«Τον Οκτώβριο του 2017, στο πλαίσιο ενός διεθνούς συνεδρίου στο Κίεβο της Ουκρανίας, είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ τον Πυρηνικό Σταθμό Παραγωγής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ, αλλά και το γειτονικό Πρίπιατ, μια πόλη που κατασκευάστηκε ειδικά για τους εργαζόμενους στο πυρηνικό εργοστάσιο. Ήθελα πάρα πολύ να συμμετέχω σε αυτήν την -οργανωμένη από τον Ουκρανικό στρατό- επίσκεψη στην πόλη φάντασμα, καθώς πίστευα πως θα έπαιρνα μια γεύση από το πως λογικά θα έπρεπε να ήταν και η δική μου πόλη, η Αμμόχωστος, αν είχα βέβαια την δυνατότητα να την ξαναπερπατήσω μετά από τόσα χρόνια. Ήταν βλέπετε πολύ πριν ο Τουρκικός στρατός ανοίξει την περίκλειστη πόλη, και προτού στηθεί ένα παρόμοιο σκηνικό, σκοτεινού ή μαύρου τουρισμού, σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της πόλης-φάντασμα του πυρηνικού ολοκαυτώματος. Και πράγματι δεν διαψεύσθηκα: έχοντας σήμερα την εμπειρία από το τωρινό Βαρώσι, οι ομοιότητες είναι πολλές: η καταστροφή πανομοιότυπη, είτε πυρηνική είτε πολεμική, και από την άλλη ο θρίαμβος της φύσης, καθώς ανενόχλητα καταλαμβάνει την γη που δικαιωματικά της ανήκει.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά το Ρουστάβι, η μικρή βιομηχανική πόλη κοντά στην Τιφλίδα της Γεωργίας, την οποία έφτιαξε ο Στάλιν τη δεκαετία του’40, απ’ όπου αρχίζει η πορεία των ηρώων του Μαύρου Φλαμίνγκο του Σταύρου Χριστοδούλου, έφερε αμέσως στο μυαλό μου τις δύο αυτές πόλεις-φαντάσματα: του Τσερνόμπιλ και του Βαρωσιού. Άδεια κουφάρια κτιρίων από μπετόν, εγκαταλελειμμένα όπως-όπως από τους ενοίκους τους και ταυτόχρονα ο φυσικός νόμος να προσπαθεί να επαναφέρει και να εδραιώσει ξανά την χαμένη τάξη στο οικοσύστημα. Απών και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος και παντού διάχυτη η αίσθηση της βίαιης φυγής. Το Ρουστάβι, παρόλο που κατοικείται, είναι κι αυτό μια πόλη-φάντασμα.
Εδώ, είναι οι άνθρωποι που είναι σαν φαντάσματα, που οι ψυχές τους περιφέρονται και περιστρέφονται μηχανικά, ανάμεσα στα γρανάζια της σκουριασμένης πραγματικότητας, ανήμπορες να ορθοποδήσουν. Η ανάγκη για κάτι τις καλύτερο κάνει την αίσθηση της φυγής να φαντάζει ως η μοναδική τους σωτηρία… Οι άνθρωποι και τα φλαμίνγκο. Αποδημητικά όντα, εξ ορισμού, των οποίων «η μετανάστευση κανονικά πυροδοτείται κυρίως από τη διαθεσιμότητα τροφής και από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στα εδάφη αναπαραγωγής και διαχείμασης» όπως μας πληροφορεί η πάντα βολική Wikipedia. Στο σήμερα η φυγή πυροδοτείται και από άλλα σημαινόμενα. Εν αρχή ήσαν στη γη οι θηρευτές-συλλέκτες, που με το νομαδικό τους βίο σφράγισαν το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης περιπέτειας. Που κινούνταν από τόπο σε τόπο κυνηγώντας τη μοίρα τους ανάλογα με την ευφορία του πλανήτη. Μέχρι που ο πολιτισμός, που η ανθρωπότητα θεωρεί ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της, επέβαλε τους δικούς του νόμους και τις δικές του δομές. Οι οικισμοί, οι πόλεις, οι θρησκείες, τα κράτη και τα έθνη. Οι καλλιέργειες και η κυριότητα του εδάφους. Επέκταση και εξάπλωση, ηγεμονία και επικράτηση, πόλεμος και καταδίωξη. Η «πολιτισμική στροφή», όπως τη λέμε, που συντελέστηκε στη γη αποτελεί ένα πολύ μικρό και πολύ πρόσφατο επεισόδιο στη συνολική ιστορία του πλανήτη μας. Τα αποτελέσματα της, τα οποία βιώνουμε και εμείς σήμερα, θέτουν θεωρώ σε συνεχή αμφισβήτηση την επιτυχία του ανθρώπινου αυτού πειράματος, για το οποίο είμαστε τόσο, μα τόσο υπερήφανοι. Θα έλεγε κανείς πως επιβεβαιώνουν αυτό που λέει και ο Walter Benjamin προς το τέλος του του κειμένου του Το Έργο Τέχνης στην Εποχή της Μηχανικής Αναπαραγωγής, ότι, δηλαδή «η ανθρωπότητα, που κάποτε ήταν, κατά τον Όμηρο, θέαμα για τους θεούς του Ολύμπου, έχει γίνει τώρα θέαμα για τον εαυτό της. Η αλλοτρίωσή της έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που την κάνει να βιώνει την ίδια της την καταστροφή σαν αισθητική απόλαυση πρώτου μεγέθους.»
Τελείωσα το βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος στην Γάζα. Οι φρικαλεότητες της 7 ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς, τα σφαγμένα κορμιά και ακολούθως η ισοπέδωση της Γάζας και των ανθρώπων της. Με τα εξαθλιωμένα πλήθη να τρέχουν αλαφιασμένα από την μια γωνιά στην άλλη, του επιβεβλημένου από τα συρματοπλέγματα κλουβιού της λωρίδας, προσπαθώντας να γλυτώσουν όχι από την οργή της φύσης μα των συνανθρώπων τους. Γιατί αποτυγχάνουμε άραγε; Γιατί η ανθρώπινη εμπειρία είναι πρωτίστως αυτοκαταστροφική; Γιατί οι δομές και τα συστήματα που τόσο επιμελώς δημιουργήσαμε μας κατατρέχουν ως δαιμονικές ερινύες, έτοιμες να μας κατασπαράξουν;
Το Μαύρο Φλαμίνγκο θέτει από την αρχή ως επίκεντρο το ανθρώπινο ταξίδι. Το εσωτερικό ταξίδι αλλά και το ταξίδι που αναπόφευκτα ενεργοποιείται από το αίσθημα της φυγής. Της φυγής από το αποπνικτικό τώρα που απατηλά κάνει το αύριο να φαντάζει λαμπερό. Ο θηρευτής-συλλέκτης του αιώνα μας επαναλαμβάνει το αρχετυπικό μοντέλο ελπίζοντας να ξεφύγει από τις πραγματικότητες που ο ίδιος αλλά και οι άλλοι δημιούργησαν γι’ αυτόν.
Το διαμέρισμα των 32 τετραγωνικών στην χρουστσόφκα της οδού Μαγιακόφσκι στο Ρουστάβι, στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας, όπου κατέληξε η οικογένεια Πεχλιβανίδη για να εργαστεί στα εργοστάσια, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Στο Τσερνόμπιλ, στο Πρίπιατ, στο Βαρώσι μα και στη Γάζα. Εκεί, όπου οι όχι και τόσο τυχεροί των ανθρώπινων συστημάτων, ελπίζουν πως κάποτε θα μάθουν τους κανόνες του παιγνιδιού, πως θα ορθοποδήσουν επιτέλους, και πως κάποια στιγμή θα ευτυχήσουν. Αυτή η ατέρμονη πορεία των ανθρώπινων ψυχών που νοιώθουν καταραμένες, των ψυχών που ποδοπατήθηκαν και που τσαλακώθηκαν, και που πιστεύουν ακόμη, πως μπορούν να εξευμενίσουν την μοίρα, και να λυτρωθούν με το μακρύ ταξίδι τους. Κάπως έτσι κτίζει και ο συγγραφέας το έπος των οικογενειών Πεχλιβανίδη και Καλεμκερίδη.
Η «Αιολική Γη» του Μαύρου Φλαμίνγκο εκτυλίσσεται στα δύσκολα μετασοβιετικά χρόνια, σε μια περίοδο που η νεόδμητη πραγματικότητα προσγειώνει ανώμαλα και συχνά ευτελίζει το πολυπόθητο όνειρο για μια καλύτερη ζωή. «Στον σοσιαλισμό είχαμε ψωμί να φάμε και πετρέλαιο να ζεσταθούμε. Ενώ τώρα, φάτε ανεξαρτησία, κορόιδα, και τραβάτε κουπί ώσπου να σφίξουν οι κώλοι» λέει κάπου ο Στέλιος, ο εξάδελφος του Ξενοφώντα, του συζύγου της Συμέλας, της μητέρας του Λεβάν, των κύριων ηρώων του Μαύρου Φλαμίνγκο. «Αυτή η πόλη μάς έχει στραγγίξει και την τελευταία ρανίδα αθωότητας», λέει αποκαμωμένα στη Συμέλα ο Αλεξάντρε Γκβενετάτζε, ο συνταξιούχος διευθυντής του δημοτικού σχολείου.
Αυτοί λοιπόν, οι στραγγισμένοι Ελληνοπόντιοι ήρωες του βιβλίου, πορεύονται προς την προαιώνια πατρίδα προσδοκώντας να ξαναγεννηθούν, αφήνοντας πίσω τη στέρφα ανομβρία του πρότερου βίου τους. Και φτάνουν στην Ελλάδα του μιλλένιουμ, που φτιασιδωμένη όπως-όπως υποδέχεται τα παιδιά της και τα καταβροχθίζει. «Και το πρόγραμμά της ήταν συγκεκριμένο. Τα πρωινά καθάριζε σπίτια. Το μεσημέρι επέστρεφε για να ταΐσει τα παιδιά. Μετά, έπιανε βάρδια σε ένα μίνι μάρκετ, κάτω στο Γκάζι. Επέστρεφε αργά, ίσα για να ετοιμάσει το βραδινό τους» αφηγείται ο συγγραφέας. Κάπως έτσι γνωριζόμαστε με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου. Να κτίζουν και να χαλούν τη ζωή τους στην κινούμενη άμμο της πολυπόθητης Ιθάκης. Να κοιμούνται και να ξυπνούν. Να ξυπνούν και να δουλεύουν. Και να δουλεύουν. Και κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τη δουλειά να αναγιώνουν τα παιδιά τους, να γεύονται τους παράνομους έρωτες στα φτηνά ξενοδοχεία, να προσπαθούν να ξεκλέψουν λίγες στιγμές ανθρώπινης κανονικότητας. Και να επαναλαμβάνουν το γνωστό μοτίβο που είχαν αφήσει στην χρουστσόφκα της οδού Μαγιακόφσκι, στο Ρουστάβι, στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας: «Σάμπως όλοι στο εργοστάσιο δεν δουλεύουμε; Και οι Αζέροι στον πρώτο, και το ζευγάρι από την Αμπχαζία, και ο χοντρός από το Καζακστάν με τη Ρωσίδα του στον δεύτερο, και ο πατέρας… Όλοι τον ίδιο τροχό γυρίζουμε…»
Τα σοκάκια του Ρουστάβι αντικαθίστανται από τις γειτονιές της Αθήνας, οι χρουστσόφκες με τις φτηνές πολυκατοικίες στις λαϊκές συνοικίες της Ελληνικής μεγαλούπολης. Το μιλλένιουμ όμως επιφυλάσσει και άλλα σπουδαία στην πατρίδα για τους καινούργιους πολιτογραφηθέντες. Οι τσαλακωμένοι εαυτοί παράγουν τσαλακωμένα τέκνα. Που προσπαθούν να ριζώσουν στο πέτρινο έδαφος. Ένα κακοτράχαλο έδαφος που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, που προτιμά πάση θυσία το άσπρο από το μαύρο, το δικό μας από το ξένο, το καθαρό από το δήθεν λερωμένο. Πώς άραγε ριζώνεις μες στην πέτρα; Κάπως έτσι μεγαλώνει κι ο Λεβάν, ο ήρωας μας, ο γιός της Συμέλας και του Ξενοφώντα, ο εγγονός του Λέοντα και της Ανατολής, του Λάζαρου και της Ειρήνης. Στην ξενοφοβική Αθήνα της Χρυσής Αυγής, των αυτοσχέδιων πογκρόμ και της φασιστικής ιδεολογίας: δέρνω για να υπάρξω, για να αποκτήσω επιτέλους ταυτότητα. Το μέταλλο από το οποίο είναι φτιαγμένος ο Λεβάν είναι το ίδιο και απαράλλακτο με του κάθε ενός από εμάς. Θέλει όμως δουλειά και κόπο για να σφυρηλατηθεί σωστά στο εργοστάσιο.
Θέλει σωστές θερμοκρασίες για πλάσιμο, θέλει καθαρές προσμίξεις, θέλει σταθερές συνθήκες. Θέλει την αγάπη του τεχνίτη, την προσοχή μα και την αφοσίωση. Αλλιώς, θα κλωτσήσει, θα χάσει την ευγενή του υπόσταση, θα πεταχτεί στα άχρηστα και στα ακατάλληλα. Κι είναι τότε, αυτήν την κρίσιμη στιγμή, που θα το μαζέψει ο κάθε τσαρλατάνος από τον κάδο, θα το εμποτίσει με κάθε λογής ουσίες, και με σαθρές προσμίξεις κι αμφίβολες συγκολλήσεις θα το κάνει να φαίνεται κανονικότερο κι απ’ το κανονικό. Κι είναι τότε που γίνεται εκρηχτικό και επικίνδυνο. Ο φόβος που προκαλεί αυτό το πέταμα στον κάδο των αχρήστων, ο φόβος της οριστικής απόρριψης, γίνεται σιδερογροθιά και βαρά αλύπητα οτιδήποτε είναι διαφορετικό από τη νόρμα. Τα μέταλλα όμως έχουν και μνήμη. Κάποια στιγμή, κάποια από αυτά, θυμούνται ξανά την πρότερο ευγενή τους υπόσταση, αντιδρούν και επανέρχονται.
Σε μια συνέντευξη του ο Σταύρος Χριστοδούλου αναφέρει χαρακτηριστικά πως όλοι περιστρεφόμαστε σαν μυγάκια γύρω από την ίδια λάμπα. Το φως της λάμπας είναι όμως τεχνητό. Γύρω μας η σκοτεινιά καθώς το φυσικό φως το έχουμε προ πολλού απωλέσει. Η ζωή μας φωτίζεται με λύχνους και φανούς εκστρατείας. Αυτός είναι ο κάνναβος του βιβλίου όπου ο συγγραφέας με τις ευθείες και τις τεθλασμένες σχεδιάζει τις ζωές και τις ψυχές των ηρώων του. Που στριφογυρίζουν ανάμεσα στο καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι, την επίγνωση και την απόγνωση.
Ο Αμερικάνος συγγραφέας, παιδαγωγός και ακτιβιστής Parker J. Parker αναφέρει για την ανθρώπινη ψυχή: «Η ανθρώπινη ψυχή δεν θέλει ούτε να τη συμβουλεύσεις, ούτε να τη διορθώσεις, ούτε και να τη σώσεις. Θέλει απλώς να τη γνωρίσεις, να τη συντροφεύσεις, να την ακούσεις και να τη δεις όπως ακριβώς είναι. Όταν υποκλιθούμε βαθιά στην ψυχή ενός ατόμου που υποφέρει, ο σεβασμός μας ενισχύει τους θεραπευτικούς μηχανισμούς της ψυχής, τους μοναδικούς μηχανισμούς που μπορούν να βοηθήσουν τον πάσχοντα να τα καταφέρει.». Έτσι και μείς υποκλινόμαστε εμπρός στο Μαύρο Φλαμίνγκο, αυτό το αποδημητικό πουλί, που η μοναδικότητα του έγκειται σε μια σπάνια γενετική ανωμαλία.
Στην ουσία υποκλινόμαστε στους εαυτούς μας, καθώς όλοι μας φέρουμε εγγενώς τον ίδιο γενετικό κώδικα. Κι όλοι μας κάποια στιγμή θα μπορούσαμε εν δυνάμει να εκδηλώσουμε την τραχιά μα τόσο όμορφη και μεγαλόπρεπη υπόσταση του Μαύρου Φλαμίνγκο, όπως ξεχωρίζει σαν την μύγα μες το γάλα στο απόλυτο ροζ του σμήνους. Ίσως έτσι, με αυτήν την υπόκλιση, στον άλλο μα και στον εαυτό μας, να καταφέρουμε να πάψουμε να περιστρεφόμαστε ζαλισμένοι γύρω από την λάμπα που τρεμοπαίζει, και να στραφούμε στο αληθινό φως». Δρ. Γιάννης Τουμαζής, Νέα Εποχή