος και ανήμπορος να της προσφέρει κάτι καλύτερο και δεν μπορεί να τη βοηθήσει ουσιαστικά. Σκάλες και άπλυτα ρούχα δεν της αξίζουν για μεροκάματο αλλά τι άλλο μπορεί να γίνει αφού δεν υπάρχουν δουλειές; Ακόμη και ως ζευγάρι, παρασύρεται από τη μονοτονία, πλέον δεν έχουν και πολλά να πουν, ο καθένας επιστρέφει σ’ ένα σπίτι τόσο γεμάτο όπου κανείς δε λείπει σε κανέναν! «Κι εκείνη δεν ήταν μια Συμέλα αλλά πολλές, ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής: μάνα και κόρη και σύζυγος -ένας ρευστός εαυτός που χωρούσε με το ζόρι στα συγκοινωνούντα δοχεία που συνέθεταν τη ζωή της» (σελ. 98).

Με πόση τέχνη ο συγγραφέας διαλύει σταδιακά τις ζωές τους! Ο Ξενοφώντας μένει κλεισμένος στο καβούκι του: δουλειά, φαΐ, τηλεόραση, ύπνος, ξανά δουλειά. «Λίγες κουβέντες, μετρημένες, όσο και το μεροκάματο» (σελ. 99). Ακόμη και η καινούργια αρχή είναι συννεφιασμένη: «Ένα αίσθημα παραίτησης που ροκάνιζε τα θεμέλια της σχέσης τους. Η έλλειψη εσωτερικής δύναμης να ξεκινήσουν ξανά από το σημείο μηδέν» (σελ. 105). Και τελικά με τον καιρό: «η ρωγμή ανάμεσά τους είχε βαθύνει τόσο που αποκάλυψε την ένδεια των συναισθημάτων τους» (σελ. 108). Ταυτόχρονα, διάχυτη η υποτίμηση και η περιφρόνηση από τους γύρω τους. Δύσκολη η ζωή: «Το καθετί εδώ έπρεπε να το κερδίσουν. Δεν χαριζόταν τίποτε σε κανέναν» (σελ. 109). Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Αυτή η προσπάθεια επιβίωσης σε μια αφιλόξενη πόλη εξοντώνει τον Ξενοφώντα, αισθάνεται κουρασμένος ή μάλλον οριστικά νικημένος. Καχυποψία, προσβολές, ταπεινώσεις, αγωνιώδης προσπάθεια να νιώσουν λιγότερο ξένοι είναι καταστάσεις που τους φθείρουν. Ομολογώ ότι συγκινήθηκα με τις αναπάντεχες εξελίξεις στη ζωή της Συμέλας, μιας γυναίκας που ωριμάζει μέσα από τις επιλογές της ενώ οι βαθιά ανθρώπινες και απολύτως φυσιολογικές πράξεις της βοηθάνε το κείμενο να μην καταντήσει μελό ή γεμάτο στερεότυπα. Χάρηκα με κάποια γεγονότα, μπήκα όμως σε προβληματισμό όπως κι εκείνη και νομίζω πως οι λύσεις που έδωσε ήταν ό,τι σωστότερο μπορούσε να κάνει. Ο Ξενοφών και η Συμέλα είναι ένα ζευγάρι που τις ιστορίες τους θα τις θυμάμαι για πάντα.

Πώς μεγαλώνει λοιπόν ο έφηβος πια Λεβάν σ’ ένα σπίτι με ησυχία, αδιαφορία, συνεχείς μετακινήσεις για ένα καλύτερο αύριο που δεν έρχεται ποτέ; Μ’ έναν πατέρα που δυναμώνει την τηλεόραση για να μην ακούει, μια μητέρα που πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε δυο δουλειές, ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πρέπει» της; Νιώθει δεμένος σε μια πνιγηρή καθημερινότητα που βυθίζει τη ζωή τους σε μια ατέλειωτη μονοτονία. Θέλει να τον αφήνουν ήσυχο στη μοναξιά του, δεν αντιμιλάει στους συμμαθητές που τον κοροϊδεύουν αποκαλώντας τον «Ρώσο». Αγάπη είναι το μόνο που θυμάται από τη ζωή στη Γεωργία κι ένα διαμέρισμα που φαινόταν μεγάλο κι ας μην ήταν. Τώρα ο Λεβάν «καταπίνει αχόρταγα τα χιλιόμετρα της εφηβείας του», απομακρύνεται από την οικογενειακή φωλιά, ξεκόβει από τη μητρική φροντίδα. Και ο έρωτας; Που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του; Θα καταφέρει να εμποδίσει το ξύπνημα του λέοντα μέσα του; Έχουμε φτάσει πλέον στις αρχές του 2000 και ο Λεβάν, πάλι μέσα από μια σειρά γεγονότων, γίνεται μέλος σε μια σχολή πυγμαχίας που στην πραγματικότητα είναι φυτώριο ακραίου εθνικισμού και πατριωτισμού. Ο ιδιοκτήτης του, Ερμής Σαραντάκος, τον διπλαρώνει και τον χειρίζεται με τέτοιο τρόπο που ο νεαρός μπαίνει για τα καλά σε μια κατάσταση που θα τον φέρει αντιμέτωπο με βαθιά κρυμμένα ένστικτα. Για τον Λεβάν ο Ερμής είναι άντρας με αυτοπεποίθηση και δύναμη, ατρόμητος, το αντίθετο δηλαδή από τον πατέρα του, κι έτσι ενστερνίζεται την ιδεολογία του Ερμή για ξεβρόμισμα της πατρίδας «από τους Εβραίους, τους αναρχικούς, τα κομμούνια, τις αδερφές, τους αράπηδες» που μαγαρίζουν τον τόπο μας. «Η πατρίδα σε μια γροθιά»! Η γνωριμία με τον Λευτέρη και η σταδιακή του ένταξη στο γυμναστήριο τον κάνει επιτέλους να νιώθει συμβατός, ότι ταιριάζει με κάποιους, είναι μέλος μιας παρέας κι όλοι μαζί «αφεντικά εκείνης της χαοτικής πόλης με τα αρχαία θεμέλια» (σελ. 196)! Αργά αλλά σταθερά αρχίζει να παίρνει την κατηφόρα, να αντικρίζει έναν εαυτό κρυφό, με αρρωστημένη έλξη σε πρωτόγονες ορμές, κι αυτό δεν μπορεί να τον κρατήσει μακριά από τον ζόφο! Και το οικογενειακό του υπόβαθρο; Η καταγωγή του; Θα καταφέρουν αυτά να τον σώσουν εγκαίρως ή θα υπαναχωρήσουν μπροστά στα νέα συναισθήματα;

Γεωργία, Ελλάδα και Κύπρος είναι οι τόποι δράσης μιας αφήγησης που κυλάει σα νερό, με ενδιαφέροντες χαρακτήρες, αναπάντεχες εξελίξεις και ποικίλες οπτικές γωνίες αφήγησης, που μας συστήνουν τα γεγονότα από κάθε πλευρά. «…οι εκπατρισμένοι μαθαίνουν να ζουν κάτω από τη σκιά μιας προσωρινότητας, γεγονός που τους κάνει τόσο επιρρεπείς στους νοσταλγικούς ακροβατισμούς. Ακόμα κι αν η νοσταλγία εξωραΐζει το παρελθόν» (σελ. 203). Μετέωροι λοιπόν ανάμεσα στο εκεί και στο εδώ, με τις φτωχογειτονιές της Αθήνας (Πετράλωνα, Ρουφ, Ομόνοια, Μεταξουργείο, Γκάζι, Αχαρνών, Λένορμαν, αλλά και Καισαριανή, Νεάπολη, πλατεία Βικτωρίας) να τους αγκαλιάζουν αλλά και να τους διώχνουν, οι ήρωες του μυθιστορήματος ψάχνουν τη λύτρωση κι έναν τόπο να ριζώσουν. Τι συνέπειες θα έχει αυτό στις μεταξύ τους σχέσεις; Ποιος φταίει σε κρίσιμες αποφάσεις;

Το «Μαύρο φλαμίνγκο» είναι ένα συναρπαστικό, πολυεπίπεδο κοινωνικό μυθιστόρημα, γεμάτο χαρακτήρες και απανωτές εξελίξεις που αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες επιβίωσης στη Γεωργία πριν και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ αλλά και στην Ελλάδα την εποχή της αύξησης του ρατσισμού. Είναι μια βαθιά τομή στις αποφάσεις που καλούνται να πάρουν άνθρωποι υποταγμένοι σε μια τραχιά καθημερινότητα, γεμάτοι ελπίδα για ένα αύριο που αποδεικνύεται σκληρό, ρατσιστικό και εθνοκεντρικό. Μια καθημερινότητα που απομυζεί την ανθρωπιά και την αγάπη, αφήνει να παρεισφρήσουν ψεύτικες ελπίδες για μια πλαστή πραγματικότητα και οδηγεί ένα παιδί με αβέβαιο παρόν και επισφαλές μέλλον να πάρει αποφάσεις που θα το φέρουν αντιμέτωπο με τη σκοτεινή πλευρά της πόλης και της ζωής. Πού φταίνε οι γονείς και πού φταίει το ίδιο το παιδί; Ποια είναι η στιγμή που αλλάζουν τα πάντα; Και τι γίνεται μετά; Μια ιστορία που ξεδιπλώνεται κυρίως από το 1992 έως το 2018, οπότε και φτάνουμε εκεί που επιστρέφει κάθε χρόνο το μαύρο φλαμίνγκο, και μας συστήνει ενδιαφέροντες και ολοκληρωμένους χαρακτήρες μέσα από διαρκή πρωθύστερα. Καταγράφει με ρεαλισμό τις οικογενειακές στιγμές ανθρώπων που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο σε μια χώρα που δεν τους θέλει, τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που τους λυγίζουν, την καθημερινότητά τους στη χώρα που άφησαν πίσω αλλά στη νέα πατρίδα και μου χάρισε προβληματισμό, συγκίνηση και ενδιαφέρον για τις τύχες των χαρακτήρων”.
Πάνος Τουρλής, Vivliokritikes.gr

«Τον Οκτώβριο του 2017, στο πλαίσιο ενός διεθνούς συνεδρίου στο Κίεβο της Ουκρανίας, είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ τον Πυρηνικό Σταθμό Παραγωγής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ, αλλά και το γειτονικό Πρίπιατ, μια πόλη που κατασκευάστηκε ειδικά για τους εργαζόμενους στο πυρηνικό εργοστάσιο. Ήθελα πάρα πολύ να συμμετέχω σε αυτήν την -οργανωμένη από τον Ουκρανικό στρατό- επίσκεψη στην πόλη φάντασμα, καθώς πίστευα πως θα έπαιρνα μια γεύση από το πως λογικά θα έπρεπε να ήταν και η δική μου πόλη, η Αμμόχωστος, αν είχα βέβαια την δυνατότητα να την ξαναπερπατήσω μετά από τόσα χρόνια. Ήταν βλέπετε πολύ πριν ο Τουρκικός στρατός ανοίξει την περίκλειστη πόλη, και προτού στηθεί ένα παρόμοιο σκηνικό, σκοτεινού ή μαύρου τουρισμού, σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της πόλης-φάντασμα του πυρηνικού ολοκαυτώματος. Και πράγματι δεν διαψεύσθηκα: έχοντας σήμερα την εμπειρία από το τωρινό Βαρώσι, οι ομοιότητες είναι πολλές: η καταστροφή πανομοιότυπη, είτε πυρηνική είτε πολεμική, και από την άλλη ο θρίαμβος της φύσης, καθώς ανενόχλητα καταλαμβάνει την γη που δικαιωματικά της ανήκει.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά το Ρουστάβι, η μικρή βιομηχανική πόλη κοντά στην Τιφλίδα της Γεωργίας, την οποία έφτιαξε ο Στάλιν τη δεκαετία του’40, απ’ όπου αρχίζει η πορεία των ηρώων του Μαύρου Φλαμίνγκο του Σταύρου Χριστοδούλου, έφερε αμέσως στο μυαλό μου τις δύο αυτές πόλεις-φαντάσματα: του Τσερνόμπιλ και του Βαρωσιού. Άδεια κουφάρια κτιρίων από μπετόν, εγκαταλελειμμένα όπως-όπως από τους ενοίκους τους και ταυτόχρονα ο φυσικός νόμος να προσπαθεί να επαναφέρει και να εδραιώσει ξανά την χαμένη τάξη στο οικοσύστημα. Απών και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος και παντού διάχυτη η αίσθηση της βίαιης φυγής. Το Ρουστάβι, παρόλο που κατοικείται, είναι κι αυτό μια πόλη-φάντασμα.

Εδώ, είναι οι άνθρωποι που είναι σαν φαντάσματα, που οι ψυχές τους περιφέρονται και περιστρέφονται μηχανικά, ανάμεσα στα γρανάζια της σκουριασμένης πραγματικότητας, ανήμπορες να ορθοποδήσουν. Η ανάγκη για κάτι τις καλύτερο κάνει την αίσθηση της φυγής να φαντάζει ως η μοναδική τους σωτηρία… Οι άνθρωποι και τα φλαμίνγκο. Αποδημητικά όντα, εξ ορισμού, των οποίων «η μετανάστευση κανονικά πυροδοτείται κυρίως από τη διαθεσιμότητα τροφής και από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στα εδάφη αναπαραγωγής και διαχείμασης» όπως μας πληροφορεί η πάντα βολική Wikipedia. Στο σήμερα η φυγή πυροδοτείται και από άλλα σημαινόμενα. Εν αρχή ήσαν στη γη οι θηρευτές-συλλέκτες, που με το νομαδικό τους βίο σφράγισαν το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης περιπέτειας. Που κινούνταν από τόπο σε τόπο κυνηγώντας τη μοίρα τους ανάλογα με την ευφορία του πλανήτη. Μέχρι που ο πολιτισμός, που η ανθρωπότητα θεωρεί ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της, επέβαλε τους δικούς του νόμους και τις δικές του δομές. Οι οικισμοί, οι πόλεις, οι θρησκείες, τα κράτη και τα έθνη. Οι καλλιέργειες και η κυριότητα του εδάφους. Επέκταση και εξάπλωση, ηγεμονία και επικράτηση, πόλεμος και καταδίωξη. Η «πολιτισμική στροφή», όπως τη λέμε, που συντελέστηκε στη γη αποτελεί ένα πολύ μικρό και πολύ πρόσφατο επεισόδιο στη συνολική ιστορία του πλανήτη μας. Τα αποτελέσματα της, τα οποία βιώνουμε και εμείς σήμερα, θέτουν θεωρώ σε συνεχή αμφισβήτηση την επιτυχία του ανθρώπινου αυτού πειράματος, για το οποίο είμαστε τόσο, μα τόσο υπερήφανοι. Θα έλεγε κανείς πως επιβεβαιώνουν αυτό που λέει και ο Walter Benjamin προς το τέλος του του κειμένου του Το Έργο Τέχνης στην Εποχή της Μηχανικής Αναπαραγωγής, ότι, δηλαδή «η ανθρωπότητα, που κάποτε ήταν, κατά τον Όμηρο, θέαμα για τους θεούς του Ολύμπου, έχει γίνει τώρα θέαμα για τον εαυτό της. Η αλλοτρίωσή της έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που την κάνει να βιώνει την ίδια της την καταστροφή σαν αισθητική απόλαυση πρώτου μεγέθους.»

Τελείωσα το βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος στην Γάζα. Οι φρικαλεότητες της 7 ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς, τα σφαγμένα κορμιά και ακολούθως η ισοπέδωση της Γάζας και των ανθρώπων της. Με τα εξαθλιωμένα πλήθη να τρέχουν αλαφιασμένα από την μια γωνιά στην άλλη, του επιβεβλημένου από τα συρματοπλέγματα κλουβιού της λωρίδας, προσπαθώντας να γλυτώσουν όχι από την οργή της φύσης μα των συνανθρώπων τους. Γιατί αποτυγχάνουμε άραγε; Γιατί η ανθρώπινη εμπειρία είναι πρωτίστως αυτοκαταστροφική; Γιατί οι δομές και τα συστήματα που τόσο επιμελώς δημιουργήσαμε μας κατατρέχουν ως δαιμονικές ερινύες, έτοιμες να μας κατασπαράξουν;

Το Μαύρο Φλαμίνγκο θέτει από την αρχή ως επίκεντρο το ανθρώπινο ταξίδι. Το εσωτερικό ταξίδι αλλά και το ταξίδι που αναπόφευκτα ενεργοποιείται από το αίσθημα της φυγής. Της φυγής από το αποπνικτικό τώρα που απατηλά κάνει το αύριο να φαντάζει λαμπερό. Ο θηρευτής-συλλέκτης του αιώνα μας επαναλαμβάνει το αρχετυπικό μοντέλο ελπίζοντας να ξεφύγει από τις πραγματικότητες που ο ίδιος αλλά και οι άλλοι δημιούργησαν γι’ αυτόν.

Το διαμέρισμα των 32 τετραγωνικών στην χρουστσόφκα της οδού Μαγιακόφσκι στο Ρουστάβι, στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας, όπου κατέληξε η οικογένεια Πεχλιβανίδη για να εργαστεί στα εργοστάσια, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Στο Τσερνόμπιλ, στο Πρίπιατ, στο Βαρώσι μα και στη Γάζα. Εκεί, όπου οι όχι και τόσο τυχεροί των ανθρώπινων συστημάτων, ελπίζουν πως κάποτε θα μάθουν τους κανόνες του παιγνιδιού, πως θα ορθοποδήσουν επιτέλους, και πως κάποια στιγμή θα ευτυχήσουν. Αυτή η ατέρμονη πορεία των ανθρώπινων ψυχών που νοιώθουν καταραμένες, των ψυχών που ποδοπατήθηκαν και που τσαλακώθηκαν, και που πιστεύουν ακόμη, πως μπορούν να εξευμενίσουν την μοίρα, και να λυτρωθούν με το μακρύ ταξίδι τους. Κάπως έτσι κτίζει και ο συγγραφέας το έπος των οικογενειών Πεχλιβανίδη και Καλεμκερίδη.

Η «Αιολική Γη» του Μαύρου Φλαμίνγκο εκτυλίσσεται στα δύσκολα μετασοβιετικά χρόνια, σε μια περίοδο που η νεόδμητη πραγματικότητα προσγειώνει ανώμαλα και συχνά ευτελίζει το πολυπόθητο όνειρο για μια καλύτερη ζωή. «Στον σοσιαλισμό είχαμε ψωμί να φάμε και πετρέλαιο να ζεσταθούμε. Ενώ τώρα, φάτε ανεξαρτησία, κορόιδα, και τραβάτε κουπί ώσπου να σφίξουν οι κώλοι» λέει κάπου ο Στέλιος, ο εξάδελφος του Ξενοφώντα, του συζύγου της Συμέλας, της μητέρας του Λεβάν, των κύριων ηρώων του Μαύρου Φλαμίνγκο. «Αυτή η πόλη μάς έχει στραγγίξει και την τελευταία ρανίδα αθωότητας», λέει αποκαμωμένα στη Συμέλα ο Αλεξάντρε Γκβενετάτζε, ο συνταξιούχος διευθυντής του δημοτικού σχολείου.

Αυτοί λοιπόν, οι στραγγισμένοι Ελληνοπόντιοι ήρωες του βιβλίου, πορεύονται προς την προαιώνια πατρίδα προσδοκώντας να ξαναγεννηθούν, αφήνοντας πίσω τη στέρφα ανομβρία του πρότερου βίου τους. Και φτάνουν στην Ελλάδα του μιλλένιουμ, που φτιασιδωμένη όπως-όπως υποδέχεται τα παιδιά της και τα καταβροχθίζει. «Και το πρόγραμμά της ήταν συγκεκριμένο. Τα πρωινά καθάριζε σπίτια. Το μεσημέρι επέστρεφε για να ταΐσει τα παιδιά. Μετά, έπιανε βάρδια σε ένα μίνι μάρκετ, κάτω στο Γκάζι. Επέστρεφε αργά, ίσα για να ετοιμάσει το βραδινό τους» αφηγείται ο συγγραφέας. Κάπως έτσι γνωριζόμαστε με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου. Να κτίζουν και να χαλούν τη ζωή τους στην κινούμενη άμμο της πολυπόθητης Ιθάκης. Να κοιμούνται και να ξυπνούν. Να ξυπνούν και να δουλεύουν. Και να δουλεύουν. Και κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τη δουλειά να αναγιώνουν τα παιδιά τους, να γεύονται τους παράνομους έρωτες στα φτηνά ξενοδοχεία, να προσπαθούν να ξεκλέψουν λίγες στιγμές ανθρώπινης κανονικότητας. Και να επαναλαμβάνουν το γνωστό μοτίβο που είχαν αφήσει στην χρουστσόφκα της οδού Μαγιακόφσκι, στο Ρουστάβι, στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας: «Σάμπως όλοι στο εργοστάσιο δεν δουλεύουμε; Και οι Αζέροι στον πρώτο, και το ζευγάρι από την Αμπχαζία, και ο χοντρός από το Καζακστάν με τη Ρωσίδα του στον δεύτερο, και ο πατέρας… Όλοι τον ίδιο τροχό γυρίζουμε…»

Τα σοκάκια του Ρουστάβι αντικαθίστανται από τις γειτονιές της Αθήνας, οι χρουστσόφκες με τις φτηνές πολυκατοικίες στις λαϊκές συνοικίες της Ελληνικής μεγαλούπολης. Το μιλλένιουμ όμως επιφυλάσσει και άλλα σπουδαία στην πατρίδα για τους καινούργιους πολιτογραφηθέντες. Οι τσαλακωμένοι εαυτοί παράγουν τσαλακωμένα τέκνα. Που προσπαθούν να ριζώσουν στο πέτρινο έδαφος. Ένα κακοτράχαλο έδαφος που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, που προτιμά πάση θυσία το άσπρο από το μαύρο, το δικό μας από το ξένο, το καθαρό από το δήθεν λερωμένο. Πώς άραγε ριζώνεις μες στην πέτρα; Κάπως έτσι μεγαλώνει κι ο Λεβάν, ο ήρωας μας, ο γιός της Συμέλας και του Ξενοφώντα, ο εγγονός του Λέοντα και της Ανατολής, του Λάζαρου και της Ειρήνης. Στην ξενοφοβική Αθήνα της Χρυσής Αυγής, των αυτοσχέδιων πογκρόμ και της φασιστικής ιδεολογίας: δέρνω για να υπάρξω, για να αποκτήσω επιτέλους ταυτότητα. Το μέταλλο από το οποίο είναι φτιαγμένος ο Λεβάν είναι το ίδιο και απαράλλακτο με του κάθε ενός από εμάς. Θέλει όμως δουλειά και κόπο για να σφυρηλατηθεί σωστά στο εργοστάσιο.

Θέλει σωστές θερμοκρασίες για πλάσιμο, θέλει καθαρές προσμίξεις, θέλει σταθερές συνθήκες. Θέλει την αγάπη του τεχνίτη, την προσοχή μα και την αφοσίωση. Αλλιώς, θα κλωτσήσει, θα χάσει την ευγενή του υπόσταση, θα πεταχτεί στα άχρηστα και στα ακατάλληλα. Κι είναι τότε, αυτήν την κρίσιμη στιγμή, που θα το μαζέψει ο κάθε τσαρλατάνος από τον κάδο, θα το εμποτίσει με κάθε λογής ουσίες, και με σαθρές προσμίξεις κι αμφίβολες συγκολλήσεις θα το κάνει να φαίνεται κανονικότερο κι απ’ το κανονικό. Κι είναι τότε που γίνεται εκρηχτικό και επικίνδυνο. Ο φόβος που προκαλεί αυτό το πέταμα στον κάδο των αχρήστων, ο φόβος της οριστικής απόρριψης, γίνεται σιδερογροθιά και βαρά αλύπητα οτιδήποτε είναι διαφορετικό από τη νόρμα. Τα μέταλλα όμως έχουν και μνήμη. Κάποια στιγμή, κάποια από αυτά, θυμούνται ξανά την πρότερο ευγενή τους υπόσταση, αντιδρούν και επανέρχονται.

Σε μια συνέντευξη του ο Σταύρος Χριστοδούλου αναφέρει χαρακτηριστικά πως όλοι περιστρεφόμαστε σαν μυγάκια γύρω από την ίδια λάμπα. Το φως της λάμπας είναι όμως τεχνητό. Γύρω μας η σκοτεινιά καθώς το φυσικό φως το έχουμε προ πολλού απωλέσει. Η ζωή μας φωτίζεται με λύχνους και φανούς εκστρατείας. Αυτός είναι ο κάνναβος του βιβλίου όπου ο συγγραφέας με τις ευθείες και τις τεθλασμένες σχεδιάζει τις ζωές και τις ψυχές των ηρώων του. Που στριφογυρίζουν ανάμεσα στο καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι, την επίγνωση και την απόγνωση.

Ο Αμερικάνος συγγραφέας, παιδαγωγός και ακτιβιστής Parker J. Parker αναφέρει για την ανθρώπινη ψυχή: «Η ανθρώπινη ψυχή δεν θέλει ούτε να τη συμβουλεύσεις, ούτε να τη διορθώσεις, ούτε και να τη σώσεις. Θέλει απλώς να τη γνωρίσεις, να τη συντροφεύσεις, να την ακούσεις και να τη δεις όπως ακριβώς είναι. Όταν υποκλιθούμε βαθιά στην ψυχή ενός ατόμου που υποφέρει, ο σεβασμός μας ενισχύει τους θεραπευτικούς μηχανισμούς της ψυχής, τους μοναδικούς μηχανισμούς που μπορούν να βοηθήσουν τον πάσχοντα να τα καταφέρει.». Έτσι και μείς υποκλινόμαστε εμπρός στο Μαύρο Φλαμίνγκο, αυτό το αποδημητικό πουλί, που η μοναδικότητα του έγκειται σε μια σπάνια γενετική ανωμαλία.

Στην ουσία υποκλινόμαστε στους εαυτούς μας, καθώς όλοι μας φέρουμε εγγενώς τον ίδιο γενετικό κώδικα. Κι όλοι μας κάποια στιγμή θα μπορούσαμε εν δυνάμει να εκδηλώσουμε την τραχιά μα τόσο όμορφη και μεγαλόπρεπη υπόσταση του Μαύρου Φλαμίνγκο, όπως ξεχωρίζει σαν την μύγα μες το γάλα στο απόλυτο ροζ του σμήνους. Ίσως έτσι, με αυτήν την υπόκλιση, στον άλλο μα και στον εαυτό μας, να καταφέρουμε να πάψουμε να περιστρεφόμαστε ζαλισμένοι γύρω από την λάμπα που τρεμοπαίζει, και να στραφούμε στο αληθινό φως». Δρ. Γιάννης Τουμαζής, Νέα Εποχή

«« Μέσα στην πύρινη κόλαση που διήρκησε πάνω από μήνα και με την κρατική μηχανή στο ρελαντί, κάποιοι κάτοικοι της περιοχής στράφηκαν εναντίον ενός βολικού, διαθέσιμου και απαραίτητου εχθρού: τους παράτυπους μετανάστες της περιοχής που κατηγορήθηκαν ότι βάζουν τις φωτιές με εντολές της Τουρκίας (η πυρκαγιά εν τω μεταξύ ξέσπασε από κεραυνό). Ανάμεσά τους κι ένας τύπο που την είδε Τεξανός πολιτοφύλακας ο οποίος αντί να πάει να σβήσει καμιά φωτιά μαζί με τους εθελοντές γύριζε τους καπνισμένους δρόμους “συλλαμβάνοντας” μετανάστες. Ο αυτοσχέδιος Ράμπο απήγαγε ταλαιπωρημένους ανθρώπους τους οποίους στοίβαξε σαν σαρδέλες στο τρέιλερ που έσερνε με το όχημά του, επιδεικνύοντας το κατόρθωμά του στα σόσιαλ. “25 κομμάτια μάζεψα” έλεγε περήφανος στο βίντεο που τράβηξε ο ίδιος καλώντας τους πολίτες είτε να τον ακολουθήσουν, είτε να τον μιμηθούν. Ο επίδοξος Texas Ranger συνελήφθη από την Αστυνομία όχι όμως πριν σηκώσει ολόκληρο κύμα συμπαράστασης από σύσσωμο το τοπικό φασισταριό που εξύμνησε τον ηρωισμό του και δεσμεύτηκε να ακολουθήσει τα χνάρια του. Η υπόθεση πήγε δικαστήριο. Οι παράτυποι μετανάστες θύματα απαγωγής κατηγορήθηκαν για απόπειρα εμπρησμού(!) με μοναδικό στοιχείο τα λόγια του απαγωγέα τους ότι δήθεν τους έπιασε την ώρα που πήγαν να βάλουν φωτιά σε προάστιο της Αλεξανδρούπολης (ενώ σημειώστε καιγόταν ήδη όλη η πλάση), ενώ το τελευταίος κατηγορήθηκε για απαγωγή. Ευτυχώς η σκευωρία κατέρρευσε και οι ψεύτικες κατηγορίες εναντίον των μεταναστών αποσύρθηκαν.

Η ειρωνεία; Το poster boy της ελληνικής ακροδεξιάς που υμνήθηκε για το θάρρος και την ανδρεία(!) του εναντίον των “λάθρο” είναι… αλβανικής καταγωγής που ζει εδώ και δεκαετίες στην Αλεξανδρούπολη όπου έχει επιχείρηση οικοδομικών εργασιών. Μετανάστης πρώτης γενιάς που πολύ πιθανό να έζησε ο ίδιος τον ρατσισμό στο πετσί του, φαίνεται πως αφομοιώθηκε πλήρως στο νέο περιβάλλον – από τις ελληνικούρες μέχρι το ρατσιστικό, ξενοφοβικό, μιλιταριστικό παραλήρημα σε βάρος ανθρώπων ακόμα πιο εξαθλιωμένων μεταναστών απ’ ότι ήταν εκείνος και οι συμπατριώτες του στην αρχή.

Είχα γράψει τότε στη στήλη μου: “Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάντια για έναν άνθρωπο από το να κάνει σε ασθενέστερους απ’ αυτόν όσα του έκαναν εκείνου και να γίνεται ένα με τους πρώην δυνάστες του. Η χειρότερη και πιο θλιβερή περίπτωση pick me, όταν πασχίζεις να γίνεις μέλος της αγέλης με κάθε τίμημα, ακόμα κι αν απογυμνώνεσαι από την ανθρωπιά σου. Οι ειδικοί λένε πως πολλοί Αλβανοί και Ελληνοπόντιοι εντάχθηκαν στις τάξεις της Χρυσής Αυγής για λόγους επιβίωσης, εκμεταλλευόμενοι την στροφή της εστίασης προς σκουρόχρωμους και αλλόθρησκους μετανάστες πάνω στους οποίους πλέον μπορούσαν να βγάλουν το άχτι τους, τακτική όχι διαφορετική από τον υπερβάλλοντα φανατισμό που επέδειξαν οι μεταστραφέντες στον καθολικισμό Εβραίοι εναντίον των πρώην ομοθρήσκών τους την περίοδο των διωγμών από την Ισπανία του Φίλιππου τον 15ο αιώνα. Όμως μπορείς να επιβιώσεις και με πιο αξιοπρεπείς τρόπους, στα σίγουρα όχι πέφτοντας στο κρεβάτι με φασιστόμουτρα που αναμφίβολα θα στραφούν και πάλι εναντίον σου όταν παραστεί η ανάγκη εύρεσης νέων εχθρών”.

Θυμήθηκα αυτή την απίστευτη -και εξαιρετικά ντροπιαστική για την ιδιαίτερη πατρίδα μου- ιστορία όταν διάβασα το νέο βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου “Μαύρο φλαμίνγκο” που κυκλοφορεί εδώ και λίγες εβδομάδες από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Στο νέο αφήγημα του συγγραφέα του συγκλονιστικού “Τρεις Σκάλες Ιστορία” (που αυτή την περίοδο βρίσκεται σε συζητήσεις για μεταφορά στη μεγάλη οθόνη από το τιμ της αριστουργηματικής “Φόνισσας”) κεντρικός ήρωας είναι ο Λεβάν, ένας νεαρός Ελληνοπόντιος (ή “Ρωσοπόντιος” αν προτιμάτε τον κυρίαρχο υποτιμητικό όρο που επικράτησε) η οικογένεια του οποίου εγκαταλείπει τη Γεωργία για την Ελλάδα στο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα των παλιννοστούντων Ελλήνων του Πόντου των αρχών του ‘90 μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και πέφτει στην αγκαλιά της Χρυσής Αυγής. Το ερώτημα που το βιβλίο προσπαθεί να απαντήσει είναι -όπως επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας- “τι σπρώχνει ένα αποσυνάγωγο παιδί στη σκοτεινιά του μίσους, κάτω από τη σκιά μιας τοξικής ιδεολογίας που γεννά τη βία”. Πέρα όμως από τα δύο έκδηλα σοβαρά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που θίγει καίρια, μεταναστευτικό/ρατσισμός και άνοδος της ακροδεξιάς, είναι πρωτίστως μια σπουδή χαρακτήρων με φόντο μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και ένας σπαρακτικός ύμνος στην πατρίδα, την ταυτότητα, τους άρρηκτους οικογενειακούς δεσμούς, τη φιλία, τον ξεριζωμό, την απόγνωση, τη νοσταλγία, το ανήκειν.

Ο Σταύρος Χριστοδούλου, έντονα πολιτικοποιημένος ο ίδιος γιατί υπήρξε ως δημοσιογράφος πολύ πριν υπάρξει ως μπεστσελεράς συγγραφέας (κι ακόμα είναι αρθρογραφώντας κάθε Κυριακή στην Καθημερινή της Κύπρου) δεν χαρίζει κάστανα σε ό,τι αφορά τη γνώμη για την ακροδεξιά και τον φασισμό: όχι μόνο εκφράζονται γλαφυρά εναντίον τα μέλη της οικογένειας του Λεβάν που δεν ασπάζονται τη νεοαποκτηθείσα ιδεολογία του (όπως οι γονείς του) αλλά και μέσω της ωμής απεικόνισης των αποτελεσμάτων της, όπως τα πογκρόμ εναντίον αλλοδαπών όπου συμμετέχει μαζί με τους “νέους φίλους του” – ίσως οι πιο σκληρές σελίδες του βιβλίου. Αντί όμως για μια στεγνή, αντανακλαστική καταδίκη του φασισμού ο συγγραφέας προτιμά να βουτήξει στα βαθιά νερά της ψυχολογίας ενός νεαρού άνδρα που μεγαλώνει στις φτωχογειτονιές της Αθήνας, βιώνει την ανέχεια, την απόρριψη, την καχυποψία, τον ρατσισμό και νιώθει την ανάγκη να είναι ορατός, να ανήκει σε ένα σύνολο, να είναι κάποιος και όχι απλά ο “Ρωσοπόντιος”. Ο συγγραφέας δεν δικαιολογεί, ούτε ξεπλένει. Προσπαθεί να καταλάβει τα κίνητρα ενός πρόσφυγα που συμμαχεί με τους νεοναζί και στρέφεται εναντίον άλλων προσφύγων και μεταναστών σε πολύ χειρότερη μοίρα από τον ίδιο – όπως ακριβώς και ο αλβανικής καταγωγής Εβρίτης της πραγματικής ζωής.

Στην εποχή της κανονικοποίησης της ακροδεξιάς ρητορικής με αιχμή του δόρατος το μεταναστευτικό και της κατάντιας τρεις αριστεροί Δήμαρχοι να διώχνουν δομές ασυνόδευτων προσφυγόπουλων από τα όρια των Δήμων τους (με τη σιωπηρή συγκατάθεση του ΑΚΕΛ), το “Μαύρο Φλαμίνγκο”, εκτός από την καλογραμμένη, έντονη και βαθιά ανθρώπινη ιστορία μιας οικογένειας που βρέθηκε στη δίνη γεγονότων που δεν ζήτησε και δεν μπορεί να ελέγξει, είναι παράλληλα και μια υπενθύμιση πως το τέρας δεν εξοντώθηκε. Απλά άλλαξε μορφή». Μαρίνος Νομικός, ThemaOnline.com

Η μυθιστορηματική γραφή του Σταύρου Χριστοδούλου μέσα από τη ρεαλιστική αποτύπωση της αφήγησης, την επεισοδιακή πληθωρικότητα και την πολλαπλότητα των ζωντανών χαρακτήρων στην αριστοτεχνική τους πλοκή αναδεικνύει μια κοινή συνισταμένη: τις ρηξικέλευθες αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων, τις αντίξοες συνθήκες επιβίωσης  και τις υπαρξιακές αναζητήσεις της ταυτότητάς τους μετά τις πολιτικοκοινωνικές ανατροπές στον τόπο που σηματοδοτεί την αφόρμηση της δράσης.

Συγκεκριμένα, σε τρία μυθιστορήματά του καθοριστικό της έμπνευσης στην ανέλιξη των δρώμενων και την αναδρομική αναδιήγηση του εγκιβωτισμού τους συνιστά το μεταιχμιακό ορόσημο της κατάρρευσης του κομμουνιστικού καθεστώτος στις πρώην Ανατολικές χώρες της Ρουμανίας, της Ουγγαρίας και της Γεωργίας. Ενώ το έναυσμα στο κυπρογενές του μυθιστόρημα πυροδοτούν οι επώδυνες μνήμες από τις τραυματικές εμπειρίες της τραγωδίας του 1974.

Στις πρώτες σελίδες του νέου λογοτεχνικού του πονήματος ο συγγραφέας εικονογραφεί στον μυθοπλαστικό του καμβά το οικογενειακό και επαγγελματικό υπόβαθρο των κεντρικών προσώπων, σκηνικά στιγμιότυπα φιλικών σχέσεων και νεανικών ερωτικών συναντήσεων με τις συνυφάνσεις του μικροαστικού κοινωνικού ιστού της ιστορίας τους στη Γεωργία επί Σοβιετικής Ένωσης μέχρι το μεταβατικό στάδιο της απόσχισής της από την ΕΣΣΔ και της Ανεξαρτησίας της τον Απρίλιο του 1991.

Ο Λέοντας και η Ανατολή με τον γιο τους Ξενοφώντα, ο Λάζαρος και η Ειρήνη με τα δίδυμα παιδιά τους Γιώργο και Συμέλα, οι οικογένειες αντιστοίχως Πεχλιβανίδη και Καλεμκερίδη, εγκαταστημένοι στο Ρουστάβι, τη μικρή βιομηχανική πόλη σε κοντινή απόσταση νοτιοανατολικά της Τιφλίδας, ενσαρκώνουν τους χιλιάδες Ελληνοπόντιους, που ζούσαν εκεί, όπως και σε άλλες Γεωργιανές περιοχές.

Είναι προφανής η ερευνητική σκαπάνη του μυθιστοριογράφου όχι μόνο σε οδωνύμια και γαστρονομικές συνήθειες, αναφορές οικονομικών και πολιτισμικών υποδομών, αλλά και συνδηλώσεις του υποβαθμισμένου επιπέδου διαβίωσης των κατοίκων του τόπου. Συμβολικό προανάκρουσμα της επικείμενης αθρόας μετανάστευσης το παράπονο του μοναχικού απόμαχου δασκάλου Αλεξάντρε: «Αυτή η πόλη μάς έχει στραγγίξει και την τελευταία ρανίδα αθωότητας», όπως και το ψάξιμό του στον σκουπιδοτενεκέ για κάποιο φαγώσιμο.

Συνεπώς, αμετάκλητη θα είναι η απόφαση της Συμέλας να φύγουν για την Ελλάδα με τα δυο τους παιδιά, τον Λεβάν και την Τάνια, παρά της έντονες επιφυλάξεις του συζύγου της Ξενοφώντος, να αφήσει τη δουλειά του στο εργοστάσιο Μεταλλουργίας. Έχουν προηγηθεί, αλλά θα τους ακολουθήσουν και άλλοι του συγγενικού και φιλικού τους περίγυρου, όπως η Ίνγκα, μετά τον χωρισμό της από τον Τέμουρ, που άνεργος θα παραμείνει στη μετασοβιετική Τιφλίδα, καθώς η ενασχόλησή του με εκδόσεις και μεταφράσεις θεωρείτο πλέον πολυτέλεια.

Η Αθήνα, ωστόσο, της δεκαετίας του 1990 δεν ήταν μια φιλόξενη πόλη ούτε για τους ομογενείς μετανάστες, που δεν αναγκάζονταν μόνο να σκληροδουλεύουν νυχθημερόν, οι άντρες ώς επί το πλείστον σε οικοδομές και υπεραγορές και οι γυναίκες ως καθαρίστριες, αλλά και υπέμεναν τις εχθρικές συμπεριφορές χλευαστικών σχολίων και τις απαξιωτικές προκαταλήψεις ξενοφοβικού ρατσισμού. Εξ ου και η Ίνγκα συμφωνεί με τον Ξενοφώντα ότι στη Γεωργία τότε υπήρξε τάξη και εξασφάλιση των βασικών αναγκών, που δεν θα αντάλλασσαν με καμιά ελευθερία του λόγου.

Καθότι και ο Λεβάν, μεγαλώνοντας σε φτωχογειτονιές της Ελληνικής πρωτεύουσας αισθανόταν αποξενωμένος και αόρατος: «Σαν να μην είχε δυο χέρια, δυο πόδια, ένα κεφάλι, μια καρδιά. Σαν να μην τον έβλεπαν οι άλλοι. Μέχρι που συνάντησε τον Ερμή. Τότε, ξαφνικά, άλλαξαν όλα. Τότε έγινε, επιτέλους, κάποιος.». Συνακόλουθη η απόδραση από τον ασφυκτικό κλοιό του σπιτιού και τον αυταρχικό πατρικό έλεγχο, παρά τη φιλόστοργη τρυφερότητα της μητέρας του, που αν την είχε ως πρότυπο στις επιλογές των ατελέσφορων ερώτων του, εντούτοις μόνο στη Σχολή Πυγμαχίας του Ερμή Σαραντάκου ένοιωθε την αναγνώριση της υπόστασής του. Εκεί ήθελε να λαθροβιώνει, κωφεύοντας στις οικογενειακές και φιλικές συμβουλές για απομάκρυνση από το άντρο της παρανομίας, τη συστηματική εκπαίδευση πλύσης εγκεφάλου και τον νοσηρό εθνικισμό της μισαλλόδοξης βίας κατά μεταναστών και όποιων αντιφρονούντων.

Παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον την αδιάσπαστη δομή ανάμεσα σε απρόσμενες εξελίξεις και ασθματικές κορυφώσεις να προσλαμβάνει τους επιταχυνόμενους ρυθμούς κινηματογραφικής ροής σε αστυνομικό θρίλερ. Η νοοτροπία και οι αντιδράσεις των συμπρωταγωνιστών εδώ δεν παραπέμπουν παρά σε υποχθόνιους συνωμοτικούς σχεδιασμούς του υπόκοσμου και στις φασιστικές εγκληματικές ενέργειες της πρώην «Χρυσής Αυγής».

Οι ύποπτες συναλλαγές του «προστάτη» Σαραντάκου τον εμπλέκουν με εμπόρους ναρκωτικών και επικερδείς επιχειρηματικές δραστηριότητες πορνείας, που με εξουσιαστικούς μηχανισμούς συγκάλυψης απλώνουν τα δίκτυά τους μέχρι την Κύπρο. Σε μιαν από τις εξορμήσεις της διατεταγμένης υπηρεσίας του στη Λάρνακα ο Λεβάν θα εντοπίσει τη χαμένη προ καιρού Σόφικο, να εργάζεται στο «Pink Flamingo», που μη πιστεύοντας σε εφήμερους έρωτες και απογοητεύοντας ακόμη και τον ίδιο που την είχε ερωτευτεί, ο στόχος ήταν να μαζέψει κάποια χρήματα για να γυρίσει στην πατρίδα  και τη μητέρα της.

Πηγαίνοντας προς το αεροδρόμιο για την επιστροφή του στην Αθήνα, ο ταξιτζής θα τον περάσει από την Αλυκή, για να βρεθεί μπροστά στο μαγευτικό θέαμα από ένα σμήνος ροζ φλαμίνγκο, με το Χαλά Σουλτάν Τεκέ στο βάθος τυλιγμένο στην πρωινή ομίχλη να μοιάζει με ονειρική ζωγραφιά. Κατεβαίνοντας από το ταξί κατευθύνθηκε προς την όχθη της λιμνοθάλασσας, για να καθαρίσει με το νερό της τη βρωμιά μέσα του.

Με ποιητικές πινελιές μεταφορικών συμβολισμών μάς απογειώνει το ομότιτλο του βιβλίου επιλογικό κεφάλαιο, καθώς το ένα και μοναδικό «μαύρο φλαμίνγκο άνοιγε τα φτερά του και πετούσε μακριά· πάνω από το αλμυρό νερό της λίμνης, πάνω από το τοπίο μιας ζωής που ο Λεβάν δεν άντεχε ν’ αντικρίζει πια.». Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή, Φιλελεύθερος

««Το βέβαιο και προφανές είναι ότι ο Σταύρος Χριστοδούλου, με κάθε καινούργιο μυθιστόρημά του, εμπλουτίζει και βελτιώνει τους αφηγηματικούς του τρόπους. Το συγγραφικό του εργαστήρι καθίσταται συνεχώς ολοένα πιο σύνθετο και πιο πλουραλιστικό. Η εξελικτική πορεία της γραφής του είναι συνεχής και συνεπής. Αυτό ισχύει από το πρώτο μυθιστόρημά του «Hotel National» του 2016 μέχρι και το τελευταίο, το τέταρτο στη σειρά, «Μαύρο φλαμίνγκο» του 2023, το οποίο θα επιχειρήσω να παρουσιάσω στη συνέχεια.

Ξεκινώ από την πλειάδα και την ποικιλομορφία των αφηγηματικών φορμών, από τη συνεχή εναλλαγή και δημιουργική πρόσμιξή τους. Οι πρωτοπρόσωπες εξιστορήσεις αναμειγνύονται με τις τριτοπρόσωπες δημιουργικά, ομαλά και ευφάνταστα. Τα δε όνειρα των δύο βασικών πρωταγωνιστών του έργου, της Συμέλας κατά πρώτο λόγο αλλά και του γιού της Λεβάν κατά δεύτερο, λειτουργούν ως εμβόλιμες αισθητικές κατανύξεις – διακηρύξεις που φέρουν τη σφραγίδα του ίδιου του συγγραφέα ως δημιουργού, ως λογοτέχνη. Διότι μέσα από αυτές αναδεικνύεται η υπερβατικότητα της σκέψης, αλλά και ο λυρισμός του συναισθήματος. Αυτά τα όνειρα πιστεύω ότι συνιστούν μέρος της ποιητικής του Στ. Χρ.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος είναι απλή. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας Ελληνοποντίων της σοβιετικής Γεωργίας από τις παρυφές της κατάρρευσης των σοσιαλιστικών καθεστώτων μέχρι τις μέρες μας στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και τη σύγχρονη Κύπρο. Η υπόθεση μπορεί να είναι απλή αλλά τα συμφραζόμενα, τα κοινωνικο-πολιτικά και ψυχο-συναισθηματικά διαρκώς μεταβαλλόμενα δεδομένα που την συνοδεύουν, δεν είναι καθόλου απλά.

Μέσα από το μυθιστόρημα αυτό ο Στ. Χρ. αναπαριστά δύο διαφορετικές εποχές σε δύο διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους: α) Την ύστερη περίοδο της σοβιετικής εποχής, ειδικά στα χρόνια της μπρεζνιεφικής στασιμότητας, της φθοράς και της σήψης. β) Την πρώιμη περίοδο άνδρωσης της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα και των παραφυάδων της στην Κύπρο. Το διπλό αυτό εγχείρημα ήταν δύσκολο καθώς απαιτούσε βαθιά μελέτη και ανάλυση όλων των ιστορικο-πολιτικών δεδομένων, αλλά κυρίως απαιτούσε αναπαράσταση της ατμόσφαιρας που χαρακτήριζε τις δύο εποχές. Τέλος, αυτό το εγχείρημα απαιτούσε και ενδελεχή διείσδυση στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων των συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων.

Ομολογώ πως έχω εντυπωσιαστεί από την αναπαράσταση της σοβιετικής εποχής στη Γεωργία λίγο πριν και λίγο μετά την κατάρρευση του καθεστώτος. Η πιστότητα, η γλαφυρότητα και ο ρεαλισμός αυτής της καταγραφής, αξίζει να επαινεθούν για την ευστοχία τους αλλά και για το κοπιώδες του πράγματος. Ειδικά οι αναφορές του συγγραφέα στη σοβιετική παρασιτική νομενκλατούρα είναι ιδιαιτέρως καίριες. Τα ίδια ισχύουν βέβαια και για τα παράσιτα που αναδύθηκαν μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Να πως περιγράφει αυτές τις φιγούρες ο συγγραφέας: «…τύποι σαν και του λόγου του ξεφύτρωσαν ξαφνικά πάνω στα ερείπια της κατάρρευσης του παλιού καθεστώτος, πρόθυμοι να τραφούν όπως οι μύγες από τα σκατά». (σελ. 177)

Η πιο συγκλονιστική, η πιο σπαραξικάρδια σκηνή στο βιβλίο θεωρώ πως είναι η στιγμή που η Συμέλα και τα ανήλικα τότε παιδιά της αναγκάζονται να πωλήσουν στο Μοναστηράκι, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί, τα σοβιετικά ενθύμια και οικογενειακά κειμήλια της πρότερης ζωής τους.

Άριστη είναι και η αποτύπωση της ανθρωπογεωγραφίας της Αθήνας, αλλά και του ευρύτερου αστικού τοπίου σε Ελλάδα και Κύπρο. Ωστόσο, πιστεύω ότι η Χρυσή Αυγή και τα παρακλάδια της στην Κύπρο παρουσιάζονται κάπως αδροκομμένα, σχεδόν καρικατουρίστικα. Μπορεί αυτό να γίνεται χάριν της γλαφυρότητας και της έμφασης, αλλά ίσως να υποσκάπτει το ρεαλιστικό υπόβαθρο της όλης πραγματικότητας.

Παρεισφρέουν στερεότυπα χαρακτηριστικά σε αρκετούς αρνητικούς χαρακτήρες. Όπως το ακραίο ρατσιστικά, ξενοφοβικό λογύδριο του Ερμή Σαραντάκου ενώπιον του Λεβάν: «Ξέρεις τι πάει να πει μιάσματα μικρέ; Εβραίοι, κομμούνια, αναρχικοί και αδελφές. Πρώτα να καθαρίσουμε απ’ αυτούς κι ύστερα να ξεφορτωθούμε τους αράπηδες και τους άπιστους που μαγαρίζουν τον τόπο μας». (σελ. 183)

Το μυθιστόρημα του Στ. Χρ. είναι δισκελές στο πρώτο μισό του βιβλίου κεντρικό πρόσωπο είναι η Συμέλα, μια νέα με πολιτισμική υποδομή, γνώσεις, οράματα και ευαισθησίες. Στο δεύτερο μισό του βιβλίου και συγκεκριμένα από τη σελίδα 175 στον κεντρικό ρόλο τη διαδέχεται ο γιός της Λεβάν, ένας ανήσυχος νέος που η ανάγκη για επιβίωση και αυτοεπιβεβαίωση συνθλίβει όλες του τις ευαισθησίες, μετατρέποντάς τον σε άγριο θηρίο ανήμερο.

Το θεματικό επίκεντρο στο δεύτερο σκέλος του βιβλίου είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του Λεβάν να ξεφύγει από το βούρκο μέσα στο οποίο βουλιάζει. Η αντιφατικότητα των συναισθημάτων και των ενεργειών του. Οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του, ήταν σανίδες σωτηρίας από τις οποίες όμως δεν αρπάχτηκε για να γλιτώσει από τη μοίρα του.

Γενικά, οι ήρωες του Στ. Χρ. είναι μοναχικοί, τόσο η Συμέλα όσο και ο Λεβάν. Αυτοί οι δυο με τα απολύτως κοινά ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά ό,τι πετύχαιναν και όπου αποτύγχαναν εντελώς μόνοι το έφερναν σε πέρας. Γι’ αυτό και είναι εξόχως σημαντικό αυτό που λέει στο τέλος η Σόφικο στον Λεβάν, ίσως η πιο σημαντική γυναίκα στη ζωή του μετά τη μητέρα του: «Αν θες να σώσεις κάποιον, κοίτα να σώσεις τον εαυτό σου». (σελ. 392)

Κλείνω με το πασιφανές, ο Στ. Χρ. έγραψε ακόμα ένα καλό, σημαντικό βιβλίο. Βαδίζει με μόχθο, μεθοδικότητα, στρατηγική και αυτοπεποίθηση στη συγγραφική του πορεία. Και εκ του απολέσματος δικαιώνεται». Γιώργος Φράγκος, Φιλελεύθερος

Βίντεο